Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Ἅγιος Παΐσιος: Νοικοκυριό καί πνευματική ζωή τῆς μητέρας

 



– Γέροντα, πῶς μπορεῖ μιὰ νοικοκυρὰ νὰ ρυθμίση τὶς δουλειές της, ὥστε νὰ ἔχη χρόνο καὶ γιὰ προσευχή; Τί ἀναλογία δηλαδὴ πρέπει νὰ ὑπάρχη ἀνάμεσα στὴν ἐργασία καὶ στὴν προσευχή;
– Οἱ γυναῖκες συνήθως δὲν ἔχουν μέτρο στὶς δουλειές τους. Θέλουν συνέχεια νὰ ἀνοίγουν δουλειές. Ἐνῶ ἔχουν πολλὴ καρδιὰ καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν πολὺ καλὸ νοικοκυριὸ στὴν ψυχή τους, ξοδεύουν τὴν καρδιά τους σὲ ἀσήμαντα πράγματα. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἔχουμε ἕνα ποτήρι μὲ ὡραῖα σχέδια, μὲ γραμμὲς κ.λπ. Καὶ ἂν δὲν εἶχε γραμμές, τὴν δουλειά του πάλι θὰ τὴν ἔκανε. Ἐκεῖνες ὅμως πᾶνε στὸ κατάστημα καὶ ἀρχί­ζουν: «Ὄχι, τὶς θέλω μέχρι ἐκεῖ τὶς γραμμές, ὄχι ἔτσι, ὄχι ἀλλιῶς». Καὶ ἂν ἔχη καὶ κανέ­να λουλούδι, ἔ, τότε εἶναι ποὺ σκιρτᾶ ἡ καρδιά!

Ἔτσι ἡ γυναίκα καταστρέφει ὅλη τὴν δυναμικότητά της. Σπάνια θὰ βρῆς κανέναν ἄνδρα νὰ δώση προσοχὴ σὲ κάτι τέτοια. Καὶ ἂν ἕνα πορτατὶφ λ.χ. εἶναι καφὲ ἢ μαῦρο, οὔτε ποὺ τὸ προσέχουν οἱ ἄνδρες. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα θέλει κάτι ὄμορφο, χαίρεται, δίνει ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς της σὲ αὐτό, ἄλλο κομμάτι σὲ κάτι ἄλλο, ὁπότε τί μένει γιὰ τὸν Χριστό; Τὰ χασμουρητὰ ἀπὸ τὴν κούρασή της στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὅσο ἀπομακρύνεται ἡ καρδιὰ τῆς γυναίκας ἀπὸ τὰ ὄμορ­φα, τόσο πλησιάζει τὸν Χριστό. Καὶ ὅταν ἡ καρδιὰ δοθῆ στὸν Χριστό, τότε ἔχει μεγάλη δύναμη! Εἶδα μιὰ ψυχὴ αὐτὲς τὶς μέρες ποὺ ἔχει ἀφεθῆ τελείως στὸν Θεό. Βλέπεις νὰ καίη μέσα της μιὰ γλυκειὰ φλόγα! Τὰ παίρνει ὅλα στὰ ζεστά. Ἦταν τελείως κοσμική, ἀλλὰ εἶχε καλὴ διάθεση καὶ κάποια στιγμὴ τινάχθηκε ἡ σπίθα μέσα της. Χρυσαφικά, λοῦσα, ὅλα τὰ πέταξε. Τώρα ζῆ μὲ μιὰ ἁπλότητα! Ἀγωνίζεται, κάνει δουλειὰ πνευματική. Μὲ τί θυσία κινεῖται! Ζήλεψε τοὺς Ἁγίους μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Τί κομποσχοίνι, τί νηστεῖες κάνει, τί Ψαλτήρι διαβάζει!... Φοβερό! Αὐτὴ τρέφεται ἀπὸ τὴν ἄσκηση τώρα.
– Γέροντα, μιὰ μητέρα μοῦ εἶπε: «Εἶμαι ἀδύναμη σωματικὰ καὶ κουράζομαι πο­λύ· οὔτε τὶς δουλειὲς προλαβαίνω νὰ κάνω, οὔτε χρόνος μοῦ μένει γιὰ προσευχή».

– Νὰ ἁπλοποιήση τὴν ζωή της, γιὰ νὰ τῆς μένη χρόνος καὶ γιὰ προσευχή. Μὲ τὴν ἁπλότητα μιὰ μητέρα μπορεῖ νὰ κάνη πολλὴ προκοπή. Ἂν μιὰ μάνα ἔχη ἁπλοποιή­σει τὴν ζωή της, ἀλλὰ κοπιάζει, γιατὶ ἔχει πολλὰ παιδιά, δικαιοῦται νὰ πῆ «κουράζομαι». Ἂν ὅμως χάνη τὸν χρόνο της κοιτάζοντας πῶς θὰ παρουσιάση τακτοποιημένο τὸ σπίτι της στοὺς ξένους, τότε τί νὰ πῆ κανείς; Μερικὲς μητέρες, γιὰ νὰ τὰ ἔχουν ὅλα τακτοποιημένα στὸ σπίτι, περιορίζουν ἀσφυκτικὰ τὰ παιδάκια καὶ δὲν τὰ ἀφήνουν νὰ μετακινήσουν μιὰ καρέκλα ἢ ἕνα μαξιλάρι. Τοὺς ἐπιβάλλουν στρατιωτικὴ πειθαρχία, καὶ ἔτσι τὰ παιδιά, ἐνῶ γεννιοῦνται κανονικά, μεγαλώνουν δυστυχῶς βλαμμένα. Ἕνας μυαλωμένος ἄνθρωπος, ἂν δῆ σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ἔχει πολλὰ παιδιὰ ὅλα τὰ πράγματα στὴν θέση τους, θὰ βγάλη συμπέρασμα ὅτι ἢ τὰ παιδιὰ εἶναι βλαμμένα ἢ ἡ μάνα εἶναι βάρβαρη καὶ ἐπιβάλλει στρατιωτικὴ πειθαρχία. Ὑπάρχει φόβος στὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν, γι᾿ αὐτὸ πειθαρχοῦν. Μιὰ φορὰ εἶχα πάει σὲ ἕνα σπίτι μὲ πολλὰ παιδιά. Πόση χαρὰ μοῦ ἔδωσαν τὰ παιδάκια μὲ τὶς παιδικὲς ἀταξίες τους, ποὺ χαλοῦσαν τὴν κοσμικὴ τάξη – τὸ κάθε πράγμα στὴν θέση του. Αὐτὸ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀταξία, ποὺ κουράζει πολὺ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο.

Παλιὰ δὲν ὑπῆρχαν πνευματικὰ βιβλία, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν οἱ μητέρες μὲ τὴν μελέτη. Τώρα ὑπάρχουν ἕνα σωρὸ Πατερικά, ἕνα σωρὸ μεταφράσεις, ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ περισσότερες μητέρες ἢ ἀσχολοῦνται μὲ κάτι χαζὰ ἢ ἐργάζονται, γιὰ νὰ τὰ βγάλουν πέρα.

Ἡ μάνα καλύτερα εἶναι νὰ ἀσχολῆται μὲ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, παρὰ νὰ καταπιάνεται σχολαστικὰ μὲ τὸ νοικοκυριό, μὲ τὰ ἄψυχα πράγματα. Νὰ τοὺς μιλάη γιὰ τὸν Χριστό, νὰ τοὺς διαβάζη βίους Ἁγίων. Παράλληλα νὰ ἀσχολῆται καὶ μὲ τὸ ξεσκόνισμα τῆς ψυχῆς της, γιὰ νὰ λαμποκοπάη πνευματικά. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τῆς μητέρας θὰ βοηθήση ἀθόρυβα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν της. Ἔτσι καὶ τὰ παιδιά της θὰ ζοῦν χαρούμενα, καὶ ἐκείνη θὰ εἶναι εὐτυχισμένη, γιατὶ μέσα της θὰ ἔχη τὸν Χριστό. Ἂν ἡ μάνα δὲν εὐκαιρῆ οὔτε ἕνα «Τρισάγιο» νὰ πῆ, πῶς θὰ ἁγιασθοῦν τὰ παιδιά της;

– Καὶ ὅταν, Γέροντα, μιὰ μάνα ἔχη πολλὰ παιδιὰ καὶ πολλὲς δουλειές;

– Ὅταν κάνη τὶς δουλειὲς στὸ σπίτι, δὲν μπορεῖ συγχρόνως νὰ προσεύχεται; Ἐμένα ἡ μητέρα μου μοῦ ἔμαθε νὰ λέω τὴν εὐχή. Ὅταν σὰν παιδιὰ κάναμε καμμιὰ ἀταξία καὶ πήγαινε νὰ θυμώση, τὴν ἄκουγα ποὺ ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὅταν ἔβαζε τὸ ψωμὶ στὸν φοῦρνο, ἔλεγε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας». Καὶ ὅταν ζύμωνε καὶ ὅταν μαγείρευε, πάλι ἔλεγε συνέχεια τὴν εὐχή. Ἔτσι ἁγιαζόταν ἡ ἴδια, ἁγιαζόταν καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ ἔκανε, ἁγιάζονταν καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸ ἔτρωγαν.

Πόσες μητέρες ποὺ εἶχαν ἁγία ζωὴ εἶχαν καὶ ἁγιασμένα παιδιά! Νά, ἡ μητέρα τοῦ Γέροντα Χατζη-Γεώργη. Ἀκόμη καὶ τὸ γάλα αὐτῆς τῆς εὐλογημένης μάνας, ποὺ θήλαζε ὁ Γαβριὴλ – τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα τοῦ Γέροντα Χατζη-Γεώργη – ἦταν ἀσκητικό! Εἶχε ἀποκτήσει δύο παιδιὰ καὶ ὕστερα ζοῦσαν μὲ τὸν σύζυγό της ἐν παρθενίᾳ, ἀγαπημένοι σὰν ἀδέλφια. Εἶχε ἀσκητικὸ πνεῦμα ἀπὸ μικρή, γιατὶ εἶχε ἀδελφὴ μοναχή, ἀσκήτρια, τὴν ὁποία ἐπισκεπτόταν καὶ ἀργότερα μὲ τὰ παιδιά της. Ὁ πατέρας τοῦ Γαβριὴλ ἦταν καὶ αὐτὸς εὐλαβὴς καὶ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἐμπόριο, γι᾿ αὐτὸ τὸν περισσότερο καιρὸ τὸν περνοῦσε στὰ ταξίδια. Αὐτὸ ἔδινε τὴν εὐκαιρία στὴν μητέρα του νὰ ζῆ ἁπλά, νὰ μὴ «μεριμνᾷ καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά»[1], νὰ τὸν παίρνη μαζί της καὶ νὰ ἀγρυπνῆ μὲ ἄλλες γυναῖκες πότε στὶς σπηλιὲς καὶ πότε στὰ ἐξωκκλήσια. Γι᾿ αὐτὸ μετὰ ἔφθασε σὲ τέτοια μέτρα ἁγιότητος[2].

Ἡ εὐλάβεια τῆς μητέρας ἔχει μεγάλη σημασία. Ἂν ἡ μητέρα ἔχη ταπείνωση, φόβο Θεοῦ, τὰ πράγματα μέσα στὸ σπίτι πᾶνε κανονικά. Γνωρίζω νέες μητέρες ποὺ λάμπει τὸ πρόσωπό τους, ἂν καὶ δὲν ἔχουν ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ καταλαβαίνω σὲ τί κατάσταση βρίσκονται οἱ μητέρες.

[1] Βλ. Λουκ. 10, 41.

[2] Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ὁ Γέρων Χατζη-Γεώργης ὁ Ἀθωνίτης, Ἱ. Ἡσυχ. Εὐαγγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, 6η ἔκδ., 2001.

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου