Το σύστημα «διαβατηρίων εσωτερικού» υπήρχε και επί Ρωσικής Αυτοκρατορίας και αρχικά οι μπολσεβίκοι το έθεσαν σε αχρησία μετά το 1917, αίροντας έτσι τους περισσότερους περιορισμούς στις εσωτερικές μετακινήσεις των μελών της εργατικής τάξης. Ήταν τα βιβλιάρια εργασίας αυτά που έγιναν το κύριο μέσο προσωπικής ταυτοποίησης.
Το 1932 όμως, το «καθεστώς διαβατηρίων» επανήλθε, με σκοπό να «βελτιώσει» την καταγραφή του πληθυσμού και να «ανακουφίσει» τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις και άλλες ευαίσθητες τοποθεσίες από «κρυμμένους κουλάκους και επικίνδυνα πολιτικά στοιχεία» και όσους «δεν ασχολούνται με εργασία κοινωνικής χρησιμότητας». Η διαδικασία «διαβατηρίου» αναπτύχθηκε σταδιακά περιλαμβάνοντας εργοστάσια, μεγάλες, μεσαίες και μικρές πόλεις, οικισμούς και αγροτικές περιοχές και τελικά απέκτησε καθολική ισχύ στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Τα εσωτερικά διαβατήρια ήταν απαραίτητα για την ταυτοποίηση προσώπων για διάφορους σκοπούς. Χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο και την παρακολούθηση του τόπου διαμονής, ενός κανονισμού που αποσκοπούσε στον έλεγχο της εσωτερικής μετακίνησης του πληθυσμού δεσμεύοντας ένα άτομο με τον μόνιμο τόπο διαμονής του.
Έτσι, μια έγκυρη propiska ήταν απαραίτητη για τη λήψη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή ιατρικής περίθαλψης. Εκτός από το γάμο με κάτοικο άλλης περιοχής, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν ο πιο δημοφιλής τρόπος παράκαμψης της προπίσκας και διαμονής αλλού. Επίσης, δεδομένου ότι μόνο μια μειοψηφία κατοικιών ήταν ιδιόκτητες, η ύπαρξη προπίσκας σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση σήμαινε ότι κάποιος είχε το δικαίωμα να ζήσει εκεί.
Το σύστημα των αδειών διαμονής αποσκοπούσε κατά ένα μέρος, στον όσο το δυνατό μεγαλύτερο περιορισμό της διευρύνσεως των αστικών κέντρων και στον έλεγχο της ροής των μετακινουμένων για εγκατάσταση στις μεγάλες πόλεις τής Σοβιετικής Ένωσης. Κανένας εργοδότης δεν μπορούσε να δώσει δουλειά σε άτομο που δεν είχε προπίσκα για τέτοια περιοχή. Αντίθετα, έξω από τις μεγάλες πόλεις, εργάτες της βιομηχανίας και υπάλληλοι γραφείων έβρισκαν ελεύθερα δουλειά. Για τους αγρότες αυτό ήταν πολύ δυσκολότερο, γιατί δεν είχαν καν το απαιτούμενο «διαβατήριο» για να ταξιδέψουν. Στην πραγματικότητα μπορούσαν να ζητήσουν ειδικό πιστοποιητικό, αλλά τότε εξαρτώντο απόλυτα από την κρίση του τοπικού συμβουλίου, του χωριού τους, το όποιο είχε κάθε δικαίωμα να τους αρνηθεί την σχετική άδεια.
Έγραφε (αρκετά ουδέτερα) ο δημοσιογράφος της «The Guardian», Jonathan Steele (όπως δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» της 13.4.1975) :
Με την άρνηση του δικαιώματος για απόκτηση νέας άδειας Εσωτερικής διακινήσεως, ή κατάσταση πήγε πιο πίσω κι από το τσαρικό σύστημα που ο Λένιν είχε καταγγείλει το 1903 όταν έγραφε πως «κανένας χωροφύλακας ή κρατικός λειτουργός δεν πρέπει να εμποδίζει οποιοδήποτε αγρότη να εγκαθίσταται και να δουλεύει όπου του αρέσει... Ανθρώπινη δουλεία δεν σημαίνει αυτό;».
Πάντως, ο νέος νόμος δεν κατήργησε το «διαβατήριο εσωτερικού», όπως έλεγαν τη σχετική άδεια στη Σοβιετική Ένωση. Απλώς τροποποίησε κάπως τη χρησιμοποίησή του και περιόρισε την γραφειοκρατία για την έκδοσή του.
Μ’ όλο που οι κανονισμοί ήταν αυστηρότατοι, η εφαρμογή τους ήταν κάπως ελαστική. Το πρόστιμο, λόγου χάρη, που επιβάλλεται σε όποιον δεν κάνει δήλωση παραμονής στις αστυνομικές αρχές μια ή δύο φορές ήταν ασήμαντο. Εννιά στις δέκα περιπτώσεις, ο κόσμος δεν φρόντιζε να κάνει την επιβαλλόμενη διατύπωση, όταν πήγαινε για να μείνει σε φίλους. Από την άλλη πλευρά, αρκούσε να δει κανείς έναν αυταρχικό Σοβιετικό αστυνομικό να ελέγχει δημόσια το «διαβατήριο» κάποιου πολίτη, για να διαπιστώσει τι δύναμη είχε. Οι αστυνομικοί ήταν εφοδιασμένοι με ρόπαλα, που χρησιμοποιούσαν συχνά στις ράχες αντιφρονούντων. Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν δεν πήρε ποτέ άδεια παραμονής στη Μόσχα. Μπορούσε και έμενε εκεί νόμιμα μόνο και μόνο γιατί ή γυναίκα του είχε τέτοια άδεια. Ο Βίκτορ Νεκράσοφ, ένας άλλος αντιφρονών συγγραφέας, αναγκάστηκε να γυρίσει κάποτε στο Κίεβο από την Μόσχα γιατί είχε παραβεί τον σχετικό με τα «διαβατήρια εσωτερικού» νόμο.
ΚΟ / με στοιχεία από το βιβλίο «Φυλακισμένοι Μάρτυρες και Ήρωες
στην ΕΣΣΔ» και από το διαδίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου