Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Νεομάρτυς Μανουήλ ἀπό τά Σφακιά τῆς Κρήτης


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ 
 
Ἡ κρητικὴ γῆ ἀνέδειξε, καὶ αὐτή, μιὰ πληθώρα ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀνάμεσά τους ἀναδείχτηκαν καὶ πολλοὶ Νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι στὰ δύσκολα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ἔδωσαν τὴ δική τους μαρτυρία καὶ τὴ ζωή τους, γιὰ τὴ μόνη σώζουσα πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἡρωικὸς Ἅγιος Νεομάρτυρας Μανουήλ.
 
Καταγόταν καὶ ζοῦσε στὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης. Γεννήθηκε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 18ου αἰῶνα, ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν μεγάλωσαν μὲ εὐσέβεια καὶ φόβο Θεοῦ.
 
Ἐκεῖ στὰ τραχιὰ βουνὰ τῆς Κρήτης ἡ τουρκικὴ σκλαβιὰ ἦταν ἀρχικὰ κάπως ἀνεκτή, διότι οἱ ἀλλόθρησκοι ἀσιᾶτες τύραννοι δὲν ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὸν  ἄγονο ἐκεῖνο τόπο. Ὅμως ὅταν οἱ Σφακιανοὶ  εἶχαν ἐπαναστατήσει, οἱ τοῦρκοι κινήθηκαν μὲ ἰσχυρὸ στρατὸ καὶ τοὺς ὑπέταξαν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀσκήσουν τυραννικὴ ἐξουσία καὶ νὰ χάσουν τὴ σχετικὴ ἐλευθερία ποὺ ἀπολάμβαναν. Ἅρπαξαν τὰ ζωντανά τους, κατάσχεσαν τὰ κτήματά τους καὶ τὰ σπίτια τους καὶ ἅρπαξαν τὰ παιδιά τους, τὰ ὁποῖα ἐξισλάμιζαν μὲ τὸ ζόρι. Τὰ κορίτσια ἔκλειναν στὰ χαρέμια καὶ τὰ ἀγόρια τὰ κατέτασσαν στὸ διαβόητο τάγμα τῶν Γενιτσάρων.
 
Μεταξὺ τῶν παιδιῶν ποὺ ἅρπαξαν ἦταν καὶ ὁ Μανουήλ, στὸν ὁποῖο ἔκαμαν περιτομὴ μὲ τὴ βία. Βλέποντας δὲ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴ λεβεντιά του, θέλησαν νὰ τὸν προωθήσουν σὲ ὑψηλὲς θέσεις.
 
Ἀλλὰ ὁ Μανουήλ, ὄντας θεοσεβὴς καὶ ἔχοντας βαθειὰ στὴν ψυχή του κρυμμένη τὴν ἀκράδαντη πίστη του στὸ Χριστό, ἀσφυκτιοῦσε στὸ τούρκικο περιβάλλον καὶ στεναχωριόταν. Γι᾿ αὐτὸ ἔτρεφε μέσα του τὴν ἐλπίδα πὼς κάποτε θὰ ἔβρισκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποδράσει καὶ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν ἀνελέητων Ὀθωμανῶν καὶ τὴν πνικτικὴ καὶ νοσηρὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ μουσουλμανισμοῦ. Ὅταν ἦταν ἀναγκασμένος νὰ παίρνει μέρος στὶς προσευχὲς στὰ τζαμιὰ καὶ στὶς ἄλλες θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις, γέμιζε ἡ ψυχή του μὲ λύπη.
 
Ὅμως κάποτε τοῦ δόθηκε ἡ πολυπόθητη εὐκαιρία νὰ ἀποδράσει. Ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν τούρκων, μπῆκε σὲ καράβι καὶ βρέθηκε στὴ Μύκονο, ὅπου δὲν τὸν ἤξερε κανένας. Πρώτη του ἐνέργεια, μόλις πάτησε στὸ νησί, ἦταν νὰ βρεῖ ὀρθόδοξο ἱερέα ἐξομολόγο, νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ ἐνταχθεῖ καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία. Βρῆκε ἕναν ἐνάρετο καὶ σοφὸ κληρικὸ στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε μὲ δάκρυα καὶ ἀναστεναγμοὺς τὴν περιπέτειά του καὶ τὸν ἀκούσιο ἐξισλαμισμό του. Ἐκεῖνος τὸν συγχώρεσε, τὸν ἔχρισε μὲ Ἅγιο Μύρο καὶ τὸν κοινώνησε.
 
Ὁ Μανουὴλ ἀποφάσισε νὰ περάσει τὴν ὑπόλοιπη ζωή του στὴ Μύκονο. Μάλιστα γνώρισε μιὰ κοπέλα τὴν ὁποία παντρεύτηκε καὶ ἔκανε μαζί της ἕξι παιδιά. Ὅμως δυστυχῶς ἡ σύζυγός του πρόδιδε τὴ συζυγικὴ πίστη της. Κάποτε ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ σύζυγός του τὸν ἀπατοῦσε μὲ ἄλλον ἄνδρα. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν πιστὸς στὸ Θεό, ἀγαθὸς καὶ ἀνεξίκακος ἄνθρωπος, δὲν τὴν κακοποίησε καὶ οὔτε κοινοποίησε σὲ κανέναν τὴ μοιχεία της, διότι οἱ συνέπειες γιὰ τίς μοιχαλίδες ἦταν σκληρὲς καὶ φοβερὰ ταπεινωτικές. Γι᾿ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ δώσει τόπο στὴν ὀργή. Πῆρε τὰ παιδιά του καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του, νοικιάζοντας κάπου ἀλλοῦ, ὅπου ζοῦσε ἥσυχα, χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖ κανέναν, ἐργαζόμενος καὶ φροντίζοντας τὰ παιδιά του.
 
Ὁ ἀδελφὸς τῆς γυναίκας του (μπατζανάκης του) ἦταν ἕνας πολὺ κακὸς ἄνθρωπος. Πήγαινε στὸ σπίτι του, τὸν ἔβριζε, τὸν πίεζε καὶ τὸν ἀπειλοῦσε, γιὰ νὰ γυρίσει στὴ γυναῖκα του. Ἀλλὰ ὁ Μανουὴλ δὲν πείθονταν, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀποκάλυπτε τὴ μοιχεία τῆς γυναίκας του.
 
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ Μανουὴλ εἶχε προσληφθεῖ καὶ ἐργάζονταν ὡς ναύτης σὲ κάποιο καράβι. Κάποτε ταξίδευε πρὸς τὴ Σάμο, συνοδεύοντας φορτίο μὲ ξύλα. Στὸ δρόμο συνάντησαν ἕνα τούρκικο καράβι, ἰδιοκτησία τοῦ καπετὰν πασᾶ, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποστολὴ νὰ περιπολεῖ καὶ νὰ φυλάει τὸ Αἰγαῖο ἀπὸ τοὺς πειρατές. Ὁ τοῦρκος καπετάνιος πρόσταξε τὸν ἕλληνα καπετάνιο νὰ πλησιάσει γιὰ ἔλεγχο. Ὅμως στὸ τούρκικο καράβι ὑπηρετοῦσε ὁ δύστροπος μπατζανάκης τοῦ Μανουήλ. Μόλις εἶδε τὸν γαμπρό του ἔτρεξε στὸν ἀγᾶ τοῦ καραβιοῦ, καταγγέλλοντάς του ὅτι ὁ συγκεκριμένος ναυτικὸς ἦταν μουσουλμᾶνος τοῦρκος, ὁ ὁποῖος ἀλλαξοπίστησε καὶ ἔγινε Χριστιανός. Ἦταν ἕνα μεγάλο ἀδίκημα κατὰ τὸν ἰσλαμικὸ νόμο, τὸ ὁποῖο ἐπισύρει βαριὲς ποινές, ἕως καὶ θάνατο. Ἦταν μιὰ ἀνέλπιστη εὐκαιρία γιὰ ἐκεῖνον, νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν ἀπείθαρχο γαμπρό του!
 
Ὁ ἀγᾶς ἔδωσε διαταγὴ στοὺς ναῦτες του, νὰ συλλάβουν τὸν Μανουὴλ καὶ νὰ τὸν φέρουν μπροστά του. Ὁ Μανουὴλ στάθηκε μὲ θάρρος ἐνώπιον τοῦ τούρκου ἀξιωματούχου καὶ ἀπάντησε εὐθαρσῶς στὶς ἐρωτήσεις του. «Ναὶ ἀγᾶ μου, μὲ ἀνάγκασαν μὲ τὸ ζόρι νὰ γίνω μουσουλμᾶνος, ἀλλὰ γύρισα στὴν πίστη μου, τὴν ὁποία ἔχω ἀπὸ τῆς γέννησής μου». Ὁ ἀγᾶς τοῦ εἶπε: «Μία φορὰ ἤσουν Χριστιανός, ὕστερα ὅμως τούρκεψες μὲ τὴν θέλησή σου, γι᾿ αὐτὸ πρέπει πάλι νὰ γυρίσεις στὴν πίστη μας, διότι ἐὰν δὲν δεχθεῖς, πρόκειται νὰ σὲ παιδεύσω ἄσπλαχνα, ὥσπου νὰ ξεψυχήσεις».
 
Ὁ ἡρωικὸς Κρητικὸς Χριστιανὸς δὲν δείλιασε καθόλου καὶ δὲν πτοήθηκε ἀπὸ τίς ἀπειλὲς τοῦ ἀγᾶ, διαβεβαιώνοντάς τον: «Μὴν κουράζεσαι, ἐγὼ Χριστιανὸς γεννήθηκα, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω»! Ὁ θηριώδης ἀγᾶς θύμωσε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Μάρτυρα καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν δέσουν στὸ κατάρτι καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Γιὰ πολλὲς ἡμέρες ἔμεινε δεμένος, χωρὶς τροφὴ καὶ νερό, κακοποιῶντας τον οἱ ἀνελέητοι ναῦτες.
 
Ἀφοῦ τελείωσε ἡ περιπολία στὸ Αἰγαῖο, τὸ τούρκικο καράβι ἔφτασε στὴ Χίο, στὴν τούρκικη ἀρμάδα. Πρῶτο τους μέλημα ἦταν νὰ παραδώσουν τὸν Μανουὴλ στὸν τοῦρκο διοικητῆ τῆς ἀρμάδας, τὸν ναύαρχο Κουτζούκ. Πρὶν τὸν παραδώσουν ὁ Μάρτυρας ζήτησε ἀπὸ κάποιον Ὑδραῖο Χριστιανὸ ναύτη, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε στὸ τούρκικο καράβι, νὰ κατέβει στὸ νησὶ καὶ νὰ τοῦ φέρει ὀρθόδοξο ἱερέα νὰ τὸν ἐξομολογήσει καὶ νὰ τὸν κοινωνήσει. Ὅμως δυστυχῶς κανένας Χιώτης ἱερέας δὲν τόλμησε νὰ πάει, διότι οἱ συνέπειες γι᾿ αὐτὸν καὶ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ, θὰ ἦταν σοβαρές.
 
Ὅμως κάποιος ἱερέας καὶ πνευματικὸς ἔστειλε, μὲ τὴν Ὑδραῖο ναύτη, κρυφὰ μήνυμα στὸν Μανουήλ, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἐμψυχώσει. Νὰ ἔχει ἀκράδαντη πίστη στὸ Χριστό, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ εἶναι χαρούμενος, ποὺ ὁ Θεὸς τὸν διάλεξε νὰ βασανιστεῖ γιὰ χάρη Του. Νὰ ἔχει θάρρος καὶ ὑπομονὴ καὶ νὰ μὴ δειλιάσει, γιὰ ὁτιδήποτε τοῦ συμβεῖ.
 
Μόλις ὁ Μανουὴλ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἔλαβε ἕνα ἀνεξήγητο θάρρος. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ψυχὴ του κάθε σκέψη δειλίας καὶ ἡττοπάθειας καὶ ἀναφώνησε: «Καὶ ἐγὼ τὸν ἴδιο σκοπὸ ἔχω. Τί σήμερα νὰ πεθάνω καὶ τί αὔριο; Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι προσωρινός. Παρὰ νὰ πεθάνω αὔριο κολασμένος, καλυτέρα νὰ πεθάνω σήμερα γιὰ τὴν πίστη μου καὶ νὰ σώσω τὴν ψυχή μου»!
 
Αὐθημερὸν ὁ ἀγᾶς τοῦ καραβιοῦ παρέδωσε τὸν Μάρτυρα στὸν ναύαρχο, ἀπαγγέλλοντας τὴν κατηγορία, ποὺ τὸν βαραίνει: ἄρνηση τῆς μουσουλμανικῆς πίστης. Ὁ τοῦρκος ἀξιωματοῦχος τοῦ ζήτησε νὰ ὁμολογήσει, ἂν ἀληθεύει ἡ κατηγορία ὅτι καταφρόνησε τὴν πίστη στὸ Ἰσλάμ. Ὁ Μανουὴλ ἀποκρίθηκε μὲ παρρησία καὶ θάρρος ὅτι εἶναι ἀλήθεια, ὅτι γύρισε στὸ φῶς καὶ δὲ σκοπεύει νὰ γυρίσει πάλι στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης. Ὁ ναύαρχος γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ὄντως μουσουλμᾶνος, διέταξε νὰ τὸν γυμνώσουν, νὰ δεῖ τὴν περιτομή του. Ὅταν διαπίστωσε τὴν περιτομή του τοῦ εἶπε: «Πῶς λοιπὸν λές, ὅτι εἶσαι Χριστιανός, ἀφοῦ ἔχει κάμει περιτομή;». Ὁ Μάρτυρας τοῦ ἀποκρίθηκε· «Ἀπὸ τὴν γέννησή μου Χριστιανὸς εἶμαι, ὡστόσο σκλαβώθηκα πολὺ μικρὸς καὶ μὲ τὴν βία μὲ τούρκεψαν. Τώρα ὅμως πάλι Χριστιανὸς θέλω νὰ εἶμαι»!
 
Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ τοῦρκος ἀξιωματοῦχος ἔγινε σωστὸ θηρίο ἀπό τὸ θυμό του. Οὔρλιαζε, φώναζε καὶ ἄφριζε τὸ στόμα του, ἀπὸ ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση. Χωρὶς νὰ τὸ σκεφτεῖ πολύ, ἔβγαλε τὴ διαταγή: θάνατος διὰ ἀποκεφαλισμοῦ! Ὁ Μάρτυρας ἄκουσε τὴν ἀπόφαση μὲ θαυμαστὴ ἠρεμία. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ οὐράνια χαρὰ καὶ ἀνεξήγητη ἀγαλλίαση. Ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς φωνῆς του, νὰ ἀκουστεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν μακρύτερα: «Δόξα σοι ὁ Θεός»!
 
Ὁ ναύαρχος τὸν παρέδωσε στοὺς δημίους νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἀπόφασή του. Ἐκεῖνοι τὸν ἔδεσαν καὶ μὲ βρισιὲς καὶ ξυλοδαρμούς, τὸν ὁδήγησαν μακριὰ ἀπὸ τὸ παλάτι τοῦ πασᾶ, κοντὰ σὲ ἕνα σφαγεῖο, στὴν τοποθεσία «Παλαιὰ Βρύση», γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν.  Ἐκεῖνος γεμᾶτος χαρὰ καὶ ἀνεξήγητη ἱλαρότητα στὸ πρόσωπό του, τοὺς ἀκολουθοῦσε, σὰν νὰ πήγαινε σὲ πανηγύρι. Μόλις ἔφτασαν στὸ σημεῖο τῆς ἐκτέλεσης ὁ Μάρτυρας γονάτισε μόνος του, χωρὶς νὰ τὸν προστάξουν, ἀναμένοντας μὲ χαρὰ τὸ βαρὺ καὶ κοφτερὸ σπαθί, τὸ ὁποῖο θὰ τοῦ ἔκοβε τὸ νῆμα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του καὶ θὰ τοῦ ἄνοιγε τὴν πόρτα τῆς αἰώνιας καὶ ἀληθινῆς ζωῆς.
 
Ὁ δήμιος ἅρπαξε τὸ σπαθὶ καὶ τὸ ἀνύψωσε καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸ κατεβάσει στὸ λαιμὸ τοῦ Μάρτυρα. Ἀλλὰ μιὰ ἀνεξήγητη δειλία τὸν ἐμπόδισε νὰ κόψει τὸ κεφάλι τοῦ «ἐξωμότη». Γι᾿ αὐτὸ πέταξε δίπλα τὸ σπαθὶ καὶ ἔφυγε τρέχοντας χωρὶς νὰ πεῖ λέξη. Οἱ παριστάμενοι σάστισαν καὶ ἔγινε θόρυβος καὶ ταραχὴ μεταξύ τους, μὴ μπορῶντας νὰ ἐξηγήσουν τὴ στάση τοῦ δημίου. Ὁ Μάρτυρας ἔμεινε γονατισμένος καὶ ἀτάραχος.
 
Τότε κάποιος τοῦρκος ὑπαξιωματικός, ὑπηρέτης τοῦ πασᾶ, φανατικὸς μουσουλμᾶνος, ἀνάλαβε ἐκεῖνος νὰ τὸν ἐκτελέσει. Ἅρπαξε τὸ σπαθὶ καὶ ἄρχισε νὰ χτυπᾷ ἐπανειλημμένως το λαιμὸ τοῦ Μάρτυρα, σὲ πολλὰ σημεῖα, χωρὶς ὅμως νὰ μπορέσει νὰ τοῦ κόψει τὸ κεφάλι.
 
Ἀφοῦ εἶδε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει, ἅρπαξε τὸν Μάρτυρα, τὸν ἔβαλε κάτω καὶ βγάζοντας κοφτερὸ μαχαίρι ἀπὸ τὴ ζώνη του, τὸν ἔσφαξε σὰν πρόβατο! Ἦταν 15 Μαρτίου, ἡμέρα Δευτέρα, ὥρα τέσσερις τὸ ἀπόγευμα, τοῦ ἔτους 1792. Οἱ Χριστιανοὶ τοῦ νησιοῦ ἔμαθαν τὸ συμβὰν καὶ δόξαζαν τὸ Θεό, ποὺ ἀξιώθηκε ὁ τόπος τους νὰ ποτιστεῖ μὲ τὸ τιμημένο αἷμα ἑνὸς ἀκόμα Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ! Πολλοὶ ἔτρεχαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου νὰ δοῦν τὸ τίμιο λείψανο, τὸ ὁποῖο φύλαγαν οἱ τοῦρκοι, γιὰ νὰ μὴν τὸ πάρουν οἱ Χριστιανοί, διότι τὸν θεωροῦσαν δικό τους, ἐπειδὴ εἶχε ὑποστεῖ περιτομή.
 
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ὁ τοῦρκος ναύαρχος, βλέποντας τίς ἐκδηλώσεις χαρᾶς καὶ τιμῆς πρὸς τὸν «ἐξωμότη», ἔδωσε διαταγὴ νὰ πάρουν τὸ σῶμα του, νὰ τοῦ δέσουν βαριὰ ἀγκωνάρια καὶ νὰ τὸ ρίξουν στὴ βαθειὰ θάλασσα, νὰ μὴν ἔχουν τίποτε οἱ «ἄπιστοι» ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ νὰ ξεχαστεῖ τὸ ὄνομά του!
 
Χειρόγραφο τοῦ μαρτυρίου του βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ξενοφῶντος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
 
Ἡ μνήμη του τιμᾷται στὶς 15 Μαρτίου, τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του.

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου