Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Ἅγιος Παΐσιος: «Τοῦτο ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ»


– Γέροντα, ὅταν ἕνας δὲν ἔχη ἀνάγκη, ἀλλὰ προσποιῆται ὅτι ἔχει, πρέπει νὰ τὸν βοηθήσουμε;

– Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Νὰ δίνουμε σ᾿ αὐτὸν ποὺ μᾶς ζητάει, χωρὶς νὰ ἐξετάζουμε»
[1]. Καὶ ἂν δὲν ἔχη ἀνάγκη αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει, πάλι πρέπει νὰ τοῦ δώσης. Νὰ χαίρεσαι ποὺ θὰ τοῦ δώσης. Ὁ Θεὸς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»[2], ἐμεῖς γιατί νὰ μὴ βοηθήσουμε τὸν πλησίον μας; Μήπως καὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἄξιοι γιὰ ὅλα τὰ δῶρα ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός; Ὁ Θεὸς «οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν»[3]. Σοῦ ζητάει κάποιος φτωχὸς βοήθεια; Ἀκόμη καὶ ἂν ἀμφιβάλλης γιὰ τὴν κατάστασή του, πάλι νὰ τὸν βοηθήσης μὲ διάκριση, γιὰ νὰ μὴ σὲ πειράξη ὁ λογισμός. Εἶδες τί λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ; «Καὶ ἔφιππος νὰ σοῦ ζητήση, νὰ τοῦ δώσης»[4]. Δὲν ξέρεις σὲ τί κατάσταση εἶναι. Ἐσὺ νὰ πιστεύης αὐτὸ ποὺ σοῦ λέει ὁ ἄλλος καὶ νὰ δίνης ἀνάλογα μὲ αὐτὸ ποὺ σοῦ ζητάει.

Ἐὰν ἔχουμε λ.χ. μόνο χίλιες δραχμὲς καὶ τὶς δώσουμε σὲ ἕναν φτωχὸ καὶ ἀνησυχήσουμε ποὺ δὲν ἔχουμε περισσότερα νὰ δώσουμε, τότε ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐλογία (τὰ χρήματα ποὺ τοῦ δίνουμε), τοῦ βάζουμε στὴν συνείδησή του τὸν Χριστὸ καὶ τὴν καλὴ ἀνησυχία. Αὐτὴ ἡ πράξη μας θὰ τὸν ἀναστατώση, γιατὶ ὁ νοῦς του συνέχεια θὰ γυρίζη στὸν ἐλεήμονα ἐκεῖνον ποὺ τοῦ ἔδωσε μαζὶ μὲ τὸ χιλιάρικο καὶ τὴν πονεμένη του καρδιά, καὶ θὰ ἀναγκασθῆ νὰ τοῦ στείλη ἀνώνυμα τὰ χρήματα ποὺ τοῦ στέρησε ἢ καὶ ἀκόμη περισσότερα. Σ᾿ ἐμένα ἔχει συμβῆ ἕνα παρόμοιο γεγονός. Μιὰ φορὰ ποὺ βρέθηκα στὴν Θεσσαλονίκη μὲ σταμάτησε μιὰ γυναίκα – φαινόταν σὰν τσιγγάνα – καὶ μοῦ ζήτησε χρήματα γιὰ τὰ παιδιά της, γιατὶ εἶχε ἄρρωστο τὸν ἄνδρα της. Εἶχα μόνον ἕνα πεντακοσάρικο καὶ τῆς τὸ ἔδωσα. «Μὲ συγχωρῆς, τῆς εἶπα, δὲν ἔχω περισσότερα νὰ σοῦ δώσω. Ἂν θέλης, πάρε τὴν διεύθυνσή μου καὶ γράψε μου πῶς πάει ὁ ἄνδρας σου καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ σοῦ στείλω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος περισσότερα». Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔλαβα ἕνα γράμμα μὲ ἕνα πεντακοσάρικο ποὺ ἔγραφε: «Σ' εὐχαριστῶ γιὰ τὴν καλωσύνη σου· σοῦ ἐπιστρέφω τὰ χρήματα ποὺ μοῦ ἔδωσες». Ὅταν κανεὶς δίνη ἐλεημοσύνη μὲ πόνο, ὁ ζητιάνος καίγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τὸν Χριστό, καὶ θὰ ἀρχίση καὶ αὐτὸς νὰ μοιράζη καὶ νὰ μὴ μαζεύη. Ἀλλὰ καὶ νὰ τύχη ἀκόμη νὰ εἶναι πολὺ σκληρόκαρδος ὁ ζητιάνος καὶ νὰ μαζεύη, ὁ ἴδιος δὲν θὰ χαρῆ ὅσα μάζεψε, ἀλλὰ θὰ οἰκονομήση ὁ Θεὸς νὰ βροῦν τὰ χρήματα τὸν τόπο τους, καὶ σ᾿ αὐτὸν θὰ μείνη μόνον ἡ κούραση καὶ ἡ ταλαιπωρία γιὰ τὸν ἔρανο (νὰ τὸν ὀνομάσουμε ἔτσι) ποὺ ἔκανε γιὰ τοὺς ἄλλους.

– Γέροντα, δηλαδὴ πόσο πρέπει νὰ δίνη κανείς;

– Νὰ δίνη τόσο, ποὺ νὰ μὴν τὸν πειράζη ἡ συνείδησή του. Χρειάζεται διάκριση. Νὰ μὴ δίνη ἑκατὸ καὶ μετὰ στενοχωριέται ποὺ δὲν ἔδωσε πενῆντα. Πολλὴ προσοχὴ χρειάζεται, ὅταν κανεὶς ἔχη ἀγάπη μὲ πολὺ ἐνθουσιασμό. Καλὸ εἶναι νὰ φρενάρη τότε λίγο τὴν ἀγάπη του καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του, γιὰ νὰ μὴ μετανοῆ ποὺ ἔδωσε πολλὰ σὲ ἕναν δυστυχισμένο, ἐνῶ ἔπρεπε λιγώτερα, καὶ ἔμεινε μὲ ἄδεια χέρια ὁ ἴδιος. Σιγὰ-σιγὰ θὰ ἀποκτήση πεῖρα καὶ θὰ δίνη ἀνάλογα μὲ τὴν αὐταπάρνηση ποὺ ἔχει.

– Γέροντα, ὅταν ὁ ἄλλος ζητᾶ πράγματα παράλογα, νὰ τοῦ τὰ δίνουμε;

– Ἐκεῖ χρειάζεται διάκριση καὶ ξανὰ διάκριση. Ὅταν ἕνας σοῦ ζητᾶ πράγματα, γιὰ νὰ τὰ καμαρώνη, δῶσ᾿ τα. Βλέπεις, ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε στὸν Ἰούδα «τί Ἀπόστολος εἶσαι σύ; κόψε τὴν φιλαργυρία σου», ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ ταμεῖο
[5]. Ἐὰν ὅμως ἕνας σοῦ ζητᾶ π.χ. ἕνα κουτὶ μαρμελάδα ποὺ ἔχεις, καὶ ἐσὺ ξέρης ὅτι αὐτὸς ἔχει ἕνα κιούπι γεμάτο, ἐνῶ κάποιος ἄλλος δὲν ἔχει καθόλου καὶ ἔχει ἀνάγκη, τότε πὲς σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει καὶ ζητάει καὶ ἄλλο: «Ἂν θέλης, ἀδελφέ, δῶσε καὶ ἐσὺ λίγο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχεις στὸν τάδε». Ἂν δὲν ὑπάρχη κάποιος ποὺ νὰ μὴν ἔχη, τότε δῶσ᾿ το, χωρὶς νὰ τοῦ πῆς τίποτε, μιὰ ποὺ σοῦ τὸ ζήτησε. Μπορεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ δόσιμο, ἂν ὑπάρχη μιὰ χορδὴ εὐαισθησίας μέσα του, νὰ συγκινηθῆ καὶ νὰ διορθωθῆ.

Σ' αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δηλαδὴ συμβαίνει αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅταν ὁ ἐχθρός σου σοῦ κάνη κακὸ καὶ ἐσὺ τοῦ κάνης καλωσύνη, κάρβουνα ἀναμμένα συσσωρεύεις στὸ κεφάλι του». Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τὸν καῖς, ἀλλά, ὅταν τοῦ κάνης καλωσύνη, τότε ἀρχίζει νὰ δουλεύη μέσα του ἡ ἀγάπη ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἐνεργεῖ ἡ θεία Χάρις. Μετὰ ἀλλοιώνεται ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ τὸν πειράζει ἡ συνείδηση, καίγεται δηλαδὴ ἀπὸ τὴν συνείδησή του. Δὲν εἶναι ὅμως σωστὸ νὰ κάνης τὸ καλό, γιὰ νὰ ἐλεγχθῆ ὁ ἄλλος καὶ νὰ συνετισθῆ, γιατὶ καὶ αὐτὸ ἀποδυναμώνει τὸ καλό, ἀλλὰ νὰ τὸ κάνης μὲ ἀγάπη. Ὅταν τὸν ἐκδικῆσαι μὲ τὸ καλό, ἀλλοιώνεται μὲ τὴν καλὴ ἔννοια καὶ διορθώνεται.

Ἦταν ἕνας μέθυσος στὴν Κόνιτσα, ποὺ εἶχε καὶ οἰκογένεια, καὶ τοῦ ἔδινα κάτι. Εἶχαν μάθει μερικοὶ ὅτι τὸν βοηθοῦσα τὸν καημένο, γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος τὸ ἔλεγε, καὶ μοῦ εἶπαν: «Μὴν τοῦ δίνης· αὐτὸς πίνει». Ἐκεῖνος μοῦ ἔλεγε «δῶσ' μου γιὰ τὰ παιδιά μου», καὶ ἐγώ, ὅταν τοῦ ἔδινα, τοῦ ἔλεγα: «Πάρε αὐτὰ γιὰ τὰ παιδιά σου». Ἤξερα ὅτι πίνει, ἀλλὰ ἤξερα ὅτι αὐτὸς ὁ λόγος θὰ τὸν βοηθήση λίγο· θὰ πηγαίνη νὰ πίνη, ἀλλὰ θὰ σκέφτεται καὶ λίγο τὰ παιδιά του. Ἂν δὲν τοῦ ἔδινα, θὰ βασάνιζε τὴν γυναίκα του, γιατὶ θὰ τῆς ἔπαιρνε ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔβγαζε ἐκείνη – πήγαινε ἡ καημένη καὶ ξενοδούλευε – καὶ θὰ ἔπινε, καὶ τὰ παιδιά του θὰ δυστυχοῦσαν πιὸ πολύ. Ὅταν ὅμως τοῦ ἔλεγα «πάρε γιὰ τὰ παιδιά σου», θυμόταν καὶ λίγο τὰ παιδιά του. Κατάλαβες; Τὸν πονοῦσα, καὶ αὐτὸ ἦταν πολὺ αἰσθητό· δούλευε μέσα του. Πολλοὶ ἔχουν βοηθηθῆ ἔτσι. Μερικοί, ἐπειδὴ τοὺς πείραζε ὕστερα ἡ συνείδηση, ἔστελναν τὰ χρήματα πίσω.

Ἐμεῖς μὲ τὴν λογική μας δὲν ἀφήνουμε τὸν Χριστὸ νὰ δουλέψη. Μάθετε τὸ σωστὸ Εὐαγγέλιο τώρα, ἂν θέλετε νὰ γίνετε ἄνθρωποι «Εὐαγγελικοί», ὄχι Προτεστάντες!


π τ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου γιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»

______________________________________


[1] Βλ. Ματθ. 5, 42 καὶ Λουκ. 6, 30.

[2] Ματθ. 5, 45.

[3] Ψαλμ. 102, 10.

[4] Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΚΓ´, σ. 86.

[5] Βλ. Ἰω. 12, 6.
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου