Βρέθηκα στη θάλασσα για πρώτη φορά πέντε χρονών, τότε που στους γονείς μου είχαν δώσει από τη δουλειά τους κουπόνι διακοπών στο Σότσι. Ο καιρός κάθε μέρα μας έκανε να το χαιρόμαστε πολύ. Η διάθεση ήταν υπέροχη, και πώς μπορεί να ήταν αλλιώς, όταν ο μπαμπάς και η μαμά είναι δίπλα, όταν γύρω μου όλοι γελάνε, κολυμπάνε στη θάλασσα, τρώνε παγωτό, παίζουν μπάλα…
Μετά από μερικές μέρες διακοπών, ένιωσα ότι έχω εξοικειωθεί πολύ με το νερό, αν και δεν ήξερα να κολυμπώ. Με το που οι γονείς μου αφαιρέθηκαν για ένα δευτερόλεπτο, μπήκα μόνη μου στη θάλασσα. Αποφάσισα ότι δεν είναι αρκετό να μείνω στα ρηχά και άρχισα να απομακρύνομαι από την ακτή. Ένα βήμα, δεύτερο, είναι ακίνδυνα. Τα πόδια μου νιώθουν το βυθό. Προχωρώ παραπέρα, το νερό φτάνει στους ώμους. Κάτι μου ψιθύριζε: «Σταμάτα!». Όμως, ήθελα τόσο πολύ να είμαι αυτόνομη και ενήλικη… Λέω στον εαυτό μου: «Είμαι αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής και δε φοβάμαι καθόλου τη δοκό, τους ασύμμετρους ζυγούς ούτε τον αυστηρό προπονητή. Είμαι τόσο θαρραλέα! Και η γλυκιά θάλασσα δεν μπορεί να προκαλέσει πόνο, δεν μπορεί να με μαλώσει». Προχωρώ.
Ξαφνικά, νιώθω ότι κάτω από τα πόδια μου δεν υπάρχει τίποτα! Μέσα στον πανικό χτυπάω στο νερό με τις γροθιές μου, το νερό απότομα σκεπάζει το κεφάλι μου. Κατάφερα, κάποιες φορές, να τιναχτώ από τον βυθό προς τα πάνω και να βγω έξω από το νερό. Αυτή η ανώφελη πάλη κράτησε μερικά δευτερόλεπτα ώσπου μετά μόνο κενό και σκοτάδι.
Συνήλθα στην παραλία. Δεν έχω καταλάβει τι είχε γίνει. Φοβόμουν. Τα δόντια μου κτυπούσαν από το κρύο, τα χέρια μου έτρεμαν. Βλέπω οι γιατροί κοντά μου ψαχουλεύουν, κάτι λένε στους γονείς μου και κλείνουν τη βαλίτσα. Βέβαια, οι κινήσεις τους είναι κάπως παράξενες, αργές ίσως. Έτσι, στους Ολυμπιακούς αγώνες, στα πρωταθλήματα δείχνουν σε αργή κίνηση την επανάληψη της εκκίνησης των αθλητών, τις κινήσεις των χορευτών του καλλιτεχνικού πατινάζ. Δίπλα μου βλέπω έναν άνθρωπο με μεγάλα καλοκάγαθα μάτια και ξανθή γενειάδα. Μου βάζει το χέρι του στο κεφάλι μου: «Τι έκανες, χαζουλάκι μου; Η μαμά σου έχει καρδιά, ανέβηκε η πίεση…» - η φωνή του είναι ήρεμη και γλυκιά.
Με πλησίασε η μαμά, με αγκάλιασε και αισθάνθηκα τη μυρωδιά από πικρό φάρμακο. «Σάσα, Σάσενκα…» (Υποκοριστικά για το Αλεξάνδρα – σημ.μεταφρ.) – το μοναδικό που μπορούσε να πει η μαμά κλαίγοντας. Αποχαιρετώντας μας ο γιατρός από την ομάδα της Άμεσης Βοήθειας αστειεύτηκε: «Να της στερήσετε το επιδόρπιο για μερικές μέρες, αλλά ακόμα καλύτερα να της δώσετε τη βιταμίνη “Λουρί”!». Σκέφτηκα μέσα μου: «Τι άκομψος, επιτρέπεται να μιλάει στα παιδιά με τόσο βραχνή φωνή;»
Όταν έφυγαν οι γιατροί, διαπίστωσα ότι αυτός ο άγνωστος που μόλις ήταν δίπλα μου, δεν υπήρχε πια. Παρά το φόβο και την ηλικία μου, καταλάβαινα ότι ο καλοπροαίρετος συνομιλητής μου δεν έμοιαζε με γιατρό ή υγειονομικό: δεν είχε στηθοσκόπιο ούτε άσπρη μπλούζα… Και τα χέρια του ήταν διαφορετικά. Όταν με ακούμπησε στο μέτωπο, αισθάνθηκα ζέστη. Μια ζέστη που δεν έχει σχέση με τον καιρό ούτε μετριέται με θερμόμετρο. Είναι αυτό που συμβαίνει, καμιά φορά, όταν είσαι χάλια και μόλις αγκαλιάζεις τη μαμά, το κακό εξανεμίζεται. Δεν μπορούσες να τον πεις και παραθεριστή. Τι ρούχα είχε, δεν είμαι σίγουρη: κάτι μπλε, αλλά η ενδυμασία του, σίγουρα, δεν ήταν για κολύμπι.
Οι γονείς μου πολύ συχνά διηγούνταν το επεισόδιο εκείνης της ημέρας, διακόπτοντας ο ένας τον άλλον. Ο μπαμπάς έλεγε ότι είχε δει ότι το μικρό μου κεφαλάκι εμφανίστηκε πάνω από το νερό και εξαφανίστηκε, και, βεβαίως, αμέσως ρίχτηκε στη θάλασσα. Η μαμά, από την άλλη, η οποία ποτέ δεν ήξερε να κολυμπάει, έλεγε ότι στέκονταν στην ακτή και φώναζε για βοήθεια. Στην παραλία είχε επικρατήσει αναβρασμός: άλλοι βουτούσαν στο νερό, κάποιοι έλεγαν προς τα που να κολυμπήσουν για να με βρουν, άλλοι έτρεχαν για γιατρούς και διασώστες. Όμως, αρκετά γρήγορα, ενώ ήμουν πνιγμένη, ένα κύμα με είχε ρίξει προς την ακτή, ακριβώς στα χέρια της μαμάς μου. Ενδιαφέρον είναι ότι εκείνη την ημέρα αν και η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη, εμφανίστηκε αυτό το «σωτήριο κύμα» και αμέσως η θάλασσα ξανά ηρέμησε.
Η διήγηση πάντοτε τελείωνε πολύ συναισθηματικά: «Τι θαύμα ήταν αυτό που έγινε! Κανένας δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε αυτό το κύμα πάνω στην ώρα!»
Εμένα τότε με ενδιέφερε ένα ερώτημα: ποιος ήταν εκείνος ο άνδρας με τη γενειάδα που δε φορούσε ενδυμασία παραλίας. Ρωτούσα τη μαμά για αυτόν, και αυτή με κοιτούσε παράξενα και με τρόμο:
– Ποιος άνδρας; Δεν υπήρχε κανένας δίπλα με γενειάδα!
Όμως, εγώ αντιδρούσα:
– Δεν είναι αλήθεια, εκεί ήταν ένας θείος, εγώ φοβόμουν πολύ και σκεφτόμουν ότι έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι. Αισθάνθηκα ότι πέθανα. Εκείνος ο θείος με χάιδεψε στο κεφάλι, σταμάτησα να φοβάμαι και χάρηκα που ήμουν ζωντανή. Είχε φωνή σαν του μπαμπά, τρυφερή, και τα χέρια του ήταν ζεστά σαν τα δικά σου. Δεν με μάλωνε, δεν ήθελε να μου δώσει τη βιταμίνη “Λουρί”. Με παρηγορούσε! Ίσως, και ο ίδιος, όταν ήταν μικρός, παραλίγο να είχε πνιγεί και να ήξερε πόσο χάλια ήμουν.
– Απλώς τρόμαξες, και επειδή κάποιο διάστημα δεν ανέπνεες, μπορεί να σου φάνηκε πως είδες κάτι. Συμβαίνει καμιά φορά, θα περάσει. –Με παρηγορούσε η μαμά.
Δεν αντέλεγα και δε ρωτούσα πλέον για τον άγνωστο για να μην στεναχωρώ και να μην τρομάζω τους γονείς μου. Όμως, ήξερα σίγουρα ότι ο συμπονετικός άγνωστος υπήρχε στην πραγματικότητα.
Τα χρόνια περνούσαν και αυτό το περιστατικό, δυστυχώς, άρχισε να σβήνει από τη μνήμη μου. Ξεχάστηκε και ο συμπονετικός άγνωστος. Για πολύ καιρό φοβόμουν όχι μόνο τη θάλασσα αλλά και την πισίνα.
Αργότερα, σιγά-σιγά, αυτός ο φόβος έφευγε και έμαθα να κολυμπώ πολύ καλά.
«Δεν ντρέπεστε, αφού θα γίνει μαμά μετά από μερικούς μήνες»
Μετά από είκοσι χρόνια και βάλε συναντήθηκα και πάλι με τον συμπονετικό άγνωστο.
Και πάλι με έσωσε. Μόνο δεν ήταν στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά στη Μόσχα και χειμώνα, όχι καλοκαίρι. Περίμενα μωρό. Η εγκυμοσύνη δεν ήταν εύκολη. Είχα τοξίκωση, ζαλάδες, αδυναμία, με κίνδυνο αποβολής. Οι γιατροί με προειδοποιούσαν ότι πρέπει να ζω χωρίς στρες, μόνο καλές σκέψεις και αισθήματα, γιατί αλλιώς θα έχανα το μωρό μου. Μου έλεγαν ότι πρέπει να αντέξω το πρώτο τρίμηνο, και ότι μετά θα είναι πιο εύκολα. Με την βοήθεια του Θεού το «επικίνδυνο» διάστημα πέρασε.
Οι γιατροί με συμβούλεψαν να βρίσκομαι περισσότερο χρόνο έξω και να βαδίζω. Και εμένα μου αρέσει να περπατώ στο πάρκο-δάσος Ισμάϊλοβσκιϊ. Εκείνη τη χειμερινή μέρα ακολούθησα το συνηθισμένο μου δρομολόγιο, δηλαδή πέρασα μέσα από όλο το δάσος μέχρι τη στάση του μετρό «Ισμάϊλοβσκαγια». Περίπου 50 μέτρα προτού βγω από το δάσος, μπροστά μου βρέθηκαν τέσσερα σκυλιά. Πολύ επιθετικά και τεράστια.
Να πω ότι φοβήθηκα είναι πολύ λίγο. Έμεινα σύξυλη! Ήθελα πολύ να τρέξω, όμως, δόξα τω Θεώ, από τον τρόμο μου, τα πόδια μου δεν κουνούσαν. Προσπάθησα να βγάλω κραυγή για βοήθεια, όμως η «κραυγή» μου έμοιαζε με λυπητερό τσίριγμα. Τριγύρω δεν υπήρχε κανείς. Κοιτούσα τα εξαγριωμένα σκυλιά και αυτά εμένα. Έκρυβα αφελώς την κοιλιά μου με τη γυναικεία μου τσάντα και επαναλάμβανα μέσα μου: «Κύριε, σώσε με! Κύριε, ελέησον το παιδί μου! Μπορεί να είμαι η χειρότερη όλων και να μου αξίζει κάτι κακό, όμως το μωράκι μου δεν φταίει σε κάτι. Σώσε το!»
Πόσο κράτησε αυτό το επεισόδιο, δεν ξέρω. Ξαφνικά, ακούω μια φωνή να λέει:
– Κορούλα, μη φοβάσαι! Θα φύγουν αμέσως και δε θα σε πειράξουν!
Στο μυαλό μου πέρασε η σκέψη: «Ο μπαμπάς; Και τι κάνει στο δάσος αφού μένει σε άλλη πόλη;»
Γύρισα και βλέπω ότι έρχεται ένας κύριος, μου χαμογελάει πολύ γλυκά και στα άγρια τετράποδα που με είχαν απειλήσει λέει:
– Ελάτε, ελάτε! Δεν ντρέπεστε! Σε λίγους μήνες θα γίνει μαμά, και εσείς την τρομάξατε τόσο! Δεν πρέπει να αγχώνεται!
Τα αδέσποτα με κοίταξαν με ενοχή (σταμάτησαν κιόλας να φαίνονται τόσο τρομακτικά), γύρισαν και υπάκουα ακολούθησαν τον καλοπροαίρετο περαστικό.
Κάθισα για πολύ σε εκείνο το μέρος και δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. Έφτασα στο μετρό. Τότε, τη δεκαετία του 1990, στις προσβάσεις πριν από τις στάσεις του μετρό, γιαγιάδες πουλούσαν ηλιόσπορους, πλεχτά, σπιτικές μαρμελάδες. Τις ρώτησα αν είδαν που πήγε ένας κύριος περικυκλωμένος από αδέσποτα σκυλιά. Η απάντηση ήταν αρνητική.
Μπήκα στο μετρό και, χωρίς να το καταλάβω, κάθισα στο τρένο που πήγαινε προς αντίθετη κατεύθυνση από το σπίτι μου. Έτσι, βρέθηκα στη στάση «Μπάουμανσκαγια», όπου βρίσκεται ο Ιερός Ναός των Θεοφανείων. Εδώ είχα βαφτισθεί μερικά χρόνια πριν το γάμο μου.
Στο ναό πλησίασα το κιόσκι της έκθεσης και αφηρημένη έπαιζα το μολύβι και έκανα θόρυβο με τα φύλλα όπου ήθελα να γράψω ονόματα για μνημόνευση.
Μάλλον, φαινόμουν πολύ τρομαγμένη και παράξενη. Η γυναίκα από την έκθεση με ρώτησε:
– Δεν είστε καλά; Να σας προσφέρω νερό; Να καλέσω την Άμεση Βοήθεια; Είστε άσπρη σαν σεντόνι. Μην ντρέπεστε, πείτε μου!
– Μου είχαν επιτεθεί κάτι σκυλιά και ένας άγνωστος περαστικός με έσωσε. Απλά έκανε μια χειρονομία, είπε λίγα λόγια στα σκυλιά και αυτά με άφησαν ήσυχη.
– Τι καλός περαστικός! Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν γενναίοι και φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι! Ανάψτε κεράκι και γράψτε το όνομά του για μνημόνευση υπέρ υγείας…
– Αυτό είναι το θέμα! Ούτε τον ευχαρίστησα ούτε το όνομά του ρώτησα!
– Τα χάσατε, συμβαίνει… Είναι τρομερό όταν σε περικυκλώνουν σκυλιά…
Οι άνθρωποι άρχισαν να με παρηγορούν. Η ώρα πλησίαζε στην απογευματινή ακολουθία και οι άνθρωποι ήθελαν να γράψουν ονόματα, να ανάψουν κεριά.
– Είναι μια απίστευτη ιστορία. Στην αρχή, μου είχε φανεί ότι ο άγνωστος μιλούσε με τη φωνή του μπαμπά μου, και ύστερα θυμήθηκα την ιστορία από την παιδική μου ηλικία, τότε που παραλίγο να είχα πνιγεί…
– Τι σχέση έχει η παιδική σας ηλικία; - με διέκοψε κάποιος.
– Όταν είχα συνέλθει από τον πνιγμό στην ακτή, είδα έναν άγνωστο με γενειάδα. Μοιάζει πολύ με τον περαστικό που με έσωσε από τα σκυλιά. Δεν άλλαξε μετά από τόσα χρόνια! Τα μάτια του δε θα τα ξεχάσω ποτέ, ήταν καλοκάγαθα και τρυφερά. Και εγώ δεν είπα ούτε ένα «ευχαριστώ»! Όταν καλούσα για βοήθεια, δε τα έχασα, όμως, για να τον ευχαριστήσω το ξέχασα. Και εσείς μου λέτε να γράψω όνομα…
Κάποιες από τις συνομιλήτριές μου με συμβούλεψαν να πλησιάσω τις εικόνες και να ευχαριστήσω τους αγίους και απλά να προσευχηθώ για τον φιλεύσπλαχνο περαστικό. Η γυναίκα της έκθεσης με πήρε αγκαζέ και με πήγε στο ναό. Την ρώτησα αν μπορώ να προσκυνήσω τη μεγάλη εικόνα του Αγίου Ιεράρχη Νικολάου του Θαυματουργού. Μου έκανε θετικό νεύμα και μου έδωσε ένα μεγάλο κερί.
Άναψα το κερί και καθώς πλησίασα την εικόνα, φώναξα δυνατά:
– Αυτός είναι!
Η γυναίκα τρόμαξε:
– Ποιος αυτός;
– Αυτός είναι, ο Άγιος Νικόλαος που με έσωσε πριν από λίγο στο δάσος. Και όταν ήμουν μικρή, στη θάλασσα, αυτός ήταν που δε με άφησε να πνιγώ και που με παρηγορούσε μετά. Πώς και δεν το κατάλαβα αμέσως! Μου αρέσει πολύ να προσεύχομαι μπροστά σε αυτή την εικόνα και στις άλλες εικόνες του Αγίου Νικολάου. Τόσα πολλά έχω διαβάσει για τη βοήθεια του Αγίου Νικολάου στη θάλασσα, στις φυλακές, σε κάθε περίσταση. Γιατί μόνο τώρα συνέδεσα αυτά τα γεγονότα και γνώρισα τον «άγνωστό» μου;
Η γυναίκα χαμογέλασε:
– Άρα, δεν ήσασταν έτοιμη να τον γνωρίσετε νωρίτερα. Ο Κύριος, η Μητέρα του Θεού, οι Άγιοί Του είναι πάντα δίπλα μας, μόνο που δε βλέπουμε.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το τελευταίο περιστατικό μού συνέβη λίγες μέρες πριν από τις 19 Δεκεμβρίου (στις 19 Δεκεμβρίου στη Ρωσία γιορτάζουν τη μνήμη του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού – σημ.μεταφρ.)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου