Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Ιερομόναχος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (1871 - 6 Ιαν. 1957)

 

 
Ο Γέροντας Ιερώνυμος, γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, είναι ένα πρόσωπο στο οποίο συνυπήρχαν πολλές και σπάνιες αρετές με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα. Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρη Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του. 
Από τα σπουδαιότερα, μεγαλύτερα, πιο σημαντικά που έχει να παρουσιάσει στην σύγχρονη ιστορία η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους είναι το διακριτικό πρόσωπο του για δέκα περίπου χρόνια ηγουμένου της π. Ιερωνύμου. Γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, φυτεύθηκε στο περιβόλι της Παναγίας και της αγιότητος και έδωσε τα άνθη των αρετών και τους καρπούς της αγιωσύνης του στο Μετόχι της Αναλήψεως.
.......Κάτω από την αγία Τράπεζα του Σιμωνοπετρίτικου παρεκκλησίου της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ένα μικρό κιβώτιο διαφυλάσσει ως πολύτιμο θησαυρό και μοναδική παρακαταθήκη το υπόλειμμα της επίγειας παρουσίας και την υπόμνηση της ουράνιας πορείας, τα άγια λείψανα του εναρέτου ηγουμένου της.
.......Πίσω από το ιερό βήμα της «Αναλήψεως» ένα κενό μνήμα περιέχει το λίγο χώμα που αγκάλιασε το ελαφρό από την άσκηση σώμα και απορρόφησε τους τελευταίους ελάχιστους φυσικούς χυμούς ενός ανθρώπου γεμάτου πνεύμα, του αγίου οικονόμου της. Ο κόσμος που μέχρι σήμερα προσκυνά απλά και μόνον τον τόπο του και αναμειγνύει τα δάκρυα και τις προσευχές του με την απαλή αλλά βαθειά ανάμνησή του, επιβεβαιώνει την χάρη του και αποδεικνύει την αγιότητά του. Το άδειο μνήμα είναι γεμάτο από χάρη. Ο απών είναι παρών. Η μνήμη του δεν σβήνει στο παρελθόν· ζωογονεί το παρόν και ζωντανεύει το μέλλον.

Ο πατήρ Ιερώνυμος, κατά κόσμον Ιωάννης Διακογιώργης, γεννήθηκε το 1871, στο Ρεΐζ-Δερέ της Μικράς Ασίας. Στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους προσήλθε στις 28 Οκτωβρίου 1888 και εκάρη μοναχός στις 21 Μαρτίου 1893, Κυριακή των Βαΐων. Τον Φεβρουάριο του 1914 γίνεται προϊστάμενος, στις 11 Απριλίου 1920 χειροτονείται διάκονος, στις 12 Απριλίου του ιδίου έτους πρεσβύτερος και στις 20 Απριλίου 1920, Κυριακή των Μυροφόρων, ενθρονίζεται ηγούμενος της μετανοίας του. Στις 15 Ιουνίου 1931 εξορίζεται στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου και σε τρεις μήνες αποστέλλεται στην «Ανάληψη» Αθηνών. Το έτος 1937 του προτείνεται η επιστροφή στον ηγουμενικό θρόνο της Μονής, αλλά διακριτικά αυτός το αρνείται και σε είκοσι χρόνια, στις 7 Ιανουαρίου 1957 (ανήμερα των Χριστουγέννων με το παλαιό ημερολόγιο), αφήνει την τελευταία του πνοή σ’ αυτόν τον κόσμο. Έζησε 17 χρόνια στην πατρίδα του, την Μικρά Ασία, 43 χρόνια στην Μονή της μετανοίας του, την Σιμωνόπετρα, και 26 χρόνια στην λυχνία του, την «Ανάληψη».
Αυτό είναι το λιτό περίγραμμα της χρονικής διαδρομής ενός αιώνιου ανθρώπου. Πάνω σ’ αυτόν τον σκελετό οικοδομήθηκε η περιπλοκότητα της απλής ζωής του π. Ιερωνύμου και βρήκε έκφραση η μυστική ομορφιά του προσώπου του. Μαζί μ’ αυτό, το μικρό σώμα του με τις ποικίλες ταλαιπωρίες και ασθένειές του και οι σημαντικές και ασήμαντες λεπτομέρειες των γεγονότων της ζωής του συνθέτουν την ορατή εικόνα του που, παρά την απλότητα και σεμνότητά της, προϊδεάζει για κάτι το μεγαλειώδες, για κάτι το μοναδικό, για κάτι το άγιο. Ο πατήρ Ιερώνυμος δεν είναι αγιορείτης προηγούμενος που κάποτε ήταν οικονόμος της «Αναλήψεως». Είναι ο άγιος που και σήμερα οικονομεί την Σιμωνόπετρα και την «Ανάληψη» και πάντα κοσμεί την Εκκλησία.
Ζωή και γεγονότα 
Οι ρίζες του π. Ιερωνύμου ήταν Μικρασιατικές. Μεγάλωσε συντροφιά με την βαθειά πίστη και ευλάβεια των γονέων του, την ζωή της Εκκλησίας, τους αγίους, τα ζωντανά σημεία και θαύματα του Θεού, αλλά και την φτώχεια, τις ασθένειες, τις κακουχίες. Οι επισκέψεις στους επιζώντες αγίους -δώδεκα μόλις ετών πηγαίνει στην Χίο και παίρνει την ευχή και την γεύση της προόρασης του οσίου Παρθενίου της Χίου (1815-1883)-, η προσφυγή και ζώσα επικοινωνία με τους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας και τα προσκυνήματα, η επαφή με τα σαρανταλείτουργα, τις νηστείες και τα λειτουργικά κείμενα -από επτά ετών εγνώριζε τους Χαιρετισμούς απ’ έξω-, η εξοικείωση με τις απαντήσεις και τις παρεμβάσεις του Θεού -ο ίδιος από μικρός είχε θαυματουργικά θεραπευθεί από βαρειές παθήσεις και ασθένειες-, η φυσική κλίση του σε κάθε τι ιερό, εκκλησιαστικό, μοναχικό, τα ιδιώματα και χαρίσματα του χαρακτήρος του -ήταν σοβαρός, ολιγόλογος, βαθύς, ευφυής-, οι ευχές των εκλεκτών γονέων του και πάνω απ’ όλα η χάρις του Θεού, απετέλεσαν τα γερά θεμέλια και τις βάσεις της μετέπειτα αγίας και μοναχικής πορείας του. 
Έτσι σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, έχοντας ξεκάθαρα αισθανθεί την κλήση του, κάνει το μεγάλο βήμα της αυτοεξορίας και αποταγής του. Εγκαταλείπει την ευλογημένη πατρίδα και οικογένειά του και πολιτογραφείται στην κοινωνία των μοναχών. Αφήνει την μικρασιατική χερσόνησο της Ερυθραίας, διαβαίνει την Ερυθρά θάλασσα της ματαιότητος αυτού του κόσμου, «ανταλάσσεται την ουράνιον βασιλείαν της επιγείου» και έρχεται στην χερσόνησο του Αγίου Όρους, που διεισδύει πιο πολύ στον ουρανό απ’ όσο στην θάλασσα, με σκοπό να γευθεί περισσότερο την χάρη του Θεού απ’ όσο να αξιοποιήσει τα πολλά χαρίσματά του. 
Η Μονή που τον φιλοξενεί είναι η μονή των συμπατριωτών του από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας· είναι η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, το τολμηρότερο και εντυπωσιακότερο οικοδόμημα του Αγίου Όρους, που μοιάζει σαν γαντζωμένο στον βράχο να προσπαθεί να ανεβεί στον ουρανό.
 
Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος, ηγούμενος της μονής Σιμωνόπετρας (1871-1957), με την αδελφότητα 
(Φωτογραφία: Αλή Σαμή, δεκαετία 1920)


Στην Σιμωνόπετρα θα μείνει συνολικά 43 χρόνια κάνοντας όλα τα διακονήματα, από αυτό του κελλάρη και του κονακτσή μέχρι και του ηγουμένου, και καλλιεργώντας σε μέγιστο βαθμό όλες τις αρετές από την υπομονή, την ταπείνωση και υπακοή, την αφάνεια και την σιωπή μέχρι την ανυποχώρητη άσκηση και εγκράτεια, την αδιάλειπτη προσευχή, την ανεξικακία, την απαντοχή στις συκοφαντίες, την φιλοπτωχεία και αφιλοχρηματία.
Η επιμέλεια και η προθυμία του είναι απαράμιλλες. Μόλις βρίσκει τον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, τον αξιοποιεί με μελέτη και πνευματική ενασχόληση στην βιβλιοθήκη της Μονής. Από νωρίς του ανατίθενται υπεύθυνες και κοπιώδεις αποστολές στα μετόχια. Δίχως καμμία ποτέ επιφύλαξη, με παραδειγματική υπακοή, ανταποκρίνεται στα αιτήματα των προϊσταμένων του, περνάει μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός Μονής, απασχολείται με θέματα οικονομικά και διοικητικά, αλλά δεν χάνει ούτε για μια στιγμή την αίσθηση της μοναχικής του κλήσεως ή την ανάγκη της εσωτερικής επικοινωνίας του με τον Θεό.
Όπως γράφει το 1911 σε μνημειώδη επιστολή του από την «Ανάληψη» στον τότε ηγούμενο Ιωαννίκιο: «Εάν δε αποφεύγω μάλλον ή επιποθώ την εν τη ιερά Μετανοία ημών διαμονήν και εξακολούθησιν γνωρίζει ο Θεός την συνείδησιν, οι δε πολλοί λόγοι είναι περιττοί. Είναι αρκεταί, γέροντα, αι λοιπαί μή ακριβείς τηρήσεις των καθηκόντων μου, τάς οποίας αισθάνομαι επιβαρυνούσας με, το δε να προσθέσω και την σωματικήν απομάκρυνσίν μου από την νοσσιάν μας, διότι πνευματική τοιαύτη δεν μοί είναι τόσον εύκολος, μοί είναι υπερμέτρως βαρύ, εάν μή συμφέρον και λόγοι προόδου των της Ιεράς ημών Μονής κτημάτων, υπό τους πατρικούς πάντοτε ορισμούς και διαταγάς Σας, με διαθέσωσι» (22.9.1911).

Αυτή η προσοχή στην ζωή του, ο σεβασμός, η ευγένεια και η τέλεια υπακοή του στην Μονή και στους προϊσταμένους του τον παρακολουθούν μέχρι βαθέος γήρατος. Η μεγάλη προκοπή του στο Μοναστήρι, η επιτυχής διεκπεραίωση των διακονημάτων που του ανατίθενται και κυρίως η σεμνότητα, η πραότητα, και η εν γένει αρετή του τον κάνουν αφ’ ενός μέν πολύ αγαπητό και σεβαστό, αφ’ ετέρου δε, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, αντικείμενο ζηλοφθονίας και μικροπρέπειας. Απάντησή του είναι πάντοτε η σιωπή και η ανεξικακία. 
Εκείνο που πολύ τον στηρίζει είναι η σχέση κοινωνίας που αναπτύσσει με τους αγίους της Εκκλησίας. Η αγάπη του προς τον άγιο Δημήτριο και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο είχε τις ρίζες της στην παιδική του ηλικία και η αμεσότητά της είχε ως συνέπεια να ζήσει θαυματουργικές θεραπείες με την βοήθεια και των δύο. Έτσι ο άγιος Δημήτριος τον θεράπευσε από επώδυνα πρηξίματα των ποδιών, όταν ήταν μικρός, ο δε άγιος Ιωάννης στην αρχή της μοναχικής του ζωής, το 1897, από κήλη. Αυτό όμως που κυρίως του πρόσφεραν δεν ήταν τόσο η θεραπεία του όσο η αίσθηση της παρουσίας τους. Αυτή η αίσθηση είναι που του καλλιεργούσε την συνεχή επαφή μαζί τους και του έδινε την δύναμη, μέσα στις καθημερινές φροντίδες για την Μονή του, να μην χάνει την επικοινωνία του με τον επέκεινα κόσμο
Η αγάπη του προς τους αγίους ήταν τόση ώστε ευδόκησε ο Θεός και γνώρισε, όπως προαναφέραμε, λίγο πριν από την κοίμησή του τον ασκητικότατο όσιο Παρθένιο της Χίου, συνδέθηκε δε με προσωπική φιλία με τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Σάββα τον Νέο της Καλύμνου και τον άγιο Νικόλαο Πλανά.
Αυτή η έντονη αγιοφιλία του βρήκε έκφραση ποιητική μέσα από το χάρισμα που του έδωσε ο Θεός να ψάλλει και να υμνογραφεί. Έτσι αμέσως μετά την μοναχική κουρά του, το 1893, γράφει «οκτώ κανόνες κατ’ ήχον του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σίμωνος του Μυροβλύτου» αναπληρώνοντας αυτούς που κάηκαν κατά την πυρκαϊά του 1891. Το 1896, συνθέτει παρακλητικό κανόνα στους αγίους της Μονής, Σίμωνα τον Μυροβλύτη και Μαρία την Μαγδαληνή, που εκδίδει αργότερα, το 1924, μαζί με τις ασματικές ακολουθίες τους και τους οκτώ κανόνες του οσίου Σίμωνος.
Το 1902 γράφει και μελοποιεί ακολουθία του οσίου Εφραίμ του Σύρου και συμπληρώνει διάφορες άλλες ελλειπείς, μεταξύ των οποίων και τις ακολουθίες των αγίων Νεοφύτου και Ιωαννικίου, των οποίων τα ονόματα έφεραν οι γεροντάδες του, του αγίου Ιερωνύμου και της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής.
Την υμνογραφική του δοξολογία συνεχίζει όντας σε εξορία με παρακλητικό κανόνα στον Μέγα Αντώνιο, Χαιρετισμούς στους αγίους Μηνά, Βίκτωρα και Βικέντιο, Παύλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Σέργιο και Βάκχο, συμπληρώματα σε ακολουθίες άλλων αγίων που τα τίμια λείψανά τους θησαυρίζονται στην Σιμωνόπετρα, ικετηρίους και προσευχητικούς στίχους στον Κύριο, την Παναγία και διαφόρους αγίους και κυρίως με την ανελλιπή καρδιακή συμμετοχή του στις καθημερινές ακολουθίες και την αδιάλειπτη προσευχή.
Η συνύπαρξη πολλών και σπανίων αρετών με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα, όπως ήταν φυσικό, τον ξεχώρισαν μέσα στην αδελφότητα. Ήδη η ακτινοβολία του είχε αρχίσει να γίνεται παναγιορειτική και σιγά σιγά πανελλαδική, η δε αναγνώρισή του σχεδόν καθολική. Για τον λόγο αυτόν, όταν ο τότε καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας και γέροντάς του Ιωαννίκιος, ύστερα από βαρειά ασθένεια εγκατέλειπε αυτόν τον κόσμο, ομόφωνη ήταν η απόφαση των πατέρων της Μονής, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του μακαριστού γέροντος, την σοφή υπόδειξη του λογίου μοναχού Δανιήλ του Κατουνακιώτου αλλά και το κοινό αισθητήριο των αγιορειτών πατέρων, ο π. Ιερώνυμος να εκλεγεί διάδοχός του.
Αξίζει να τονισθεί ότι στην ζωή του ποτέ δεν εζήτησε ούτε πολύ περισσότερο διεκδίκησε κάτι. Πάντοτε περίμενε υπομονετικά και αρνιόταν κάθε τιμή και διάκριση. Γι’ αυτό και αυτός που ήταν γεννημένος ιερομόναχος και πνευματικός, μέχρι την στιγμή της εκλογής του ως ηγουμένου, το 1920, σε ηλικία 49 ετών, παρέμεινε απλός μοναχός. Ενώ τον παρακαλούσαν να χειροτονηθεί αυτός δίσταζε να συναινέσει. Ήλθε λοιπόν η ώρα και υποχρεώνεται πλέον σε χειροτονία. Στις 11 Απριλίου του 1920, χειροτονείται διάκονος και την επομένη πρεσβύτερος και χειροθετείται αρχιμανδρίτης και πνευματικός από τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο.
 
Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος, ηγούμενος της μονής Σιμωνόπετρας (1871-1957), με την αδελφότητα 
(Φωτογραφία: Αλή Σαμή, δεκαετία 1920)


Λίγους μήνες μετά την εκλογή του, εξέρχεται από την Μονή και επισκέπτεται την Αθήνα, όπου ως ηγούμενος πλέον λειτουργεί για πρώτη φορά στο αγαπημένο του μετόχι, την «Ανάληψη». Ένα μήνα πριν κοιμηθεί ο αγαπητός και γνωστός του από το 1898 επίσκοπος Πενταπόλεως, ο άγιος Νεκτάριος, αξιώθηκε να τον επισκεφθεί και στο νοσοκομείο, κατά την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, στις 11 Οκτωβρίου 1920.
Έτσι, με τις ευλογίες του αγίου, με τις ευχές της Ιεράς Κοινότητος και όλου του αγιορειτικού κόσμου, κυρίως δε με την σκέπη του προστάτου του αγίου Ιερωνύμου και των εφόρων της Μονής του, αγίας Μαρίας Μαγδαληνής και αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου, σηκώνει το βάρος της ηγουμενίας και τον σταυρό της ιερωσύνης στην ηλικία των 50 περίπου ετών. Και, ενώ ξαφνικά αναλαμβάνει αξιώματα και γίνεται αποδέκτης μοναδικής τιμής, τίποτε δεν αλλάζει στην προσωπική ζωή του. Συνεχίζει να είναι το ίδιο απλός, ταπεινός, καταδεκτικός, ευγενής, ασκητικός, διακριτικός, αφανής και υποχωρητικός, όπως πρώτα. Η ηγουμενία του διακρίνεται από πνευματική καρποφορία, λιτότητα, φιλοξενία και ελεημοσύνη, εργατικότητα, επιμέλεια, και εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.
Η εξορία 
.......Το 1924 γίνεται η ημερολογιακή μεταρρύθμιση και στην εορτή του Ευαγγελισμού λειτουργεί για πρώτη φορά με το νέο ημερολόγιο στο Μετόχι της Αναλήψεως. Αυτό γεννά έντονη αντίδραση στην Μονή, ώστε, όταν επιστρέφει, να του απαγορευθεί από μια ομάδα μοναχών η είσοδος στον ναό για έξι μήνες. Αυτός ήρεμα υπομένει χωρίς να υποχωρεί στις θέσεις του, μια και πιστεύει ότι το θέμα προκαλείται από κάποιους «οίτινες εκ δοκησισοφίας παραπλανηθέντες και αδιακρίτως εμόμένουν μετά πεισμονής εν οίς ουκ έόδει και νομίζοντες ότι έχουν το δικαίωμα να κρίνωσι και να επικρίνωσι…». 
Το ημερολογιακό θέμα αφ’ ενός, που οφείλετο στον αδιάκριτο ζήλο ορισμένων, και ο έντονος τοπικισμός αφ’ ετέρου, που με κανένα τρόπο δεν ήθελε μοναχούς από άλλα μέρη πλην της δικής τους περιοχής, της Μικράς Ασίας, όπως επίσης η αφιλοχρηματία και ελεημοσύνη του γέροντος και κυρίως η ακατανόητη για τους πατέρες πνευματική του ζωή, τον κατέστησαν «βαρύν και βλεπόμενον»  (Σοφ. Σολ. Β΄ 14) με αποτέλεσμα, ύστερα από μια ενδεκαετή ηγουμενική περιπέτεια, να συκοφαντείται μέσα από το μοναστήρι του για οικονομική κακοδιαχείριση, και με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος, στα τέλη του Ιουνίου του 1931, να εξορίζεται για έξι μήνες στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου. 
Αυτός, κατά το πρότυπο του Κυρίου «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός άμωμος εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ουκ ανοίγει το στόμα αυτού». Πράγματι όμως «την γενεάν αυτού τις διηγήσεται;» (Ησ. νγ΄ 7). Οι πατέρες της Μονής Κουτλουμουσίου του συμπεριφέρονται με απεριόριστη αγάπη και τον αναγνωρίζουν ως άγιο. Εκείνος ομολογεί πως υποφέρει για τις αμαρτίες του. 
Η Ιερά Κοινότητα εμμέσως αναγνωρίζοντας την αθωότητά του διακόπτει την εξορία του και στους τέσσερις μήνες τον αποστέλλει στην «Ανάληψη» «ως πεπειραμένον πνευματικόν ίνα διά του καλού αυτού παραδείγματος πολλάς ψυχάς παραστήση τω Χριστώ σεσωσμένας». Η άδικη τιμωρία του οδηγεί στον κατά Θεόν δοξασμό του· στην φανέρωση και αξιοποίηση των ταλάντων του, στο ξεδίπλωμα των αρετών και της χάριτός του. Εκεί πλέον κάνει την δεύτερη μεγάλη αποταγή του. Ζεί για 26 ολόκληρα χρόνια, από 60 μέχρι 86 ετών, ως αγιορείτης εκτός Αγίου Όρους, χωρίς ποτέ ξανά να επιστρέψει σε αυτό. Κάνει τον τόπο της εξορίας του χώρο της διακονίας του και μεταφέρει το γνήσιο Άγιον Όρος στον λόφο της «Αναλήψεως», γίνεται ο ίδιος όρος άγιο στο οποίο οι άλλοι προσέρχονται.

Όταν μάλιστα το 1937, ο κατά σάρκα αδελφός του, μοναχός Μάξιμος Σιμωνοπετρίτης μεσολαβεί για να επιστρέψει πάλι, αποκατεστημένος και δικαιωμένος πλέον, ως ηγούμενος στην Μονή, εκείνος ευγενικά αποποιείται την τιμή με μια ιδιαίτερα σεμνή τηλεγραφική απάντηση: «αναμετρών ευσυνειδήτως διττάς δυνάμεις συνορώ ανεπαρκείς μάλλον. Δεν απειθώ. Αδυνατώ υποψηφιότητα διότι καθιστώ εμαυτόν βαρυτέρως υπεύθυνον. Γράφω. Ιερώνυμος.» Αυτό το τηλεγράφημα ακολουθείται από μια αναλυτική επιστολή μνημειώδη για την ταπείνωση και το ήθος της, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει:
«Εις απάντησίν μου ταύτην προέβην ουχί βεβιασμένως και εν συναρπαγή αλλά μετά πολλήν μελέτην και εξέτασιν του εαυτού μου, καλώς και επακριβώς αναλογιζόμενος την τε υποχρέωσιν και ευθύνην, και το βάρος της ευθύνης ην υπέχω αποδεχόμενος την αδελφικήν υπόδειξιν και σύστασίν σας, και της οποίας τον όγκον και το βάρος μή δυνάμενος να σηκώσω εις τους διττώς ασθενείς ώμους μου, εάν αποδεχθώ και αναλάβω, θα εμπέσω εις περισσότερον κρίμα και έσομαι καταγέλαστος. Όπερ δεν είναι φρόνιμον, καθόσον εγώ βλέπω και ανομολογώ. Και την μέν Ι. ημών Μετάνοιαν ουδόλως θα ωφελήσω, εμέ δε τα μέγιστα θα ζημιώσω, μή δυνάμενος να αντεπεξέλθω κατά το χρέος μου και καθήκον προς όσα η θέσις και η μεγάλη τωόντι διακονία απαιτεί και προσεπιβάλλεται εις τον αναδεχόμενον το πράγμα. Οίδα ο λέγω. Επαναλαμβάνω και ανομολογώ ότι δεν είμαι ο κατάλληλος, και δεν αναδέχομαι, διότι δεν δύναμαι να σηκώσω το βάρος του υπουργήματος, και παρακαλώ να μή παρεξηγηθώ ως αντιπειθαρχικός διότι δι’ εμέ η απείθεια είναι ανιαρά και επίμεμπτος. Το να με ανακαλέσητε από το εδώ διακόνημα, παρ’ υμίν κείται. Αλλά και εις την Μονήν ερχόμενος δεν θα δυνηθώ να αναλάβω ηγουμενείαν δι’ ους λόγους αναφέρω ανωτέρω. Εις δε την Σεβαστήν επιστολήν Σας, μοί δίδεται να εννοήσω ότι η εδώ υπηρεσία μου δεν ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα της Μονής, ουδέ την ικανοποιεί. Εις αυτό αποκρίνομαι ταπεινώς χωρίς ποτέ να καυχηθώ. Πέπεισμαι και είναι βέβαιον ότι ουδέν άλλο εργάζομαι ειμή την υπακοήν και αυτήν την αξιοπρέπειαν της Μονής, εξυπηρετών αυτήν, θεία χάριτι συμβάλλων ως ετάχθην κατά δύναμιν εις την ωφέλειαν και σωτηρίαν των προσερχομένων αδελφών μας χριστιανών, το οποίον βεβαίως δεν είναι μικρόν συμφέρον και περιουσία εις την Μονήν, η σωτηρία δηλαδή τόσων ψυχών, ως είπεν ο Κύριος, και η πληροφορία είναι φανερά. Η δε εδώ αποστολή μου είναι αυτό τούτο και ουδέν άλλο. Και δι’ όσα μέν αναφέρετε εις την επιστολήν, να μοί αποδοθή το δίκαιον και λοιπά, ευχαριστώ θερμώς. Αλλά δι’ εμέ, τον ελάχιστον μεταξύ των αδελφών, δίκαιον και εάν με αγαπάτε, καθώς τούτο γίνεται φανερόν, είναι να θελήσητε όχι να με επιφορτήσητε, αλλά να με απαλλάξητε από το βάρος το οποίον δεν δύναμαι να σηκώσω…»
 
Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος (1871-1957), ηγούμενος της μονής Σιμωνόπετρας, με τους Ιωασαφαίους ζωγράφους των Καρεών
(Φωτογραφία: Αλή Σαμή, δεκαετία 1920)


Επίγειος Άγγελος 
Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε πλέον τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρι Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του. 
Αυτά που προσφέρει είναι παράδειγμα, παραμυθία και μοναχική παρακαταθήκη. Η ελεημοσύνη του είναι παροιμιώδης. Πρόσφερε αδιακρίτως σε όποιον του ζητούσε. Ανοιγε το συρτάρι και ό,τι έπιανε έδινε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον πλησιάσει κάποιος και να φύγει με άδεια χέρια. Ο ίδιος υπερβολικά λιτοδίαιτος, αυστηρός νηστευτής, υποδειγματικά ολιγαρκής και αυτάρκης. «Πτωχός εκ πτωχών γονέων», όπως του άρεσε να λέει για τον εαυτό του. Όταν εκοιμήθη, βρέθηκαν μόνον επτά δραχμές στο συρτάρι του! 
Ακολουθούσε ανυποχώρητα το ασκητικό πρόγραμμα που για δεκαετίες έζησε στο Άγιον Όρος, με κάθε του υπερβολή και ακρότητα μέσα στην Αθήνα. Καθ’ όλες τις ενδείξεις δεν κοιμόταν σε κρεββάτι, απέφευγε και τις πιο κρύες μέρες να ανάψει την θερμάστρα, αγρυπνούσε κάθε βράδυ στον ναό ή στο κελλί του, στην θεία λειτουργία μέχρι τα βαθειά του γεράματα απέφευγε να καθίσει, παρά το βάρος των ασχολιών του συμμετείχε σε όλες τις ακολουθίες από την αρχή είτε λειτουργώντας, είτε ψάλλοντας, είτε κηρύττοντας. 
Αλλά και τα καλοκαίρια, μέσα στην αφόρητη πολλές φορές ζέστη της Αθήνας, δεν αποχωριζόταν εύκολα το κελλάκι του. Αυτός ήταν ο τόπος του. Εδώ κατέθετε τους θησαυρούς των προσευχών του, εδώ φανέρωνε τα πετράδια των σοφών λόγων του, εδώ αξιοποιούσε την αγάπη της καρδιάς του. Συχνά τον παρακαλούσαν να βγεί λίγο στην αυλή να δροσισθεί. Κι εκείνος με αδιαπραγμάτευτη σιγουριά εξουδετέρωνε κάθε περιθώριο υποχωρήσεως λέγοντας κοφτά: «Δροσιά για τον μοναχό είναι το κελλί του». 
Δίπλα σ’ αυτά, αυτές οι βαθειές αρετές της μυστικής εσωτερικής ζωής του που την μεταμόρφωναν σε μυστήριο· σιωπή στην πρόκληση, υπομονή στον διωγμό και την συκοφαντία, απαντοχή στους περιορισμούς, αδιατάρακτη προσοχή, απουσία φόβου, αδιάλειπτη προσευχή, συνεχής ταπείνωση. Η κακία, η ταραχή, ο φόβος, ο θυμός και η εκδίκηση του ήταν άγνωστα και ως λέξεις ακόμα. 
Όλο αυτό το δυναμικό το αντλούσε μέσα από την βίωση και την εντρύφηση της ασκητικής μοναχικής παραδόσεως. Αν και διώχθηκε άδικα από τους αδελφούς του μοναχούς, η αγάπη του γι’ αυτούς και τον μοναχισμό έμεινε αδιάπτωτη και ανόθευτη. 
Η μητέρα του εκοιμήθη ως μοναχή Μελάνη. Ο αδελφός του ήταν Σιμωνοπετρίτης με το όνομα Μάξιμος, οι δε τρεις αδελφές του έγιναν επίσης μοναχές, Μαγδαληνή, Μελάνη και Κασσιανή. Δεν είναι όμως μόνον η φυσική του οικογένεια που φόρεσαν τα ράσα· είναι και η καινούργια πνευματική του οικογένεια που αγκάλιασε το μοναχικό σχήμα. Ως ηγούμενος προέβη στις κουρές αρκετών μοναχών, το δε πέρασμά του από την «Ανάληψη» και ως επισκέπτου τα πρώτα χρόνια (1908-1920), και ως ηγουμένου αργότερα (1920-1931), και ως οικονόμου στην συνέχεια (1931-1957), ξύπνησε, καλλιέργησε και ενεργοποίησε πλήθος μοναχικών κλήσεων, μια που, όπως λέγεται, ο ίδιος έκανε περίπου τριακόσιες κουρές ευλαβών γυναικών, πράξη για την οποία παρεξηγήθηκε και κατ’ επανάληψιν συκοφαντήθηκε και διώχθηκε. Μεταξύ αυτών δέχθηκαν να ασπαστούν τον μονήρη βίο το ζεύγος Μωραϊτίδη και να ενδυθούν το μοναχικό τριβώνιο. 
Ο π. Ιερώνυμος δεν ήταν μόνο «γέροντας»· ήταν και πατέρας. Η αγάπη του προς τον μοναχισμό δεν τον εμπόδιζε καθόλου να διακρίνει τα προβλήματα της καθημερινότητος. Κοντά του έβρισκαν καταφύγιο μικροί και μεγάλοι, άπιστοι και ευλαβείς, μορφωμένοι και αγράμματοι, σημαίνοντες και άσημοι, άνθρωποι με φυσικές αρετές και άλλοι μπερδεμένοι με τους λογισμούς και τα πάθη τους. Όλοι μουτζουρωμένες εικόνες του Θεού, που αυτός ως καλός συντηρητής έπρεπε να καθαρίσει. Να τους μεταβάλει σε εικόνες που θα δείχνουν τον Θεό και θα βλέπουν τον Θεό. Αυτή ήταν η αποστολή του. 

Μέσα στην Αθήνα διατήρησε στον εαυτό του την μοναχική ζωή και στους άλλους, στην δυσκολότερη ίσως εποχή, ενέπνευσε τον μοναχικό πόθο. Παράλληλα όμως αγκάλιασε και τον ανθρώπινο πόνο και την ανάγκη. Συνδύασε την ησυχία με την δράση, τον μοναχισμό με την προς τον αδελφό διακονία, τον δικό του αγώνα με την σωτηρία των αδελφών του. Γι’ αυτό και στην εποχή του ήταν ο πνευματικός της Αθήνας. 
Σαν πνευματικός δεν αποδείκνυε· αποκάλυπτε. Δεν μιλούσε με επιχειρήματα· σε ειρήνευε και σε «πληροφορούσε» με αγάπη. Η δική του βεβαιότητα και ειρήνη γινόταν δική σου βεβαίωση και ειρήνευση. Η αγάπη του ήταν συμπαθής και ανθρώπινη, αλλά δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Ένοιωθες ότι η προσευχή του ήταν ενεργός. Δεν ήταν απαρίθμηση λέξεων για σένα, δεν ήταν τόσο το ανθρώπινο αίτημα, όσο η διαρκώς διαπιστούμενη απάντηση του Θεού στην ζωή σου. Δεν συγχωρούσε μόνον τις δικές σου αμαρτίες αλλά και τις φορτωνόταν. Ο λόγος του δεν ήταν η δική του διδασκαλία ή συμβουλή σε σένα, αλλά το ξύπνημα της δικής σου ανάγκης, το ξέσπασμα της δικής σου ανάσας. Με τις λιγότερες λέξεις, με την ελάχιστη παρέμβαση, ξυπνούσε αναξιοποίητες δυνατότητες και ανέσταινε άγνωστες προοπτικές στην ζωή των πνευματικών τέκνων του. Δεν φανέρωνε μόνον τον δρόμο τους, αλλά υποδηλωνόταν και η δική του κατάσταση. Δεν ήταν καλός οδηγός· ήταν αληθινός συνοδοιπόρος. 
Αυτό που άφησε πίσω του ως εικόνα και αίσθηση του προσώπου του περιγράφεται θαυμάσια από τον λόγιο βιογράφο του αγιορείτη Γέροντα Μωϋσή: 
«Ο Γέροντας ήταν πολύ απλός. Κοντός στο ανάστημα. Παρά τ’ ότι ήταν λίγο ευτραφής φαινόταν εξαϋλωμένος και το βλέμμα σου τον διαπερνούσε. Το πρόσωπό του ήταν συνήθως φωτεινό και αυστηρό, σοβαρό και με καλωσύνη. Ποτέ δεν αποχωριζόταν τον καλογερικό του σκούφο. Οι αχνές ρυτίδες του προσώπου του είχαν μια φυσικότητα. Τα μάτια του βαθουλωτά, κυττούσαν συνήθως χαμηλά και είχαν σπάνια φωτεινότητα. Δυσκολευόσουν αρκετά να τον δείς κατάματα. Συχνά φορούσε απλά ματογυάλια. Το βλέμμα του είχε επιείκεια, ζεστασιά και σε πρόσεχε με μια ακριβή αγάπη. Το χαμόγελό του είχε μια ιδιαίτερη ωραιότητα. Τα γένια του άσπρα, και στην μέση χωρίζανε λίγο. Συνήθως ήταν ωχρός. Ένας απλός ιερομόναχος, με καθαρά ρούχα και υποδήματα. Με έντονα τα ιδιαίτερα πατρικά χαρίσματα, αγαθότητα, ηρεμία, διάκριση και συμπάθεια. Ο χαρακτήρας του προσώπου του γενικά, υπογραμμισμένος από την λευκότητα των διάχυτων μαλλιών του, η απλότητα των ενδυμάτων και των λόγων του, η χάρη των νοημάτων του από θερμές φράσεις γίνονταν βιβλίο βοηθείας στους αναγκεμένους. «Στολισμός γάρ ανδρός και βήμα ποδός και γέλως οδόντων αναγγελεί τα περί αυτού». Βλέποντάς τον να ζή μέσα σε μια συνεχόμενη και αδιατάρακτη πραότητα και γαλήνη, αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, τον απλό γέροντα, αναφωνούσες στα μύχια σου· «Καλόν το πορεύεσθαι οπίσω Κυρίου…» (Μωϋσέως μοναχού, «Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης – Ο Γέρων της Αναλήψεως», Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, 1982, σσ. 226-7). 
Ο πατήρ Ιερώνυμος έζησε ως επίγειος άγγελος, ουράνιος άνθρωπος.
 
Φωτογραφίες: http://athosprosopography.blogspot.gr
 
«Πᾶνος» 

2 σχόλια:

  1. Σήμερα βεβαίως ο ασκητικώτατος αυτός Γέροντας είναι επίσημα Άγιος της Εκκλησίας!

    https://www.idrogiospaint.gr/datafiles/18351l.jpg

    ΑπάντησηΔιαγραφή