Θ. Συμφιλιωτής, καὶ διδάσκαλος.
Οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Τατάρων ἦσαν περισσότερο ἐπικίνδυνες σὲ ἐποχὲς ποὺ οἱ πρίγκηπες εἶχαν διαφορὲς σχετικὰ μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ μεγάλου πριγκηπάτου. Οἱ διαφορὲς αὐτές, ἔφθαναν μερικὲς φορές, σὲ ἐμφύλιο σπαραγμό, καὶ τὸ ἀκόμα χειρότερο σὲ συμφωνίες μὲ τοὺς εχθροὺς τῆς ρωσσικῆς γῆς Τατάρους, Πολωνούς, ἢ Λιθουανούς.
Ὁ Ὅσιος Σέργιος προσπαθοῦσε νὰ ἀποτρέπει αὐτὸν τὸν κίνδυνο καὶ νὰ ἰσχυροποιεῖ τὴν ἑνότητα τοῦ ἔθνους κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ μεγάλου πρίγκηπα, τόσο κατὰ τὴν ἱστορικὴ μάχη τοῦ Κουλίκοβο, ὅσο καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Πολλὲς φορές, ὁ ἴδιος πήγαινε ἀπὸ τὸν ἕναν πρίγκηπα στὸν ἄλλον καὶ μὲ τὸν ἐμπνευσμένο λόγο του διέλυε τὶς φιλονικίες. Ἔτσι π.χ. τὸ 1365 ἐπισκέφθηκε τὴν περιοχὴ τοῦ Κάτω Νοβγκορόντ, καὶ ἔπεισε τὸν πρίγκηπα Μπόρις Κωνσταντίνοβιτς νὰ τὴν ἐπιστρέψει εἰρηνικὰ στὸν ἀδελφό του ἀπὸ τὸν ὁποῖο τὴν εἶχε ἁρπάξει καὶ νὰ ὑποταγεῖ στὸν μεγάλο πρίγκηπα Δημήτριο Ἰωάννοβιτς.
Συμφιλίωσε ἐπίσης μὲ τὸν μεγάλο πρίγκηπα καὶ τὸν πρίγκηπα τῆς Ῥιαζὰν Ὀλέγο, ὁ ὁποῖος πολλὲς φορές, καταπατοῦσε τὶς συμφωνίες καὶ ἐρχόταν σὲ προδοτικὲς συνεννοήσεις μὲ τοὺς ἐχθρούς. Ὁ Ντονσκόυ, ἀκολουθώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἐπανηλειμμένα τοῦ πρότεινε νὰ λύσουν εἰρηνικὰ τὶς διαφορές τους, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀπέρριπτε διαρκῶς τὶς προστάσεις του. Τότε ὁ μεγάλος πρίγκηπας ἀπευθύνθηκε στὸν Ὅσιο μὲ τὴν παράκληση νὰ βοηθήσῃ τὸν Ὀλέγο νὰ ὑποχωρήσῃ μπροστὰ στὸ γενικὸ συμφέρον τῆς πατρίδος. Τὸ 1385 ὁ ταπεινὸς ἡγούμενος ξεκίνησε γιὰ τὴν πόλη Ῥιαζὰν πεζός, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειά του. Τελικά, ὁ Ὀλέγκο μαλάκωσε, σεβάστηκε τὸν ἅγιο ἄνδρα καὶ συμφώνησε νὰ συνάψει παντοτεινὴ εἰρήνη μὲ τὸν μεγάλο πρίγκηπα.
Ὁ πρίγκηπας Βλαδίμηρος Ἀνδρέγιεβιτς ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση στὸν μακάριο Σέργιο. Πολλὲς φορές, ἐρχόταν πρὸς αὐτὸν ὁ ἴδιος ἢ τοῦ ἔστελνε ὑλικὲς προσφορές. Κάποτε μάλιστα ποὺ τοῦ ἔστελνε φαγώσιμα εἴδη μὲ τὸν δοῦλό του, ἐκεῖνος ἔφαγε μερικὰ στὸν δρόμο. Ὅταν ἔφθασε στὸ μοναστήρι, παρέδωσε τὰ ὑπόλοιπα στὸν Ὅσιο λέγοντας ὅτι αὐτὰ τὰ φαγητά, τὰ στέλνει ὁ πρίγκηπας. Ὁ διορατικὸς ὅμως Ὅσιος, δὲν θέλησε νὰ τὰ δεχθεῖ καὶ τοῦ εἶπε:
Γιατί, παιδί μου, ὑπεχώρησες στὸν δαίμονα τῆς λαιμαργίας; Γιατί παγιδεύθηκες στὴν γαστριμαργία καὶ ἔφαγες χωρὶς εὐλογία ἀπὸ τὰ φαγητὰ ποὺ προσφέρθηκαν στὸ μοναστήρι;
Ὁ ἀνύποπτος γιὰ τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ Ὁσίου δοῦλος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ζήτησε συγνώμη. Τότε μόνον ἔγινε δεκτὴ ἡ προσφορὰ τοῦ πρίγκηπα, τὸν ὁποῖον ὁ Ὅσιος εὐχαρίστησε και τοῦ ἔστειλε τὴν εὐλογία του.
Πολλοί, ζητοῦσαν τὴν συμβουλή, τὴν βοήθεια καὶ τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου. Ἐκεῖνος ανταποκρινόταν πρόθυμα σὲ ὅλες τους τὶς ἀνάγκες. Ὑπεράσπιζε τοὺς καταπιεσμένους καὶ τοὺς ἀδικουμένους. Ἐλεοῦσε τοὺς φτωχούς. Δίδασκε μὲ σοφία τὸν κόσμο.
Κοντὰ στὴν μονή, ζοῦσε ἕνας φιλάργυρος καὶ σκληρόκαρδος ἄνθρωπος. Αὐτὸς ἀδίκησε τὸν φτωχὸ γείτονά του ἁρπάζοντάς του ἕναν χοῖρο, τὸν ὁποῖο καὶ ἔσφαξε, χωρὶς νὰ πληρώσῃ τίποτε. Ὁ ἀδικημένος γείτονας κατέφυγε στὸν Ὅσιο. Ἐκεῖνος κάλεσε τὸν φταίχτη καὶ τοῦ εἶπε:
-Παιδί μου, πιστεύεις στὸν Θεό; Ὁ Κύριος εἶναι κριτὴς δικαίων καὶ ἀδίκων, πατέρας ὀρφανῶν καὶ χηρῶν. Εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐκδικηθεῖ καὶ νὰ τιμωρήσῃ κάθε ἀδικία. Εἶναι φοβερό, νὰ πέσῃ κανεὶς στὰ χέρια του. Πῶς δὲν τρέμουμε ἁρπάζοντας τὰ πράγματα τοῦ πλησίον; Δὲν εἴμαστε ἱκανοποιημένοι ποὺ μᾶς χαρίζει ἄφθονα τόσα ἀγαθά, θέλουμε νὰ κλέβουμε καὶ τὰ ξένα; Περιφρονοῦμε τὴν μακροθυμία του; Δὲν βλέπουμε πόσο παραδειγματικὰ τιμωροῦνται στὴν ζωὴ αὐτὴ οἱ ἄδικοι; Τὰ σπίτια τους δὲν δυστυχοῦν; Καὶ δὲν τοὺς περιμένει αἰώνια κόλαση.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὸν συμβούλευσε καὶ τελικά, τοῦ παρήγγειλε νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν ζημιά. Ὁ μέχρι τότε σκληρόκαρδος γείτονας μετάνιωσε εἰλικρινά, ὐποσχέθηκε νὰ διορθώσῃ καὶ νὰ δώσῃ τὰ ἀνάλογα χρήματα στὸ φτωχό, ποὺ ἀδίκησε. Ἀργότερα ὅμως ἄλλαξε διάθεση καὶ δὲν ἔδωσε τὸ ἀντίτιμο τῆς ἀξίας τοῦ χοίρου. Ἡ τιμωρία δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Μπαίνοντας στο κελάρι, ποὺ εἶχε τὸ χοιρινὸ κρέας, τὸ βλέπει γεμᾶτο σκουλήκια, καίτοι ἦταν περίοδος παγωνιᾶς. Τρόμαξε καὶ φοβήθηκε τόσο, ποὺ ἔτρεξε ἀμέσως νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρο τὸ χρέος.
Κάποτε, ἦλθε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴν Μόσχα ἕνας ἐπίσκοπος. Εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὸν Ἅγιο Σέργιο καὶ τοῦ φαινόταν ἀπίστευτα καὶ γιὰ αὐτὸ ἔλεγε:
-Εἶναι δυνατόν, νὰ ἐμφανισθεῖ στὶς χώρες αὐτὲς ἕνα τέτοιο πνευματικὸ ἀστέρι;
Μὲ τὴν ἀπορία αὐτὴ ἦλθε στὴν λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν ἡγούμενο. Μὰ τί τοῦ συνέβη; Μόλις ἀντίκρυσε τὸν γέροντα, ἀμέσως τυφλώθηκε. Ὁ Ὅσιος τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ κελλί του. Ὁ ἐπίσκοπος μὲ δάκρυα ἄρχισε νὰ τὸν ἱκετεύη. Ὡμολόγησε τὴν ἀπιστία του καὶ γεμᾶτος μετάνοια παρακαλοῦσε νὰ ξαναβρῆ τὸ φῶς του. Ὁ Ὅσιος τοῦ μίλησε μὲ πραότητα καὶ τὸν συμβουλεύσε νὰ μὴν ἐπαίρεται. Ἐκεῖνος ποὺ προηγουμένως ἀμφέβαλλε, βεβαιώθηκε ὅτι βρισκόταν μπροστὰ σὲ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἀξιώθηκε νὰ ἀντικρύσῃ ἕναν ἐπίγειο ἄγγελο καὶ οὐρανοπολίτη.
Ι. Τέλη μακάρια.
Μιὰ νύκτα, ὁ Ὅσιος στεκόταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ προσευχόταν:
-Παναγία, Μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐλπίδα καὶ προστασία τῶν πιστῶν, γίνε μεσίτρια γιὰ μᾶς τοὺς ἀναξίους. Ἱκέτευε τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Σου νὰ ἐκδηλώνει τὴν εὐσπλαγχνία του στὸν ἅγιο αὐτὸ τόπο. Ἐσένα, τὴν Μητέρα τοῦ γλυκύτατου Χριστοῦ, καλοῦμε σὲ βοήθεια οἱ δοῦλοί Σου, γιατὶ ἐσὺ εἶσαι γιὰ ὅλους μας καταφυγή, καὶ δύναμις.
Τελειώνοντας τὴν προσευχὴ αὐτή, καθὼς καὶ τὸν εὐχαριστήριο κανόνα πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, κάθησε γιὰ λίγο νὰ πάρει μία ἀνάσα. Ξαφνικά, λέει στὸν μαθητή του Μιχαία:
-Παιδί μου, μεῖνε ἄγρυπνος καὶ νηφάλιος. Σὲ λίγο θὰ ἔχουμε μία θαυμαστὴ ἐπίσκεψη.
Μόλις πρόλαβε νὰ προφέρει τὰ λόγια αὐτά, ἀκούσθηκε μία φωνή:
-Ἰδού, ἔρχεται ἡ Πανάχραντη.
Ὁ Ἅγιος βγῆκε γρήγορα ἀπὸ τὸ κελλί του στὸν προθάλαμο, ὅπου τὸν περιέβαλε ἕνα φῶς, πιὸ λαμπρὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἀξιώθηκε νὰ δῆ ὁλοφώτεινη τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ συνοδευόμενη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξει τὴν ἐκτυφλωτικὴ λαμπρότητα τοῦ ὁράματος, ὁ Ὅσιος ἔπεσε καταγῆς. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔσκυψε, τὸν ἄγγιξε μὲ τὰ χέρια της καὶ τοῦ εἶπε:
-Μὴ φοβᾶσαι ἐκλεκτέ μου! Ἦλθα νὰ σὲ ἐπισκεφτῶ, γιατὶ ἄκουσα τὶς προσευχὲς ποὺ κάνεις γιὰ τὸ μοναστήρι καὶ τοὺς ἀδελφούς. Μὴ λυπᾶσαι καὶ μὴν ἀνησυχῆς λοιπὸν γιὰ τὴν μονὴ αὐτή. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ἔχει κάθε εὐλογία. Δὲν θὰ παύσω νὰ φροντίζω γιὰ τὸν τόπο αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ ζῆς, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐκδημία σου.
Ἡ ὑπερκόσμιος λάμψις ἔσβησε καὶ ὁ Ἅγιος παρέμεινε ἄναυδος. Μόλις συνῆλθε βλέπει τὸν μαθητή του ἀκίνητο σὰν νεκρό, ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν ἔκπληξη. Τὸν βοήθησε νὰ συνέλθη. Ἐκεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ γέροντα λέγοντας:
-Πάτερ, γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, μίλησέ μου γιὰ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ ὅραμα. Μὲ συγκλόνισε τόσο ποὺ νοιώθω τὴν ψυχή μου νὰ χωρίζεται ἀπὸ το σῶμα
-Παιδί μου, περίμενε λίγο γιατὶ καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ ἀκόμη νὰ συνέλθω· τοῦ ἀπάντησε γεμάτος θεϊκὴ χαρά, καὶ ἀνέκφραστη εὐφροσύνη ὁ Ὅσιος.
Ἔπειτα διέκοψε τὴν σιωπή:
-Εἰδοποίησε νὰ ἔλθει ἐδῶ ὁ π. Ἰσαὰκ καὶ ὁ π. Συμεών.
Ὅταν ἦλθαν οἱ πατέρες, τοὺς διηγήθηκε μὲ λεπτομέρειες τὴν θαυμαστὴ ἐπίσκεψη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν δύο Ἀποστόλων. Οἱ καρδιὲς ὅλων πλημμύρισαν ἀπὸ συγκίνηση καὶ χαρά. Ἔψαλαν τὴν παράκληση πρὸς τὴν Παναγία, καὶ ὁ Ὅσιος παρεμεινε ὅλη τὴν νύκτα ἄγρυπνος συλλογιζόμενος τὸ ὅραμα καὶ εὐγνωμονώντας τὴν Πανάχραντη.
Τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔγινε τὸ 1338, τέσσερα χρόνια πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου.
Κάποια φορά, ποὺ ὁ Ὅσιος λειτουργοῦσε, ὁ π. Συμεών, ὑπηρετώντας σὰν ἐκκλησιαστικός, βλέπει μία φλόγα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα καὶ νὰ περιβάλλει τὸν Ὅσιο, ἔτσι ποὺ ἀπὸ τὴν κορυφή, μέχρι τὰ πόδια, νὰ λούζεται σὲ αὐτὸ τὸ ὑπερκόσμιο φῶς, ποὺ φώτιζε ὅλο τὸ ἱερό. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἑτοιμάσθηκε νὰ μεταλάβει, ἡ φλόγα ἀνυψώθηκε, μαζεύτηκε σὰν ἕνα πέπλο καὶ βυθίστηκε στὸ ἅγιο ποτήριο. Βλέποντας αὐτὰ ὁ π. Συμεών, στεκόταν κατάπληκτος. Ἀφοῦ κοινώνησε ὁ Ὅσιος, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, καὶ καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ π. Συμεών, ἀξιώθηκε νὰ ἀντικρύσῃ θεῖο ὅραμα, τὸν ρώτησε:
-Παιδί μου, γιατί φαίνεσαι τόσο πολὺ φοβισμένος;
-Πάτερ, ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ σὲ περιβάλλει.
Τότε ὁ Ὅσιος, εἶπε ἐπιτακτικά:
-Μὴν ἀναφέρεις ὅ,τι εἶδες σὲ κανένα, μέχρις ὅτου ὁ Κύριος μὲ καλέσῃ κοντά Του.
Καὶ οἱ δύο εὐγνωμονοῦσαν θερμὰ τὸν Θεό, ποὺ τοὺς φανέρωσε τὸ ἔλεος Του.
Ἀφοῦ ἔζησε πολλὰ χρόνια μὲ αὐστηρὴ ἐγκράτεια καὶ ἄλλους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ὁ Ὅσιος ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Εἶχε συμπληρώσει τὰ ἑβδομήντα ὀκτὼ ἔτη. Προαισθανόμενος τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὴν αἰώνια πατρίδα ἕξη μῆνες νωρίτερα, κάλεσε τὴν ἀδελφότητα καὶ ἀνέθεσε τὴν χειραγωγία της στὸν μαθητή του π. Νίκωνα, ὁ ὁποῖος γιορτάζεται στὶς 17 Νοεμβρίου.
Ὁ π. Νίκων, ἂν καὶ ἦταν νέος στὰ χρόνια, ἦταν προικισμένος μὲ πολλὴ σύνεση καὶ πεῖρα πνευματική. Σὲ ὅλη του τὴν ζωή, προσπαθοῦσε νὰ μιμηθῆ τὸν ὁδηγὸ καὶ διδάσκαλό του. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ τὸν ἀνέδειξε ἡγούμενο τῆς λαύρας, παραδόθηκε στὴν ἀπόλυτη σιωπή, καὶ στὴν ἑτοιμασία γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι.
Τὸν Σεπτέμβριο ἀρρώστησε βαριά, καὶ νοιώθοντας τὸ τέλος νὰ πλησιάζει, συγκέντρωσε τοὺς μοναχούς. Τοὺς συμβούλευσε νὰ διατηρήσουν ἀλώβητη τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν μεταξύ τους ὁμόνοια. Τοὺς παρεκάλεσε νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὴν ψυχική, καὶ σωματική τους ἁγνότητα καὶ καθαρότητα. Τοὺς προέτρεψε νὰ τρέφουν πρὸς ὅλους ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Τοὺς συνέστησε νὰ ἀποφεύγουν τὶς κακὲς συνήθειες καὶ τὰ αἰσχρὰ παθη, νὰ ἔχουν ἐγκράτεια, μέτρο στὴν τροφή καὶ νὰ μισοῦν τὴν γήϊνη δόξα. Τελικά, τοὺς εὐχήθηκε:
Ἀναχωρῶ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ πηγαίνω πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ τόσο ποθῶ. Σὰς ἀναθέτω στὸν Χριστό, καὶ στὴν Ὑπεραγία του Μητέρα. Αὐτοὶ ἂς εἶναι γιὰ σᾶς τὸ καταφύγιο καὶ τὸ τεῖχος ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ.
Τὶς τελευταῖες στιγμές, ὁ Ὅσιος ἐπιθύμησε νὰ κοινωνήσει. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ ἀνασηκωθῆ ἀπὸ τὸ κρεββάτι, τὸν ἀνασήκωσαν καὶ τὸν συγκράτησαν οἱ μαθητές του καθὼς λάβαινε γιὰ τελευταία φορά, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἕπειτα, ὕψωσε τὰ χέρια σὲ προσευχή, καὶ σὲ αὐτὴ τὴν στάση παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή του στὸν Θεό. Ἦταν 25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1392. Μία ἀπερίγραπτη εὐωδία γέμισε τὸ κελλί, ἐνῶ τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ οὐράνια μακαριότητα. Φαινόταν πολὺ ἥρεμος, σὰν βυθισμένος σὲ βαθὺ ὕπνο.
Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ στερήθηκαν τὸν διδάσκαλο καὶ γέροντά τους, ἔκλαιγαν μὲ λυγμούς, καὶ δάκρυα. Ἔμοιαζαν πλέον μὲ πρόβατα χωρὶς ποιμένα. Μὲ βαθιὰ ὀδύνη κήδεψαν τὸν Ἅγιο καὶ ἔθαψαν τὸ τίμιο σῶμα μέσα στὸ περίβολο τῆς λαύρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου