Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀντώνιος ὁ Ἀθηναῖος


 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
 
Ἡ ἔνδοξη πόλη τῶν Ἀθηνῶν δὲν φημίζεται μόνον γιὰ τὸ προχριστιανικό της παρελθόν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ μετέπειτα χριστιανικό της. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια ἀνάδειξε μεγάλους ἁγίους. Στὰ μαῦρα χρόνια τῆς τουρκικῆς δουλείας ἀνάδειξε ἐπίσης καὶ πολλοὺς Νεομάρτυρες. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Ἀθηναῖος.
 
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα στὰ μισὰ τοῦ 18ου αἰῶνα. Οἱ γονεῖς του Μῆτρος καὶ Καλομοῖρα, ἦταν πάμφτωχοι καὶ ἄσημοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ εὐσεβεῖς χριστιανοί. Μεγάλωσαν τὸν γιό τους Ἀντώνιο μὲ στοργὴ καὶ τοῦ ἐνέπνευσαν τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό. Μέσα στὴ φτώχεια τους κατόρθωσαν νὰ τοῦ μάθουν στοιχειώδη γράμματα, ὅσα μποροῦσαν νὰ μάθουν οἱ ὑπόδουλοι Ρωμηοί. Ὅταν ἔγινε δώδεκα χρονῶν, θέλοντας νὰ βοηθήσῃ οἰκονομικὰ τὴν πτωχὴ οἰκογένειά του, παραδόθηκε στὴ δούλεψη ἑνὸς πλούσιου τουρκαλαβανοῦ, ἀπὸ τοὺς πολλοὺς οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν στὴν Ἀθήνα καὶ λυμαίνονταν τὶς πλούσιες γαῖες τῆς Ἀττικῆς γῆς. Ὁ Ἀντώνιος ὑπέδειξε ἀσυνήθιστη ἐργατικότητα καὶ τιμιότητα, ὥστε ἀπέκτησε τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν ἀφεντικῶν του.
 
Τέσσερα χρόνια μετά, στὰ 1770, κατέπλευσε στὴν Πελοπόννησο ἡ Ρωσικὴ ἀρμάδα, ὑπὸ τὸν Ὀρλόφ, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Μοριᾶ. Τότε ἔσπευσαν πολλοὶ τουρκαλβανοὶ γιὰ νὰ καταπνίξουν τὴν ἐπανάσταση καὶ νὰ λεηλατήσουν τοὺς ἐπαναστατημένους Μοραΐτες. Μεταξὺ αὐτῶν ἔσπευσε καὶ τὸ ἀφεντικὸ τοῦ Ἀντωνίου, παίρνοντας μαζί του καὶ τὸ δοῦλο του Ἀντώνιο. Ἀφοῦ καταπνίγηκε ἡ ἐπανάσταση καὶ ἔγιναν ἀπίστευτες σφαγὲς καὶ δηώσεις, ὁ τουρκαλβανὸς πούλησε τὸν Ἀντώνιο σὲ κάποιους Ἀγαρηνοὺς ἐμίρηδες. Ἐκεῖνοι εὐθὺς τοῦ ζήτησαν νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστη του καὶ νὰ ἀσπασθῇ τὸ Ἰσλάμ. Τὸν ἀπειλοῦσαν καθημερινὰ καὶ τὸν βασάνιζαν, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνιόταν κατηγορηματικὰ νὰ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό.
 
Μετὰ ἀπὸ κάποιο καιρὸ τὸν πῆραν μαζί τους στὸ Δούναβη ποταμὸ καὶ τὸν κατάταξαν στὸ τουρκικὸ στρατό. Ἐκεῖ ἄρχισαν νὰ τὸν μεταπωλοῦν διαδοχικὰ σὲ διάφορους τούρκους ἀφέντες, πέντε φορές. Ὅλοι τους τὸν ἐξεβίαζαν νὰ ἐξισλαμισθῇ καὶ νὰ ἀναβαθμιστῇ στὸν τουρκικὸ στρατό. Τὸν κολάκευαν καὶ τοῦ ἔταζαν χρήματα, τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Μετὰ τὴν πεισματική του ἄρνηση τὸν φοβέριζαν καὶ τὸν βασάνιζαν. Ὅμως ὁ Ἀντώνιος ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια τῶν πατέρων του.
 
Ὅταν εἶδαν ὅτι ἦταν μάταιοι οἱ κόποι τους, τὸν πούλησαν σὲ ἕναν ὀρθόδοξο Χριστιανὸ ἐπιχειρηματία, μεταξουργό, στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τετρακόσια γρόσια. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦταν ἀγαθῶν προθέσεων καὶ ἀγαποῦσε τὸν Ἀντώνιο, διότι τὸν ὑπηρετοῦσε μὲ ζῆλο καὶ τιμιότητα. Βοηθοῦσε τὴ γυναῖκα του στὸ σπίτι καὶ στὸ ἐργαστήριό του. Ἐκεῖ τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἐπισκεφτῇ κάποιο πνευματικὸ καὶ νὰ ἐξομολογηθῇ, μὲ συντριβὴ καρδιᾶς τὰ ἁμαρτήματά του καὶ νὰ κοινωνήσῃ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων στὸν Ἅγιο Νικόλαο στὸ Τουμπιαλί.
 
Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶδε ἕνα παράξενο ὄνειρο. Τὸν ἐπισκέφτηκε μιὰ ὄμορφη ἀρχοντικὴ γυναῖκα, ἡ ὁποία τοῦ ὑποσχέθηκε βοήθεια, δύναμη καὶ προστασία, σκεπάζοντάς τον μὲ τὸ φόρεμά της. Ὁ Ἀντώνιος τὸ ἐξέλαβε ὡς μήνυμα μαρτυρίου.
 
Πράγματι τὸ πρωί, ὅταν πῆγε στὸ ἐργαστήριο, πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ τελευταῖος Ἀγαρηνὸς ἀφέντης του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιωματικὸς τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ (χιλίαρχος). Τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν τιμωρήσῃ γιὰ τὴν πείσμωνα ἄρνησή του νὰ ἐξισλαμισθῇ. Ἄρχισε νὰ φωνάζει, συκοφαντῶντας τον, πὼς ὁ νέος αὐτὸς εἶχε ἐξισλαμισθεῖ καὶ ἀρνήθηκε τὸ Ἰσλὰμ καὶ ἔγινε ξανὰ χριστιανός. Μάλιστα φρόντισε νὰ βρῇ καὶ μερικοὺς ψευδομάρτυρες γιὰ νὰ γίνει πιστευτὸς ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές. Ἡ ἄρνηση τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας τιμωρεῖται μὲ θάνατο ἀπὸ τὸ Κοράνιο, ἐκτὸς καὶ ἂν μεταστρεφόταν καὶ πάλι στὸ Ἰσλάμ. Οἱ παριστάμενοι τὸν ἅρπαξαν καὶ μὲ βρισιὲς καὶ ἀνηλεῆ χτυπήματα τὸν ἔσυραν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν δικαστὴ Μουρὰτ Μουλάν, καταγγέλλοντάς ὅτι καταφρόνησε τὸ Ἰσλάμ. Ὁ δικαστὴς τὸν ρώτησε ἂν ἀληθεύουν οἱ κατηγορίες καὶ ἐκεῖνος μὲ θάρρος του ἀπάντησε ὅτι γεννήθηκε χριστιανός, μεγάλωσε ὡς χριστιανός, οὐδέποτε ἀρνήθηκε τὴν πίστη του καὶ οὐδέποτε θὰ τὴν ἀρνηθῇ.
 
Ὁ δικαστὴς ἄρχισε νὰ τοῦ τάζει χρήματα, ἀξιώματα καὶ τιμὲς ἂν ἐξισλαμίζονταν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος παρέμεινε ἀμετάπειστος καὶ ἔδειξε μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου του νὰ τὰ περιγελᾶ τὰ ταξίματα, ἀπαντῶντας στὸν δικαστή: «μὴ νομίζει ὅτι μπορεῖς νὰ μοῦ ἀλλάξῃς τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μὲ αὐτές σου τὶς φοβέρες καὶ γι’ αὐτὸ βασάνιζε, μαστίγωνε καὶ κομμάτιαζε τὸ σῶμα μου καὶ σκέψου καὶ κανέναν ἄλλον καινούργιο καὶ ὀδυνηρότατο θάνατο γιὰ μένα, ἐπειδὴ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ γίνῃς ἐσὺ Χριστιανός, παρὰ ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μὴν ὁμολογῶ ὅτι εἶναι Υἱὸς Θεοῦ καὶ ἀληθινὸς Θεός». Ἀλλὰ ὁ δικαστὴς ἦταν ἄνθρωπος δίκαιος καὶ κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ σκευωρία καὶ ἄρχισε νὰ βρίζῃ τοὺς ψευδομάρτυρες. Τοὺς ἀποκάλεσε πονηροὺς καὶ ψεῦτες, διότι μεταχειρίζονται τέτοιες ἐλεεινὲς μεθόδους νὰ ἐξισλαμίζουν χριστιανούς. Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμειναν καὶ τὸν ἀπείλησαν ὅτι θὰ τὸν κατήγγειλαν στοὺς ἀνωτέρους του γιὰ μεροληψία ὑπὲρ τῶν ἀρνητῶν τοῦ Ἰσλάμ. Τότε ὁ δικαστὴς φοβήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλῇ τὸν Ἀντώνιο νὰ λυπηθεῖ τὰ νιᾶτα του καὶ νὰ ἀσπασθῇ τὸ Ἰσλάμ, διότι ἄλλος τρόπος νὰ σωθῇ δὲν ὑπῆρχε.
 
Τότε ὁ Ἀντώνιος τοῦ ἀποκρίθηκε πὼς ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι, ὅποιος τὸν ἀρνηθεῖ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους θὰ τὸν ἀρνηθεῖ καὶ Ἐκεῖνος μπροστὰ στὸν Πατέρα Του καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζῃ ὅτι εἶναι καὶ θὰ παραμείνει Χριστιανός! Ἔτσι χωρὶς τὴ θέλησή του ὁ δικαστὴς καὶ νὰ ξεφορτωθῇ τοὺς ψευδομάρτυρες, τὸν παρέπεμψε στὸν φίλο τοῦ βεζύρη Μεχμὲτ Μελὲκ πασᾶ, μηνύοντάς του κρυφά, ὅτι πρόκειται γιὰ σκευωρία καὶ ζητοῦσε ἀπὸ αὐτὸν νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ.
 
Τὸν ὁδήγησαν σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνῃ. Κατάλαβε καὶ αὐτὸς ὅτι ἦταν ψευδεῖς οἱ κατηγορίες καὶ θέλησε νὰ τὸν σώσῃ, ὅμως φοβοῦνταν τὸ φανατισμένο ὄχλο. Τὸν ρώτησε τὰ ἴδια πράγματα καὶ τοῦ ἔταξε πλούτη καὶ τιμὲς ἂν δεχόταν νὰ ἐξισλαμισθῇ. Ὁ Ἀντώνιος ἔδωσε τὶς ἴδιες ἀπαντήσεις, δὲν ἄφηνε κανένα περιθώριο νὰ ἐξισλαμισθῇ. Τότε ἀναγκάστηκε νὰ τὸν φυλακίσῃ, νομίζοντας πὼς ἐκεῖ θὰ συνειδητοποιοῦσε τὴν δύσκολη θέση του καὶ θὰ ὑπέκυπτε. Τὸν ἔριξε στὴ φοβερὴ φυλακὴ Μουχζούρ.
 
Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ καμφθῇ ἐκεῖ, δυνάμωσε ἡ ἀντίστασή του. Μὲ ἔκπληξη οἱ δεσμοφύλακες καὶ οἱ συγκρατούμενοί του διαπίστωσαν ὅτι, ἀντὶ νὰ ἀνησυχῇ καὶ νὰ λυπᾶται, ἦταν χαρούμενος καὶ ἔψελνε ἀδιάκοπα ὅσους ὕμνους θυμόταν. Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ὅσα χρήματα εἶχε καὶ τὰ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς φυλακισμένους. Ἔγραψε γράμμα στὸ ἀφεντικό του νὰ τὸν συγχωρέσῃ, διότι δὲν πρόλαβε νὰ ἐξοφληθῇ μὲ τὴ δούλεψή του τὸ ποσὸ ποὺ δαπάνησε νὰ τὸν ἀγοράσῃ. Ἐπίσης τὸν παρακάλεσε μετὰ τὸ θάνατό του νὰ ἀναλάβῃ τὰ μνημόσυνά του καὶ νὰ διαμηνύσῃ στοὺς γονεῖς του τὸ θάνατό του, νὰ παρηγορηθοῦν γιὰ τὸ μακάριο τέλος του.
 
Ὁ βεζύρης μάταια περίμενε πὼς ὁ Ἀντώνιος θὰ ὑπέκυπτε. Παράλληλα οἱ ψευδομάρτυρες συγκέντρωναν κάθε μέρα φανατισμένους τούρκους, οἱ ὁποῖοι φωνασκοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸ γραφεῖο του. Ὅταν πέρασε καιρὸς καὶ ὁ βεζύρης δὲν τὸν εἶχε θανατώσει πῆγαν στὸ σουλτᾶνο, ὅπου τὸν κατάγγειλαν ὅτι καλύπτει ἕναν ἐξωμότη καὶ μεροληπτεῖ ὑπέρ του. Ἐκεῖνος φοβούμενος ταραχὲς τοῦ πλήθους, ἔβγαλε καταδικαστικὴ ἀπόφαση, τὴν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Χωρὶς τὴ θέλησή του καὶ πάλι ὁ βεζύρης ἀναγκάστηκε νὰ ἐκτελέσῃ τὴ διαταγή.
 
Τὸν πῆραν ἀπὸ τὴ φυλακή, τὸν ἔδεσαν πισθάγκωνα καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἐκεῖνος ἔτρεχε χαρούμενος, σὰν νὰ πήγαινε σὲ πανηγύρι. Ὁ δήμιος χτύπησε τρεῖς φορὲς ἐλαφρὰ τὴ φονικὴ χατζάρα στὸν τράχηλο τοῦ Μάρτυρα, μήπως φοβόταν καὶ ἄλλαζε γνώμη, ἀλλὰ ἐκεῖνος φώναζε, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Κύριε, εἰς τὰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου»! Βλέποντας ὅτι ἦταν μάταιο νὰ περιμένῃ, ἀπέκοψε τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα. Ὁ ἀοίδιμος ἔλαβε ἔτσι τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ ἡ ψυχή του πέταξε στὰ οὐράνια νὰ συναντήσῃ τὸ Δεσπότη Χριστό, νὰ συμβασιλεύει μαζί Του στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἦταν 5 Φεβρουαρίου τοῦ 1774.
 
Οἱ Χριστιανοί τῆς Βλάγκας συγκέντρωσαν τὸ ποσὸ τῶν ἑβδομῆντα γροσίων, μὲ τὰ ὁποῖα ἐξαγόρασαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα, τὸ ὁποῖο μετέφεραν ἐν πομπῇ καὶ μὲ ἐπινίκια ἄσματα στὴν ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου τὸ ἔθαψαν μὲ τιμές. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 5 Φεβρουαρίου, ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του.

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου