Ήμασταν
στο αυτοκίνητο και ανεβαίναμε την ανηφόρα για το Μοναστήρι του Γέροντα
Πορφυρίου στο Μήλεσι. Έκπληκτες είδαμε τον Παππούλη, παρ’ όλο που δεν
μπορούσε, να κατεβαίνη τον δρόμο σχεδόν τρέχοντας μαζί με δύο κυρίες.
Του είπα:
– Παππούλη, ήρθαμε να σας δούμε.
– Αύριο αύριο ελάτε στις 10.00′, μου απάντησε.
Κάναμε με το αυτοκίνητο στην άκρη. Σε λίγο είδαμε ένα ταξί να σταματά και να μπαίνη μπροστά ο Γέροντας και πίσω οι κυρίες.
Την επόμενη μέρα, τον ρωτάω:
– Παππούλη, τι έγινε χθες;
Και
ο Άγιος Πορφύριος με απλότητα, απάντησε: «Εκεί που εξομολογούσα τις δύο
κυρίες, ξαφνικά βλέπω από μακρυά να έρχεται ένα ταξί. Παίρνω τις κυρίες
και τις λέω «πάμε να προσκυνήσουμε ένα Μοναστήρι».
Στον δρόμο, τις
είπα, «ό,τι και να λέη ο ταξιτζής εσείς μην μιλήσετε καθόλου». Κάθησα
μπροστά και πίσω εκείνες.
Μπήκαμε μέσα κι άρχισε ο ταξιτζής να λέη στις κυρίες:
– Γυναικούλες
που σας παρασέρνουν οι παπάδες και τρέχετε από πίσω τους για να σας
τραβούν τα χρήματα να σας αδειάζουν τις τσέπες.
Κι έλεγε, έλεγε. Γύριζε πίσω κατά χρονικά διαστήματα και ρωτούσε:
– Τα λέω καλά;
Μιλιά
οι κυρίες. Ο ταξιτζής συνέχιζε να λέη εις βάρος των ιερέων. Γυρνούσε
πίσω, ρωτούσε, ξαναρωτούσε αν τα λέη καλά, εκείνες τίποτα, καμμία
ανταπόκριση. Αφού είδε κι αποείδε ότι δεν του μιλούσαν, στράφηκε σε μένα
και μου λέει:
– Ρε, παπά, δεν τα λέω καλά;
Και του απαντώ: «Θα σου πω αν τα λες καλά, αν πρώτα ακούσης μία ιστορία».
«Ακούω», μου είπε.
Κάποτε
στην Κρήτη ήταν ένα ευλογημένο ζευγάρι. Ο σύζυγος ήταν πρόεδρος. Ο Θεός
δεν τους έδωσε κανένα παιδάκι. Όμως αυτοί ήταν καλοί χριστιανοί και
ζούσαν αγαπημένοι. Είχαν ένα περιβολάκι, όπου ασχολιόντουσαν τα
απογεύματα και φύτευαν και κανένα μαρουλάκι.
Στα 17 χρόνια του γάμου
τους ο σύζυγος έπαθε ανακοπή και πέθανε. Η κυρία πόνεσε πολύ. Όμως είχε
πίστη μέσα της και το αντιμετώπιζε με υπομονή. Πήγαινε και σ’ εκείνο το
περιβολάκι, όπως όταν ζούσε ο σύζυγος, κι εκεί ξέχυνε τον πόνο της, τα
δάκρυά της, τις ενθυμήσεις της. Έτσι πέρασαν οι πρώτες μέρες.
Από
το μνημόσυνο των σαράντα και μετά, άρχισε κάθε μέρα να την επισκέπτεται
ένας ξένος που είχε αγοράσει το διπλανό οικόπεδο. Μετά από αρκετές
ημέρες, της λέει αυτός: «Δεν έρχεσαι να δης και στο δικό μου κτήμα τι
έχω φτειάξει;».
Η γυναίκα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Τι να κάνη; Τον
ακολούθησε. Το χωράφι του είχε μια κατηφοριά. «Σκύψε εδώ να δης τι
έφτειαξα», της λέει. Έσκυψε εκείνη κι αυτός αρπάζει ένα μαχαίρι που είχε
κρύψει δίπλα στον θάμνο, την σκοτώνει, την ρίχνει στον λάκκο, την θάβει
γρήγορα-γρήγορα και μέχρι σήμερα οι αρχές και η αστυνομία ψάχνουν να
βρούνε τον φονιά!
Και σαν να μην έφτανε αυτό το έγκλημα, με ψεύτικα
χαρτιά που έκανε, πήρε το κτήμα της χήρας που σκότωσε, το πούλησε μαζί
με το δικό του και με τα χρήματα που πήρε ήρθε στην Αθήνα κι αγόρασε ένα
ταξί! Μήπως τον ξέρεις;»
– Γέροντα, ήταν αυτός;
– Αυτός ήταν. Σήμερα του είπα να έρθη στις 12.00′ για εξομολόγηση! Κρίμα ήταν να χαθή κι αυτός ο καημένος.
Μαρτυρία Γερόντισσας Στυλιανής, Ι. Μονή Παντοκράτορος Ταώ (Νταού Πεντέλης)
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 19.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου