Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ Μεγαρεύς


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
 
Ἡ ἀττικὴ γῆ ἀνέδειξε, σὲ ὅλες τίς ἱστορικὲς περιόδους, μιὰ πλειάδα ἁγίων, οἱ ὁποῖοι λαμπρύνουν τὸ ἁγιολογικὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἀπὸ τὰ Μέγαρα, κτήτορας τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας Μονῆς Φανερωμένης Σαλαμίνας.
 
Γεννήθηκε καὶ ἔζησε τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 18ου αἰῶνα στὰ Μέγαρα τῆς Ἀττικῆς ἀπὸ φτωχούς, ἀλλὰ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Ὀνομαζόταν Λάμπρος Κανέλλος καὶ ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀγρότη καὶ τοῦ οἰκοδόμου. Ἦταν νυμφευμένος μὲ μιὰ εὐσεβῆ σύζυγο, τὴ Βασίλω, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησαν δύο παιδιά, τὸν Ἰωάννη καί τὸν Δημήτριο. Ζοῦσαν μιὰ ἥσυχη καὶ ἐνάρετη οἰκογενειακὴ καὶ χριστιανικὴ ζωή, στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας.
 
Κάποτε ὁ εὐσεβὴς χωρικὸς Λάμπρος εἶδε ἕνα παράξενο ὄνειρο, τὴν Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ ζήτησε νὰ μεταβεῖ στὸ ἀπέναντι νησί, τὴ Σαλαμῖνα, γιὰ νὰ οἰκοδομήσει ἕναν ναό, στὰ σωζόμενα ἐρείπια παλαιότερου ναοῦ της. Ὁ Λάμπρος ταράχτηκε, μὲν ἀλλὰ δὲν ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία. Τὸ ὄνειρο ἐπαναλήφθηκε ἄλλες δύο φορές. Τὴν τρίτη φορὰ  κατάλαβε ὅτι κάτι σοβαρὸ συμβαίνει καὶ τὸν κατέλαβε ἱερὸς φόβος. Διηγήθηκε τὸ συμβὰν στοὺς δικούς του καὶ τοὺς φίλους του, οἱ ὁποῖοι τὸν συμβούλεψαν νὰ ὑπακούσει στὴν προτροπὴ τῆς Θεοτόκου.
 
Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ μεταβεῖ στὴ Σαλαμῖνα. Κατέβηκε στὴν παραλία τοῦ Μεγάλου Πεύκου καὶ προσπάθησε νὰ βρεῖ πλεούμενο νὰ τὸν περάσει στὴν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ νησιοῦ. Ὅμως ἦταν χειμῶνας καὶ ὑπῆρχε θαλασσοταραχὴ καὶ οἱ βαρκάρηδες εἶχαν ἀποσύρει τίς βᾶρκες τους στὴ στεριά. Ὁ Λάμπρος στεκόταν ἀμήχανος καὶ στενοχωρημένος στὴν ἀκτή, προσευχόμενος στὴν Παναγία νὰ τὸν βοηθήσει νὰ περάσει στὸ νησί. Τότε συνέβῃ τὸ ἑξῆς παράδοξο καὶ θαυμαστὸ γεγονός. Μιὰ γλυκιὰ φωνὴ σὰν μελωδία ἀκούστηκε: «Ρῖξε τὸ πανωφόρι σου στὴν θάλασσα καὶ ἀνέβα ἐπάνω σὲ αὐτό, θὰ πλεύσεις μὲ ἀσφάλεια καὶ σῶος θὰ ἀποβιβαστεῖς στὴν ἀπέναντι ἀκτή τοῦ νησιοῦ»!
 
Γεμᾶτος πίστη καὶ ἄκρατη συγκίνηση ὁ εὐσεβὴς Λάμπρος ὑπάκουσε στὴ μυστηριώδη ἐντολὴ καὶ χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἅπλωσε τὴν κάπα του στὰ κύματα, ἀνέβηκε σὲ αὐτὴ καὶ σὰν σὲ σχεδία, κατάφερε νὰ διασχίσει τὸ θαλάσσιο πέρασμα καὶ νὰ φτάσει στὴ βόρεια πλευρὰ τῆς Σαλαμίνας, μὲ ἀσφάλεια καὶ χωρὶς νὰ βραχεῖ καθόλου! Βγαίνοντας στὴ στεριὰ ἀντίκρυσε τὰ χαλάσματα ἐρειπωμένης παλιᾶς Μονῆς.
 
Ἀμέσως ἄρχισε τὸ οἰκοδομικὸ ἔργο τῆς ἀνέγερσης τοῦ ναοῦ, ὅπως τὸν πρόσταξε ἡ Παναγία. Ἀλλὰ ἀνασηκώνοντας τίς πέτρες βρῆκε μιὰ παμπάλαια καὶ μαυρισμένη ἀπό τὸν χρόνο καὶ τὴν ὑγρασία εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, τὴν Θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς «Φανερωμένης» ἢ «Νεοφανείσας». Ὁ Λάμπρος ἀναλύθηκε σὲ δάκρυα χαρᾶς, διότι συνειδητοποίησε ὅτι ἀξιώθηκε νὰ γίνει ὄργανο τῆς θείας χάριτος, ταπεινὸς ὑπηρέτης τῆς Θεοτόκου. Γι᾿ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ μείνει στὸν ἁγιασμένο ἐκεῖνο τόπο, νὰ γίνει μοναχὸς καὶ νὰ κτίσει Ἱερὰ Μονὴ πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπου θὰ στέγαζε τὴν Θαυματουργὸ Εἰκόνα της.
 
Γύρισε στὴν οἰκογένειά του καὶ διηγήθηκε μὲ δέος ὅσα βίωσε. Τὰ δυό του παιδιὰ εἶχαν μεγαλώσει καὶ δὲν εἶχαν ἀνάγκη τὴν ἀρωγή του καὶ ἡ πιστή του σύζυγος τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ γίνει μοναχός. Ὁ Λάμπρος ἀποχαιρέτησε τὴν ἀγαπημένη του οἰκογένεια καὶ ἐπέστρεψε στὴ Σαλαμῖνα, ὅπου ἐκάρῃ μοναχός, λαμβάνοντας τὸ μοναχικὸ ὄνομα Λαυρέντιος.
 
Ὁ Λαυρέντιος ἄρχισε τίς οἰκοδομικὲς ἐργασίες τὸ ἔτος 1682. Βοηθούμενος ἀπὸ εὐσεβὴς χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς, ἔκτισε ἀρχικὰ ναό, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ στὴ συνέχεια, μὲ πολλοὺς κόπους, μιὰ περίλαμπρη Μονή, τὴν ὁποία
ἀφιέρωσε στὴν Παναγία τὴν Φανερωμένη. Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν ἦρθαν καὶ ἄλλοι μοναχοὶ νὰ ἐγκαταβιώσουν ἐκεῖ. Ὁ Λαυρέντιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Μὲ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, κατέστῃ μιὰ ἄρτια πνευματικὴ προσωπικότητα. Οἱ ἀρετές του, ἡ σοφία του καὶ ἁγιότητά του εἶχαν γίνει γνωστὲς στὴν εὐρύτερη περιοχή, ὅπου συνέρρεαν πλήθῃ πιστῶν νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Ἡ εὐλάβειά του ἐπέδρασε καὶ στὴν οἰκογένειά του. Ἡ σύζυγός του, τὸν ἀκολούθησε στὴ μοναχικὴ ζωή, ἐκάρῃ καὶ ἐκείνη μοναχὴ καὶ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Βασσιανή. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς γιούς του, ὁ Ἰωάννης, μιμούμενος τὸν πατέρα του Λαυρέντιο, ἀποφάσισε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἐκάρῃ μοναχός, λαμβάνοντας τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἰωακεὶμ καὶ γινόμενος διάδοχός του στὴν ἠγουμενία τῆς Μονῆς.
 
Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια ἠγουμενίας ἀποφάσισε νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ ἔρημο τόπο, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης. Ἀφοῦ κατέστησε ἡγούμενο τὸν Ἰωακείμ, κατευθύνθηκε πρὸς τὰ νότια τῆς νήσου καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἀπόκρημνο καὶ δυσπρόσιτο βραχῶδες μέρος. Ἔκτισε ἐκεῖ ἕνα μικρὸ κελλί, ὅπου τὸ ἀφιέρωσε στὸν Προφήτη Ἠλία. Λάξευσε στὸ βράχο κοίλωμα γιὰ νὰ συγκεντρώνει τὸ νερὸ τῆς βροχῆς γιὰ τίς ἀνάγκες του καὶ τρέφονταν μὲ ἄγρια χόρτα τοῦ βραχώδους βουνοῦ. Ἐκεῖ ζοῦσε στὴ γαλήνη τῆς ἐρήμου μὲ προσευχή, νηστεία καὶ ἀγρυπνία, ψάλλοντας ἀδιάκοπα αἴνους στὸ Θεὸ καὶ εὐχαριστῶντας τὴν Παναγία γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε νὰ Τὴν ὑπηρετήσει.
 
Ἀλλὰ οἱ πιστοὶ τὸν ἀνακάλυψαν καὶ συνέρρεαν στὸ δύσβατο ἐρημητήριό του νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ ζητήσουν τὴ βοήθειά του στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς τους. Μάλιστα ἀξιώθηκε νὰ ἐπιτελεῖ καὶ πολλὰ θαύματα. Πλῆθος ἀσθενῶν ἔτρεχαν νὰ βροῦν τὴν ὑγεία τους στὸν ἅγιο ἐρημίτη. Ἐκεῖνος γεμᾶτος καλοσύνη δὲν ἀρνοῦνταν σὲ κανέναν τὴ βοήθειά του. Χαρακτηριστικὸ γεγονὸς εἶναι ἡ θαυματουργικὴ ἴαση ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια συζύγου Ὀθωμανοῦ ἀξιωματούχου τῶν Ἀθηνῶν. Παρὰ τίς ἀντιρρήσεις τῆς τουρκάλας ἀσθενοῦς, κλήθηκε ὁ Ἅγιος στὸ σπίτι τους στὴν Ἀθήνα, τὴν ὁποία σταυρώνοντάς την, τὴν θεράπευσε καὶ τὴν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ὁ Ὀθωμανὸς ἀξιωματοῦχος, μαζὶ μὲ τίς εὐχαριστίες του, ἀπέδωσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ ἔκτασή της, τὴν ὁποία παράνομα κατεῖχε ἐκεῖνος, στὴν ἀπέναντι περιοχὴ τῆς Μεγαρίδος, στὴ θέση, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα ἀποκαλεῖται Βλυχάδα.
 
Ὁ τραχὺς καὶ δύσκολος ἀσκητικός του ἀγῶνας ἔφθειραν τὴν ὑγεία του. Ἀσθένησε καὶ στὶς 7 (κατ᾿ ἄλλους στὶς 9) Μαρτίου τοῦ 1707 κοιμήθηκε εἰρηνικά, παραδίδοντας τὴν ψυχή του στὸ Θεὸ καὶ στὴν Παναγία Μητέρα Του. Ἔφυγε χωρὶς νὰ δεῖ τὴν ἁγιογράφηση τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία ὁλοκλήρωσε ὁ γιός του Ἱερομόναχος Ἰωακείμ. Τὸ ἱερό του λείψανο τάφηκε στὸ διακονικὸ τοῦ καθολικοῦ τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἢ κατ᾿ ἄλλη πληροφορία στὸ καθολικὸ τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ, μπροστὰ στὸ Ἅγιο Βῆμα.
 
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φανερωμένης, σεμνύνεται γιὰ τὸν ὅσιο κτήτορά της καὶ ἔχει τὴν εὐλογία νὰ κατέχει Λείψανα του, σὲ ἀργυρὲς λειψανοθῆκες. Ἡ τιμία κάρα του βρίσκεται γιὰ προσκύνηση στὴν ἁγία πρόθεση τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μπροστὰ στὴν ὁλόσωμη τοιχογραφία του καὶ δίπλα στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης.
 
Ἡ μνήμη του τιμᾷται στὶς 7 Μαρτίου, τὴν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς του κοιμήσεως.

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου