ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Κάποιοι κακοήθεις καὶ ἀνιστόρητοι, θέλουν νὰ περιορίσουν τὴ χριστιανικὴ πίστη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας στοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς δούλους. Ὅμως ἔρχεται ἡ ἱστορία καὶ τὰ συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ τοὺς διαψεύσουν οἰκτρά. Τὴ νέα πίστη εἶχαν υἱοθετήσει ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ τὰ ἐπαγγέλματα. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς ἦταν οἱ στρατιωτικοί. Μέσα ἀπὸ τὶς τάξεις τους ἀναδείχθηκαν μυριάδες Μάρτυρες κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν τῶν πρώτων τριακοσίων χρόνων.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε ὁ μεγαλομάρτυρας Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης. Δὲν εἶναι γνωστὸ τὸ ἀκριβὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του. Τοποθετεῖται περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου μ. Χ. αἰῶνα. Γεννήθηκε στὴν πόλη Εὐχάνεια τοῦ Ἐλενοπόντου, (Εὐξείνου Πόντου), στὴν πανάρχαια κοιτίδα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπὸ Ἕλληνες γονεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μεταστραφῇ στὸν Χριστιανισμό. Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του τὰ ἔζησε στὴν Ποντικὴ Ἡράκλεια τῆς Παφλαγονίας καὶ ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ εὐσέβειας. Ἀπὸ παιδὶ διακρινόταν γιὰ τὸ ἐξαίρετο παράστημά του καὶ κυρίως γιὰ τὰ πλούσια πνευματικὰ καὶ ψυχικά του χαρίσματα. Εἶχε ἀποκτήσει σπουδαία παιδεία, μελετῶντας τὰ ἱερὰ χριστιανικὰ κείμενα, καθὼς καὶ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους. Ἀναδείχθηκε μάλιστα σπουδαῖος ρήτορας.
Ἀπὸ νεαρὸς ξεχώριζε γιὰ τὶς ἡγετικές του ἱκανότητες καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ στρατιωτικοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπολάμβανε μεγάλο σέβας της ἐποχὴ ἐκείνη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κατατάχθηκε στὸν ρωμαϊκὸ στρατό. Τὸ ξεχωριστὸ σωματικό του παράστημα, οἱ ἀθλητικές του ἐπιδόσεις καὶ κυρίως τὸ θάρρος, ἀνδρεῖα του καὶ οἱ ἔμφυτες στρατιωτικές του ἀρετὲς τὸν ἀνέβασαν πολὺ γρήγορα στὴ στρατιωτικὴ ἱεραρχία τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ τῶν ἀνατολικῶν περιοχῶν τῆς αὐτοκρατορίας. Ἔγινε στρατηλάτης, ἀξίωμα ἀνάλογο μὲ τοῦ σημερινοῦ στρατηγοῦ.
Ἡ φήμη του γιὰ τὶς ἱκανότητές του καὶ γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν λεγεώνων ποὺ διοικοῦσε, ἔφτασε ὡς τὸν αὐτοκράτορα Λικίνιο (307-324), ὁ ὁποῖος τὸν προσκάλεσε γιὰ νὰ τὸν γνωρίσῃ ἀπὸ κοντὰ καὶ νὰ τὸν ἀνταμείψῃ γιὰ τὶς πολύτιμες στρατιωτικές του ὑπηρεσίες. Ἀλλὰ κάποιοι φανατικοὶ σύμβουλοί του τὸν πληροφόρησαν ὅτι ὁ Θεόδωρος ἦταν Χριστιανός. Ὁ Λικίνιος ἦταν φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ μισοῦσε θανάσιμα τὸν Χριστιανισμό. Τοῦ ἔστειλε κατ᾿ ἀρχὴν μιὰ ἐπιστολή, προτείνοντάς του νὰ θυσιάσουν μαζὶ στοὺς «θεούς». Ὁ Θεόδωρος τοῦ ἀπάντησε μὲ εὐγένεια καὶ διπλωματία πὼς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸν συναντήσῃ τὴ συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο καὶ πὼς τὸν περίμενε νὰ ἔρθῃ στὴν Ἡράκλεια, ὅπου θὰ θυσίαζαν τότε ἀπὸ κοινοῦ. Ὅμως ὁ στρατηλάτης ἤθελε ἁπλὰ νὰ κερδίσῃ χρόνο.
Ὁ Λικίνιος πίστεψε στὰ γραφόμενα τοῦ Θεοδώρου καὶ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία ἐπισκέφτηκε ὄντως τὴν Ἡράκλεια καὶ ὁ στρατηλάτης του ὀργάνωσε μιὰ λαμπρὴ ὑποδοχή. Τοῦ ζήτησε μάλιστα καὶ τὰ παγανιστικὰ ξόανα καὶ εἴδωλα, φτιαγμένα ἀπὸ χρυσάφι καὶ πολύτιμες πέτρες, τὰ ὁποῖα κουβαλοῦσε μαζί του ὁ θρησκομανὴς αὐτοκράτορας, μὲ σκοπὸ δῆθεν νὰ τοὺς ἀποδώσει τιμές. Παρευθὺς ὁ ἡρωικὸς Θεόδωρος πῆρε στὰ χέρια του τὰ σύνεργα τῆς εἰδωλολατρίας, τὰ ὁποῖα θρυμμάτισε καὶ τὰ ἔδωσε στοὺς φτωχοὺς νὰ πουλήσουν τὰ ἀκριβὰ μέταλλα γιὰ νὰ καλύψουν βιοτικές τους ἀνάγκες. Ὁ Λικίνιος ἔμεινε ἄναυδος ἀπὸ τὴν πράξη τοῦ κορυφαίου στρατιωτικοῦ του. Θεώρησε τὴν πράξη τοῦ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἀσεβῆ πρὸς τοὺς «θεοὺς» τοῦ κράτους, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου προσβολὴ κατὰ τοῦ προσώπου του.
Διέταξε ἀμέσως τὴ σύλληψή του καὶ τὴν ἐνώπιόν του μεταφορά, γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνει προσωπικά. Ὁ αὐτοκράτορας ἀρχικὰ ἔκρυψε τὸν θυμὸ καὶ τὴν προσβολή του καὶ θέλησε μὲ κολακεῖες νὰ πείσῃ τὸν στρατηλάτη νὰ ἀπαρνηθῇ τὴν χριστιανική του πίστη καὶ νὰ θυσιάσῃ στοὺς «θεούς» του. Τοῦ ἐπεσήμανε ὅτι τὴ λαμπρή του καριέρα τὴ χρωστᾷ στὴν εὔνοιά τους καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τοὺς προσφέρει θυσία. Ὁ Θεόδωρος παρέμεινε ἀτάραχος καὶ γαλήνιος, ὅση ὥρα μιλοῦσε ὁ Λικίνιος. Ἀπάντησε στὸν αὐτοκράτορα πὼς ἡ χριστιανική του πίστη καὶ ἰδιότητα ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀξιώματα τοῦ κόσμου. Πὼς οἱ «θεοί» του εἶναι ἀνύπαρκτοι καὶ ἀποκυήματα ἀρρωστημένων μυθογράφων καὶ πὼς πίσω ἀπὸ αὐτοὺς κρύβονται οἱ κακοποιοὶ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι λατρεύονται στὰ πρόσωπά τους. Πὼς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ἡ Παναγία Τριάδα, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς πλάνης, νὰ μᾶς κάνει τέκνα φωτός.
Ὁ θηριώδης Λικίνιος ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ ὀργὴ θυμὸ γιὰ τὴν ἐμμονὴ τοῦ στρατηλάτη του νὰ μὴ θυσιάσῃ στοὺς «θεούς» του καὶ γιὰ τὴν προσβολὴ ἐναντίον τους. Τὸν ἀπείλησε ὅτι τὸν περιμένουν σκληρὰ βασανιστήρια, ἀλλὰ ὁ Θεόδωρος ἔμεινε ἑδραῖος στὴν πίστη του καὶ περίμενε μὲ ἀνυπομονησία τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Τότε διέταξε νὰ τὸν καθαιρέσουν ἀπὸ τὸ ὑψηλό του ἀξίωμα, νὰ τὸν γδύσουν καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ βούνευρα, τὰ ὁποῖα κατέληγαν σὲ μολυβένια σφαιρίδια.
Οἱ ἀπάνθρωποι εἰδωλολάτρες δήμιοι ξέσκιζαν μὲ λύσσα τὶς σάρκες τοῦ Μάρτυρα καὶ κατόπιν τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ἔμεινε ἑπτὰ ἡμέρες χωρὶς τροφὴ καὶ νερό, ἀναμένοντας νὰ ἀπαρνηθῇ τὴν πίστη του. Ἀφοῦ εἶδε ὁ Λικίνιος ὅτι δὲν κατόρθωσε τίποτε, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν σταυρώσουν, ἐν μέσῳ ἀπερίγραπτων ταπεινώσεων καὶ βανδαλισμῶν. Ἡ ψυχή του πέταξε στὰ οὐράνια, γιὰ νὰ συναντήσῃ τὸν ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο Βασιλέα Χριστὸ καὶ τὸ σῶμα του τὸ συνέλεξαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ μεγάλες τιμές. Ἦταν 8 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 319. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ὅρισε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ τιμᾶται ἡ σεπτή του μνήμη. Ἀνήκει στὴ χορεία τῶν μεγαλομαρτύρων καὶ ἀπολαμβάνει διαχρονικὰ τὴν τιμὴ τῶν πιστῶν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἥρωες τῆς Πίστεώς μας!
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου