Ο Άγιος δεχόταν δώρα μόνο αν ήταν δουλεμένα με αγάπη και καλοσύνη. Σ’ όποια δουλειά δεν έβλεπε αγάπη, έλεγε:- Δεν τη θέλω τέτοια δουλειά. Δεν έχει χάρη.
Μάλιστα δεν δεχόταν ούτε το ψωμί που του πρόσφεραν αν αυτό δεν δινόταν αυθόρμητα κι από αγάπη. Ένα πνευματικό του παιδί θυμάται σχετικά:
Κάποτε μιά φίλη μου, πηγαίνοντας στον Γέροντα, πήρε μαζί της τρία καρβέλια ψωμί για να του τα δώσει. Στο δρόμο σκέφτηκε:
”Τί τα χρειάζεται ο π.Γαβριήλ τρία καρβέλια; Τα δύο του φτάνουν”.
Και κράτησε το ένα για τον εαυτό της. Όταν μπήκαμε στην αυλή του Μοναστηριού, ο Γέροντας μου είπε, κοιτάζοντας αυστηρά τη φίλη μου:
– Πάρε αυτά τα καρβέλια και δώσ’ τα στα πουλιά.
Άρχισα να κόβω μπουκίτσες το ζεστό ψωμί και απορούσα, γιατί με έβαλε να δώσω στα πουλιά τόσο ψωμί. Ύστερα η φίλη μου, μου εξήγησε το λόγο αποκαλύπτοντάς μου τί είχε σκεφτεί νωρίτερα.
Και μ’ αυτό τον τρόπο ο Γέροντας έδωσε ένα μάθημα στη φίλη μου.
***
Πρέπει να τρεφόμαστε με την Θεία αγάπη και όχι μόνο με τρόφιμα.
***
Συχνά, ο Άγιος Γαβριήλ, έφερε στο στήθος ταμπελίτσα που έγραφε: ”Ο άνθρωπος χωρίς αγάπη είναι σαν κανάτα χωρίς πάτο”.
***
Όποιος μάθει να αγαπάει, αυτός θα είναι και ευτυχισμένος! Μόνο μήν νομίζετε ότι η αγάπη είναι υπόθεση έμφυτου ταλέντου. Μπορούμε να μάθουμε να αγαπάμε και αυτό πρέπει να το κάνουμε.
(Από το βιβλίο της Νάνα Μερκβιλάτζε: ”Ο Άγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν Σαλός και Ομολογητής”).
Πηγή:hristospanagia.gr
«Πᾶνος»
"Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐστιν
ΑπάντησηΔιαγραφήἀγάπη,
χαρά,
εἰρήνη,
μακροθυμία,
χρηστότης,
ἀγαθωσύνη,
πίστις,
πρᾳότης,
ἐγκράτεια·
Βλέπουμε ο πρώτος καρπός στη σειρά είναι η αγάπη.
Ο Πρώτοκορυφαίος Απόστολος Παύλος στον Ύμνο της Αγάπης μας λέει:
Όλες τις γλώσσες και αν μιλώ ακόμα και των Άγγελων αν δεν έχω όμως αγάπη γέγονα κύμβαλον αλαλάζον
(δηλαδή ο λόγος μας δεν έχει ουσία, αλλά απλά κάνει θόρυβο και μάλιστα ενοχλητικό).
Ακόμα και αν έχουμε το χάρισμα της προφητείας και να δούμε όλα τα μυστήρια και να έχουμε πίστη ώστε βουνά να μετακινούμαι χωρίς αγάπη είμαστε ένα τίποτα.
Ακόμα κι αν πουλήσουμε όλα τα υπάρχοντα μας κι αν παραδώσουμε και το σώμα μας να καεί, αν δεν έχουμε αγάπη σε τίποτα δεν ωφελούμαστε.
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μας διδάσκει:
ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾱτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾱς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἔν ἀλλήλοις.
Κατὰ Ἰωάννην, ιγ´ 34-35 .
Σᾶς δίδω νέα ἐντολή· νὰ ἀγαπᾶτε δηλαδὴ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅπως Εγὼ ἠγάπησα ἐσᾶς, ἔτσι καὶ ἐσεῖςνὰ ἀγαπᾶσθε μεταξύ σας.
Ἔτσι, θὰ μάθουν ὅλοι, ὅτι εἶστε μαθητές δικοί Μου, ἐὰν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας.
Διαβάστε και μία πραγματική ιστορία και όποιος έχει ανυπόκριτη αγάπη ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός τον ανταμείβει από αυτήν τη ζωή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην αρχή είναι αποσπασματική.
Μια μικρόσωμη γυναίκα αλλά με πολύ φωτεινό Πρόσωπο.
Καθίσαμε λοιπόν και άρχισε να μου διηγείται ότι γεννήθηκε κάπου στη Στερεά Ελλάδα και στα εφτά της χρόνια ορφάνεψε. Έπεσε δυστυχώς σε άπληστους θείους οι οποίοι διαμέλισαν εν μια νυκτί την περιουσία της και την σφετεριστήκανε και την κακομεταχειριζόντουσαν.
Μικρή και ευαίσθητη, έκανε παρέα με τη γειτόνισσά της, την κυρά-παπαδιά η οποία ήταν και αυτή χήρα.
Το κοριτσάκι από τα εφτά της χρόνια, άκουγε την ευλαβή γυναίκα να προσεύχεται. Ανάμεσα στους Ψαλμούς που έλεγε, έλεγε και το : «Φχαριστώ Συ. Φχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τῷ Κυρίω.»
Την άκουγε να το λέει συνέχεια και την ρώτησε: « Γιατί συνέχεια λέτε ευχαριστώ; Ευχαριστώ Συ Κύριε;»
-«Τι να πω άλλο παιδί μου; Μας έδωσε τόσα αγαθά ο Θεός και μας έχει καλά και με την Χάρη του Θεού Τον γνωρίζουμε. Μόνο ευχαριστώ μπορώ να Του πω. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να ζητήσω».
Το κοριτσάκι μεγάλωνε και ενστερνίστηκε αυτή την Ευχή.
Σαν να μην ήξερε άλλη Ευχή και σαν να μην ήξερε άλλη Προσευχή, ό,τι της συνέβαινε έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε».
Στα 17 της χρόνια βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο γεγονός. Οι θείοι της για να την ξεφορτωθούν της είχαν βρει ένα γαμπρό. Έτσι λοιπόν σε ένα χρόνο την παντρέψανε. Ο υποψήφιος σύζυγος είχε καφενείο και δυστυχώς είχε μάθει να πίνει και να καταναλώνει και άλλες ουσίες .
Απέκτησε τρία παιδιά η κυρία Φωτεινή που προσπαθούσε να τα αναθρέψει με νουθεσία Κυρίου.
Όμως, όποτε γύριζε ο άντρας της από το καφενείο μεθυσμένος και το παιδί το ένα ήταν άρρωστο ή γκρίνιαζε, προσπαθούσε να τα δείρει και αυτή έβαζε τον εαυτό της μπροστά και έτρωγε το ξύλο, εκτός από τις βρισιές που δεχόταν. Ήταν όμως πάντοτε με την Ευχή στο στόμα «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω».
Ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Γυρνούσε αργά ο Ανέστης, και την έλεγε «μούχλα», την έλεγε «πανούκλα», «χολέρα».
Την έβριζε, την ταπείνωνε.
Εκείνη πάντοτε με το πρόσωπο στραμμένο σε Αυτόν που εκούσια Σταυρώθηκε έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε»
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αυτό το μαρτύριο.
Δεν την αφήναν να πάει στην Εκκλησία .
Μου έλεγε με δάκρυα: «Παίρναν, παππά μου, τα παπούτσια μου και τα ρίχναν στο πηγάδι ή τα ρίχναν στη κοπριά για να μην μπορώ να πάω. Πώς θα πάω; Ξυπόλητη; Και τα έβγαζα, τα έπλενα και μετά τα φορούσα».
Και λέω: «Τον χειμώνα, Βρεμένα τα φορούσατε;»
«Όχι» λέει, «τα άλειφα και με λίγο λάδι να μην με λέει η γειτονιά ανοικοκύρευτη.
Και πήγαινα στην Εκκλησία και δεν με ένοιαζε.»
Έτσι λοιπόν μετά από δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωής, Άρχισε να την φωνάζει και να την βρίζει, πέταγε τα πράγματα από το σαλόνι του στο σπίτι του, έσπαγε τα πράγματα και όπως πηγαίνει να την χτυπήσει…τον επισκέπτεται ο Κύριος εν βραχίονι υψηλό και πέφτει κατάχλωμος κάτω.
Άρχισε να τρέμει, μαζευτήκαν τα παιδιά, άρχισε ο γιός να φωνάζει στην μάνα του «Εσύ φταις . Τον σκότωσες τον πατέρα μας. Τι του έκανες;»…
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν κατάσταση τραγική. Ήταν και τεράστιος ο κυρ-Ανέστης. Ήρθαν οι γείτονες. Τον βάλαν στο κρεβάτι και όταν ήρθε ο γιατρός το μόνο που διαπίστωσε ήταν ότι, δυστυχώς, είχε υποστεί ημιπληγία, είχε αγγιχτεί το κέντρο της ομιλίας του, είχε στραβώσει το στόμα του και το δεξί του χέρι και το δεξί του πόδι είχαν παραλύσει.
Οκτώμισι χρόνια τον διακονούσε με υπομονή, χωρίς να λέει τίποτε παρά μόνο: «Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω».
Τα παιδιά της την βασάνιζαν, την κοροιδεύανε, της κάναν τα ίδια, εκείνη υπέμενε λέγοντας πάντοτε: «Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω».
Μούγκριζε καμιά φορά ο κυρ-Ανέστης.
Λέω: «Πώς τα καταφέρνατε »
-Τι να ‘κανα, λέει, πάτερ μου. Στην αρχή δεν καταλάβαινα. Κι όταν πήγα μια φορά κοντά του, τότε με το αριστερό του χέρι, που ήταν το μόνο γερό, μου έπιασε την κοτσίδα και με κοπάναγε. Και δεν με άφησε πάρα μόνο μετά από μισή ώρα, όταν κουράστηκε το χέρι του. Τότε μόνο ησύχασε.
-Και το έκανε αυτό συχνά; «Δόξα τω Θεώ. Όχι πολύ συχνά. Κανα δυο φορές την εβδομάδα. Λίγο να ξεκουράζεται. Γιατί ο καημένος έχει άγχος».
Και δεν τον κατέκρινε. Δόξα τω Θεώ, έλεγε. Και της τραβούσε τα μαλλιά μόνο δυο φορές την εβδομάδα. Τέλος πάντων.
Και τι ωφεληθήκαμε εμείς με τα θυμιατά σου;» και με τα νεύρα του, πετάει το καντήλι, πετάει τις εικόνες, ρίχνει τα κεριά και βγαίνει η κακομοίρα έξω για να δει τι γίνεται στο σαλόνι από την κουζίνα, γιατί είχε ανοίξει φύλλο και ετοίμαζε πίτες, γιατί θα ‘ρχόντουσαν την άλλη μέρα να την ευχηθούν και εκείνη και τον γιό της και να μην την δουν ανοικοκύρευτη και εκεί στα νεύρα του παίρνει τον πλάστη από τα χέρια της και της τον κοπανάει στο κεφάλι.
Από τον πόνο λιποθύμησε και έπεσε κάτω. Και ήρθαν οι γειτόνισσες να την συνεφέρουν, της βάλαν και μια σακούλα με πάγο στο κεφάλι και όταν συνήλθε σε καμιά ώρα και είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη, τρόμαξε. Είχε ένα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σαν αβγό στο μέτωπό της. Και είχε αρχίσει να μελανιάζει όλη η δεξιά πλευρά.
«Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πώς θα πάω στην Εκκλησία με το καρούμπαλο; Πώς θα πάω μελανιασμένη; Τι θα λέει η γειτονιά για τα παιδιά; Καλά ο άντρας σου.Αλλά τα παιδιά; Θα με κουτσομπολεύουν και θα στεναχωριούνται. Έβαλα τότε όλη τη νύχτα κομπρέσα, παπά μου και είπα το πρωί να πω στην κόρη μου να μου δώσει λίγο από κείνες τις πούδρες που βάζουνε να καλύψω το μελάνιασμα. Αλλά με το καρούμπαλο, τι θα έκανα; Σκέφτηκα, λέει, να βάλω ένα φακιόλι, ένα μαντήλι και να κάνω έτσι όπως κάνουν οι ευσεβείς και να πάω στη άκρη.
Σηκώθηκε , τακτοποίησε το σπίτι της, άλλαξε τον κυρ-Ανέστη, τον ξύρισε, τον έπλυνε, τον ετοίμασε, άναψε το Καντήλι της, θύμιασε και έφυγε τροχάδην για την Εκκλησία. «Μα σαν μπήκα, μες στην Εκκλησία, είδα ένα Ουράνιο Φως. Ένα φως που έφεγγε και τα πολυέλαια ήταν σβηστά»
ΑπάντησηΔιαγραφήΛέω: «Και τι χρώμα είχε αυτό το Φως, »;
«Λευκογάλαζο, . Άστραφτε το Φως. Κι εγώ, παρόλο που έκανε κρύο έξω τσουχτερό αισθανόμουνα μια θερμότητα. Μια θερμότητα και μια δροσιά. Και η καρδιά μου άνοιγε. Και έλεγα. «Ευχαριστώ συ, Κύριε».
Πήγα λοιπόν στη ακριανή πόρτα που είναι στα αριστερά, κει που κάθονται οι γυναίκες για να μπορώ να ατενίσω τον Παντοκράτορα, να χαίρομαι, να παρηγοριέμαι. Και όσο προχωρούσε η Λειτουργία τόσο αυτό το Φως αύξαινε. Και όχι μόνο αύξαινε, παπά μου, αλλά έπεφτε και μια χρυσόσκονη και άστραφτε όλο αυτό το Φως, σαν να είχε χιλιάδες μυριάδες αστέρια. Και σαν κοιτάω τον Παντοκράτορα, τι να δω παπά μου;
Είχε…Έβγαινε Αυτό το Φως από το Φωτοστέφανο του Χριστού μας, από το Πρόσωπό Του, τα χεράκια Του, το Άγιο Ευαγγέλιο…και κάλυπτε τον κόσμο. Και όσοι ήταν στην Εκκλησία, άλλους τους έλουζε το Φως και έμπαινε μέσα τους το Φως και γινόντουσαν όλο μια λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. Στους άλλους δεν έμπαινε μέσα τους το Φως, όμως τους θώπευε.»
Και την ρώτησα: «Ήρθε και σε σένα το Φως; Ήρθε στη γωνιά σου, στην γωνίτσα σου το Φως;
«Ήρθε.»
«Πώς το αισθάνθηκες;»
«Σαν ένα χέρι που με χαϊδεύει. Με άγγιζε από το μέτωπο, με στους ώμους, στα μπράτσα και στις παλάμες. Και μετά με πήγαινε αριστερά. Και το ίδιο πράγμα. Και άνοιξε η καρδιά μου και άρχισαν να τρέχουν δάκρυα .
Το Χέρι Αυτό του φωτός, μου επούλωσε τις πληγές, μού έκλεισε τις πληγές όλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές που είχα. Τα βρισίδια, τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, το ξύλο, την ταπείνωση…όλα μου τα επούλωσε ο Χριστός. Τίποτε δεν αισθανόμουνα. Αισθανόμουνα μια απέραντη ευφορία.
Και κάτι άλλο.. Με κλειστά τα μάτια, έβλεπα τα γινούμενα στη Λειτουργία. Έβλεπα τα πάντα. Έβλεπα την Μεγάλη Είσοδο, είδα τους Πατέρες, είδα τη Λειτουργία όλη. Την έζησα στον Παράδεισο…Ξαφνικά όμως είδα τις γυναίκες να αρχίσουν να κινούνται και κατάλαβα ότι πάμε για να κοινωνήσουμε.
Ήρθε η ώρα της Θείας Κοινωνίας. Ετοιμάστηκα.
Και όπως κοίταζα να δω το τσεμπέρι μου, τι να δω;
Το Χέρι μού είχε κάνει καλά και το καρούμπαλο!
Δεν είχα ούτε καρούμπαλο! Είχε φύγει το καρούμπαλο. Και με μεγάλη χαρά ότι δεν θα εκτεθώ στην γειτονιά, στάθηκα στη σειρά. Αλλά είπα να δω, κι έτσι δεξιά να δω, ποιος Κοινωνάει;
Ο παπά-Βασίλης που ήρθε και μας άγιασε ή ο παπα-Γιάννης; και ξαφνικά, παπά μου…
ΑπάντησηΔιαγραφήΟύτε ο παπα-Βασίλης ήτανε. Ούτε ο παπα-Γιάννης.
Ένας Δεσπότης…
Μα τι Δεσπότης…
Τι χρυσά Άμφια φορούσε!
Τι διαμάντια είχαν πάνω τα ρούχα Του!
Άστραφτε ολόκληρος!
Και φορούσε μια Κορώνα…Όχι σαν Αυτές των Δεσποτάδων. Μια Βασιλική Κορώνα. Που άστραφταν χιλιάδες διαμάντια. Και πάνω στην Κορώνα Του είχε Αγγέλους. Μα και δίπλα Του είχε δύο Παραστάτες Αγγέλους.
Με έπιασε τρόμος.
Τα Χέρια Του, το Πρόσωπό Του, έφεγγαν σαν τον Ήλιο.
Και κρατούσε μια χρυσή λαβίδα.
Αλλά δεν είχε μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είχε ένα κάρβουνο αναμμένο.
Και η δόλια, λέω, η κακομοίρα, τι θα κάνω; Πώς θα Κοινωνήσω το κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά έχουν σήμερα. Άλλος Δεσπότης ήρθε και άλλες συνήθειες έχουν. Και τι να κάνω εγώ; Και πώς θα καώ; Και θα βάλω τις φωνές στον κόσμο;»
«Και τι κάνατε; Δεν Κοινωνήσατε;»
«Όχι. Προφασίστηκα ευγένεια. Και πήγα στην άκρη και έλεγα: «Περάστε. Περάστε και εσείς.» Ε. Περάσανε καμιά εικοσιπενταριά που ήταν στην ουρά…
Μετά δεν είχε άλλο “περάστε”. Έπρεπε να μπω εγώ στη σειρά. Τότε πλησίασα και κοιτάζοντας χαμηλά μην μπορώντας να δω το Πρόσωπο του Δεσπότη, ακόμα και τα παπούτσια Του χρυσά ήτανε. Και οι ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΙΠΛΑ Του σαν να μην πατούσαν στη γη.
Και είπα: «ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΥ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ. Ας καώ. ΕΣΥ να είσαι και ας καώ. Κι εγώ θα Κοινωνήσω.
Έκλεισα τα μάτια μου, και άνοιξα το στόμα μου, Κοινώνησα και Δροσίστηκε η Ψυχή μου.
Άνοιξε η Καρδιά μου.
Και άρχισα να λέω από την καρδιά μου: «Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.
Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.
Σε Ευχαριστώ, Συ Κύριε.
Και άρχισα φαίνεται να το λέω δυνατά και ξαφνικά ακούω τη φωνή του παπα-Βασίλη να μου λέει: «Είσαι καλά»; Και ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι μπροστά στον παπά-Βασίλη που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο και σκέπαζε με το Μάκτρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι λέω: «Παναγία μου, θα ρεζιλευτώ»….και πήγα στην άκρη και σκεφτόμουνα: «Όλα αυτά που είδα, παπά μου, ήταν αληθινά; Λες να ‘ταν φαντασία; Μα είδα τον Δεσπότη, είδα τους Αγγέλους, είδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, είμαι τρελή»;
Μόλις τελείωσε ο Αγιασμός και πήγα σπίτι μου, μπήκα αμέσως στην αποθηκούλα να αλλάξω τα ρούχα μου, για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού και να βάλω την ποδιά μου να ετοιμάσω το φαγητό. Και σαν ντύθηκα, κάτι μου μύριζε το σπίτι.
Και μπαίνω μέσα στο σαλόνι και τι να δω;
Η μικρή μου θυγατέρα κρατούσε ένα θυμιατό και θύμιαζε τις Εικόνες. Στη θέση Τους οι Εικόνες, ευπρεπισμένο το καντηλάκι μου, αναμμένα τα κεράκια μου και δίπλα στην Παναγία ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια.
Και μου λέει η κόρη μου: «Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ημέρα. Είπαμε να θυμιάσουμε, μιας και σου αρέσει να θυμιάζεις το σπίτι. Αλήθεια, μας έφερες αντίδωρο»; κι εγώ έμεινα… και σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σε αυτό το σπίτι δεν μου ζητήσανε ποτέ Αντίδωρο”.
Και απαντούσα στην κόρη μου: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Κι έρχεται και ο γιός μου από το κατόπι μου στο πλάι και σκύβει ταπεινά και μου φυλάει το χέρι και μου λέει: «Συχώρα με μάνα. Συχώρα με.» Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω».
Και ακούω τον Ανέστη να μου φωνάζει και μπαίνω βιαστική να δω μήπως ήθελε κάτι και τον βλέπω καθήμενο στο κρεβάτι του και μου έκανε σινιάλο με το αριστερό του χέρι. Και σαν τον είδα είχε μια ιλαρότητα το πρόσωπό του και μια γλυκύτητα τα μάτια του. Και του δίνω το χέρι μου, νομίζοντας θέλει να καθίσει και αυτός αρχίζει και μου το φιλούσε.
Μέσα και έξω, παπά μου μού το φιλούσε κλαίγοντας και μού ‘λεγε με το μισό του στόμα: «Συγχώρα με, Φωτεινή. Συγχώρα με να χαρείς». Και έρχεται πίσω το παιδί…Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και έρχεται το παιδί μου πάλι και με φιλάει στο μέτωπο εκεί που ήταν το καρούμπαλο και μου λέει: «Συχώρα με, μάνα. Δεν θα το ξανακάνω. Την Ευχή σου να χω, μάνα». Κι εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Κι εδώ σταμάτησε η διήγηση μέσα στα δάκρυα. Κι αφού συνήλθε με ρώτησε με μια παιδική απλότητα, σαν μικρό κοριτσάκι ένοχο: «Πάτερ μου, Τρελάθηκα; »;
Κι εγώ απάντησα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν για την ύπαρξή ΣΑΣ, τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Σήμερα, χήρα πια είναι Μοναχή και πηγαίνουν τα παιδιά της και της φιλούν το χέρι και το μέτωπο…Και εκείνη κάθεται εκεί και αφουγκράζεται και θυμάται τον Δεσπότη Χριστό, που την κοινώνησε με την χρυσή Λαβίδα το Τίμιο Φρικτό Σώμα και Αίμα Του.
Είθε η Χάρις του Θεού να λαβώσει την Καρδιά μας με την Άπειρη αγάπη Του και να μας διδάξει από τα κατάβαθα, τα τρίσβαθα της καρδιάς μας, αναβαθμίζοντας την δική μας παιδική Προσευχή σε ευχαριστηριακή, να λέμε κι εμείς, δίνοντας το μπόλι της καρδίας και του σώματος: “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω, πάντων ένεκεν».
π. Αρσένιος Σιναΐτης
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο για το τι πέρασε αυτή η γυναίκα αξίζει πραγματικά!
http://anazhthseis-elena.blogspot.com/2021/12/blog-post_3.html
Ἀδελφέ μου Χρῆστο, τὸ ἔχουμε ἀναρτήσει ἐμεῖς ἀπὸ τὶς 22-11-21 https://ethnegersis.blogspot.com/2021/11/blog-post_1360.html
ΔιαγραφήΚάποιος βέβαια φρόντισε νὰ τὸ πάρει ἀπὸ ἐμᾶς χωρὶς νὰ βάλει πηγή, ὅπως συνηθίζει νὰ κάνει καὶ μετὰ τὸ πῆρε ἡ Ἕλενα.