Ὁ πονεμένος πατέρας, ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος, «ἰδοὺ ἦλθεν…καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν.» (ὅ.π. 42). Τὸ «ἰδοὺ» εἶναι ἡ λέξη ποὺ μᾶς προετοιμάζει, ὅπως πάντοτε, ὅτι κάτι μεγάλο καὶ παράδοξο πρόκειται νὰ συμβῆ. Ἐξ ἄλλου τὰ λόγια ἀδυνατοῦν νὰ ἐκφράσουν τὸ μέγεθος τοῦ πόνου καὶ τὸν σπαραγμὸ τῆς ψυχῆς τοῦ συντετριμμένου πατέρα, ποὺ χάνει τὴν μονάκριβη κόρη του: «πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας παρεκάλει αὐτόν…».
Μέχρις ἐδῶ ἡ ἀφήγηση δὲν παρουσιάζει κάποια ἰδιαίτερη διαφορὰ ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες τῶν ἄλλων θαυμάτων πίστεως: ἕνα ἀπελπισμένο μέλος τῆς ἀρρωστημένης οἰκογένειας, ὁ πατέρας, αὐτὴν τὴν φορά, ἀπελπισμένος ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα μέσα, γιατρούς, θεραπεῖες καὶ ὑποσχέσεις, καταφεύγει ἀπεγνωσμένα στὴν τελευταία του ἐλπίδα, στὸν «ἰατρὸ τῶν ψυχῶν τε καὶ σωμάτων», στὸν φιλεύσπλαγχνο Κύριο, γιὰ τὸ ἔλεος καὶ τὴν θαυματουργία τοῦ Ὁποίου θὰ εἶχε ἀσφαλῶς πληροφορηθῆ ἀπὸ ἄλλους.
Οὔτε ὅμως καὶ ἡ ἀντίδραση τοῦ Κυρίου φαίνεται νὰ ἔχῃ κάποια διαφορὰ ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες ἄλλες﮲ σπεύδει νὰ προσφέρῃ τὴν βοήθειά Του ἁπλᾶ καὶ ἀπροϋπόθετα, χωρὶς θόρυβο καὶ προβολὴ τοῦ προσώπου Του, καὶ ἀσφαλῶς χωρὶς ὑποσχέσεις τοῦ εἴδους: «Μεῖνε ἥσυχος. Μπορεῖς νὰ ἐλπίζῃς σὲ μένα. Ἐγὼ θὰ θεραπεύσω τὸ παιδί σου», κ.τ.ὅ.
Ὅλα ἀναμένεται νὰ γίνουν, ὅπως πάντοτε, ὅταν ἐνεργῇ ὁ Κύριος, ἥσυχα καὶ εἰρηνικά. Ἡ πορεία Του ὅμως πρὸς τὴν οἰκία τοῦ ἀρχισυναγώγου δὲν εἶναι ἀνεμπόδιστη: «οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.» (ὅ.π. 43) Τί ἀκριβῶς ἔχει συμβῆ; Κατὰ τὴν ἐπιστροφή Του ἀπὸ τὴν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου εἶχε θεραπεύσει τὸν βασανισμένο ἀπὸ τὴν λεγεῶνα τῶν δαιμονίων νέο, «ἦσαν ἅπαντες προσδοκῶντες αὐτόν». Ὅλοι ἤθελαν νὰ γνωρίσουν αὐτὸν στὸν ὁποῖον ἀκόμη καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται. Γι’ αὐτὸ οἱ ὄχλοι τὸν συνέθλιβαν, ἀποροῦντες καὶ ἐξανιστάμενοι ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς θεϊκῆς του (;) δόξης. Καὶ στὴν Ναΐν, ὅταν ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς χήρας, «ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 16). Φόβος, ἀγωνία καὶ περιέργεια τοὺς ἔχει καταλάβει καὶ πάλι τώρα, νὰ γνωρίσουν τὸν «προφήτη», ἤ μήπως μεγαλύτερο ἀπὸ προφήτη;
Καὶ πάνω στὴν πίεση τοῦ πλήθους νὰ καὶ ἡ «ἐνοχλητική» ἐκείνη ταλαίπωρη γυναῖκα, «οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα», ποὺ τόλμησε νὰ τὸν ἀγγίξῃ, γιὰ νὰ εὕρη τελικὰ καὶ ἐκείνη τὴν θεραπεία της. Ἕνα δεύτερο θαῦμα συντελεῖται καθ’ ὁδὸν γιὰ τὸ πρῶτο. Τυχαῖο ἄραγε τὸ διπλᾶ θαυμαστὸ γεγονός; Θεϊκὴ ἀσφαλῶς ἡ συγκυρία!
Κατ’ ἀρχὰς ὁ Κύριος, θεραπεύοντας ἕνα ἄρρωστο μέλος σὲ μιὰ οἰκογένεια, προσφέρει κατ’ οὐσίαν τὴν θεραπεία σὲ ὅλη τὴν «ἄρρωστη» οἰκογένεια, ποὺ συμπάσχει. Μὲ τὴν θεραπεία, ὅμως, τῆς αἱμορροούσης τὸ θαῦμα ἐκτείνεται ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς οἰκογενείας καὶ περιλαμβάνει πλέον τὴν εὐρύτερη κοινωνία ποὺ πάσχει. Ἡ αἱμορροοῦσα ἀντιπροσωπεύει τὴν κοινωνία τῶν μεγάλων, ποὺ ἔχει νοσήσει νόσο βαρειὰ καὶ ἀνίατη, καὶ ἡ ἀσθένειά της ἔχει ἡλικία ἴση μὲ τῆς κόρης, δώδεκα ἔτη. Μόλις γίνεται καλὰ ἡ ἴδια, ὁ μεγάλος ἀσθενής, τότε ἀνοίγεται ὁ δρόμος καὶ γιὰ τὴν θεραπεία τῆς δωδεκάχρονης κόρης, τοῦ μικροῦ ἀσθενοῦς. Ἡ πίστη καὶ ἡ ἐπιμονὴ τῆς μεσόκοπης αἱμορροούσης, τὴν ὁποία ἐπιβραβεύει καὶ ὁ Κύριος («Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», ὅ.π. 49) ζωοποιεῖ τὴν δωδεκαετῆ ἑτοιμοθάνατη ἀσθενῆ.
Νά γιατὶ οὔτε ἡ αἱμορροοῦσα οὔτε ἡ δωδεκάχρονη κόρη ἀναφέρονται μὲ τὸ ὄνομά των, διότι εἶναι ἀντιπροσωπευτικοὶ τύποι μιᾶς ὁλόκληρης παθούσας κοινωνίας. Ὅσο γιὰ τὸν ἀρχισυνάγωγο ποὺ ἀναφέρεται μὲ τὸ ὄνομά του, αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ ἀντιπαρατεθῆ ἡ ὀνομαστὴ πίστη τῶν ἐθνικῶν Ῥωμαίων στὴν ἀκατανόμαστη καὶ μάλιστα ὑποκριτικὴ στάση τῶν ἰδόντων ἀλλὰ μὴ πιστευσάντων Ἑβραίων.
Βεβαίως τὴν ἰσχυρὴ αὐτὴν πίστη τὴν διαθέτουν ὀλίγοι, κατὰ τὴν ἀνωτέρω ἀφήγηση, οἱ παθόντες γονεῖς τῆς ἑτοιμοθάνατης κόρης, οἱ στενοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, ποὺ εἰσέρχονται μαζί Του στὴν οἰκία, καὶ ἐλάχιστοι ἀπὸ τοὺς γύρω, ὅπως ἡ ἐπίσης παθοῦσα, αἱμορροοῦσα γυναῖκα. Ὁ πόνος, βλέπετε, μαλακώνει τὸν ἄνθρωπο. Οἱ πολλοί, πάντως, «κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν (ἡ κόρη)» (ὅ.π. 53). Ἀδυνατοῦν, μὲ τὴν αὐστηρὴ λογική των καὶ τὶς πορρωμένες καρδιές των, νὰ δεχθοῦν ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ τέκτονος Ἰωσὴφ καὶ τῆς ἄσημης Μαρίας, ὁ Ἰησοῦς, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναστήσῃ μιὰ ἤδη νεκρή, κι ἄς ἔχουν δῆ, μὲ τὰ μάτια των, πολλὰ ἄλλα θαύματα!
Ἀσφαλῶς ὁ Κύριος ἐπαινεῖ καὶ ἐνθαρρύνει τὴν ὀλίγη, ὡς κόκκο σινάπεως, πίστη τῶν ὀλίγων, ἡ ὁποία ἔχει τὴν δύναμη «καὶ ὄρη μεθιστάνειν» (Α’ Κορ., ιγ’ 2-3). Γι’ αὐτὸ τόσο στὴν αἱμορροοῦσα κόρη λέγει «θάρσει θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (ὅ.π.), ὅσο καὶ στὸν ὀλιγοπιστοῦντα προφανῶς πατέρα, ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὸν πείσουν νὰ μὴν ἐνοχλῆ πλέον τὸν διδάσκαλο, διότι στὸ μεταξὺ «ἡ θυγάτηρ (του) τέθνηκεν», ὁ Κύριος λέγει: «μὴ φοβοῦ﮲ μόνον πίστευε καὶ σωθήσεται.» (ὅ.π. 50).
Αὐτὴ ἡ ὀλίγη πίστη ἔχει τὴν δύναμη νὰ κάνῃ τὸ μεγάλο θαῦμα﮲ διότι καὶ αὐτὸ τὸ θαῦμα δὲν τὸ ἔκανε ὀ Κύριος μόνος Του, τὸ ἔκανε ἡ πίστη καὶ μάλιστα τῶν μεγάλων ἀσθενῶν, τῆς εὐρύτερης κοινωνίας, ποὺ ἦταν ἡ προϋπόθεση γιὰ τὴν θεραπεία καὶ τῶν μικρότερων ἀσθενῶν, τῆς στενώτερης οἰκογένειας.
Ἐμεῖς, σήμερα, οἱ ἐπίσης μεγάλοι ἀσθενεῖς, θὰ λάβωμε, ἄραγε, τὸ μήνυμα; Θὰ ταπεινωθοῦμε, γιὰ νὰ ἀγγίξωμε τὸν Κύριο, ὅπως ἄλλοτε ἡ αἱμορροοῦσα, καὶ θὰ καταδεχτοῦμε νὰ ὁμολογήσωμε μὲ θάρρος, ἐνώπιον ὅλων, τὴν θεραπεία μας; Ἐὰν ναί, τότε ἀπὸ τὴν δική μας ὀρθόδοξη πίστη, ζωὴ καὶ πολιτεία θὰ διδαχθοῦν καὶ τὰ παιδιά μας, ὥστε νὰ πάψουν καὶ κεῖνα νὰ ὀλισθαίνουν ἐξ αἰτίας τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καὶ νὰ εὕρουν ἐπὶ τέλους τὴν θεραπεία των κοντὰ στὸν μόνον Σωτῆρα Χριστό.
Ἄς κάνωμε ἐμεῖς τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀγῶνα, γιὰ χάρη καὶ τῶν παιδιῶν μας, καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ, ὅπως πάντοτε, ἀρωγὸς στὴν προσπάθεια ὅλων μας γιὰ σωτηρία. Γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου