Μία ἡμέρα ἀρρώστησε μέ ὑψηλό πυρετό. Ἦταν μικρό παιδί, μόνο του στό σπίτι· πῆγε νά πιῆ νερό καί ἡ στάμνα ἦταν ἄδεια. Ξάπλωσε, ἔκλαιγε μέ λυγμούς καί ἔλεγε: «Γιατί νά μήν ἔχω καί ἐγώ τήν μαννούλα μου;». Ξαφνικά ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ δωματίου, βλέπει ἕναν ἱερέα μέ πετραχήλι νά τοῦ χαμογελᾶ καί νά τόν χαϊδεύη στό μέτωπο.
Τοῦ λέει ὁ μικρός:
‒Ποιός εἶσαι ἐσύ, δέν εἶσαι δικός μας ἱερέας· τούς ξέρω ὅλους.
‒Σωστά λές, Κωνσταντῆ. Ἐγώ εἶμαι αὐτός, καί τοῦ ἔδειξε τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου πού εἶχαν στό σπίτι. Ἡ μητέρα του εὐλαβεῖτο πολύ τόν Ἅγιο. Ὁ μικρός λέει:
‒Αὐτός εἶναι ὁ ἅγιος Νικόλαος, μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου.
‒Ναί, ἐγώ εἶμαι ὁ ἅγιος Νικόλαος καί ἦρθα γιά νά σέ βοηθήσω, μή κλαῖς.
‒Ἔχω πυρετό καί διψῶ ἀλλά ἡ στάμνα δέν ἔχει νερό.
‒Σήκω νά δῆς, ἡ στάμνα εἶναι γεμάτη νερό. Ἀπόρησε ὁ μικρός πού τήν εἶδε γεμάτη. Ἤπιε νερό, ἀμέσως ἔπεσε καί ὁ πυρετός.
‒Ἂχ, εἶμαι καλά.
‒Ναί, Κωνσταντῆ, καί τώρα θά ἔλθει ἡ θεία σου, θά σοῦ φέρει νά φᾶς καί θά πᾶς νά παίξης μέ τά ἄλλα παιδάκια πού παίζουν ἔξω. Θά ἀνάβεις τό καντήλι καί ὅποτε μέ χρειάζεσαι θά μέ φωνάζεις˙ ἐγώ θά ἔρχομαι νά σέ βοηθῶ. Καί τόν ἔχασε ἀπό ἐμπρός του. Ὅπως ἦρθε ξαφνικά ἔτσι καί ἔφυγε.
Τόν χειμῶνα ἔμενε μόνος στό χωριό γιά νά πηγαίνη στό σχολεῖο, καί τό καλοκαίρι τόν ἔπαιρνε ὁ πατέρας του στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ἦταν πολύ δύσκολο νά μένη μόνος του στήν ἡλικία πού ἦταν, γι᾿ αὐτό ἀναγκαστικά διέκοψε τό σχολεῖο. Πῆγε μόνο δύο τάξεις καί μετά ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Ἱερά Μονή Καρακάλλου κοντά στόν πατέρα του, πού ἐργαζόταν ὡς πελεκητής (πελεκᾶνος, ὅπως ἀποκαλοῦνται αὐτοί πού τετραγωνίζουν πελεκώντας τίς κομμένες καστανιές). Τόν εἶχε μαζί του στήν δουλειά του.
Καί ἀπό τήν μητέρα του πού ἦταν εὐλαβής, ἀλλά κυρίως κατά τήν διαμονή του στό Ἅγιον Ὄρος, ἔμαθε νά ἐκκλησιάζεται, νά ἐξομολογῆται, νά νηστεύη καί νά κοινωνᾶ. Πρωΐ–βράδυ προσευχόταν ἀνελλιπῶς καί ἔκανε πολλές μετάνοιες.
Ἀργότερα ἦρθε στήν Ἱερισσό καί ἔμαθε τήν τέχνη τοῦ βαρελοποιοῦ. Ἦταν καλός καί ἔντιμος στήν δουλειά του καί ἐξυπηρετοῦσε τά γύρω χωριά. Ἦταν γνωστός ὡς “ὁ Σωτήρης ὁ Βαρελᾶς”. Ἀπό τό ἐπώνυμό του (Σωτηρίου) πῆρε τό ὄνομα “Σωτήρης” καί τό “Βαρελᾶς” δήλωνε τό ἐπάγγελμά του. Τούς ἕξι χειμερινούς μῆνες ἐργαζόταν στήν Ἱερισσό καί τούς ὑπόλοιπους στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Ἱερά Μονή Καρακάλλου καί σέ διάφορα κελλιά, ὅπως στούς Μουτάφηδες καί στούς Τραμουνταναίους.
Νυμφεύθηκε τήν Δάφνη, κόρη τοῦ Γεωργίου Παππᾶ. Ὁ πατέρας της εἶχε ξενοδοχεῖο στήν Ἱερισσό καί ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ. Ἦταν πιστός καί καλός οἰκογενειάρχης. Ἀπό τούς γονεῖς της ἔμαθε καί ἡ Δάφνη τήν εὐλάβεια καί τήν πνευματική ζωή. Ἦταν καλή σύζυγος, στοργική μητέρα, καλή χριστιανή καί χαιρόταν νά ἐξυπηρετῆ τόν καθένα. Ἀπέκτησαν ἕξι παιδιά. Τά δυό πρῶτα κοιμήθηκαν σέ νηπιακή ἡλικία. Ὡς οἰκογένεια ἦταν πολύ δεμένοι καί ἀγαπημένοι μεταξύ τους. Λόγῳ τῆς ἐλλιποῦς συγκοινωνίας φιλοξενοῦσαν στό σπίτι ἀρκετούς πατέρες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπως τόν τότε Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου Γέροντα Παῦλο καί τόν ἀντιπρόσωπο τῆς ἰδίας Μονῆς στήν Κοινότητα π. Βασίλειο «γιά νά ξαποστάσουν λίγο», ὅπως ἔλεγε.
Στόν σεισμό τοῦ 1932 καταστράφηκε τό χωριό. Ὁ Κωνσταντῆς γιά νά ἀπεγκλωβίση τούς δικούς του, σήκωσε βάρος καί ἔπαθε κήλη, τήν ὁποία ἄφησε ἀνεγχείρητη μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, καί γι᾿ αὐτό ταλαιπωρήθηκε πολύ. Παρά ταῦτα δούλεψε σκληρά γιά νά κάνη δυό καινούργια σπίτια.
Στό Ἅγιον Ὄρος εἶχε καί ἕνα ἀτύχημα· στήν προσπάθειά του νά συναρμολογήση (νά δέση) ἕνα καινούργιο βαρέλι, αὐτό ἔπεσε πάνω του καί τοῦ ἔσπασε τό πόδι ἄσχημα. Μεταφέρθηκε στό χωριό γιά νά θεραπευθῆ. Ὅμως δέν κόλλησε καλά τό σπασμένο πόδι καί ἔτσι παρέμεινε ἕνα ἐξόγκωμα στήν κνήμη πού τόν δυσκόλευε καί στίς μετάνοιες.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος συνέχιζε νά τόν ἐπισκέπτεται σέ ὧρες κινδύνου. Ἕνα βράδυ κινδύνευε ὁ γυιός του στήν θάλασσα καί ἐκείνη τήν ὥρα τόν ξύπνησε ὁ Ἅγιος λέγοντάς του: «Κωνσταντῆ, ξύπνα, τό παιδί σου κινδυνεύει καί ἐσύ κοιμᾶσαι, σήκω νά προσευχηθῆς». Ὅταν ἄνοιξε τά μάτια του, εἶδε τόν Ἅγιο καί τό κρεμαστό καντήλι στό δωμάτιο νά κινῆται συνεχῶς ἀπό μόνο του. Ξύπνησε καί τήν γυναῖκα του, ἔκαναν προσευχή καί τό παιδί τους σώθηκε· ὄντως, ὅπως ἔμαθαν ἀργότερα, ἐκείνη τήν ὥρα βρισκόταν σέ μεγάλο κίνδυνο.
Ἡ γυναῖκα του, ἡ Δάφνη, μετά ἀπό μακροχρόνια ἀσθένεια, ἐκοιμήθη σε ἡλικία πενήντα πέντε ἐτῶν, τό ἔτος 1944. Ξεψύχησε δίνοντας εὐχές σέ ὅλη τήν οἰκογένειά της. Ὁ μπαρμπα–Κωνσταντῆς τίμησε τήν χηρεία του. Ἦταν τότε 64 ἐτῶν. Πάντρεψε τά παιδιά του (τρεῖς κόρες καί ἕνα γυιό), καί ἔμεινε μέ τόν γυιό καί τή νύφη του.
Συνέχιζε νά ἐργάζεται ὡς βαρελοποιός. Κατασκεύαζε πατητήρια τόννων καί βαρέλια μεγάλων διαστάσεων. Ὁ γυιός του ἀσχολήθηκε μέ τό ἐμπόριο. Πατέρας καί γυιός παρεσκεύαζαν μέ μεράκι μεγάλες ποσότητες καί διάφορες ποικιλίες κρασιοῦ καί τσίπουρου. Ἔπαιρνε ἐργάτες στόν τρύγο. Αὐτοί ἀγαποῦσαν πολύ τόν παπποῦ γιατί τούς φερόταν μέ ἀγάπη σάν παιδιά του. Φωτίζονταν τά πρόσωπά τους ὅταν ἔφθαναν στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ καί ἔβλεπαν μέ χαρά τόν παπποῦ νά τούς ὑποδέχεται καί νά τούς χαιρετᾶ γεμᾶτος καλωσύνη.
Στό ἀμπέλι, στίς ἐλιές καί στά δένδρα πού εἶχαν πολύ ἔξω ἀπό τό χωριό, δούλευε σκληρά μέ ζῆλο. Μετέφερε νερό στήν πλάτη γιά νά τά ποτίζη. Κουραζόταν πολύ. Οἱ δικοί του ζητοῦσαν νά σταματήση νά πηγαίνη. Ἦταν ἀνένδοτος. Ἡ ἐπιμονή του νά πηγαίνη στά χωράφια, ἐνῶ δέν εἶχαν πρόβλημα οἰκονομικό, τούς προβλημάτιζε. Ἐπειδή ἐπέμεναν πολύ νά σταματήση λέγοντάς του˙ «Τώρα πιά οὔτε νά δουλεύης μπορεῖς. Τί πηγαίνεις καί κάνεις ἐκεῖ;», ἀναγκάστηκε νά τούς ἐμπιστευθῆ: «Τί κάνω… νά τί κάνω… πηγαίνω ἐκεῖ καί προσεύχομαι».
‒Καλά καί πρέπει νά πᾶς ἐκεῖ γιά νά προσευχηθῆς;
‒Ναί, γιατί ἐκεῖ εἶμαι ὁλομόναχος. Αὐτό τό σεβάσθηκαν καί δέν τόν ἐμπόδισαν πλέον. Πλήρωναν καί κάποιο ἄτομο νά ἐργάζεται ἐκεῖ κάποιες ὧρες, ὥστε ὁ παπποῦς μόνο νά ἐπιβλέπη.
Σ᾿ αὐτά τά κτήματα πήγαινε καί περνοῦσε ὧρες ἀτελείωτες. Ἐκεῖ σ᾿ ἕνα βράχο σχηματιζόταν μία μικρή κρύπτη ἡ ὁποία μετά βίας χωροῦσε ἕναν ἄνθρωπο. Ἐκεῖ ἔμπαινε ὅταν εἶχε κακοκαιρία.
Ἐκτός ἀπό τίς λίγες ὧρες πού κοιμόταν, τίς ὑπόλοιπες καί νά ἦταν στό δωμάτιό του, στό κρεββάτι του ποτέ δέν ξάπλωνε. Συνήθως τόν ἔβλεπαν νά κάθεται μέ τά πόδια κάτω καί τό κεφάλι σκυφτό. Σ᾿ αὐτήν τήν στάση ἦταν συνήθως ἢ σέ στάση προσευχῆς.
Κι᾿ ὅταν καθόταν, φαινόταν σάν νά βρίσκεται ἀπέναντι σέ κάποιον πού σεβόταν, σάν νά ἀπολογεῖτο, μέ τό κεφάλι σεμνά, πάντα κάτω. Ἔκανε συνεχῶς, ὡς ἀπεδείχθη, νοερά προσευχή, ἀλλά ποτέ του δέν εἶχε πεῖ γι᾿ αὐτό. Κάποια ἡμέρα καθισμένος στό πεζούλι μουρμούριζε. Τόν ρώτησαν τί λέει καί ἀπάντησε ἀόριστα: «Τί λέω…νά λέω καί ἐγώ». Ὅμως κατά τακτά χρονικά διαστήματα σήκωνε τό κεφάλι του λίγο, ἔπαιρνε βαθειά ἀναπνοή καί ἔλεγε μεγαλόφωνα τό «Κύριε ἐλέησον». Ἦταν ὀλιγόλογος. Ἐκεῖ πού φαινόταν ὅτι δέν συμμετεῖχε καί ἦταν στόν κόσμο του, ἔδινε ξαφνικά συμβουλή καί γινόταν ἀμέσως αὐτό πού ἔλεγε, γιατί τόν σέβονταν καί ἀσπάζονταν τήν γνώμη του. Ὅλα ὅμως ἀπό τήν πλευρά του γίνονταν μέ προσευχή. Ἀπέφευγαν μερικές φορές ἀπό σεβασμό καί ἀγάπη νά τοῦ μιλοῦν· μόνον τόν ἔβλεπαν, ἐντυπωσιάζονταν ἀπό τήν στάση του καί ἔφευγαν πιό πέρα. Ὅποιος ἦταν κοντά του ἔνιωθε μία ἀπέραντη γαλήνη.
Σπανίως ἦταν αὐστηρός. Ὅσες φορές μίλησε λίγο αὐστηρά ἦταν μόνον γιά θέματα πνευματικά. Μία ἡμέρα εἶδε ἕνα συγχωριανό μέ πρόβλημα ὑγείας νά κάνη κακό σέ ζῶα καί τόν μάλωσε. Ὅταν ἦρθε στό σπίτι εἶπε: «Γι᾿ αὐτό τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός αὐτή τήν ἀναπηρία, γιατί, ἐάν ἦταν γερός, θά ἔκανε μεγάλο κακό». «Τί εἶναι αὐτά πού λές», τοῦ εἶπε ἡ νύφη του. «Ἔτσι εἶναι», ἀπάντησε ἐκεῖνος. Ἦταν μερικές φορές ἀπόλυτος. Τόν ἐνδιέφερε μόνον τό θεάρεστο καί ἀπαντοῦσε εὐθέως καί κοφτά. Ἄκουγε π.χ. κάποιες πού ἔλεγαν τά προβλήματά τους, ὅταν ἔρχονταν στό σπίτι, σκεπτόταν χωρίς νά μιλᾶ καί κάποια στιγμή, ὅταν ἦταν μόνον μέ τούς δικούς του, ἔλεγε χωρίς νά τό περιμένη κανείς: «Αὐτή νά μήν τήν ξαναβάλετε στό σπίτι· δέν εἶναι καλή γυναῖκα». Αὐτό πού ἔλεγε γινόταν ἀμέσως πράξη. Τόν σέβονταν πολύ.
Τό τριήμερο τῆς Καθαρᾶς Ἑβδομάδος ἐκεῖνος ἔκανε ἐνάτη. Τοῦ εἶπαν γιά ὁρισμένες γυναῖκες, γνωστές του, ὅτι ἔμειναν κλεισμένες στό σπίτι ἐπί τρεῖς ἡμέρες καί δέν ἔτρωγαν τίποτε. «Τί νιώθουν αὐτές;» ρώτησε. «Καλύτερα θά ἔκαναν νά συμμάζευαν τό στόμα τους παρά νά κάνουν τριήμερο».
Ὅταν ἐρχόταν Πνευματικός στό χωριό ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, πήγαινε ἀπό τούς πρώτους γιά ἐξομολόγηση καί μετά ἔστελνε καί τούς δικούς του. Στό ναό στεκόταν σ᾿ ἕνα στασίδι κοντά στήν πλαϊνή πόρτα τοῦ Ἱεροῦ, ὄρθιος τίς περισσότερες ὧρες. Ὄρθιος σέ στάση προσοχῆς ἦταν καί στό «Ἄξιόν ἐστιν», στό τέλος μόνον ἔκανε τρεῖς μετάνοιες. Τό πρόσεξε ἡ νύφη του καί ρώτησε: «Ἔτσι πρέπει νά κάνουμε;». «Ναί», εἶπε. «Πῶς στεκόμαστε στόν Ἐθνικό Ὕμνο, γιά τήν Σημαία; Ἔτσι πρέπει νά εἴμαστε καί στήν Παναγιά μας».
Εἶχε μεγάλο σεβασμό στό ράσο καί εὐαισθησία στά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ γυιός του ἦταν ἐπίτροπος στόν Ἱερό Ναό καί τόν ἀνέπαυε αὐτό.
Χαμογελοῦσε στήν συζήτηση μέ καλωσύνη ἀλλά σπάνια γελοῦσε. Ἦταν πρᾶος καί πολύ ἁπλός. Δέν ἦταν θορυβώδης. Οὔτε πού τόν καταλάβαινε κανείς, ὅταν περνοῦσε δίπλα του. Ἦταν ἁπλός καί στό ντύσιμο. Κάποτε ἔδωσαν στόν φωτογράφο μία φωτογραφία του γιά μεγέθυνση κι ἐκεῖνος, χωρίς νά ρωτήση, τοῦ πρόσθεσε μία γραβάτα. Ὅταν εἶδε τήν φωτογραφία ἀνασταστώθηκε καί εἶπε: «Πετάξτε την γρήγορα νά μήν τήν βλέπω. Τί μοῦ ἔβαλε αὐτό τό καπίστρι;». Συχνά ζητώντας μία πετσέτα ἔλεγε: «Δῶσε ἐκεῖνο τό τσόλι». Ἀκόμη καί τά καινούργια καί τά κεντημένα ἔτσι τά ἔλεγε. Δέν ἀναπαυόταν ἡ νύφη του καί τοῦ ἔλεγε: «Γιατί δέν λές πετσέτα;». Ἐκεῖνος χαμογελοῦσε ὅλο νόημα καί ἐπαναλάμβανε: «῎Ε….τσόλι, τσόλι εἶναι». Μόνον ὅταν δέν ἦταν στήν ζωή κατάλαβαν ὅτι γιά πνευματικούς λόγους καί τά ὄμορφα ροῦχα τά θεωροῦσε σάν σκύβαλα.
Ἀπὸ το βιβλίο «Ἀσκητές μέσα στὸν κόσμο A'»
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου