Πρώτη τ᾽ Ἀπρίλη γιὰ ἕνωση καὶ λευτεριά,
τὸν δίκαιο ἀγῶνα ἡ ΕΟΚΑ ξεκινᾶ...
Ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ γιὰ τὴν ἐπέτειο ἐνάρξεως τοῦ Ἀγῶνα τῆς ΕΟΚΑ γιὰ ἕνωση τῆς μεγαλονήσου μὲ τὸ ἑλληνικὸ κράτος, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σημειώσω πρῶτα κάτι μικρό:
ἡ ΕΟΚΑ συγκέντρωσε γιὰ τὸν ὁπλισμό της 800 κυνηγετικὰ ὅπλα ἀπὸ τοὺς κυνηγοὺς τοῦ νησιοῦ. Καταλάβατε γιατί ὅλος αὐτὸς ὁ πόλεμος κατὰ τὴν ὁπλοκατοχῆς καὶ κατὰ τοῦ κυνηγιοῦ ἀκόμη; Γιατί τὰ ὅπλα, ἀκόμη καὶ τὰ κυνηγετικά, ἐγγυῶνται τὴν λευτεριά.
Τὸ δεύτερο ποὺ θὰ σημειώσω δὲν εἶναι μικρό. Ἀφορᾶ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς γίγαντες τοῦ ἀγῶνα τῆς ΕΟΚΑ, τὸ πρότυπο τοῦ Ἕλληνα μαθητῆ, τὸν Εὐαγόρα Παληκαρίδη. Τὸν ἥρωα ποιητῆ...
Μερικοὶ δικοί του στίχοι στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ τὸ σπουδαῖο ποίημα τοῦ Βαρέλη γιὰ τὸν ἥρωα ποιητῆ καὶ μαθητῆ.
Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριὰ
Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριά, θὰ πάρω μονοπάτια
νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια ποὺ πᾶν στὴ λευτεριά.
Θ᾿ ἀφήσω ἀδέλφια, συγγενεῖς, τὴ μάνα, τὸν πατέρα
μὲς στὰ λαγκάδια πέρα καὶ τὶς βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας γιὰ τὴν λευτεριά, θά ᾿χω παρέα μόνη
κατάλευκο τὸ χιόνι, βουνὰ καὶ ρεματιές.
Τώρα κι ἂν εἶναι χειμωνιά, θὰ ᾿ρθει τὸ καλοκαίρι
τὴ λευτεριὰ νὰ φέρει σὲ πόλεις καὶ χωριά.
Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριά, θὰ πάρω μονοπάτια
νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια ποὺ πᾶν στὴ λευτεριά.
Τὰ σκαλοπάτια θ᾿ ἀνεβῶ, θὰ μπῶ σ᾿ ἕνα παλάτι
τὸ ξέρω, θά ᾿ναι ἀπάτη, δὲ θά ᾿ναι ἀληθινό.
Μὲς στὸ παλάτι θὰ γυρνῶ, ὥσπου νὰ βρῶ τὸν θρόνο
βασίλισσα μιὰ μόνο θὰ κάθεται σ᾿ αὐτόν.
Κόρη πανώρια θὰ τῆς πῶ, ἄνοιξε τὰ φτερά σου
καὶ πᾶρε μὲ κοντά σου, μονάχα αὐτὸ ζητῶ.
Τῶν ἀθανάτων
Τῶν ἀθανάτων τὸ κρασὶ
τὸ ‘βρετε σεῖς καὶ πίνετε
ζωὴ γιά σᾶς ὁ θάνατος
κι ἀθάνατοι θὰ μείνετε
ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΕΛΗΣ
«Εὐαγόρας Παλληκαρίδης»
Ἐψές πουρνὸ μεσάνυχτα στῆς φυλακῆς τὴ μάντρα
Μὲς στῆς κρεμάλας τὴ θελιὰ σπαρτάραγε ὁ Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δὲν τ᾿ ἄκουσε κανένας.
Ἡ μάνα του ἦταν μακριά, ὁ κύρης του δεμένος,
Ἡ νιὰ ποὺ τὸν ὁρμήνευε δὲν εἶχε νυχτοπούλι.
κι οὔλοι οἱ συμμαθητάδες του μαῦρο ὄνειρο δὲν εἶδαν.
Ἐψές πουρνὸ μεσάνυχτα θάψαν τὸν Εὐαγόρα
Σήμερα Σάββατο ταχιὰ ὅλη ἡ ζωὴ σὰν πρῶτα.
Ἐτοῦτος πάει στὸ μαγαζί, ἐκεῖνος πάει στὸν κάμπο,
Ψηλώνει ὁ χτίστης ἐκκλησία, πανὶ ἁπλώνει ὁ ναύτης,
καὶ στὸ σκολειὸν ὁ μαθητὴς συλλογισμένος πάει.
Χτυπᾶ κουδούνι, μπαίνουνε στὴν τάξη του ὁ καθένας.
Μπαίνει κι ἡ Πρώτη ἡ ἄταχτη καὶ ἡ Τρίτη ποὺ διαβάζει,
Μπαίνει κι ἡ Πέμπτη ἀμίλητη, ἡ τάξη τοῦ Εὐαγόρα.
- Παρόντες ὅλοι;
- Κύριε, ὁ Εὐαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ὁ δάσκαλος, καὶ μὲ φωνὴ ποὺ τρέμει:
- Σήκω, Εὐαγόρα, νὰ μᾶς πεῖς ἑλληνικὴ ἱστορία.
- Ὁ δίπλα, ὁ πίσω, ὁ μπροστά, βουβοὶ καὶ δακρυσμένοι,
ἀναρωτιοῦνται στὴν ἀρχή, ὥσπου ἡ σιωπή τοὺς κάμνει
νὰ πέσουν μ᾿ ἀναφιλητὰ ἐτοῦτοι κι ὅλη ἡ τάξη.
- Παλληκαρίδη, ἄριστα, Βαγόρα, πάντα πρῶτος,
στοὺς πρώτους πρῶτος, ἄγγελε πατρίδας δοξασμένης,
σὺ μέχρι χθὲς τῆς μάνας σου ἐλπίδα κι ἀποκούμπι,
καὶ τοῦ σχολειοῦ μας σήμερα, Δευτέρα Παρουσία.
Τά ᾿πε κι ἁπλώθηκε σιωπὴ πὰ στὰ κλαμμένα νιᾶτα,
Ποὺ μπρούμυτα γεμίζανε τῆς τάξης τὰ θρανία,
Ἔξω ἀπ` ἐκεῖνο τ᾿ ἀδειανό, παντοτινὰ γεμᾶτο.
Γράφτηκε, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ ποιητῆ, τὴν ἐπαύριο τῆς ἐκτέλεσης τοῦ Παλληκαρίδη. Δημοσιεύεται στὸ βιβλίο τοῦ Γ. Χατζηκωστή, «Εὐαγόρας Παλληκαρίδης: ὁ Ἥρωας καὶ ὁ Ποιητής» (Λευκωσία 1984)
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου