Τὰ ἀσκητήρια τῶν δύο αὐτῶν Γερόντων
γειτονεύουν και κατὰ τὴν κλίση τοῦ ἐδάφους, ὅταν πέφτει βροχή, τὸ νερό, μὲ τὸ ἴδιο
αὐλάκι, περνάει πρῶτα ἀπὸ τὸ Καλύβι τοῦ γερο-Γαβριήλ, καὶ μὲ ἕνα χωματένιο
διακόπτη, συνεχίζει πρὸς τὸ ἀσκητικὸ Καλύβι τοῦ Πνευματικοῦ Ἰακώβου.
Ὁ γερο-Γαβριήλ, ἦταν ἀπὸ τὴν Εὔβοια.
Ἦταν εὐλαβής, σοβαρός, νηφάλιος, λιγόλογος, μὲ τὸ κοσμποσχοίνι στὸ χέρι καὶ τὴν
εὐχὴ στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη. Ὁ λόγος του πολὺ μετρημένος καὶ ὅλο πνευματικὴ
συμβουλὴ καὶ προτοπή, γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετή. Ἡ ὄψη του ἦταν σκαιὰ καὶ ἀπότομη
καί, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν ἀγάθος καὶ γεμᾶτος καλωσύνη, νόμιζες ὅτι ἀντιμετώπιζες ἕναν
τραχὺ καὶ σκληρὸ ἄνδρα, ἀλλά, ὅταν μιλοῦσε, ἦταν γλυκὺς καὶ μειλίχιος καὶ γινόταν
ἀμέσως ἀγαπητός.
Δὲν θύμωνε εὔκολα, ἀλλὰ μὲ τὸ μαλακὸ καὶ μὲ τὸ χαμόγελο στὰ
χείλη μποροῦσε νὰ σὲ πιάσει στὰ σιδερένια του χέρια καὶ νὰ σὲ λιώσει. Γι’ αὐτὸ
σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ ἐκείνη, οἱ ἐρημῖτες τὸν εὐλαβοῦντο, τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν
φοβόντουσαν, γιατὶ στὸν λόγο του δὲν δεχόταν ἀντίῤῥηση.
Ὁ παπα-Ἰάκωβος, ἦταν βέρος Ἠπειρώτης,
ψηλὸς καὶ γεροδερμένος, εἰλικρινὴς καὶ ἄδολος ἱερομόναχος. Ἤθελε πάντα νὰ
συμβουλεύει καὶ μὲ κάθε τρόπο νὰ βοηθάει τὸν συνάνθρωπό του. Γι’ αὐτό, ἔπαιρνε
τὸν ντορβὰ στὸν ὦμο καὶ ὅποιον ἔβρισκε στὸν δρόμο, εἴτε μοναχὸς εἶτε λαϊκὸς ἦταν,
ἀμέσως ἔπιανε συζήτηση μαζί του καὶ ὁ πρῶτός του λόγος ἦταν:
«Ἀδελφέ, εἶσαι
ἐξομολογημένος; Εἶσαι ἕτοιμος; Ἔχεις λάβει τὸ τελευταῖο ἐφόδιο γιὰ τὸ ταξίδι καὶ
τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὸν Παράδεισο; Δηλαδή, ἔχεις κοινωνήσει τὰ Ἄχραντα Μυστήρια; Ἀπὸ
πότε ἔχεις νὰ μεταλάβεις καὶ γιατί;». Καὶ ἂν λάβαινε ἀρνητικὴ ἀπάντηση,
τότε συνέχιζε: «Μήπως, ἀδελφέ, δὲν ἔχεις ἐξομολγηθεῖ; Καὶ γιατί;»
Ἀμέσως
ἔβγαζε τὸ πετραχήλι ποὺ εἶχε μέσα στὸν ντορβά του καὶ ἔλεγε στὸν συνομιλητή
του: «Ἔλα, εἶμαι Πνευματικός, πές μου τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες σου, νὰ σοῦ
διαβάσω συγχωρητικὴ εὐχή καὶ νὰ πᾶς νὰ κοινωνήσεις. Ἐλά, γιατὶ κανεὶς δὲν ξέρει
πότε θὰ πεθάνει, ὁ θάνατος σὰν κλέφτης ἔρχεται, πολλὲς φορὲς μᾶς βρίσκει τὴν
νύχτα καὶ ἄλλοτε στὸν δρόμο ποὺ βαδίζουμε.
Ἔλα, νὰ μὴν μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος ἀνέτοιμους.
Στὸ χέρι μας εἶναι νὰ σωθοῦμε καὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἂν κολασθοῦμε, ἂν ἀγαπᾶς τὸν
ἑαυτό σου γίνου ἕτοιμος». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ εἶχε βοηθήσιε πολὺ κόσμο,
διόρθωνε καὶ στήριζε πολλοὺς ἀδύνατους καὶ τοὺς ἔκανε νὰ ἀλλάξουν τακτική, καὶ
νὰ πᾶνε πιὸ κοντὰ στὸν Χριστό.
Κάποτε ὅμως, ἀπὸ συνεργεία καὶ
φθόνο τοῦ σατανᾶ, αὐτοὶ οἱ δύο καλοὶ πατέρες σκανδαλίστηκαν ἀπὸ τὸ ἑξῆς γεγονός:
Κάποιο καλοκαίρι εἶχε μεγάλη
ξηρασία. Στὰ ἄνυδρα ἐκεῖνα μέρη τῆς ἐρήμου, τὰ καημένα τὰ φυτὰ τοῦ μικροῦ
κηπαρίου τῶν ἐρημιτῶν εἶχνα μαραθεῖ καὶ ἀπελπισμένα ζητοῦσαν λίγη βροχὴ γιὰ
δροσιά. Ἐκεῖνο τὸ καλοκαιρι, οἱ δύο γείτονες ἔφτιαχναν καὶ ξανάνοιγαν τὰ
χωματένια αὐλάκια γιὰ νὰ εἶναι καθαρὰ καὶ ἕτοιμα, ἅμα βρέξει ὁ Θεός, τὸ εὐλογημένο
νεράκι νὰ πάει κατευθεῖαν στὰ κηπουρικά τους καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ δώσει
μία καλὴ βροχή.
Δὲν ἄργησε ὁ Κύριος καὶ ἄρχισε νὰ ῥίχνει ψιλὴ βροχούλα, ἡ ὁποία
δυνάμωσε τόσο ποὺ παρέσυρε κάτω τὰ αὐλάκια καὶ τὸ περισσότερο νερὸ τὸ πῆγε στὸν
κῆπο τοῦ γερο-Γαβριήλ, ἐνῶ στὸν κῆπο τοῦ παπα-Ἰακώβου δὲν ἔφτασε καθόλου.
Ὁ παπα-Ἰάκωβος τότε, πῆρε τὸ τσαπί
του καὶ πῆγε νὰ διορθώσει τὸ αὐλάκι του. Σὰν ἔφθασε κοντὰ στὸ Καλύβι τοῦ
γείτονά του εἶδε ὅτι τὸ αὐλάκι του εἶχε σπάσει καὶ τὸ νερὸ πήγαινε ὅλο στὸν κῆπο
τοῦ γείτονα. Τότε, καὶ αὐτὸς ὁ εὐλογημένος διόρθωσε τὰ αὐλάκια καὶ πήγαινε ὅλο
τὸ νερὸ στὸν δικό του κῆπο.
Ὁ γερο-Γαβριήλ, ὅταν εἶδε πὼς τὸ νερὸ δὲν πήγαινε
στὸν δικό του κῆπο, ἐνῶ ἔπεφτε ἀκόμη λίγη βροχή, βγῆκε στὸν δρόμο καὶ εἶδε τὰ αὐλάκια
διορθωμένα, κίνησε καὶ πῆγε στὸ Καλύβι τοῦ γείτονα, χτύπησε ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκε.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ βροχὴ εἶχε σταματήσει.
Ὁ γερο-Γαβριήλ, δὲν πείραξε τὰ αὐλάκια,
τὰ ἄφησε ὅπως τὰ βρῆκε. Τὴν ἄλλη μέρα περίμενε νὰ περάσει ὁ παπα-Ἰακώβος καὶ ὅταν
τὸν εἶδε νὰ πλησιάζει, πῆγε κοντά του, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ τοῦ φίλησε τὸ
χέρι. Ὁ παπα-Ἰάκωβος σήκωσε τὸ χέρι του νὰ τὸν εὐλογήσει καὶ συγχρόνως ἄρχισε νὰ
τοῦ κάνει παράπονα γιὰ τὸ αὐλάκι.
Ἀνταλλάξανε μερικὰ λόγια καὶ ὁ γερο-Γαβριήλ,
δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατηθεῖ, ἅρπαξε τὸν Πνευματικὸ καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε μερικὲς τὸν
ἔβαλε κάτω καὶ τοῦ τὶς ἔβρεξε γιὰ τὰ καλά, λέγοντάς του: «Βρέ, Πνευματικέ,
τί σοῦ χρώσταγα νὰ μὲ φέρεις σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, γιὰ τὰ ψεύτικα αὐτὰ παραμικρὰ
κηπουρικά σου, νὰ μὲ κάνεις νὰ σὲ δείρω; Ἀφοῦ ξέρεις πόσο σὲ ἀγαπῶ! Τώρα,
Πνευματικέ, βγάλε ἀπὸ τὸν ντορβά σου τὸ πετραχήλι καὶ διάβασέ μου ἀμέσως
συγχωρητικὴ εὐχή, γιατὶ ἐγὼ σὲ συγχώρεσα γιὰ τὴν σύγχυση ποὺ μοῦ ἔκαμες, καὶ ἄλλη
φορὰ νὰ μὴν τὸ ξανακάνεις αὐτὸ ποὺ ἔκανες».
Ὁ Πνευματικὸς ὁ καημένος, ἀφοῦ τὶς
εἶχε φάει, θέλοντας καὶ μή, ὑπάκουσε στὸν κατὰ πολὺ μεγαλύτερό του στὴν ἡλικία
γερο-Γαβριήλ, καὶ τοῦ διάβασε συγχωρητικὴ εὐχή, ἀλλὰ μέσα του εἶχε παράπονο,
γιατὶ καὶ δὲν ἔφταιγε καὶ ξύλο ἔφαγε.
Ἀργότερα, τὸ πρᾶγμα ἔγινε γνωστὸν
στὴν κυρίαρχη Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἡ ὁποῖα κάλεσε τὸν γερο-Γαβριὴλ νὰ τοῦ
κάνει παρατήρηση. Στὴν ἐρώτηση, γιατί ἔδειρε τὸν Πνευματικό, αὐτὸς εἶπε ὅτι δὲν
ξέρει τίποτα. Τότε, οἱ ἐπίτροποι τοῦ εἶπαν: «Ὁρκίσου, ἂν τὸ ἔκανες ἢ ὄχι». Καὶ
ὁ γερο-Γαβριήλ, ἀπάντησε: «Ἐμεῖς, σεβαστοί μου Γέροντες, κάναμε ὅ,τι
κάναμε μὲ τὸν γείτονά μου, συγχωρεθήκαμε καὶ τώρα εἴμαστε πάλι ἀγαπημένοι ὅπως
πρῶτα».
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου