Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Το
989 μ Χ ήταν σημαδιακή χρονιά για τον Βασίλειο Β’ (976-1025 τα έτη
βασιλείας του), γιατί έφερε τα πάνω κάτω στους υπολογισμούς και τα
σχέδιά του. Στην αρχή, ωστόσο, έδειχναν όλα ευνοϊκά. Η 13χρονη εμπειρία
του από τους εμφυλίους πολέμους με πρωταγωνιστές τους Βάρδα Φωκά και
Βάρδα Σκληρό (που στασίασαν εναντίον του εκμεταλλευόμενοι το νεαρό της
ηλικίας του και τον πόλεμο των Ρως κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας)
είχε λήξει ανέλπιστα με παρέμβαση της τύχης.
Ο
μεν πρώτος απ’ τους στασιαστές στρατηγούς σκοτώθηκε πέφτοντας απ’ το
άλογό του, ο δε δεύτερος — συνειδητοποιώντας την προχωρημένη ηλικία του —
παραδόθηκε (σε επίσημη τελετή) και επέστρεψε στη γενέθλια γη του
(Διδυμότειχο) ως ιδιώτης.
Ο
Βασίλειος Β’ (αυτοκράτορας της Μακεδονικής Δυναστείας, 867-1057) πήρε
μια ανάσα ανακούφισης και, απελευθερωμένος από κάθε εσωτερική πίεση,
προσπάθησε να ”κόψει τον βήχα” του ενοχλητικού Ρώσου ηγεμόνα Βλαδίμηρου
Α’ που ήθελε για γυναίκα του την Πορφυρογέννητη αδελφή του (σ.σ: Η Άννα
γεννήθηκε κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ [συζύγου της
δολοπλόκας Σπαρτιάτισσας Θεοφανώς και πατέρα του Βασίλειου, του
Κωνσταντίνου [Η’] και της Άννας] στο ειδικό πορφυρό δωμάτιο του
παλατιού).
Έτσι
μήνυσε στον ”βάρβαρο” πρίγκιπα του Κιέβου πως αναβάλλει τους γάμους που
είχαν προσυμφωνηθεί με βάση την πολιτική των επιγαμιών των Βυζαντινών
αυτοκρατόρων. Ο Βλαδίμηρος έγινε εξωφρενών και, θέλοντας να κάνει δική
του μια ώρα αρχύτερα την όμορφη πριγκίπισσα του Βυζαντίου, εκβίασε τον
αυτοκράτορα εισβάλλοντας στις ελληνικές κτήσεις της Κριμαίας και την
πρωτεύουσά της Χερσώνα.
Ο
εκβιασμός πέτυχε και ο Βασίλειος Β’, βλέποντας καταπονημένο τον στρατό
του από τους πολέμους στο εσωτερικό μέτωπο, υποχώρησε και έστειλε νύφη
την Άννα (παρά τη θέλησή της) στον πρίγκιπα του Κιέβου, μαζί με βασιλικά
προικιά και μεγαλοπρεπή συνοδεία από Έλληνες μητροπολίτες, επισκόπους,
εμπόρους, τεχνίτες κλπ οι οποίοι θα έκαναν πραγματικότητα το πνεύμα των
βυζαντινών επιγαμιών.
Το
πνεύμα, εν προκειμένω, του εκχριστιανισμού και εκπολιτισμού του
Βλαδίμηρου και των Ρως με έπαθλο το χέρι της Άννας. Εκπολιτισμού που
μετάγγιζε στους ”βαρβάρους” τα φώτα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και
της οικουμενικότητας του Ελληνισμού μαζί με την πολιτιστική ακτινοβολία
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το
εσωτερικό μέτωπο της Μικράς Ασίας και το εξωτερικό των
εκχριστιανισθέντων Ρως στα βόρεια σύνορα είχαν κλείσει οριστικά, αλλά —
πριν προλάβει ο Βασίλειος να πάρει ανάσα — κλιμακώθηκε με σφοδρότητα εκ
δυσμών ο βουλγαρικός κίνδυνος, καθώς ο τσάρος Σαμουήλ (επωφελούμενος απ’
το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας είχε αλλού στραμμένη την προσοχή του επί
13 χρόνια [976-989]) κατέβηκε σαν σίφουνας από την Αχρίδα εισβάλλοντας
στο βυζαντινό Θέμα της Ελλάδας.
Μπροστάρης
σε στίφη αγρίων Βουλγάρων και σλαβικών φύλων που είχε κατακτήσει, ο
Σαμουήλ επιδιδόταν το 989 — για πολλοστή φορά — σε φρικώδεις θηριωδίες
στην ελληνική ύπαιθρο (βιασμούς, βανδαλισμούς ναών, λεηλασίες κτιρίων
και αιχμαλωσίες γυναικόπαιδων από Βέροια και Λάρισα*), αφού απέτυχε
προηγουμένως να καταλάβει τις μεγάλες, οχυρωμένες ελληνικές πόλεις
Φιλιππούπολη, Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Θήβα και Κόρινθο χάρη στη σθεναρή
αντίστασή τους.
Ο
Βασίλειος τα μάθαινε όλα αυτά, αλλά αδυνατούσε να σπεύσει προς βοήθεια
των Ελλήνων, γιατί — ενώ ετοίμαζε τον στρατό του, συγκλόνισε την
Κωνσταντινούπολη ένας μεγάλος σεισμός προκαλώντας τεράστιες ζημιές σε
ιδιωτικά και δημόσια κτίρια, σε 40 εκκλησίες και στην Αγία Σοφία, της
οποίας ο τρούλος έπεσε και αποκαταστάθηκε μετά από τέσσερα χρόνια (993)
Η
οργή του αυτοκράτορα όμως όπλισε την αποφασιστικότητά του και σε ένα
μόλις χρόνο ”άστραψε και βρόντηξε” με τον στρατό του συντρίβοντας τα
βουλγαρικά τμήματα που είχαν στρατοπεδεύσει μεταξύ Έβρου και Σερρών, ενώ
ανάγκασε τους υπόλοιπους υπό τον Σαμουήλ να εκκενώσουν Θράκη και
Ανατολική Μακεδονία, για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Η
σύγκρουση, εν τω μεταξύ, Βουλγάρων-Βυζαντινών αγρίευε γιατί ο
βουλγαρικός στρατός αλώνιζε στην Ελλάδα όποτε ήθελε ο τσάρος και
επέστρεφε στην Αχρίδα (μετέπειτα Οχρίδα) — πρωτεύουσα της Α’ Βουλγαρικής
Αυτοκρατορίας επί Σαμουήλ, τον 10ο αι (η Β’ ήταν τον 13ο υπό την ηγεσία
των Καλογιάννη και Ιβάν Ασέν Β΄) — φορτωμένος λάφυρα και σέρνοντας πίσω
του χιλιάδες αιχμαλώτους.
Κεραυνοβόλα
απάντηση στα φιλόδοξα σχέδια του Σαμουήλ έδωσε ο στρατηγός του
Βασίλειου Νικηφόρος Ουρανός το 997 στη μάχη του Σπερχειού, που έληξε με
την καταλυτική νίκη των βυζαντινών στρατευμάτων επί των βουλγαρικών,
χωρίς τη σύλληψη όμως του Σαμουήλ και του γιου του Γαβριήλ Ραντομίρ
(Ρωμανού, ελληνιστί), διαδόχου του από τον Οκτώβριο του 1014 μέχρι τον
Σεπτέμβριο του 1015 (έτος δολοφονίας του απ’ τον πρωτοξάδελφό του
Βλαδισλάβο με κίνητρο τον τσαρικό ”θρόνο”).
Η
νίκη στον Σπερχειό ήταν η πρώτη μεγάλη χαρά που πήρε ο αυτοκράτορας.
Ακολούθησαν κι άλλες, όμως, όταν απαλλάχθηκαν απ’ τον βουλγαρικό κίνδυνο
η Θεσσαλία και τα Βοδενά της Μακεδονίας (σημερινή Έδεσσα), μετά την
πτώση του φρουρίου στα χέρια των Ελλήνων (1002) υπό τις ιαχές ”Βασίλειε,
συ νικάς!!!”.
Μέχρι
το 1014 ο Βασίλειος Β’, αν και τον πίεζε αφόρητα ο Σαμουήλ, επανερχόταν
στην Μακεδονία και πολλαπλασίαζε τις νίκες του κατά των Βουλγάρων. Όμως
ο Σαμουήλ δεν έκανε πίσω ζητώντας εκδίκηση για τον Σπερχειό. Και την
πήρε το 1004 στη Θράκη.
Την
πήρε με απίστευτη εκδικητικότητα και σκληρότητα τη νύχτα της 15ης
Αυγούστου του 1004 εισβάλλοντας μανιασμένα στην Αδριανούπολη (κατά τη
διάρκεια της πανηγυρικής αγρυπνίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου) και
προβαίνοντας σε ανείπωτες θηριωδίες σε βάρος των κατοίκων της (πλιάτσικο
στα σπίτια της ελληνικής πόλης, σφαγή 30.000 κατοίκων κάθε ηλικίας και
λόγχισμα του διοικητή [”Κατεπάνω”] μπροστά στον ανήλικο γιο του, προς
παραδειγματισμό…
Φρενιασμένος
ο Βασίλειος από πόνο όταν τα πληροφορήθηκε, πήρε όρκο εκδίκησης
ρίχνοντας όλο το στράτευμα στο κυνήγι του Σαμουήλ. Η σύλληψη του Ιβάτζη
(πρωτοπαλίκαρου του τσάρου που έκανε επίδειξη κτηνωδίας στην
Αδριανούπολη) δεν τον ανακούφιζε και ζητούσε την ευκαιρία να πλήξει
καίρια τον Σαμουήλ στρατιωτικά και προσωπικά.
Η
κατάσταση αυτή κράτησε 10 χρόνια, μέχρι που στις 29 Ιουλίου του 1014
είχαμε την αρχή του τέλους για τους Βούλγαρους εισβολείς στα στενά του
Κλειδίου (μεταξύ Σερρών και Μελένικου), με τον Σαμουήλ να δίνει την
αφορμή για τη σύγκρουση των 40.000 στρατιωτών του με τους 60.000
στρατιώτες του Βασίλειου Β’ καταλαμβάνοντας και οχυρώνοντας τα στενά του
Κύμβα Λόγγου (βλάχικη ονομασία του Κλειδίου), με σκοπό να εμποδιστεί η
διάβαση των ”Ρωμιών” από τους δικούς του οι οποίοι επάνδρωναν τα οχυρά
και ήταν έτοιμοι να αναχαιτίσουν τον αυτοκρατορικό στρατό.
Την
πρώτη μέρα της μάχης νίκησε ο Σαμουήλ αναγκάζοντας τον Βασίλειο να
συγκαλέσει συμβούλιο στρατηγών για να αποφασιστεί νέα στρατηγική. Τελικά
πέρασε η παράτολμη πρόταση του Πρωτοσπαθάριου Νικηφόρου Ξιφία
(στρατηγού στο Θέμα της Φιλιππούπολης) να κάνουν επικίνδυνο ελιγμό για
υπερκέραση των βουλγαρικών θέσεων, ώστε να βρεθούν στα νώτα του εχθρού
την ώρα που ο Βασίλειος θα τους έκανε κατά μέτωπο επίθεση.
Η
εφαρμογή του σχεδίου ήταν πολύ δύσκολη λόγω της μορφολογίας του
εδάφους. Αλλά στέφθηκε με επιτυχία, αν και καταπόνησε απίστευτα τους
14.000 Βυζαντινούς πεζικάριους υπό τον Ξιφία, γιατί η πορεία ήταν
ολονύκτια και γινόταν μέσα απ’ τα μυστικά μονοπάτια του ορεινού δάσους
του Μπέλες προκειμένου να βρεθούν οι Βυζαντινοί στην πλάτη του
βουλγαρικού στρατού.
Και
βρέθηκαν. Ο θανάσιμος κλοιός ολοκληρώθηκε την επόμενη μέρα (29 Ιουλίου)
και το μεσημέρι εκδηλώθηκε η ελληνική επίθεση κοντά στο Στρυμόνα με
φοβερούς αλαλαγμούς υπό τον ήχο των βυζαντινών σαλπίγγων εφόδου και με
πρόταγμα των αυτοκρατορικών λαβάρων.
Οι
τρεις τούρμες (μονάδες βυζαντινού στρατού) του Νικηφόρου Ξιφία έπεσαν
σαν κεραυνός στον στρατό του Σαμουήλ Νοτιοδυτικά του Κλειδίου, την ώρα
της κατά μέτωπον επίθεσης του υπόλοιπου βυζαντινού στρατού υπό τον
Βουλγαροκτόνο.
Οι
Βούλγαροι πανικοβλήθηκαν, γιατί είχαν αντιληφθεί ότι είχαν περικυκλωθεί
κι απ’ τις δυο πλευρές της Κλεισούρας. Μπροστά στην ορμή μάλιστα των
Βυζαντινών του Βασίλειου και του Ξιφία, άρχισαν να υποχωρούν μαζικά στο
εσωτερικό του περάσματος.
Ο
Βασίλειος συνέχισε να τους κυνηγά αψηφώντας τη βροχή από βέλη, πέτρες
και βράχους που έριχναν οι Βούλγαροι τοξοβόλοι και πετροβολητές απ’ τα
κάστρα (στα οποία έβαλαν κάποια στιγμή φωτιά οι Βυζαντινοί, με
αποτέλεσμα να τυλιχτούν αυτά σε θεόρατες φλόγες και να καίγονται
τριζοβολώντας).
Ο
Σαμουήλ με τον Ρωμανό μάχονταν απελπισμένα, αλλά ήταν μάταια όλα. Έτσι ο
Βούλγαρος τσάρος διέταξε υποχώρηση προς την πόλη της Στρώμνιτσας. Ο
ίδιος με τον γιο του διέσπασε τον βυζαντινό κλοιό και κάλπασε δυτικά
προς τον Πρίλαπο αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 25.000 νεκρούς και 15.000
αιχμαλώτους.
Ελάχιστοι
Βούλγαροι γλίτωσαν και επέστρεψαν στις πατρίδες τους. Ανάμεσά τους ήταν
ο Σαμουήλ και ο γιος του. Ο Βασίλειος είχε φρυάξει και, ξεπερνώντας
κάθε όριο λογικής, αποφάσισε την τύφλωση των Βουλγάρων αιχμαλώτων (σ.σ:
Άφησε για οδηγό τους — ανά εκατό — έναν μονόφθαλμο, που θα τους οδηγούσε
πίσω), με σκοπό να κάνει τον Σαμουήλ να πονέσει και να σταματήσει τις
επιθέσεις του στην Ελλάδα.
Νωρίς
το απόγευμα της μεθεπόμενης μέρας η αιματοβαμμένη φάλαγγα των τυφλών
αιχμαλώτων κατευθύνθηκε προς τον Πρίλαπο, όπου είχαν καταφύγει ο
τραυματισμένος Σαμουήλ με τον Ρωμανό. Όταν έφτασαν εκεί αιμάσοντες οι
Βούλγαροι στρατιώτες, οι χωρικοί ξεχύθηκαν οργισμένοι για να δουν από
κοντά την νέα τους συμφορά και ξέσπασαν σε ατέλειωτη θρηνωδία που έφτασε
στα αυτιά του τσάρου.
Ο
Σαμουήλ και ο γιος του όρμησαν έξω απ’ το σπίτι που τους φιλοξενούσε
και είδαν το αποτρόπαιο θέαμα. Βουβός από φρίκη ο αιμοχαρής ηγέτης των
Βουλγάρων, μπροστά στη θέα του τυφλού στρατού του που έμοιαζε με ποτάμι
αιμάτινο, έπεσε σφαδάζοντας στο χώμα βγάζοντας αφρούς απ’ το στόμα του.
Έμεινε ζωντανός- νεκρός για δυο μέρες και πέθανε από αποπληξία
(Κεδρηνός, Σκυλίτζης).
Το
σχέδιο του Βασίλειου Β’ είχε στεφθεί από επιτυχία. Λίγο μετά την μάχη
στο Κλειδί, τα υπολείμματα του Βουλγαρικού στρατού (υπό τον διάδοχο γιο
του Σαμουήλ Γαβριήλ Ρωμανό) δέχθηκαν κι άλλο χτύπημα στην κοιλάδα της
Στρώμνιτσας από ένα απόσπασμα ελληνικού στρατού υπό τον διοικητή της
Θεσσαλονίκης Θεοφύλακτο Βοτανειάτη.
Η
βουλγαρική απειλή (η οποία κόντεψε να καταστρέψει τον Μεσαιωνικό
Ελληνισμό) έπαψε να υπάρχει για την Ελλάδα μετά από 32 χρόνια αγώνων του
Βασίλειου Β’ κατά των Βουλγάρων με τελευταία μάχη αυτήν του καλοκαιριού
του 1017, αφού προηγουμένως είχε κατακτήσει το Μοναστήρι (Βιτώλια,
σημερινή Μπίτολα Σκοπίων), τον Πρίλαπο, το Στυπείον, το Μελένικο, τα
Μογλενά και απελευθερώσει τα Βοδενά (Έδεσσα), που είχαν ξανακαταλάβει οι
στρατιώτες του νέου τσάρου.
Η
Βουλγαρία έγινε πάλι βυζαντινή επαρχία και ο Βασίλειος επέστρεψε
θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη τον Ιανουάριο του 2018. Εκεί τον
περίμεναν με ουρανομήκεις ζητωκραυγές χιλιάδες λαού κρατώντας σταυρούς
και βυζαντινές σημαίες στα χέρια. Έψαλαν τον Ακάθιστο Ύμνο μαζί του και
ύστερα ξέσπασαν σε επευφημίες και ιαχές (βυζαντινός θρίαμβος)
βαφτίζοντας ”Βουλγαροκτόνο” τον λαμπρό αυτοκράτορα και σπουδαίο στρατηγό
που έσωσε την Ελλάδα!
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ
*
Σε επιδρομή του στη Λάρισα, ο Βούλγαρος τσάρος Σαμουήλ ερωτεύτηκε μια
από τις αιχμάλωτες που έσυρε στην Αχρίδα. Την έλεγαν Αγαθή και έκανε
μαζί της έξι παιδιά. Το μικρότερο, η Μιροσλάβα, παντρεύτηκε τον Ασώτη
Ταρωνίτη (γιο του δούκα της Θεσσαλονίκης Γρηγόρη Ταρωνίτη, φίλου του
Βασίλειου Β’, που σκοτώθηκε σε βουλγαρική επιδρομή). Τον Ασώτη τον έκανε
ο αυτοκράτορας διοικητή στο Δυρράχιο.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου