– Γέροντα, ὅταν προγραμματίζω νὰ ἀγρυπνήσω στὸ κελλὶ καὶ παρουσιάζεται κάποιο ἐμπόδιο, τί φταίει;
– Γιὰ νὰ ἐπιτρέψη ὁ Θεὸς ἐμπόδιο, κάτι καλύτερο θὰ βγῆ.
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, αὐτὸ γίνεται συνέχεια;
– Τότε θὰ ὑπάρχη ὑπερηφάνεια.
– Δὲν καταλαβαίνω, Γέροντα, νὰ ὑπάρχη ὑπερηφάνεια.
– Κοίταξε, ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸ πῶς τοποθετεῖς τὰ πράγματα. Ἂν βάζης πρῶτα τὶς δουλειὲς καὶ ὕστερα τὴν προσευχή, δίνεις δικαίωμα στὸν πειρασμὸ καὶ σοῦ φέρνει ἐμπόδια. Ἀλλά, ὅταν κάποιος δίνη μεγαλύτερη ἀξία στὶς δουλειὲς ἀπ’ ὅ,τι στὰ πνευματικά, αὐτὸ δὲν ἔχει μέσα ὑπερηφάνεια; Καὶ ὑπερηφάνεια ἔχει καὶ ἀνευλάβεια.
– Γέροντα, τί κάνει ὁ πειρασμὸς γιὰ νὰ ἐμποδίση κάποιον νὰ προσευχηθῆ;
– Τί κάνει; Βρίσκει χίλιους δυὸ τρόπους. Μόλις ἀρχίση ὁ ἄνθρωπος τὴν προσευχή, μπορεῖ νὰ τοῦ φέρη μετεωρισμὸ ἢ προσπαθεῖ νὰ διασκορπίση τὸν νοῦ του μὲ φαντασίες, θορύβους κ.λπ.
Νὰ δῆς τί γινόταν, ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου[1]! Ἕνα βράδυ εἶχα πάει νὰ προσευχηθῶ μέσα στὸν ναό. Ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν κλειστὴ καὶ στὴν πόρτα τοῦ ναοῦ εἶχα βάλει τὸ μάνταλο.
Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἄρχισε τὸ ταγκαλάκι νὰ χτυπάη τὸ μάνταλο συνέχεια «κρίκι-κρίκι» καὶ δὲν σταματοῦσε, γιὰ νὰ μὲ κάνη νὰ πάω νὰ δῶ τί συμβαίνει. Μπῆκα στὸ Ἱερό, γιὰ νὰ μὴν ἀκούω, καὶ ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, κοντὰ στὸν Ἐσταυρωμένο, ἔμεινα μέχρι τὸ πρωί.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἔχει μεγάλη δύναμη. Ὅταν ἤμουν δόκιμος μοναχός, μὲ πολεμοῦσαν πολὺ τὰ ταγκαλάκια. Τὸ βράδυ, ποὺ ἤμουν στὸ κελλί, μοῦ χτυποῦσαν συνεχῶς τὴν πόρτα καὶ ἔλεγαν: «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων».
Ἄνοιγα τὴν πόρτα καί, παρόλο ποὺ δὲν ἔβλεπα κανέναν, μὲ ἔπιανε φόβος. Μετά, δὲν μὲ χωροῦσε ὁ τόπος· μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ μείνω μέσα στὸ κελλί. Ὑπέφερα, ἔκλαιγα, ἔκανα προσευχή, τίποτε. Ἔβγαινα ἔξω.
Ἕνα βράδυ, μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο, μὲ βλέπει ἔξω ἕνας Προϊστάμενος τῆς Μονῆς. «Παιδί μου, μοῦ λέει, γιατί δὲν πᾶς στὸ κελλάκι σου; Βλέπεις κανέναν Πατέρα νὰ γυρνάη ἔξω; Οἱ Πατέρες κάνουν προσευχὴ στὰ κελλιά τους».
Ἄρχισα νὰ κλαίω καὶ τοῦ εἶπα τί συμβαίνει. Μοῦ φέρνει τότε λίγο Τίμιο Ξύλο σὲ ἕνα κεράκι καὶ μοῦ λέει: «Πήγαινε, παιδί μου, ἥσυχος τώρα στὸ κελλί σου».
Μόλις ἔκλεισα τὴν πόρτα, ἄκουσα ἀμέσως δυνατά: «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων». «Ἀμήν», εἶπα.
Ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ μπαίνει ἕνας ἀστυνομικὸς μὲ πλήρη στολή. Τὰ γαλόνια τὰ φοροῦσε λοξὰ στὸ μανίκι, ὅπως παλιὰ οἱ ἀστυνομικοί, καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζη:
«Ἔ, παλιοκαλόγερε, ἐσὺ ἀδιάβαστος[2], τί τὸ ἔχεις αὐτὸ τὸ ξύλο;». Καὶ ἄρχισε νὰ γελάη μὲ τό... «γλυκό» του γέλιο. Φώναζε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάση, γιατὶ εἶχα τὸ Τίμιο Ξύλο.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», φώναξα, καὶ ἔγινε καπνὸς ὁ «ἀστυνομικός»!
____________________________
[1] Κατὰ τὰ ἔτη 1958-1962.
[2] Ἐννοεῖ δόκιμος μοναχός, χωρὶς ρασοευχή.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου