Στίς 28 Αὐγούστου 1948, μιά ζεστή ἀποπνικτική μέρα, γύρω στίς δωδεκάμιση, μερικές χωριάτισσες ζαλωμένες ξύλα κατέβαιναν ἕνα ἀπόκρημνο μονοπάτι πάνω ἀπό τό χωριό Λιά, ἕναν οἰκισμό μέ σταχτιά λιθόχτιστα σπίτια σέ μιά βουνοπλαγιά κάτω ἀκριβῶς ἀπό τά ἑλληνοαλβανικά σύνορα. Ὅπως οἱ γυναῖκες ἀντίκρυσαν τό χωριό στά πόδια τους, ἀπάντησαν μιά φριχτή συνοδεία.
Μπροστά καί πίσω, κρατῶντας τουφέκια, ἦσαν κάμποσοι άπό τούς κομμουνιστές ἀντάρτες, πού κατεῖχαν τό χωριό τούς τελευταίους ἐννιά μῆνες - ἐμφύλιος πόλεμος στήν Ἑλλάδα συνεχιζόταν. Φρουροῦσαν δεκατρεῖς δεσμῶτες, πού βάδιζαν γιά ἐκτέλεση ξυπόλητοι, τά πόδια τους μαῦρα καί πρησμένα ἀπό τή φάλαγγα. Κάποιος, ἀνήμπορος ἀπὸ τό ξύλο νά βαδίσει ἢ ἔστω ν᾿ ἀνακαθήσει, ἦταν δεμένος πάνω σ᾿ ἕνα μουλάρι.