Σύλληψις τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννη
Ἀνδρὶ Προφήτῃ χρησμὸς ἐξ Ἀρχαγγέλου,
Τεκεῖν προφήτην, καὶ Προφήτου τι πλέον.
Εἰκάδῃ τῇ τριτάτῃ γαστὴρ λαβὲ Πρόδρομον εἴσω.
Ἔτσι προφήτευσε ὁ προφήτης Ἠσαΐας γιὰ τὸν Πρόδρομο τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Δηλαδή, φωνὴ ἀνθρώπου, ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο καὶ λέει: «Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο, ἀπ’ ὅπου θὰ ἔλθει ὁ Κύριος σὲ σᾶς. Κάνετε ἴσιους καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περάσει».
Ξεριζῶστε, δηλαδή, ἀπὸ τὶς ψυχές σας τὰ ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ρίξτε μακριὰ τὰ λιθάρια τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς πώρωσης καὶ καθαρίστε μὲ μετάνοια τὸ ἐσωτερικό σας, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Κύριο.
Ἡ φωνὴ αὐτή, ποὺ ἦταν ὁ Ἰωάννης, γεννήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Ὁ Πατέρας του Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας. Τὴν ὥρα τοῦ θυμιάματος μέσα στὸ θυσιαστήριο, εἶδε ἄγγελο Κυρίου, ποὺ τοῦ ἀνήγγειλε, ὅτι θὰ ἀποκτοῦσε γιὸ καὶ θὰ ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Ὁ Ζαχαρίας σκίρτησε ἀπὸ χαρά, ἀλλὰ δυσπίστησε. Ἡ γυναῖκά του ἦταν στείρα καὶ γριά, πῶς θὰ γινόταν αὐτὸ ποὺ ἄκουγε;
Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε ὅτι γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ ἡ δυσπιστία του, μέχρι νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ ἔμενε κωφάλαλος. Πράγματι, ἡ Ἐλισάβετ συνέλαβε, καὶ μετὰ ἐννιὰ μῆνες ἔκανε γιό. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες, στὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ, οἱ συγγενεῖς θέλησαν νὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ὅμως, ὁ Ζαχαρίας, ἔγραψε ἐπάνω σὲ πινακίδιο τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ἀμέσως δέ, λύθηκε ἡ γλώσσα του, καὶ ἡ χαρὰ γιὰ ὅλους ἦταν μεγάλη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡ πρῴην οὐ τίκτουσα, στεῖρα εὐφράνθητι. Ἰδοὺ γὰρ συνέλαβες, Ἡλίου λύχνον σαφῶς, φωτίζειν τὸν μέλλοντα, πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, ἀβλεψίᾳ νοσοῦσαν. Χόρευε Ζαχαρία, ἐκβοῶν παρρησίᾳ· Προφήτης τοῦ Ὑψίστου, ἐστὶν ὁ μέλλων τίκτεσθαι.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Εὐφραίνεται λαμπρῶς, Ζαχαρίας ὁ μέγας, καὶ ἡ πανευκλεής, Ἐλισάβετ ἡ σύζυξ, ἀξίως συλλαμβάνουσα, Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, ὃν Ἀρχάγγελος, εὐηγγελίσατο χαίρων, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοχρέως τιμῶμεν, ὡς μύστην τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον.
Στεῖρα καὶ πρεσβῦτις θείᾳ βουλῇ, καρπὸν συλλαμβάνει, τὸν ὑπέρτερον Προφητῶν, τὸν τὴν ἀκαρπίαν, ψυχῶν μέλλοντα τέμνειν, ἀξίνῃ μετανοίας· ὃν μεγαλύνομεν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡ πρῴην οὐ τίκτουσα, στεῖρα εὐφράνθητι. Ἰδοὺ γὰρ συνέλαβες, Ἡλίου λύχνον σαφῶς, φωτίζειν τὸν μέλλοντα, πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, ἀβλεψίᾳ νοσοῦσαν. Χόρευε Ζαχαρία, ἐκβοῶν παρρησίᾳ· Προφήτης τοῦ Ὑψίστου, ἐστὶν ὁ μέλλων τίκτεσθαι.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Εὐφραίνεται λαμπρῶς, Ζαχαρίας ὁ μέγας, καὶ ἡ πανευκλεής, Ἐλισάβετ ἡ σύζυξ, ἀξίως συλλαμβάνουσα, Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, ὃν Ἀρχάγγελος, εὐηγγελίσατο χαίρων, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοχρέως τιμῶμεν, ὡς μύστην τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον.
Στεῖρα καὶ πρεσβῦτις θείᾳ βουλῇ, καρπὸν συλλαμβάνει, τὸν ὑπέρτερον Προφητῶν, τὸν τὴν ἀκαρπίαν, ψυχῶν μέλλοντα τέμνειν, ἀξίνῃ μετανοίας· ὃν μεγαλύνομεν.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας ὁ παντοπώλης ἐκ Καρπενησιου
O Nικόλαος πάντα πωλήσας κάτω,
Eξηγόρασε Xριστόν άνω εκ ξίφους.
«... Ἐγὼ χριστιανὸς εἶμαι καὶ τὸν Χριστό μου πιστεύω γιὰ ἀληθινὸ Θεό. Οἱ τιμὲς καὶ τὰ ὀφίκια ποὺ μοῦ τάζεις, δὲν μοῦ χρειάζονται. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν ἀρνοῦμαι, τὸν Χριστὸ πιστεύω, γιὰ τὸ ὄνομά του θὰ πεθάνω, Τοῦρκος δὲν γίνομαι».
Αὐτὴ ἦταν ἡ δυναμικὴ ἀπάντηση τοῦ νεαροῦ Νικολάου στὸν κριτή, ὅταν μὲ πλεκτάνη προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν.
Ὁ Νικόλαος γεννήθηκε στὸ Καρπενήσι ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, ποὺ φρόντισαν καὶ γιὰ τὴν δική του εὐσέβεια καὶ μόρφωση. Σὲ ἡλικία 15 χρόνων βρίσκεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπηρετώντας στὸ παντοπωλεῖο τοῦ πατέρα του, στὸ Ταχτᾶ Καλέ.
Αὐτὴ ἦταν ἡ δυναμικὴ ἀπάντηση τοῦ νεαροῦ Νικολάου στὸν κριτή, ὅταν μὲ πλεκτάνη προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν.
Ὁ Νικόλαος γεννήθηκε στὸ Καρπενήσι ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, ποὺ φρόντισαν καὶ γιὰ τὴν δική του εὐσέβεια καὶ μόρφωση. Σὲ ἡλικία 15 χρόνων βρίσκεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπηρετώντας στὸ παντοπωλεῖο τοῦ πατέρα του, στὸ Ταχτᾶ Καλέ.
Κάποιος κουρέας Τοῦρκος ὅμως, ποὺ τοῦ μάθαινε τὴν Τούρκικη γλώσσα, τοῦ ἔδωσε νὰ διαβάσει τὴν Τούρκικη ὁμολογία πίστης, μπροστὰ σὲ μάρτυρες, χωρὶς ὁ Νικόλαος νὰ γνωρίζει τίποτα. Ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι γίνεται Τοῦρκος, ὁ Νικόλαος ἀμέσως ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἡ δυναμικὴ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸν κριτή, ἔκανε τοὺς Τούρκους νὰ τὸν βασανίσουν μέσα στὴ φυλακὴ μὲ τὸν πιὸ ἄγριο τρόπο. Παρ' ὅλα αὐτὰ ὅμως, ὁ Νικόλαος ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του.
Ἔτσι, τὴν Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 1672 τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἦταν 15 χρονῶν. Τὸ λείψανό του ἐνταφιάστηκε στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Χάλκης.
Ἀργότερα ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου, μεταφέρθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ξηροποτάμου τοῦ Ἅγιου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 23η Δεκεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Καρπενησίου, ἔνθος εὔοσμον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Νικόλαε· σὺ γὰρ ἀνδρείῳ φρονήματι ἤθλησας, καὶ τῆς ἀπάτης καθεῖλες τὸ φρύαγμα. Καὶ νῦν πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Μαρτυρίου ἤνυσας, ἀνδρειοφρόνως τοὺς ἄθλους, ἐν ἀκμῇ νεότητος, καταβαλὼν τὸν Βελίαρ· ὅθεν σε, ὁ ἀθλοθέτης στεφάνῳ νίκης, ἔστεψεν, ὡς ἀριστεύσαντα Νεομάρτυς· ὃν Νικόλαε δυσώπει, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Νεομάρτυς τοῦ Ἰησοῦ, Νικόλαε μάκαρ, Ἀθλοφόρων ἡ καλλονή, τοῦ Καρπενησίου, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, καὶ νίκη Ὀρθοδόξου, λαοῦ καὶ στήριγμα.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Μάρτυρας
Ὑπὲρ νυγέντος πρὶν μιᾷ λόγχῃ Λόγου,
Λόγχαις νυγείς, ἤνεγκε διτταῖς Ἀνδρέας.
Ὑπὲρ νυγέντος πρὶν μιᾷ λόγχῃ Λόγου,
Λόγχαις νυγείς, ἤνεγκε διτταῖς Ἀνδρέας.
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα (867) καὶ ἦταν γέρων στὴν ἡλικία.
Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐξουσίαζαν ὅλη τὴν Ἀφρικὴ καὶ εἶχαν φτάσει μέχρι τὴν Σικελία. Τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν θηριώδη ἄρχοντά τους Ἀθραχίμ, στὸν ὁποῖο μπροστὰ ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μὲ περίσσια τόλμη. Τότε ὁ ἄρχοντας αὐτὸς τὸν φυλάκισε γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι ὁ Ἀνδρέας ἐπέμενε στὴν πίστη του, τὸν ἔβαλε μπροστά του σὰν στόχο καὶ καλπάζοντας τὸ ἄλογό του τὸν χτύπησε θανάσιμα μὲ τὸ κοντάρι του.
Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι ὁ Ἀνδρέας ἔλαβε ἔνδοξα τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐξουσίαζαν ὅλη τὴν Ἀφρικὴ καὶ εἶχαν φτάσει μέχρι τὴν Σικελία. Τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν θηριώδη ἄρχοντά τους Ἀθραχίμ, στὸν ὁποῖο μπροστὰ ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μὲ περίσσια τόλμη. Τότε ὁ ἄρχοντας αὐτὸς τὸν φυλάκισε γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι ὁ Ἀνδρέας ἐπέμενε στὴν πίστη του, τὸν ἔβαλε μπροστά του σὰν στόχο καὶ καλπάζοντας τὸ ἄλογό του τὸν χτύπησε θανάσιμα μὲ τὸ κοντάρι του.
Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι ὁ Ἀνδρέας ἔλαβε ἔνδοξα τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μὲ τὰ δυὸ παιδιὰ του Πέτρο καὶ Ἀντώνιο (ἢ Ἀντωνίνο)
Εις τον Ιωάννην
Ἔχθραν πλάνῃ θείς, καὶ σφαγείς, Ἰωάννης,
Σφάττει τὸν ἐχθρόν, καὶ σὺν αὐτῷ τὴν πλάνην.
Εις τον Πέτρον και Αντώνιον
Ἀντώνιος καὶ Πέτρος, ὡς στερραὶ πέτραι,
Πρὸς τάς μεληδὸν ἐκκοπὰς ἐκαρτέρουν.
Εις τον Ιωάννην
Ἔχθραν πλάνῃ θείς, καὶ σφαγείς, Ἰωάννης,
Σφάττει τὸν ἐχθρόν, καὶ σὺν αὐτῷ τὴν πλάνην.
Εις τον Πέτρον και Αντώνιον
Ἀντώνιος καὶ Πέτρος, ὡς στερραὶ πέτραι,
Πρὸς τάς μεληδὸν ἐκκοπὰς ἐκαρτέρουν.
Κατάγονταν ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας καὶ ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του βασιλιὰ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα (867).
Ὅταν κατέλαβαν τὴν Σικελία οἱ Ἀγαρηνοί, τὸν Ἰωάννη μὲ τοὺς γιούς του πῆραν αἰχμάλωτους καὶ τοὺς μόρφωσαν σύμφωνα μὲ τὴν δική τους θρησκεία. Ὅταν μεγάλωσαν ὅμως, δὲν ξέχασαν τὴ θρησκεία ποὺ τοὺς εἶχε διδάξει ὁ πατέρας τους καὶ ἔτσι λάτρευαν κρυφὰ τὸν ἕναν καὶ ἀληθινὸ Θεό. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ θηριώδης ἀρχηγὸς τῶν Ἀγαρηνῶν Ἀβραχίμ, ἐξαγριωμένος, ἐπειδὴ τοὺς εἶχε δώσει καὶ μεγάλα ἀξιώματα, τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς βασάνισε μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο καὶ φρικτὸ τρόπο.
Τελικὰ ἀφοῦ τοὺς ἔκοψε ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός τους, τὰ δυὸ παιδιὰ παρέδωσαν τὴν ἁγία ψυχή τους στὸν Θεό. Ὁ δὲ πατέρας τους, παρέδωσε καὶ αὐτὸς ἔνδοξα τὴν ψυχή του στὸν Θεό, ἀφοῦ ὁ βάρβαρος Ἀβραχίμ, ἔχωσε στὸ λαρύγγι του τὸ ξίφος.
Ὅταν κατέλαβαν τὴν Σικελία οἱ Ἀγαρηνοί, τὸν Ἰωάννη μὲ τοὺς γιούς του πῆραν αἰχμάλωτους καὶ τοὺς μόρφωσαν σύμφωνα μὲ τὴν δική τους θρησκεία. Ὅταν μεγάλωσαν ὅμως, δὲν ξέχασαν τὴ θρησκεία ποὺ τοὺς εἶχε διδάξει ὁ πατέρας τους καὶ ἔτσι λάτρευαν κρυφὰ τὸν ἕναν καὶ ἀληθινὸ Θεό. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ θηριώδης ἀρχηγὸς τῶν Ἀγαρηνῶν Ἀβραχίμ, ἐξαγριωμένος, ἐπειδὴ τοὺς εἶχε δώσει καὶ μεγάλα ἀξιώματα, τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς βασάνισε μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο καὶ φρικτὸ τρόπο.
Τελικὰ ἀφοῦ τοὺς ἔκοψε ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός τους, τὰ δυὸ παιδιὰ παρέδωσαν τὴν ἁγία ψυχή τους στὸν Θεό. Ὁ δὲ πατέρας τους, παρέδωσε καὶ αὐτὸς ἔνδοξα τὴν ψυχή του στὸν Θεό, ἀφοῦ ὁ βάρβαρος Ἀβραχίμ, ἔχωσε στὸ λαρύγγι του τὸ ξίφος.
Ἡ Ἁγία Ραΐς ἡ παρθένος
Ποθοῦσα κάλλος ἡ Ῥαῒς Θεοῦ βλέπειν,
Σαρκὸς τὸ κάλλος ἐκδίδωσι τῷ ξίφει.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Βάταν (ἢ Τάμαν) τῆς Αἰγύπτου καὶ ἦταν θυγατέρα κάποιου Πέτρου. Ἀπὸ 12χρονών ἔγινε μοναχή.
Ὅταν κάποτε πῆγε στὴν πηγή, μαζὶ μὲ ἄλλες παρθένες, γιὰ νὰ φέρει νερό, εἶδε πλῆθος χριστιανῶν τοὺς ὁποίους εἶχε δεμένους ὁ ἡγεμόνας Λουκιανός. Τότε καὶ αὐτὴ πῆγε καὶ ἔσμιξε μὲ τὸ πλῆθος αὐτό. Ὁ δὲ δεσμοφύλακας, τὴ συμβούλεψε νὰ ἀπομακρυνθεῖ γιὰ νὰ μὴ χάσει τὴ ζωὴ της μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους. Ἡ δὲ Ἁγία Ραΐς ὄχι μόνο δὲν ἔφυγε, ἀλλὰ μὲ εὐτολμία παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, περιγέλασε τοὺς θεούς του καὶ τὸν ἔφτυσε κατάμουτρα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς εἰρωνεύτηκε τὸν Χριστό.
Ἀμέσως τότε τὴ βασάνισαν φρικτὰ καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔτσι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὅταν κάποτε πῆγε στὴν πηγή, μαζὶ μὲ ἄλλες παρθένες, γιὰ νὰ φέρει νερό, εἶδε πλῆθος χριστιανῶν τοὺς ὁποίους εἶχε δεμένους ὁ ἡγεμόνας Λουκιανός. Τότε καὶ αὐτὴ πῆγε καὶ ἔσμιξε μὲ τὸ πλῆθος αὐτό. Ὁ δὲ δεσμοφύλακας, τὴ συμβούλεψε νὰ ἀπομακρυνθεῖ γιὰ νὰ μὴ χάσει τὴ ζωὴ της μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους. Ἡ δὲ Ἁγία Ραΐς ὄχι μόνο δὲν ἔφυγε, ἀλλὰ μὲ εὐτολμία παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, περιγέλασε τοὺς θεούς του καὶ τὸν ἔφτυσε κατάμουτρα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς εἰρωνεύτηκε τὸν Χριστό.
Ἀμέσως τότε τὴ βασάνισαν φρικτὰ καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔτσι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ὁσίες Ξανθίππη καὶ Πολυξένη
Τάς συγγόνους Ξανθίππην καὶ Πολυξένην,
Χοροὶ συνοίκους λαμβάνουσιν Ἀγγέλων.
Ἀξίως εἰλήφατε θεόθεν γέρα,
ὁμαίμονες, Ξανθίππη καὶ Πολυξένη.
Οι Οσίες Ξανθίππη και Πολυξένη ήταν Ισπανίδες αδελφές και έζησαν στα μέσα του πρώτου αιώνα μετά Χριστόν, όταν Καίσαρ ήταν ο Κλαύδιος ο Α’ (41-54 μ.Χ.).
Η Ξανθίππη μαζί με το σύζυγο της Πρόβο, άρχοντος της χώρας, διδάχτηκε τη χριστιανική θρησκεία, και ήλθε σ' αυτή, από τον απόστολο Παύλο (βλ. Pωμ. ιε', 28).
Η Πολυξένη ήταν παρθένος, προτού δε λάβη το άγιο βάπτισμα, είχε αρπαγή από κάποιον άνδρα ασελγή, αλλά η χάρις του Θεού την προστάτευσε και δεν του επέτρεψε να την διαφθείρη. Μεταβαίνοντας από τόπου εις τόπον άκουσε το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου και κατόπιν το κήρυγμα του αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Τέλος, έγινε μαθήτρια του αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος την έβάπτισε. Επανερχόμενη στην πατρίδα της, παρέλαβε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο και την συνοδοιπόρο των ταξιδιών της Ρεβέκκα, μαζί μέ την οποία είχε βαπτισθή.
Και οι δύο αδελφές, εργάστηκαν για τη χριστιανική πίστη και οδήγησαν σ' αυτή πολλές γυναίκες. Πέθαναν και οι δύο ειρηνικά σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς να πάψουν μέχρι και την τελευταία τους πνοή να στηρίζουν τις ασθενικές ψυχές στη χριστιανική ελπίδα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς δεχθεῖσα, ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσεβείας, Πολυξένη Ὁσία θεόληπτε· καὶ ἐν τῷ βίῳ Χριστὸν ἐμεγάλυνας, σὺν τῇ συγχρόνῳ ἀμέμπτοις σου πράξεσι· μεθ’ ἧς πρέσβευε Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων ταῖς τρίβοις ἀκολουθήσασαι, ὑμῶν τὸν βίον ἐν ἔργοις, φιλαδελφείας καλῶς, καὶ ἀγάπης ἀκραιφνοῦς ἐδαπανήσατε, σῶφρον Ξανθίππη θαυμαστή, καὶ ὁσίων παμφαὲς, ὡράϊσμα Πολυξένη· καὶ νῦν Χριστὸν δυσωπεῖτε, ὑπὲρ ἡμῶν σεμναὶ αὐτάδελφοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Διαδραμοῦσαι πολιτείαν ὑπερθαύμαστον, ἐπὶ τῆς γῆς ὁσίων σύμμορφαι ἐδείχθητε γυναικῶν, Ξανθίππη θεία καὶ Πολυξένη· ὅθεν στέφανον δεξάμεναι ἀμάραντον ἐκ χειρῶν τοῦ Ἰησοῦ ἡμῶν ἀκούετε τῶν βοώντων νῦν· Χαίροις, ζεῦγος θειότατον.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Πολυτρόποις πράξεσιν ὁσίου βίου, Πολυξένη πάνσεμνε, Χριστῷ λατρεύσασα πιστῶς, τῆς ἄνω δόξης ἠξίωσαι, ὐπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς ἱκετεύουσα.
Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς ἄστρα φωτεινὰ, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἀσκήσεως φωτὶ, καὶ κηρύγματος αἴγλη, πυρσεύσατε ἅπαντας, τοὺς πιστούς· ὅθεν σήμερον, ἑορταζοντες, ὑμῶν τὴν πάντιμον μνήμην ἀνακράζομεν· Ξανθίππη καὶ Πολυξένη, ἀσκήτριαι χαίρετε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν Ἰσπανίᾳ ὑπὲρ βρότειον φύσιν, ἀγωνισάμεναι ὁσίων τοὺς δήμους, ηὐφράνατε καὶ τάγματα σεπτῶν γυναικῶν, Πολυξένη ἔνθεε καὶ Ξανθίππη ὀλβία, ὄντως ὡραΐσατε, καὶ πρὸς δώματα δόξης, τοὺς γηγενεῖς ἰθύνατε σοφῶς, αὐτοῖς τὰ θεῖα κηρύξασαι γράμματα.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Ἰχνηλατήσασαι, κλειναὶ ἀσκήτριαι, τὰ κατορθώματα, καὶ τὰ παλαίσματα, τῶν ἀποστόλων ἀρετῆς ἐδείχθητε μυροθῆκαι, καὶ αὐτῶν ἐφάμιλλοι, ἐν τοῖς τρόποις γενόμενοι, Πολυξένη πάντιμε καὶ Ξανθίππη εἰλήφατε, στεφάνους οὐρανόθεν καὶ χάριν, θεῖαι ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύειν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασιν, ἀνακαθάρασαι νοῦν, δοχεῖα γεγόνατε, ὡραία καὶ διαυγῆ, τοῦ Πνεύματος πάνσεμναι· ὅθεν ὑμᾶς τιμῶντες, Πολυξένη θεόφρον, καὶ γεραρὰ Ξανθίππη, ἑορτάζομεν πόθῳ, ὑμῶν μελισταγέσιν ᾠδαῖς, μνήμην τὴν πάμφωτον.
Ὁ Οἶκος
Ἄϋλον πολιτείαν, ἐπεδείξατε, θεῖαι αὐτάδελφοι ἀσκήτριαι ὄντως· ἀρνησάμεναι γὰρ πᾶν φθαρτὸν τῆς ἀφθάρτου δόξης κοινωνοί, ὤφθητε· διὸ ὑμᾶς γεραίροντες φωνοῦμεν εὐθαρσῶς τοιαῦτα·
Χαίρετε, λαμπροὶ σοφίας φάροι·
χαίρετε, στεῤῥοὶ ἀνδρείας στῦλοι.
Χαῖρε, Πολυξένη, συνέσεως μέλαθρον·
χαῖρε, ὦ Ξανθίππη, φρονήσεως μάργαρον.
Χαῖρε, κῆρυξ θείας χάριτος, Πολυξένη θαυμαστή·
χαῖρε, σάλπιγξ θείας γνώσεως, ὦ Ξανθίππη ἀγλαή.
Χαῖρε, γλῶσσα ὑμνοῦσα, Πολυξένη, τὸν Κτίστην·
χαῖρε, στόμα, Ξανθίππη, τὸ αἰνοῦν τὸν Δεσπότην.
Χαῖρε, λειμών, Ξανθίππη, σεμνότητος·
χαῖρε, εἰκών, ὁσία, χρηστότητος.
Χαῖρε, λαμπάς, Πολυξένη, τιμία·
χαῖρε, δυὰς ὁμαιμόνων ἁγία.
Χαίροις, ζεῦγος θειότατον.
Μεγαλυνάριον
Βίον διελθοῦσα ἀσκητικόν, Μῆτερ Πολυξένη, σὺν ὁμαίμονι τῇ σεμνῇ, σὺν αὐτῇ μετέσχες, τῆς ἄνω κληρουχίας, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, τὸ θεῖον ἔλεος.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις, αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, γυναικῶν ὁσίων, ἀποστόλων μαθητριῶν, χαίροις Πολυξένη, καὶ πάνσεμνε Ξανθίππη, αἱ νουνεχῶς τὸν βίον, ἐκδαπανήσασαι.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α´.
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ γυναικῶν θεοσεβῶν ἡ ὁμήγυρις, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῶν ἀσκητριῶν Ξανθίππης καὶ Πολυξένης· αὖται γὰρ ἐν ἀληθεῖ ὁσιότητι καὶ ἀρετῶν ταῖς πράξεσι, Χριστὸν ἐδόξασαν εὐαγγελικῶς πολιτευσάμεναι· καὶ νῦν ἐν ἀγκάλαις Ἀβραὰμ ἀναπαυόμεναι, πρεσβεύουσιν ἀπαύστως διδόναι ἡμῖν τὸ μέγα, καὶ πλούσιον ἔλεος.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β´.
Ὑπεριπτάμεναι τῶν γηΐνων οὐρανίῳ φρονήματι, πρὸς ἀσκητικοὺς ἐχωρήσατε ἀγῶνας, Ξανθίππη καὶ Πολυξένη· νεκρώσασαι γὰρ τὴν σάρκα συντόνῳ ἀσκήσει, τὸν νοῦν ἐπτερώσατε γεγηθυῖαι πρὸς τὸν Κύριον, τῶν ἐφετῶν τὸ ἀκρότατον· Αὐτὸν οὖν καὶ ἡμᾶς ἀξιώσατε ἰδεῖν ἐν πόλῳ, τὸν δοξάζοντα τοὺς ἑπομένους Αὐτῷ, ἐν ἀγάπῃ καὶ δικαιοσύνῃ.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ´.
Τὰ κρείττονα ζηλοῦσαι χαρίσματα, τρυφὰς καὶ δέοντα πάντα, ὥσπερ σκύβαλα ἠρνήσασθε, ὁμαίμονες ὁσίαι Πολυξένη καὶ Ξανθίππη· ἀσκητικῆς ὅθεν τελειότητος, πρακτικοὶ ὑφηγήτριαι γενόμενοι, πολλοὺς εἱλκύσατε πρὸς μίμησιν, τῶν θεοφιλῶν ὑμῶν καμάτων· καὶ νῦν ἐν τῇ οὐρανίῳ παστάδι, σὺν τῷ Νυμφίῳ Χριστῷ εὐφραινόμεναι, ἱκετεύσατε σωθῆναι τοὺς πόθῳ, ὑμᾶς τιμῶντας ἐν ᾄσμασιν.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ´.
Ἐξέπληξαν βροτοὺς τὰ λαμπρὰ ὑμῶν κατορθώματα, ἀσκήτριαι Ξανθίππη καὶ Πολυξένη· ὡς ἄσαρκοι γὰρ προσεπαλαίσατε ἐχθροῖς τοῖς ἀοράτοις, καὶ Κυρίῳ εὐηρεστήσατε· ἀναδραμοῦσαι οὖν πρὸς πόλον, χάριν εὕρατε πρεσβεύειν τῷ Κτίσαντι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Η Ξανθίππη μαζί με το σύζυγο της Πρόβο, άρχοντος της χώρας, διδάχτηκε τη χριστιανική θρησκεία, και ήλθε σ' αυτή, από τον απόστολο Παύλο (βλ. Pωμ. ιε', 28).
Η Πολυξένη ήταν παρθένος, προτού δε λάβη το άγιο βάπτισμα, είχε αρπαγή από κάποιον άνδρα ασελγή, αλλά η χάρις του Θεού την προστάτευσε και δεν του επέτρεψε να την διαφθείρη. Μεταβαίνοντας από τόπου εις τόπον άκουσε το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου και κατόπιν το κήρυγμα του αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Τέλος, έγινε μαθήτρια του αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος την έβάπτισε. Επανερχόμενη στην πατρίδα της, παρέλαβε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο και την συνοδοιπόρο των ταξιδιών της Ρεβέκκα, μαζί μέ την οποία είχε βαπτισθή.
Και οι δύο αδελφές, εργάστηκαν για τη χριστιανική πίστη και οδήγησαν σ' αυτή πολλές γυναίκες. Πέθαναν και οι δύο ειρηνικά σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς να πάψουν μέχρι και την τελευταία τους πνοή να στηρίζουν τις ασθενικές ψυχές στη χριστιανική ελπίδα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς δεχθεῖσα, ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσεβείας, Πολυξένη Ὁσία θεόληπτε· καὶ ἐν τῷ βίῳ Χριστὸν ἐμεγάλυνας, σὺν τῇ συγχρόνῳ ἀμέμπτοις σου πράξεσι· μεθ’ ἧς πρέσβευε Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων ταῖς τρίβοις ἀκολουθήσασαι, ὑμῶν τὸν βίον ἐν ἔργοις, φιλαδελφείας καλῶς, καὶ ἀγάπης ἀκραιφνοῦς ἐδαπανήσατε, σῶφρον Ξανθίππη θαυμαστή, καὶ ὁσίων παμφαὲς, ὡράϊσμα Πολυξένη· καὶ νῦν Χριστὸν δυσωπεῖτε, ὑπὲρ ἡμῶν σεμναὶ αὐτάδελφοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Διαδραμοῦσαι πολιτείαν ὑπερθαύμαστον, ἐπὶ τῆς γῆς ὁσίων σύμμορφαι ἐδείχθητε γυναικῶν, Ξανθίππη θεία καὶ Πολυξένη· ὅθεν στέφανον δεξάμεναι ἀμάραντον ἐκ χειρῶν τοῦ Ἰησοῦ ἡμῶν ἀκούετε τῶν βοώντων νῦν· Χαίροις, ζεῦγος θειότατον.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Πολυτρόποις πράξεσιν ὁσίου βίου, Πολυξένη πάνσεμνε, Χριστῷ λατρεύσασα πιστῶς, τῆς ἄνω δόξης ἠξίωσαι, ὐπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς ἱκετεύουσα.
Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς ἄστρα φωτεινὰ, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἀσκήσεως φωτὶ, καὶ κηρύγματος αἴγλη, πυρσεύσατε ἅπαντας, τοὺς πιστούς· ὅθεν σήμερον, ἑορταζοντες, ὑμῶν τὴν πάντιμον μνήμην ἀνακράζομεν· Ξανθίππη καὶ Πολυξένη, ἀσκήτριαι χαίρετε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν Ἰσπανίᾳ ὑπὲρ βρότειον φύσιν, ἀγωνισάμεναι ὁσίων τοὺς δήμους, ηὐφράνατε καὶ τάγματα σεπτῶν γυναικῶν, Πολυξένη ἔνθεε καὶ Ξανθίππη ὀλβία, ὄντως ὡραΐσατε, καὶ πρὸς δώματα δόξης, τοὺς γηγενεῖς ἰθύνατε σοφῶς, αὐτοῖς τὰ θεῖα κηρύξασαι γράμματα.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Ἰχνηλατήσασαι, κλειναὶ ἀσκήτριαι, τὰ κατορθώματα, καὶ τὰ παλαίσματα, τῶν ἀποστόλων ἀρετῆς ἐδείχθητε μυροθῆκαι, καὶ αὐτῶν ἐφάμιλλοι, ἐν τοῖς τρόποις γενόμενοι, Πολυξένη πάντιμε καὶ Ξανθίππη εἰλήφατε, στεφάνους οὐρανόθεν καὶ χάριν, θεῖαι ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύειν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασιν, ἀνακαθάρασαι νοῦν, δοχεῖα γεγόνατε, ὡραία καὶ διαυγῆ, τοῦ Πνεύματος πάνσεμναι· ὅθεν ὑμᾶς τιμῶντες, Πολυξένη θεόφρον, καὶ γεραρὰ Ξανθίππη, ἑορτάζομεν πόθῳ, ὑμῶν μελισταγέσιν ᾠδαῖς, μνήμην τὴν πάμφωτον.
Ὁ Οἶκος
Ἄϋλον πολιτείαν, ἐπεδείξατε, θεῖαι αὐτάδελφοι ἀσκήτριαι ὄντως· ἀρνησάμεναι γὰρ πᾶν φθαρτὸν τῆς ἀφθάρτου δόξης κοινωνοί, ὤφθητε· διὸ ὑμᾶς γεραίροντες φωνοῦμεν εὐθαρσῶς τοιαῦτα·
Χαίρετε, λαμπροὶ σοφίας φάροι·
χαίρετε, στεῤῥοὶ ἀνδρείας στῦλοι.
Χαῖρε, Πολυξένη, συνέσεως μέλαθρον·
χαῖρε, ὦ Ξανθίππη, φρονήσεως μάργαρον.
Χαῖρε, κῆρυξ θείας χάριτος, Πολυξένη θαυμαστή·
χαῖρε, σάλπιγξ θείας γνώσεως, ὦ Ξανθίππη ἀγλαή.
Χαῖρε, γλῶσσα ὑμνοῦσα, Πολυξένη, τὸν Κτίστην·
χαῖρε, στόμα, Ξανθίππη, τὸ αἰνοῦν τὸν Δεσπότην.
Χαῖρε, λειμών, Ξανθίππη, σεμνότητος·
χαῖρε, εἰκών, ὁσία, χρηστότητος.
Χαῖρε, λαμπάς, Πολυξένη, τιμία·
χαῖρε, δυὰς ὁμαιμόνων ἁγία.
Χαίροις, ζεῦγος θειότατον.
Μεγαλυνάριον
Βίον διελθοῦσα ἀσκητικόν, Μῆτερ Πολυξένη, σὺν ὁμαίμονι τῇ σεμνῇ, σὺν αὐτῇ μετέσχες, τῆς ἄνω κληρουχίας, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, τὸ θεῖον ἔλεος.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις, αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, γυναικῶν ὁσίων, ἀποστόλων μαθητριῶν, χαίροις Πολυξένη, καὶ πάνσεμνε Ξανθίππη, αἱ νουνεχῶς τὸν βίον, ἐκδαπανήσασαι.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α´.
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ γυναικῶν θεοσεβῶν ἡ ὁμήγυρις, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῶν ἀσκητριῶν Ξανθίππης καὶ Πολυξένης· αὖται γὰρ ἐν ἀληθεῖ ὁσιότητι καὶ ἀρετῶν ταῖς πράξεσι, Χριστὸν ἐδόξασαν εὐαγγελικῶς πολιτευσάμεναι· καὶ νῦν ἐν ἀγκάλαις Ἀβραὰμ ἀναπαυόμεναι, πρεσβεύουσιν ἀπαύστως διδόναι ἡμῖν τὸ μέγα, καὶ πλούσιον ἔλεος.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β´.
Ὑπεριπτάμεναι τῶν γηΐνων οὐρανίῳ φρονήματι, πρὸς ἀσκητικοὺς ἐχωρήσατε ἀγῶνας, Ξανθίππη καὶ Πολυξένη· νεκρώσασαι γὰρ τὴν σάρκα συντόνῳ ἀσκήσει, τὸν νοῦν ἐπτερώσατε γεγηθυῖαι πρὸς τὸν Κύριον, τῶν ἐφετῶν τὸ ἀκρότατον· Αὐτὸν οὖν καὶ ἡμᾶς ἀξιώσατε ἰδεῖν ἐν πόλῳ, τὸν δοξάζοντα τοὺς ἑπομένους Αὐτῷ, ἐν ἀγάπῃ καὶ δικαιοσύνῃ.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ´.
Τὰ κρείττονα ζηλοῦσαι χαρίσματα, τρυφὰς καὶ δέοντα πάντα, ὥσπερ σκύβαλα ἠρνήσασθε, ὁμαίμονες ὁσίαι Πολυξένη καὶ Ξανθίππη· ἀσκητικῆς ὅθεν τελειότητος, πρακτικοὶ ὑφηγήτριαι γενόμενοι, πολλοὺς εἱλκύσατε πρὸς μίμησιν, τῶν θεοφιλῶν ὑμῶν καμάτων· καὶ νῦν ἐν τῇ οὐρανίῳ παστάδι, σὺν τῷ Νυμφίῳ Χριστῷ εὐφραινόμεναι, ἱκετεύσατε σωθῆναι τοὺς πόθῳ, ὑμᾶς τιμῶντας ἐν ᾄσμασιν.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ´.
Ἐξέπληξαν βροτοὺς τὰ λαμπρὰ ὑμῶν κατορθώματα, ἀσκήτριαι Ξανθίππη καὶ Πολυξένη· ὡς ἄσαρκοι γὰρ προσεπαλαίσατε ἐχθροῖς τοῖς ἀοράτοις, καὶ Κυρίῳ εὐηρεστήσατε· ἀναδραμοῦσαι οὖν πρὸς πόλον, χάριν εὕρατε πρεσβεύειν τῷ Κτίσαντι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυρας ο εξ Αγαρηνών
Ο Άγιος αυτός νεομάρτυρας, γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, από γονείς Μουσουλμάνους. Ο πατέρας του ήταν Δερβίσης και Σέχης στο αξίωμα. Είκοσι χρονών, μπήκε και αυτός στο τάγμα των Δερβίσηδων. Αφού έκανε αρκετά χρόνια στα Ιωάννινα, πήγε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) της Αιτωλίας, όπου κατοίκησε σ' ένα οίκημα, που ονομαζόταν Μουσελίμ σεράι.
Ξαφνικά όμως, άρχισε να ζει σαν χριστιανός, πέταξε τα ενδύματα του Δερβίση και ντύθηκε χριστιανικά. Έπειτα πήγε στην Ιθάκη, όπου δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα με το όνομα Ιωάννης.
Όταν επανήλθε στην Αιτωλία, παντρεύτηκε στο χωριό Μαχαλάς και έκανε το επάγγελμα του αγροφύλακα. Ο πατέρας του όμως, έστειλε απεσταλμένους να τον μεταπείσουν, αλλά αυτός τους έδιωξε. Τότε συλλήφθηκε από τον Μουσελίμη του Βραχωρίου, στον όποιο ομολόγησε με θάρρος το χριστιανικό του όνομα και την αγάπη του στον Χριστό. Βασανίστηκε ανελέητα. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1814 μ.Χ. Οι χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του και το έθαψαν σ' ένα αγρόκτημα στο Βραχώρι.
Τα άγια λείψανα του οι πιστοι τα μετέφεραν και τα εναπόθεσαν σε κρύπτη της Ιεράς Μονής Προυσού, όπου και ανευρέθησαν στις 4 Ιανουαρίου 1974 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Νεομάρτυρα πάντες σεμνὸν τιμήσωμεν, ἐξ ἀλλοπίστων Κονίτσης, τὸν γενναιόφρονα ᾿Ιωάννην βαπτισθέντα τὸν μακάριον· τὸν μετὰ ζήλου τὸν Χριστὸν ὁμολογήσαντα Θεὸν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ· ἀεὶ δὲ πᾶσι κηρύττοντα ᾿Ορθοδοξίαν, σέβας τὸ σωτήριον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Κονίτσης τόν γόνον, Βραχωρίου τό καύχημα, καί Χριστοῦ ὁπλίτην τόν νέον, Ἰωάννην τιμήσωμεν· ἐκ ῥίζης γάρ δυσώδους προελθών, ἐνήθλησε λαμπρῶς ὑπέρ Χριστοῦ, καί κινδύνων ἐξαιτεῖται ἀπαλλαγήν, τοῖς πρός αὐτόν κραυγάζουσιν· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, ἡμῖν παθῶν ἐκλύτρωσιν.
Κοντάκιον
Τὴν πατρῴαν πίστιν σου, σοφέ, ἀφῆκας καὶ Χριστὸν ὡς Κύριον ὁμολογήσας καὶ Θεόν, ἐβίωσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Εὐαγγελίου. ῎Εδωκας τῇ νέα πίστει καὶ τὴν ζωήν σου, διὰ τοῦτο καὶ κατελέχθης ἐν Νεομάρτυσιν, ᾿Ιωάννη ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Πίστιν ἀποπτύσας εἰδωλικὴν Χριστὸν ὡς Θεόν σου ὡμολόγησας, ἀγαθέ. ᾿Εν λόγοις καὶ ἐν βίῳ τιμῆς κατηξιώθης καὶ μαρτυρίου δόξης, ᾿Ιωάννη ἅγιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μαρτυρίου χάριν σὺ ὁ λαβὼν καὶ ἐν Νεομαρτύρων τῇ χορείᾳ καταλεχθείς, τίμια λείψανα σου Μονῇ τῆς Προυσιωτίσσης, ὄλβον μέγαν ἀφῆκας, μάρτυς θεόσοφε.
Ξαφνικά όμως, άρχισε να ζει σαν χριστιανός, πέταξε τα ενδύματα του Δερβίση και ντύθηκε χριστιανικά. Έπειτα πήγε στην Ιθάκη, όπου δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα με το όνομα Ιωάννης.
Όταν επανήλθε στην Αιτωλία, παντρεύτηκε στο χωριό Μαχαλάς και έκανε το επάγγελμα του αγροφύλακα. Ο πατέρας του όμως, έστειλε απεσταλμένους να τον μεταπείσουν, αλλά αυτός τους έδιωξε. Τότε συλλήφθηκε από τον Μουσελίμη του Βραχωρίου, στον όποιο ομολόγησε με θάρρος το χριστιανικό του όνομα και την αγάπη του στον Χριστό. Βασανίστηκε ανελέητα. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1814 μ.Χ. Οι χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του και το έθαψαν σ' ένα αγρόκτημα στο Βραχώρι.
Τα άγια λείψανα του οι πιστοι τα μετέφεραν και τα εναπόθεσαν σε κρύπτη της Ιεράς Μονής Προυσού, όπου και ανευρέθησαν στις 4 Ιανουαρίου 1974 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Νεομάρτυρα πάντες σεμνὸν τιμήσωμεν, ἐξ ἀλλοπίστων Κονίτσης, τὸν γενναιόφρονα ᾿Ιωάννην βαπτισθέντα τὸν μακάριον· τὸν μετὰ ζήλου τὸν Χριστὸν ὁμολογήσαντα Θεὸν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ· ἀεὶ δὲ πᾶσι κηρύττοντα ᾿Ορθοδοξίαν, σέβας τὸ σωτήριον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Κονίτσης τόν γόνον, Βραχωρίου τό καύχημα, καί Χριστοῦ ὁπλίτην τόν νέον, Ἰωάννην τιμήσωμεν· ἐκ ῥίζης γάρ δυσώδους προελθών, ἐνήθλησε λαμπρῶς ὑπέρ Χριστοῦ, καί κινδύνων ἐξαιτεῖται ἀπαλλαγήν, τοῖς πρός αὐτόν κραυγάζουσιν· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, ἡμῖν παθῶν ἐκλύτρωσιν.
Κοντάκιον
Τὴν πατρῴαν πίστιν σου, σοφέ, ἀφῆκας καὶ Χριστὸν ὡς Κύριον ὁμολογήσας καὶ Θεόν, ἐβίωσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Εὐαγγελίου. ῎Εδωκας τῇ νέα πίστει καὶ τὴν ζωήν σου, διὰ τοῦτο καὶ κατελέχθης ἐν Νεομάρτυσιν, ᾿Ιωάννη ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Πίστιν ἀποπτύσας εἰδωλικὴν Χριστὸν ὡς Θεόν σου ὡμολόγησας, ἀγαθέ. ᾿Εν λόγοις καὶ ἐν βίῳ τιμῆς κατηξιώθης καὶ μαρτυρίου δόξης, ᾿Ιωάννη ἅγιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μαρτυρίου χάριν σὺ ὁ λαβὼν καὶ ἐν Νεομαρτύρων τῇ χορείᾳ καταλεχθείς, τίμια λείψανα σου Μονῇ τῆς Προυσιωτίσσης, ὄλβον μέγαν ἀφῆκας, μάρτυς θεόσοφε.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἐθνοϊερομάρτυρας, Μητροπολίτης Ἄργους
Ο Άγιος Γρηγόριος Καλαμαράς ήταν Μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίου (1810 - 1821 μ.Χ.) και ανιψιός του προκατόχου του Γρηγορίου (1800 - 1810 μ.Χ.).
Γεννήθηκε το 1769 μ.Χ. στην Αλαγονία Καλαμάτας. Χρημάτισε μητροπολίτης Ερυθρών και κατόπιν Πατρών (1780 - 1799 μ.Χ.). Υπό την ιδιότητα του «πρώην» εκλέχθηκε μητροπολίτης Ναυπλίου και Άργους (1810 μ.Χ.).
Το έτος 1819 μ.Χ. μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Δανιήλ Παμπούκη, ηγούμενο της Μονής του Βράχου Νεμέας. Ο ίδιος δε, έκαμε Φιλικούς τους προκρίτους της επαρχίας του όπως τον Ιωάννη Ιατρού και τους αδελφούς Παπαλεξοπούλου στο Ναύπλιο, τον Ιωάννη Περούκα, τον Σταμάτη Αντωνόπουλο, τους αδελφούς Βλάσση στο Άργος, τον Ιερέα Γεώργιο Βελίνη στο Πλατανίτι, τον Θεοδόσιο Μπούσκο στο Τζαφέραγα, τον Γεώργιο Κακάνη στο Χώνικα, τον αρχιδιάκονό του Αθανάσιο Σολιώτη, τον Ιερέα παπα – Κωσταντή στον Αχλαδόκαμπο.
Η προεπαναστατική εθνική δραστηριότητα του Γρηγορίου έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους και γι' αυτό, με διαταγή του καϊμακάμη της Τρίπολης, κλείστηκε μαζί με άλλους αρχιερείς στις φυλακές της πόλης και υπέφερε τα πάνδεινα, μέχρις ότου από τις κακουχίες, την ασιτία και τα πολύμηνα μαρτύρια πέθανε στις 18 ή 21 Σεπτεμβρίου 1821 μ.Χ.
Γεννήθηκε το 1769 μ.Χ. στην Αλαγονία Καλαμάτας. Χρημάτισε μητροπολίτης Ερυθρών και κατόπιν Πατρών (1780 - 1799 μ.Χ.). Υπό την ιδιότητα του «πρώην» εκλέχθηκε μητροπολίτης Ναυπλίου και Άργους (1810 μ.Χ.).
Το έτος 1819 μ.Χ. μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Δανιήλ Παμπούκη, ηγούμενο της Μονής του Βράχου Νεμέας. Ο ίδιος δε, έκαμε Φιλικούς τους προκρίτους της επαρχίας του όπως τον Ιωάννη Ιατρού και τους αδελφούς Παπαλεξοπούλου στο Ναύπλιο, τον Ιωάννη Περούκα, τον Σταμάτη Αντωνόπουλο, τους αδελφούς Βλάσση στο Άργος, τον Ιερέα Γεώργιο Βελίνη στο Πλατανίτι, τον Θεοδόσιο Μπούσκο στο Τζαφέραγα, τον Γεώργιο Κακάνη στο Χώνικα, τον αρχιδιάκονό του Αθανάσιο Σολιώτη, τον Ιερέα παπα – Κωσταντή στον Αχλαδόκαμπο.
Η προεπαναστατική εθνική δραστηριότητα του Γρηγορίου έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους και γι' αυτό, με διαταγή του καϊμακάμη της Τρίπολης, κλείστηκε μαζί με άλλους αρχιερείς στις φυλακές της πόλης και υπέφερε τα πάνδεινα, μέχρις ότου από τις κακουχίες, την ασιτία και τα πολύμηνα μαρτύρια πέθανε στις 18 ή 21 Σεπτεμβρίου 1821 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Adamnan (Σκωτσέζος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου