Κάποιος
Ευλόγιος από την Αλεξάνδρεια, άνθρωπος μορφωμένος, πληγώθηκε από τον
θεϊκό έρωτα, απαρνήθηκε τον κόσμο και σκόρπισε τα υπάρχοντά του, εκτός
από λίγα που κράτησε για τη συντήρησή του, επειδή δεν μπορούσε να
εργάζεται.
Σκεφτόταν λοιπόν τι να κάνει, γιατί ούτε σε μοναχική
αδελφότητα αποφάσιζε να ενταχθεί, ούτε μόνος να μένει το έβρισκε καλό.
Όντας σε αυτές τις σκέψεις, βρήκε κάποιον λεπρό ριγμένο στην αγορά, ο
οποίος δεν είχε ούτε χέρια ούτε πόδια· μόνο η γλώσσα του έμενε και με
αυτήν παρακινούσε τους περαστικούς να τον σπλαχνιστούν.
Όταν
τον είδε ο Ευλόγιος, ένιωσε κατάνυξη· προσευχήθηκε λοιπόν μέσα του στον
Θεό και έκανε συμφωνία με τον Κύριο λέγοντας: «Κύριε, στο όνομά σου θα
πάρω αυτόν τον λεπρό και θα τον περιποιούμαι μέχρι τον θάνατό του, ώστε
μέσω αυτού να σωθώ και εγώ. Χάρισέ μου λοιπόν, Κύριε, υπομονή για να τον
υπηρετώ».
Πλησίασε
έπειτα τον λεπρό και του είπε: «Θέλεις, κύριέ μου, να σε πάρω στο σπίτι
μου και να σε περιποιούμαι;» «Μακάρι να με αξίωνες», απάντησε εκείνος,
«αλλά εγώ είμαι ανάξιος». Του είπε τότε ο Ευλόγιος: «Πηγαίνω λοιπόν να
φέρω ένα γαϊδούρι και να σε πάρω από εδώ», και εκείνος δέχτηκε με πολλή
χαρά.
Έφερε
λοιπόν ένα γαϊδούρι, τον σήκωσε και τον πήρε στο κατάλυμά του, όπου τον
φρόντιζε σε όλα, όσα χρειαζόταν: τον έλουζε, του έβαζε αλοιφές, τον
σήκωνε με τα ίδια του τα χέρια και τον υπηρετούσε πρόθυμα σε όλα επί
δεκαπέντε χρόνια. Έπειτα επιτέθηκε σφοδρά ο δαίμονας στον λεπρό και,
αφού τον εξαγρίωσε χωρίς λόγο εναντίον του Ευλογίου, τον ξεσήκωσε να
λέει χλευασμούς και βρισιές σε βάρος του.
Άρχισε
λοιπόν να βρίζει τον Ευλόγιο λέγοντας: «Φαγά, έκλεψες ξένα χρήματα·
ήσουν φαίνεται δούλος και λήστεψες τον αφέντη σου και με πρόσχημα εμένα
θέλεις να ξεφύγεις, παίρνοντάς με τάχα για καλοσύνη στο κατάλυμά σου,
και θέλεις μ’ εμένα να σωθείς».
Ο
Ευλόγιος τον παρακαλούσε: «Μη, κύριε, μη λες τέτοια λόγια, αλλά πες μου
σε τι σε στενοχώρησα, και θα διορθωθώ». Εκείνος του απαντούσε με
σκληρότητα: «Δεν θέλω αυτά τα καλοπιάσματά σου. Πήγαινε και ρίξε με στην
αγορά· τη θεωρώ καλύτερη από τη δική σου την περιποίηση».
Ο
Ευλόγιος επέμενε: «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, ηρέμησε για ό,τι σε
στενοχωρεί». Ο λεπρός αγρίευε ακόμη περισσότερο από τον θυμό και φώναζε:
«Δεν με ευχαριστεί να είμαι μόνο μ’ εσένα, θέλω πλήθη».
«Αμέσως
να σου φέρω πολλούς αδελφούς», του είπε ο Ευλόγιος, εκείνος όμως και
αυτό το απέρριψε κραυγάζοντας: «Αλίμονό μου, τον ταλαίπωρο! Τα δικά σου
μούτρα δεν θέλω να βλέπω, και θα μου φέρεις τους όμοιούς σου
χαραμοφάηδες;»
Και
σπαρταρώντας φώναξε και πάλι: «Δεν θέλω, δεν θέλω· στην αγορά θέλω! Δεν
αντέχω, ρίξε με εκεί που με βρήκες». Αν λοιπόν είχε χέρια, ίσως δεν θα
δίσταζε να κρεμαστεί ή να σκοτωθεί με ξίφος· τόσο τον είχε εξαγριώσει ο
δαίμονας.
Ο
Ευλόγιος, μη ξέροντας τι να κάνει, συμβουλεύτηκε τους κοντινούς του
ασκητές και αποφάσισε να πάει στον Μέγα Αντώνιο μαζί με τον λεπρό, να
του αναφέρει την υπόθεση και ό,τι του πει εκείνος, αυτό να κάνει.
Καλόπιασε λοιπόν τον λεπρό, τον έβαλε σε βάρκα και τον πήγε στο
μοναστήρι των μαθητών του Μεγάλου Αντωνίου, όπου έλεγαν ότι πήγαινε από
το όρος ο άγιος, άλλοτε κάθε δέκα μέρες και άλλοτε κάθε είκοσι, για να
ωφελεί τους επισκέπτες.
Συνέβη
λοιπόν την επόμενη μέρα από τον ερχομό του Ευλογίου να έρθει και ο
Μέγας Αντώνιος, αργά το βράδυ, φορώντας δερμάτινο επανωφόρι, όπως μου
διηγήθηκε ο αββάς Κρόνιος που ήταν τότε παρών. Αφού χαιρέτησε όλους τους
παρόντες και κάθισε, φώναξε πρώτα τον Ευλόγιο με το όνομά του, χωρίς
ποτέ να τον έχει δει ή να έχει μάθει κάτι γι’ αυτόν.
Ο
Ευλόγιος, αν και ο άγιος τον φώναξε τρεις φορές με το όνομά του, δεν
αποκρίθηκε, νομίζοντας ότι φωνάζει κάποιον άλλο γνωστό του με το ίδιο
όνομα. Εκείνος είπε πάλι: «Εσένα λέω που ήρθες από την Αλεξάνδρεια». Ο
Ευλόγιος τότε του αποκρίθηκε: «Παρακαλώ, τι προστάζεις;»
«Γιατί
ήρθες εδώ;» τον ρώτησε ο άγιος, και ο Ευλόγιος απάντησε: «Εκείνος που
σου φανέρωσε το όνομά μου, σου έχει φανερώσει και όλα τα σχετικά μ’
εμένα». «Γνωρίζω γιατί ήρθες, αλλά πες μπροστά σε όλους τους αδελφούς,
για να μάθουν και αυτοί».
Τότε
ο Ευλόγιος, μπροστά σε όλους και στον λεπρό, είπε: «Άνθρωπε του Θεού,
αυτόν τον λεπρό εγώ τον βρήκα ριγμένο στην αγορά και παραμελημένο. Τον
λυπήθηκα πολύ και προσευχήθηκα στον Θεό να μου δώσει τη χάρη να τον
υπομείνω, και υποσχέθηκα στον Χριστό, τον Θεό, να τον περιποιούμαι μέχρι
το τέλος του, ώστε και αυτόν να τον ανακουφίσω, και εγώ να σωθώ μέσω
αυτού.«
»Τον
πήρα λοιπόν στο σπίτι μου και δεκαπέντε χρόνια τώρα τον υπηρετώ όσο
μπορώ. Τώρα όμως, μετά από τόσα χρόνια, δεν ξέρω τι κακό του έκανα και
με βασανίζει αφόρητα. Σκέφτηκα να τον πετάξω εκεί που τον βρήκα, όπως
και ο ίδιος με πιέζει να το κάνω, και γι’ αυτό ήρθα στην αγιοσύνη σου να
με συμβουλέψεις τι πρέπει να κάνω και να προσευχηθείς για εμένα, γιατί
με βασανίζει φοβερά».
Ο
Μέγας Αντώνιος του απάντησε με πολύ σκληρό και αυστηρό τόνο: «Θα τον
πετάξεις, Ευλόγιε; Αλλά Εκείνος που τον έκανε δεν τον πετά! Θα τον
πετάξεις εσύ; Θα παρακινήσει ο Θεός κάποιον καλύτερο από εσένα και θα
τον περιμαζέψει». Ακούγοντας αυτά ο Ευλόγιος μαζεύτηκε και φοβήθηκε.
Έπειτα
ο άγιος στράφηκε στον λεπρό και άρχισε να τον μαστιγώνει με τα λόγια:
«Λεπρέ, ανάπηρε, ανάξιε της γης και του ουρανού, δεν θα πάψεις να τα
βάζεις με τον Θεό και να εξοργίζεις τον αδελφό; Δεν ξέρεις ότι ο Χριστός
είναι αυτός που σε υπηρετεί; Πώς τολμάς να λες τέτοια λόγια στον
Χριστό; Για χάρη του Χριστού δεν έγινε αυτός σκλάβος να σε υπηρετεί;»
Αφού
λοιπόν τον επέπληξε αυστηρά και αυτόν, όσο του χρειαζόταν, τους άφησε
και μίλησε με τους άλλους αδελφούς για ό,τι είχε ανάγκη ο καθένας.
Έπειτα στράφηκε πάλι στον Ευλόγιο και τον λεπρό και είπε:
«Πηγαίνετε
στο καλό, παιδιά μου, και μη χωριστείτε, αλλά διώξτε κάθε λύπη που σας
έβαλε ο δαίμονας και γυρίστε με καθαρή αγάπη στο κελλί σας, όπου κάνατε
μαζί τόσα χρόνια. Γιατί ο σατανάς σάς τάραξε με τον πειρασμό αυτό,
επειδή ξέρει ότι και οι δύο είστε προς το τέλος σας και μέλλετε να
στεφανωθείτε από τον Θεό, και αυτός εξαιτίας σου, και εσύ εξαιτίας του.
Μη λοιπόν σκεφτείτε τίποτε άλλο, μήπως έρθει ο άγγελος, τον οποίο σας
στέλνει κιόλας ο Θεός, και δεν σας βρει μαζί στον τόπο σας, και χάσετε
τα στεφάνια».
Γύρισαν
λοιπόν βιαστικά στον τόπο τους με απόλυτη αγάπη, και σε τρεις μέρες
πέθανε ο μακάριος Ευλόγιος, ενώ σε άλλες τριάντα εφτά αναχώρησε για τον
Κύριο και ο στο σώμα λεπρός αλλά στην ψυχή γερός.
Ο
αββάς Κρόνιος, αφού καθυστέρησε στα μέρη της Θηβαΐδας, κατέβηκε μετά
από σαράντα μέρες στα μοναστήρια της Αλεξάνδρειας, και συνέβη την ημέρα
εκείνη η αδελφότητα να τελεί τα σαράντα του Ευλογίου και τα τρίμερα του
λεπρού.
Όταν
το έμαθε ο Κρόνιος, έμεινε κατάπληκτος και διηγήθηκε στους πατέρες όσα
προείπε γι’ αυτούς ο Αντώνιος· γιατί αυτός ήταν τότε διερμηνέας όσων
είπε στον Αντώνιο ελληνικά ο Ευλόγιος και όσων απάντησε σε αυτόν και τον
λεπρό ο Αντώνιος στην αιγυπτιακή διάλεκτο, στην οποία μιλούσε σε όλους,
μην ξέροντας άλλη γλώσσα.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΛΓ’ (33), σελ. 282. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου