Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Ιερομόναχος Μάρκος Διονυσιάτης (1852 - 14 Ιανουαρίου 1938)


«Ήταν εις τας ημέρας του ένα στόλισμα της μονής, άγαλμα αρετής, αγωνιστής εις το έπαρκον, πνευματικός σεβάσμιος. Όλην του την ζωήν διήλθεν πυκτεύων και διακονών εις τρία και τέσσερα διακονήματα, διότι ήτο βιβλιοδέτης, βιβλιοθηκάριος, βηματάρης, ιεροψάλτης εις τον δεξιόν χορόν ως στύλος ακλόνητος, συνάμα δε και εφημέριος εις την λαγχάνουσαν αυτώ εβδομάδα».

(†) Λάζαρος Μοναχός Διονυσιάτης

Μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του Αγίου Όρους του περασμένου και προπερασμένου αιώνα, ήταν ο Ιερομόναχος Μάρκος ο Κρητικός με καταγωγή από το Σφακοπηγάδι Κισάμου του οποίου τυγχάνει να είμαι συγγενής του (ήταν αδελφός του προ-προπάπου μου Σταύρου Πατινιωτάκη). Μοναχός για 57 χρόνια στην Ιερά Μονή Διονυσίου και ηγούμενος της Μονής κατά τα έτη 1926-1931.

Στο βιβλίο του Αντωνίου Εμμ. Στιβακτάκη «Μορφές Κρητών Αθωνιτών» έκδοση της ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, έχει καταχωρηθεί η βιογραφία του την οποία δημοσιεύω όπως έχει καταχωρηθεί συμπληρώνοντας κάποια στοιχεία από τη ζωή του που μου έχουν γνωρίσει οι συγγενείς.

Ένα από τα πιο συγκροτημένα και αυστηρά κοινόβια της μοναστικής Πολιτείας του Άθω είναι από πολλών ετών και η Ιερά Μονή Διονυσίου, η οποία είναι χτισμένη στη δυτική άκρη της αθωνικής χερσονήσου στο Σιγγιτικό κόλπο, πάνω σε ένα απόκρημνο βράχο ύψους 80 περίπου μέτρων από τη θάλασσα, στις ακτές της οποίας καταλήγουν τα κράσπεδα οι χαράδρες και οι απότομες βουνοπλαγιές του Άθωνος.

Το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον της Μονής είναι «άγριο», επιβλητικό, τραχύ μεγαλοπρεπές και συγχρόνως ειδυλλιακό και ανεπανάληπτης ομορφιάς. Το κλίμα της είναι γενικά εύκρατο με κύριο χαρακτηριστικό τις καιρικές μεταβολές οι οποίες παρατηρούνται συχνά εδώ και δημιουργούν, χωρίς αμφιβολία, μια αληθινή μεγαλοπρέπεια, καθώς την τρικυμία διαδέχεται η γαλήνη και τις καταιγίδες οι ηλιόλουστες μέρες, διδάσκοντας και στον πιο απαισιόδοξο άνθρωπο τη δύναμη της ελπίδας και την αξία της υπομονής.

Σ’ αυτό το αυστηρό και ευλογημένο κοινόβιο του Άθω, στο οποίο κοινοβίασε ως απλός μοναχός ο Άγιος Νήφων, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ευτύχησε να έχει για πολλά χρόνια Καθηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ ηγετική πνευματική και διοικητική φυσιογνωμία του Αγίου Όρους και της Ορθοδοξίας, κοινοβίασαν άνδρες μεγάλης αρετής οι οποίοι διακρίθηκαν στον πνευματικό στίβο και ανέβηκαν στα υψηλότερα σκαλοπάτια της πνευματικής κλίμακας.

Ανάμεσα τους υπήρξαν και αρκετοί μοναχοί που καταγόταν από τη μεγαλόνησο Κρήτη. Σ’ ένα βιβλίο της Ιεράς Μονής Διονυσίου στο οποίο καταγράφονται οι αναμνήσεις του Διονυσιάτη Μοναχού Γέροντος Λαζάρου (1892-1974) για τους ενάρετους Πατέρες του Μοναστηριού, αναφέρονται και δύο Κρήτες, ο Ιερομόναχος Μάρκος και ο Μοναχός Γεννάδιος.

Ο Ιερομόναχος Μάρκος γεννήθηκε το έτος 1852 στο Σφακοπηγάδι Κισάμου Χανίων και το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Πατινιωτάκης του Νικολάου. Νέος, περίπου το έτος 1880 απαρνήθηκε τα εγκόσμια (μετά από κάποιο ατύχημα που του συνέβη όπου με την επίκληση της Παναγίας γλύτωσε από βέβαιο θάνατο), και πήγε στο Άγιον Όρος γνωρίζοντας το ψαλμικό ότι «οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσιν τοις αγίοις» και έγινε μέλος της Διονυσιάτικης Αδελφότητας, την οποία διακόνησε από διάφορες καίριες θέσεις με διάκριση, με εργατικότητα, με πνευματικό ηρωισμό και αυτοθυσία.

Το έτος 1885 χειροτονήθηκε μοναχός. Όπως γράφει ο μοναχός Λάζαρος στις «Διονυσιάτικες Διηγήσεις» του, ο Ιερομόναχος Μάρκος «ήτο εις τας ημέρας του ένα στόλισμα της μονής, άγαλμα αρετής, αγωνιστής εις το έπαρκον, πνευματικός σεβάσμιος. Όλην του την ζωήν διήλθεν πυκτεύων και διακονών εις τρία και τέσσερα διακονήματα, διότι ήτο βιβλιοδέτης, βιβλιοθηκάριος, βηματάρης, ιεροψάλτης εις τον δεξιόν χορόν ως στύλος ακλόνητος, συνάμα δε και εφημέριος εις την λαγχάνουσαν αυτώ εβδομάδα».

Ο Ιερομόναχος Μάρκος διετέλεσε και Καθηγούμενος στην Ιερά Μονή Διονυσίου (από 24-6-1926 έως 2-1-1931 που παραιτήθηκε λόγω του ότι τυφλώθηκε και δεν μπορούσε πλέον να εκτελεί τα καθήκοντα του) σε μια δύσκολη και ταραχώδη χρονική περίοδο για τις σχέσεις του Αγιώνυμου Όρους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εξ’ αιτίας του σάλου που είχε ξεσπάσει επί πέντε ολόκληρα χρόνια για το «πατριαρχικό μνημόσυνο».

Σ’ αυτή τη «λεπτή» χρονική περίοδο ο Καθηγούμενος Μάρκος χειρίστηκε με επιδεξιότητα, σωφροσύνη και διάκριση αυτό το δύσκολο πνευματικό θέμα, το οποίο ταλάνισε το πλήρωμα της εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας του κατείχε το διακόνημα του ηγουμενιάρη ο μοναχός Γεννάδιος που ήταν και αυτός Κρητικός καταγόμενος από το χωριό Ακούμια Αγίου Βασιλείου, και τον υπηρέτησε με αφοσίωση, με αγάπη, με απόλυτη υπακοή και αυταπάρνηση.

Ο Ιερομόναχος Μάρκος ήταν πολύ εγκρατής. Σε όλη του τη μακρά μοναχική ζωή η διατροφή του ήταν μονοφαγία και ολιγοφαγία. Τίποτε δεν έτρωγε στο κελί του παρά μόνο ότι είχε η κοινή τράπεζα του Κοινοβίου και μάλιστα μία φορά την ημέρα μόνο το γεύμα. Το βράδυ δεν πήγαινε στην τράπεζα για το δείπνο, αλλά έμενε νηστικός. Μόνο όταν είχαν αγρυπνία στο Μοναστήρι, για να μπορέσει να αντέξει στην πολύωρη κοπιαστική ακολουθία συνήθιζε να πίνει ένα τσάι με λίγο παξιμάδι.

«Δεν κάμω βιογραφίαν» γράφει ο Μοναχός Λάζαρος «διότι θα έπρεπε να γίνει βιβλίο ολόκληρον, αλλά ταύτα τα ολίγα είπον, διά να βεβαιωθεί ότι είπον οι Πατέρες ότι εις την καλήν ζωήν ακολουθεί και καλόν τέλος ή το του Κυρίου: «τους δοξάσαντες με δοξάσω».

Έτσι πέρασε την πολύχρονη ζωή του στην Ιερά Μονή Διονυσίου ο Ιερομόναχος Μάρκος Διονυσιάτης ο Κρητικός. Είχε φτάσει πια το τέλος του έτους 1937 και ο γέρο-Μάρκος ήταν 85 ετών και τυφλός. Παρά τη μεγάλη ηλικία του διατηρούσε την πνευματική του διαύγεια, τον ψυχικό δυναμισμό του και την αγωνιστικότητα του. Το Δεκέμβριο αυτού του χρόνου αρρώστησε και με εντολή του μοναχού Νικολάου Γρηγοριάτου, που ήταν γιατρός, μεταφέρθηκε στο «νοσοκομείο» της Μονής όπου τον διακονούσε ο μοναχός Λάζαρος που είχε και εξασκούσε με μεγάλη επιμέλεια το διακόνημα του νοσοκόμου.

Όσο περνούσαν οι ημέρες η σωματική κατάσταση του Γέροντα χειροτέρευε αλλά η ψυχή του εξακολουθούσε να είναι ακμαία και δυνατή.

Τον Ιανουάριο του 1938 σταμάτησε εντελώς να λαμβάνει τροφή, οι σωματικές του δυνάμεις σιγά σιγά ατόνησαν εντελώς και όλα έδειχναν ότι έφτανε η στερνή του ώρα πάνω στη γη. Μόνο η ομιλία του και η πνευματική του διαύγεια διατηρούνταν ακόμη, πράγμα που του έδιδε τη δυνατότητα να προσεύχεται με όλη τη δύναμη της ψυχής του με τη νοερά προσευχή και να ζητά το έλεος του Θεού ενώπιον του Οποίου θα παρουσιαζόταν σύντομα.

Σ’ αυτή την κατάσταση έζησε ο Γέροντας Μάρκος μία περίπου εβδομάδα κατά τη διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γέροντα Λαζάρου, συνέβησαν θαυμαστά γεγονότα. Ο Ιερομόναχος Μάρκος δέχθηκε τις τελευταίες δοκιμασίες από τον αιώνιο εχθρό του ανθρώπου, αλλά δέχτηκε με θαυμαστό τρόπο και την επίσκεψη της θείας Χάριτος κατά την ώρα της οσιακής κοιμήσεως του.

Το πρωί της 14ης Ιανουαρίου του έτους 1938, ημέρα της αποδόσεως των Θείων Θεοφανείων, ο μοναχός Λάζαρος τον πλησίασε και διαπίστωσε ότι ο γερο-Μάρκος βρισκόταν στις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του.

Με νόημα του έδωσε να καταλάβει ότι ήθελε να μεταλάβει και γι’ αυτό ο π. Λάζαρος ειδοποίησε τον τότε Καθηγούμενο Γαβριήλ (1886-1983) ο οποίος πήγε αμέσως στο «νοσοκομείο» της Μονής λειτούργησε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που βρίσκεται δίπλα, και στη συνέχεια κοινώνησε το γερο-Μάρκο, ο οποίος «συν θεώ» είχε ακόμη αίσθηση της πραγματικότητας.

Τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας, της 14ης Ιανουαρίου 1938 ο ο Ιερομόναχος Μάρκος Διονυσιάτης ο Κρητικός αναγεννήθηκε μέσα στην εκκλησία των προτοτόκων των «εν ουρανοίς απογεγραμμένων».

Έφυγε απ’ αυτή τη γη, αφήνοντας στους γήινους τα γήινα, και πήγε από την επίγεια ανθρώπινη παροικία στην ουράνια αιώνια κατοικία. Εκεί πλέον επάξια «εύρε τόπον τω Κυρίω σκήνωμα του θεώ Ιακώβ».

Αξίζει όμως να αναφέρουμε πως περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της επίγειας βιοτής του και της οσιακής κοιμήσεως του ο μοναχός Λάζαρος, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης και αξιόπιστος μάρτυρας των γεγονότων.

Γράφει ο Μοναχός Λάζαρος ότι «κατά τας απογευματινάς ώρας ητοίμαζον τα προς χρήσιν αναγκαιούντα ρούχα δια την κήδευσιν παι περί την ενδεκάτην (βυζαντινήν) ώραν περίπου, έδειχνε σημεία ψυχοραγήματος. Εφ’ ώ φωνήσας τον βοηθόν μου τον Ιερομόναχον Ιωάννην, τον έστειλα να ειδοποιήσει τον Καθηγούμενο να κατέλθη να διαβάση την εις ψυχοραγούντας ευχήν του Αγίου Νήφωνος. Αλλ’ έως να έλθη ο Καθηγούμενος, ο ασθενής μας απεβίωσε.

Κατ’ εκείνην την στιγμήν επληρώθη όλο το δωμάτιο του νοσοκομείου μιας θαυμασιωτάτης ευωδίας, αποπνεούσης όλα τα αρώματα. Κατελθών ο ηγούμενος αμέσως μας ερωτά. «Τι συμβαίνει, εξαιρετικήν ευωδίαν αισθάνομαι». Εγώ εννοών, εκστατικός του είπον: «Ναι, γέροντα και ημείς την αισθανόμεθα». Πηγαίνοντες με τον ηγούμενον πλησίον του ασθενούς τον εύρωμεν κεκοιμημένον τον ύπνον των Δικαίων. Ως έθος,επελήφθημεν των προς επένδυσιν του λειψάνου και του συνήθους εν μανδύα τινι ραψίματος. Η εν λόγω θαυμάσια δε ευωδία διήρκεσε περίπου εν του τω νοσοκομείου δωματίω πλέον των 20 λεπτών ή και ημίσειας ώρας. Τούτο το θαυμαστόν γεγονός κατά την ενταύθα εικοσαετή υπηρεσίαν μου εις άλλον τινά δεν εγένετο, δηλαδή αδελφόν αποθανόντα».

Και ο Γέροντας Λάζαρος Διονυσιάτης καταλήγει: «Ταύτα εις αιώνιαν μνήμην του μακαριστού Προηγουμένου Αρχιμανδρίτου Μάρκου, εις δόξαν και τιμήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».

Αυτός ήταν ο ευλογημένος Ιερομόναχος Μάρκος Διονυσιάτης ο Κρητικός. Άλλο ένα μυρίπνοο πνευματικό άνθος που μεταφυτεύθηκε από την ευλογημένη επαρχία Κισάμου στο πάντερπνο και πανεύοσμο Περιβόλι της Παναγίας όπου καλλιεργήθηκε πνευματικά, άνθισε και ευωδίασε.

Ας έχουμε την ευχή του και την ευλογία του!

Για την αντιγραφή
Μανόλης Σπανουδάκης

Γερακιανά Κισάμου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου