Ε. Ἡ θαυματουργικὴ δύναμις.
Δὲν πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ὅσιος θεμελίωσε τὴν μονή, καὶ πολλοὶ ἀσκητές, κινημένοι ἀπὸ τὴν φήμη τῆς ἁγιότητός του, ἄρχισαν νὰ ἐγκαταβιώνουν στὸν ἔρημο ἐκεῖνο τόπο. Πολλοὶ ἐπίσης λαϊκοί, τοῦ ζητοῦσαν τὴν εὐλογία ἢ τὴν προσευχή του. Ἀρκετοὶ ἀκόμη ἐξασφάλιζαν τὴν συντήρησή τους ἀπὸ τὶς ἐλεημοσύνες τῆς μονῆς. Ὁ Κύριος δώρισε στὸν δοῦλό του ἀσυνήθιστη θαυματουργικὴ δύναμη. Κάποτε μάλιστα ἀνέστησε νεκρό:
Στὰ περίχωρα τῆς μονῆς ζοῦσε κάποιος ποὺ ἔτρεφε βαθὺ σεβασμό, καὶ πίστη στὸν Ὅσιο. Ὁ μοναχογυιός του ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστεια. Μὲ τὴν προσδοκία τῆς θεραπείας ἦλθε νὰ τὸν παρακαλέσῃ φέρνοντας τὸν ἄρρωστο μαζί του. Ὅμως ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τοῦ δρόμου τὸ παιδί του πέθανε! Χάνοντας ἔτσι κάθε ἐλπίδα, ἄρχισε νὰ θρηνεῖ καὶ νὰ λέει στὸν Ὅσιο:
-Ἀλλοίμονο σὲ μένα. Ἦλθα ἐδῶ μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ μὲ βοηθοῦσες, ἀλλὰ τὸ μονάκριβο παιδί μου, πέθανε στὸν δρόμο. Καλύτερα θὰ ἦταν νὰ μὴν ἐρχόμουν, γιατὶ ἔτσι δὲν θὰ κλονιζόταν ἡ πίστη μου σὲ σένα.
Μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς, ὁ ταλαίπωρος πατέρας πῆγε νὰ φέρει τὸ φέρετρο καὶ τὰ σάβανα γιὰ τὴν κηδεία. Ὁ Ὅσιος τὸν λυπήθηκε πολύ, καὶ ἔπειτα ἀπὸ μία θερμὴ προσευχή, ἀνέστησε τὸ παιδί! Ὅταν ὁ συντριμμένος ἀπὸ τὴν θλῖψη πατέρας, ἦλθε κουβαλώντας τὰ ἀναγκαία γιὰ τὴν κηδεία, ὁ Ὅσιος τοῦ λέει:
-Μὴν κουράζεσαι, καὶ μὴν στενάζεις ἄδικα. Τὸ παιδί σου δὲν πέθανε, ἀλλὰ ζεῖ.
Ὁ πατέρας, ποὺ εἶχε διαπιστώσει τὸν θάνατο τοῦ γυιοῦ του, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει τὰ λόγια αὐτά. Πλησιάζοντας ὅμως πείσθηκε γιὰ τὸ θαῦμα καὶ ἔξαλλος ἀπὸ χαρά, εὐγνωμονοῦσε τὸν ἅγιο.
-Μὴν ἀπατᾶσαι, τοῦ εἶπε ταπεινὰ ὁ Ἅγιος. Ἴσως τὸ πολὺ κρύο νὰ πάγωσε τὸ παιδί, καὶ τὸ νόμισες πεθαμένο, ἐνῶ ἐδῶ στὸ ζεστὸ κελλί, θερμάνθηκε καὶ συνῆλθε.
Ὁ χωρικός, δὲν πίστεψε αὐτὴ τὴν ἐκδοχή. Συνέχισε νὰ ὁμολογεῖ, ὅτι ὁ Ὅσιος ἀνέστησε μὲ τὴν προσευχή του τὸ παιδί. Ἐκεῖνος τότε τὸν ἀπείλησε:
-Ἐὰν δὲν σταματήσεις νὰ διηγῆσαι στοὺς ἄλλους τὸ περιστατικὸ αὐτό, θὰ χάσεις τὸν γυιό Σου.
Ὁ πατέρας ἐπέστρεψε στὸ σπίτι, δοξάζοντας τὸν Θεό, καὶ τὸν δοῦλό Του Σέργιο. Διηγήθηκε ἀργότερα τὸ θαῦμα σὲ ἕναν μαθητὴ τοῦ Ὁσίου, καὶ αὐτὸς μᾶς τὸ γνωστοποίησε.
Κάποτε, ἔφεραν ἀπὸ τὶς ὄχθες τοῦ Βόλγα, ἕναν ἐπίσημο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα καὶ βασανιζόταν φρικτά. Ἄλλοτε δαγκωνόταν, ἄλλοτε χτυπιόταν, ἄλλοτε ξέφευγε ἀπὸ τοὺς φύλακές του καὶ ἔτρεχε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Δέκα ἄνθρωποι μόλις μποροῦσαν νὰ τὸν συγκρατήσουν. Οἱ οἰκεῖοί του ἀποφάσισαν νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν Ὅσιο. Μὲ πολλὴ προσπάθεια κατάφεραν νὰ τὸν μεταφέρουν. Πλησιάζοντας στὴν μονή, ὁ δαιμονισμένος ἄρχοντας ἔσπασε τὶς σιδερένιες ἁλυσίδες καὶ ἄρχιζε νὰ φωνάζει τόσο δυνατά, ποὺ ἀκουγόταν σὲ ὅλο τὸ μοναστήρι. Ὁ Ὅσιος μόλις πληροφορήθηκε γιὰ τὸν ερχομό του, ἄρχισε νὰ διαβάζει μία παράκληση γιὰ αὐτόν. Ἐκεῖνος ἡσύχασε καὶ μπῆκε ἤρεμα στὸ μοναστήρι. Ὅταν ὅμως ὁ Ὅσιος πλησίασε και ἄρχισε νὰ τὸν σταυρώνει, τινάχτηκε, ἔβγαλε ἄναθρες κραυγές, καὶ ρίχτηκε στὴν στέρνα, ποὺ μάζευαν τὸν βρόχινο νερό. Κατόπιν, ἠρέμησε τελείως καὶ ἔδωσε ἐξηγήσεις γιατὶ ἔπεσε στὴν στέρνα.
-Εἶδα μία μεγάλη φλόγα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ κρατοῦσε ὁ Ὅσιος, καὶ μὲ τὴν σκέψη ὅτι θὰ μὲ κάψει, ρίχτηκα στὸ νερό.
Ὁ Ὅσιος ντυνόταν πάντοτε φτωχικά. Γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ἀναγνώριζαν οἱ ἐπισκέπτες. Κάποιος χωρικὸς ἀπὸ ἕνα μακρινὸ χωριό, ἄκουγε πολλὰ γιὰ τὸν Ὅσιο. Ἐπιθύμησε λοιπόν, νὰ τὸν δεῖ. Ἦλθε στὴν μονή, καὶ ἄρχισε νὰ ρωτᾶ ποὺ θὰ τὸν συναντοῦσε. Τοῦ εἶπαν ὅτι βρισκόταν στὸν κῆπο. Πῆγε στὸν κῆπο καὶ εἶδε ἕναν ἁπλὸ μοναχό, νὰ σκάβει τὴν γῆ, ντυμένο με ἕνα ροῦχο γεμάτο μπαλώματα. Ὁ χωρικός, σκέφτηκε ὅτι τοῦ εἶπαν ψέμματα. Περίμενε νὰ δεῖ ἕναν κομψοντυμένο ἡγούμενο μέσα σὲ δόξα καὶ τιμή. Γύρισε λοιπὸν στὸ μοναστήρι καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ:
-Πέστε μου ποὺ εἶναι ὁ γέροντας. Ἦλθα ἀπὸ πολὺ μακρυά, καὶ θέλω νὰ τὸν δῶ και νὰ τὸν προσκυνήσω.
Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ ἀπάντησαν:
-Αὐτὸς ποὺ εἶδες στὸν κῆπο εἶναι ὁ Ὅσιος πατέρας μας.
Ὁ χωρικός, ἦταν ἀπαρηγόρητος. Στενοχωρήθηκε τόσο, ποὺ ὅταν ὁ Ὅσιος γύρισε απὸ τὸν κῆπο καὶ μπῆκε στὸ μοναστήρι, ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ προσωπό του, γιὰ νὰ μὴν τὸν κοιτάξει.
-Τόσους κόπους ἔκανα καὶ ἦλθα ἐδῶ, συλλογιζόταν, γιὰ νὰ δῶ ἕναν ἔνδοξο προφήτη καὶ τώρα βλέπω ἕναν φτωχό, καὶ κακοντυμένο μοναχό.
Ὁ φωτισμένος Ὅσιος διάβασε τοὺς λογισμοὺς τοῦ χωρικοῦ, καὶ ὁλόψυχα εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, διότι ὅσο ὁ φιλόδοξος χαίρεται στὶς τιμὲς καὶ τοὺς ἐπαίνους, τόσο ὁ ταπεινὸς χαίρεται στὶς θλίψεις καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς. Συμπαθώντας ὅμως τὸν ἁπλοϊκὸ χωρικό, τὸν κάλεσε κοντά του, τοῦ πρόσφερε φαγητό, καὶ τοῦ εἶπε χαρούμενα:
-Μὴν λυπάσαι ἀδελφέ, σὲ λίγο θὰ ἀντικρύσεις αὐτὸν ποὺ τόσο πολὺ ἐπιθυμεῖς νὰ δεῖς.
Μόλις ὁ μακάριος εἶπε τὰ λόγια αὐτά, ἦλθε ἀγγελιαφόρος καὶ ἀνήγγειλε τὴν ἄφιξη τοῦ πρίγκηπα τῆς χώρας. Ὁ Ὅσιος σηκώθηκε καὶ βγῆκε να ὑποδεχθεῖ τὸν ἐπίσημο ἐπισκέπτη, ποὺ ἦλθε μὲ μία μεγάλη συνοδία. Ὁ πρίγκηπας βλέποντας τὸν ἡγούμενο, ἔβαλε ἀπὸ μακρυὰ ἐδαφιαία μετάνοια, ζητώντας ταπεινά, τὴν εὐλογία του. Ὁ Ὅσιος εὐλόγησε τὸν πρίγκηπα καὶ μὲ τιμή, τὸν ὁδήγησε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς μονῆς. Κάθησαν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο καὶ ἄρχισαν νὰ συζητοῦν, ἐνω ὅλοι οἱ συνοδοί, ἔμειναν ὄρθριοι. Ὁ χωρικός, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του. Αὐτὸς ποὺ μὲ τόσο σεβασμό, προσκύνησε ὁ πρίγκηπας, ἦταν ὁ μοναχός, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος περιφρόνησε καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἀντικρύσει; Πλησίασε δειλά, καὶ ρώτησε κάποιον:
-Ἀδελφέ, ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ κάθεται πλάϊ στὸν πρίγκηπα;
-Ξένος εἶσαι καὶ δὲν τὸν γνωρίζεις; Εἶναι ὁ ἡγούμενος Σέργιος.
-Πραγματικά, τυφλώθηκα καὶ δὲν ἀναγνώριζα τὸν γέροντα· κακολογοῦσε τὸν ἑαυτό του ὁ χωρικός.
Πλησίασε ἀργότερα γεμάτος ντροπὴ τὸν Ὅσιο καὶ προσκυνώντας τον ζήτησε συγγνώμη γιὰ τὴν προηγούμενη στάση του. Ἐκεῖνος τὸν ἐνθάρρυνε:
-Μὴν λυπᾶσαι. Νὰ χαίρεσαι γιατὶ εἶσαι ὁ μόνος ποὺ σκέφτηκες σωστὰ γιὰ μένα. Οἱ ἄλλοι πλανῶνται νομίζοντας ὅτι εἶμαι κανένα σπουδαῖο πρόσωπο.
Ὁ Ὅσιος εὐχαριστήθηκε περισσότερο γιὰ τὴν περιφρόνηση τοῦ χωρικοῦ, παρὰ γιὰ τὶς τιμὲς τοῦ ἄρχοντα. Ὁ χωρικός, πάλι, τόσο ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ το ταπεινὸ φρόνημα τοῦ Ὁσίου, ποὺ λίγο ἀργότερα ἦλθε ξανὰ στὸ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχός.
Στ) Τὸ κοινοβιακὸ τυπικό.
Μιὰ βραδυά, ποὺ ὁ Ὄσιος προσευχόταν μέσα στὴν γαλήνη γιὰ τοὺς ὑποτακτικούς του, ἄκουσε μία φωνή, ποὺ τὸν καλοῦσε:
-Σέργιε...
Παραξενεύθηκε, ἄνοιξε τὸ παράθυρο, γιὰ νὰ δῆ ποιὸς τὸν φωνάζει. Μία ὑπερκόσμια λάμψις τότε καταύγασε τὸν νυκτερινὸ οὐρανό, καὶ ἀκούσθηκαν τὰ λόγια:
-Σέργιε. Ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν προσευχὴ ποὺ κάνεις γιὰ τὰ πνευματικά σου τέκνα. Κοίταξε τὸ πλῆθος τῶν μοναχῶν ποὺ θὰ ἔρθουν στὸ μοναστήρι σου...
Ῥίχνοντας μία ματιὰ ὁ Ὅσιος, εἶδε ἀναρίθμητα ἐξαίσια πουλιά, νὰ πετοῦν γύρω του καὶ νὰ ψέλνουν μία ὑπέροχη μελωδία. Ἀκούσθηκε πάλι ἡ φωνή:
Ἔτσι θὰ αὐξηθοῦν οἱ μαθητές σου καὶ μετὰ ἀπὸ σένα ὁ ἀριθμός τους δὲν θὰ λιγοστεύσει. Καὶ ὅσοι θελήσουν νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου, θὰ στολισθοῦν μὲ πολλὰ χαρίσματα.
Ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἔκθαμβος ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ὅραμα και τὶς θεῖες προφητείες. Θέλοντας νὰ ἀπολαύσῃ καὶ κάποιος ἄλλος μαζί του τὴν οὐράνια ὀπτασία, φώναξε μὲ δυνατὴ φωνή, τὸν μοναχὸ Συμεών, ποὺ κατοικοῦσε πλησιέστερα. Κατάπληκτος γιὰ τὸ ἀσυνήθιστο κάλεσμα τοῦ ἡγουμένου, ὁ π. Συμεών, ἦλθε βιαστικά, ἀλλὰ δὲν ἀξιώθηκε νὰ ἀντικρύσῃ ὁλόκληρο τὸ ὅραμα. Πρόλαβε μόνο νὰ δεῖ τὴν οὐράνια λάμψη. Ὁ Ὅσιος τοῦ διηγήθηκε τὶ εἶδε καὶ τὶ ἄκουσε, καὶ οἱ δύο τους ἀγρύπνησαν μαζί, δοξάζοντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν Θεό.
Λίγες μέρες ἀργότερα, ἦλθαν ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν ἁγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο (1355 καὶ 1362-1376) καὶ τοῦ ἔφεραν μαζὶ μὲ τὴν εὐλογία του πατριαρχικὰ δώρα: σταυρό, πολυσταύρι καὶ σχῆμα.
-Μήπως τὰ στέλνει σὲ κανέναν ἄλλο; ρώτησε ὁ ταπεινὸς Ὅσιος. Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, γιὰ νὰ λάβω δῶρα ἀπὸ τὸν ἁγιώτατο Πατριάρχη.
Οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπάντησαν:
-Ὄχι Πάτερ. Δὲν κάναμε λάθος. Σὲ σένα τὰ στέλνει ὁ Πατριάρχης.
Μαζὶ μὲ τὰ δῶρα τοῦ ἔδωσαν καὶ τὴν ἑπόμενη πατριαρχικὴ ἐπιστολή:
Φιλόθεος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, εὔχομαι στὸν ἀγαπητό μου υἱὸ καὶ συλλειτουργό μου Σέργιο, χάρη, εἰρήνη καὶ εὐλογία. Ἄκουσα γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή σας καὶ δόξασα τὸν Θεό. Αὐτὸ ὅμως ποὺ λείπει ἀπὸ τὸ μοναστήρι σας εἶναι τὸ κοινοβιακὸ τυπικό. Γιὰ τὸ κοινόβιο ὁ προφήτης Δαβίδ, εἶπε: Ἰδοὺ δὴ τὶ καλὸν ἢ τὶ τερπνόν, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό. (Ψαλμὸς ρλβ´ 1). Σας συμβουλεύω λοιπόν, νὰ δημιουργήσετε ἕνα κοινόβιο. Εἶθε νὰ σᾶς ἐνισχύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική μου εὐλογία.
Μὲ τὴν πατριαρχικὴ αὐτὴ ἐπιστολὴ στὸ χέρι, ο Ὅσιος ξεκίνησε γιὰ τὸν μητροπολίτη Μόσχας Ἀλέξιο. Δείχνοντάς του τὴν ἐπιστολὴ τὸν ρώτησε:
-Ἅγιε Δέσποτα, τί λέτε; Νὰ προχωρήσουμε γιὰ τὴν δημιουργία κοινοβίου;
Ὁ μητροπολίτης ἀπάντησε:
-Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δοξάζει τοὺς δούλους του! Τὸ ὄνομά σου καὶ ἡ ζωή σου ἀκούσθηκαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Συμφωνῶ μὲ τὴν γνώμη τοῦ μεγάλου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου καὶ σὲ προτρέπω νὰ δημιουργήσεις κοινόβιο.
Ἔτσι ξεκίνησε τὸ κοινοβιακὸ σύστημα στὴν μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ῥάντονεζ. Ὁ Ὅσιος Σέργιος ἀπαιτοῦσε τὴν αυστηρὴ τήρηση τῶν κοινοβιακῶν κανονισμῶν. Οἱ μοναχοί, ἔπρεπε νὰ μὴν ἔχουν τίποτε δικό τους, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων νὰ τὰ ἔχουν ὅλα κοινά.
Ἡ πλατειὰ φήμη καὶ ἡ ἀνθρώπινη δόξα ἀποτελοῦσαν ἕνα μαρτύριο γιὰ τὸν ἅγιο ἡγούμενο. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀποσυρθεῖ, καὶ μέσα στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου νὰ κοπιάσῃ γιὰ τὸν Κύριο, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι του καὶ σὲ ἀπόσταση ἑξήντα τεσσάρων χιλιομέτρων, κοντὰ στὸ ποταμὸ Κιρζάτς, βρῆκε μία τοποθεσία ποὺ τοῦ ἄρεσε πολύ.
Οἱ ἀδελφοί, βλέποντας τοὺς ἑαυτούς του ἐγκαταλελειμμένους καὶ μάλιστα ἀπὸ ἕναν τέτοιο ὁδηγὸ καὶ κυβερνήτη, βυθίστηκαν σὲ μεγάλη θλίψη καὶ σύγχυση. Ἦσαν πρόβατα χωρὶς ποιμένα. Ἄρχισαν λοιπόν, νὰ τὸν ἀναζητοῦν παντοῦ μέσα στὰ παρθένα δάση. Τελικά, τὸν ἀνακάλυψαν καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακάλεσαν νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ὅσιος ὅμως ποὺ ἀγαποῦσε τὴν σιωπή, καὶ τὴν μόνωση, προτίμησε νὰ παραμείνη στὸ μέρος ἐκεῖνο. Τότε, πολλοὶ ὑποτακτικοί του ἄφησαν καὶ αὐτοὶ τὴν μονή, καὶ ἐγκαταστάθηκαν κοντά του. Ἔκτισαν νέο μοναστήρι καὶ ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Οἱ μοναχοὶ ὅμως ποὺ ἀπέμειναν στὸ ἀρχικὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος, μὴν ὑποφέροντας νὰ ζοῦν χωρὶς τὸν ποιμένα τους καὶ μὴ μπορώντας να τὸν πείσουν νὰ ἐπιστρέψει, κατέφυγαν στὴν βοήθεια τοῦ μητροπολίτου Μόσχας Ἀλεξίου. Τὸν ἱκέτευσαν νὰ πείσῃ τὸν Ὅσιο νὰ ἐπιστρέψει.
Ὁ μητροπολίτης ἔστειλε δυο ἀρχιμανδῖτες, παρακαλώντας τὸν Ὅσιο νὰ μὴν παραβλέψει τὴν ἐπιθυμια τόσων ἀδελφῶν. Τὸν συμβούλευσε νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσει, γιὰ νὰ μὴν διασκορπισθοῦν σὰν πρόβατα καὶ ἐρημώσῃ ἡ μονή, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε. Ὁ ὑπάκους καὶ ταπεινὸς Σέργιος δὲν ἐπέμεινε, ἀλλὰ ἐπέστρεψε στὸν τόπο τῆς ἀρχικῆς του διαμονῆς, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο χαροποίησε πολὺ τὴν ἀδελφότητα.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐπίσκοπος Πέρμσκυ, ποὺ ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη στὸν Ὅσιο, ταξίδευε κάποτε ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του στὴν Μόσχα. Ὁ δρόμος ποὺ ἀκολουθοῦσε πλησίαζε τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος πέρίπου ὀκτώμισυ χιλιόμετρα. Ἀλλὰ ἐπειδη βιαζόταν, τὸ προσπέρασε μὲ τὴν σκέψη νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Ὅσιο στὸν γυρισμό. Πρὶν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ πλησιέστερο σημεῖο, σταμάτησε τὴν ἅμαξα, εἶπε τό· Ἄξιον ἐστί, καὶ ὑποκλίθηκε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς μονῆς, λέγοντας:
-Εἰρήνη σὲ σένα πνευματικὲ ἀδελφέ.
Αὐτὸ ἔγινε τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ὅσιος βρισκόταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς στὴν τράπεζα. Βλέποντας ὅμως μὲ τὰ διορατικά του μάτια τὸν ἐπίσκοπο νὰ βάζει μετάνοια, διέκοψε τὸ γεῦμα, σηκώθηκε ὄρθριος, προσευχήθηκε καὶ ἔβαλε καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του μετάνοια πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ἐπισκόπου, λέγοντας:
-Χαῖρε καὶ σύ, ποιμένα τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου νὰ σὲ συνοδεύει.
Οἱ ἀδελφοὶ ἔμειναν κατάπληκτοι! Τί νὰ συνέβαινε στὸν ἡγούμενό τους; Μερικοί, κατάλαβαν ὅτι ἀξιώθηκε νὰ δεῖ κάποιο ὅραμα. Ὅταν τελείωσε ἡ τράπεζα τὸν πλησίασαν καὶ τὸν ρώτησαν τὶ συνέβη.
-Τὴν ὥρα ποὺ σηκώθηκα, τοὺς ἀπάντησε, ὁ ἐπίσκοπος Στέφανος, καθὼς πήγαινε στὴν Μόσχα, σταμάτησε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ μοναστήρι μας, ἔβαλε μετάνοια στὴν Ἁγία Τριάδα, καὶ εὐλόγησε ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.
Οἱ μαθητὲς τοῦ Ὁσίου, ποὺ ἐπιβεβαίωσαν τὸ γεγονός, θαύμασαν τὸ διορατικὸ χάρισμα ποὺ δώρισε ο Θεὸς στὸν γέροντα τους.
Σε ἀνάμνηση του θαύματος αὐτοῦ, μέχρι σήμερα ὑπάρχει στὴν λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἑξῆς συνήθεια: Πρὶν τελειώσουν τὸ φαγητό, μὲ το κτύπημα ἑνὸς κουδουνιοῦ, ὅλοι οἱ μοναχοὶ σηκώνονται καὶ ὁ ἐφημέριος ἱερομόναχος ἀπαγγέλλει τό: Δι᾿ εὐχῶν... Μετά, κάθονται πάλι καὶ συνεχίζουν τὸ γεῦμα.
Πολλοὶ ἀδελφοὶ ἔλλαμψαν μὲ τὴν ἀρετή τους στὴν λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν ἡγούμενοι σὲ ἄλλα μοναστήρια καὶ ἐπίσκοποι. Ὅλοι αὐτοὶ προώδευαν μὲ τὶς συμβουλές, καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου.
Μεταξὺ τῶν ὑποτακτικῶν του ἦταν κάποιος ποὺ λεγόταν π. Ἰσαάκιος. Ὁ π. Ἰσαακιος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀφιερώσῃ τὸν ἑαυτό του στὴν ἄσκηση τῆς τελείας σιωπῆς καὶ γιὰ αὐτὸ παρακαλοῦσε ἐπίμονα τὸν Ὅσιο. Κάποτε λοιπόν, ὁ σοφὸς ποιμένας, τοῦ ἀπάντησε:
-Ἐὰν παιδί μου θέλεις νὰ ἀσκηθεῖς στὴν σιωπή, θὰ σοῦ δώσω αὔριο τὴν εὐλογία μου.
Τὴν ἑπομένη, μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, τὸν σταύρωσε μὲ τὸν τίμιο σταυρό, λέγοντας:
-Ὁ Κύριος ἂς ἐκπληρώσῃ τὴν ἐπιθυμία σου.
Ὁ π. Ἰσαάκιος, εἶδε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ὁσίου μία φλόγα καὶ νὰ τὸν περιβάλλει. Ἀπὸ τότε παρέμεινε σιωπηλός, καὶ μόνο μία φορά, ἕνα ἄλλο θαυμαστὸ ὅραμα τοῦ ἄνοιξε τὰ χείλη:
Κάποτε, ὁ Ὅσιος συλλειτουργοῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του π. Στέφανο καὶ τὸν ἀνεψιό του π. Θεόδωρο. Ξαφνικά, ὁ π. Ἰσαάκιος βλέπει στὸ ἱερὸ ἕνα τέταρτο ἱερέα μὲ ἀστραφτερὰ ἄμφια. Στὴν μικρὴ εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου ὁ συλλειτουργὸς αὐτὸς άκολούθησε τὸν Ὅσιο ἔχοντας ἕνα πρόσωπο τόσο φωτεινό, ποὺ ὁ π. Ἰσαάκιος δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀτενίσει. Γεμᾶτος ἔκπληξη, ἄνοιξε τὰ χείλη του καὶ ρώτησε τὸν διπλανό του π. Μακάριο:
-Τί θαυμαστὸ θέαμα εἶναι αὐτὸ Πάτερ! Ποίος νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ὁλοφώτεινος ἱερεύς;
Ὁ π. Μακάριος, ποὺ σὰν ἐνάρετος ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο ὅραμα, τοῦ ἀπάντησε:
-Δὲν τὸν γνωρίζω. Μένω καὶ ἐγὼ ἔκπληκτος. Μήπως ἦρθε κανένας ἱερεὺς μαζὶ μὲ τὸν πρίγκηπα Βλαδίμηρο;
Ὁ πρίγκηπας Βλαδίμηρος Ἀνδρέγιεβιτς βρισκόταν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸν ναό, μαζὶ μὲ τοὺς μεγιστάνες του. Οἱ μοναχοί, ρώτησαν ἕναν ἄρχοντα μήπως εἶχαν στὴν συνοδεία τους κανέναν ἱερέα. Ἐκεῖνος ἀπάντησε ἀρνητικά. Τότε κατάλαβαν ὅτι συλλειτουργοῦσε μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο καὶ ἕνας Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας οἱ δύο πατέρες πλησίασαν τὸν ἡγούμενο καὶ τὸν ρώτησαν. Στὴν ἀρχὴ ἐκεῖνος προσπάθησε νὰ τοὺς ἀποκρύψει τὴν ἀλήθεια.
-Τί ἀσυνήθιστο εἴδατε; Λειτουργήσαμε ὁ π. Στέφανος, ὁ π. Θεόδωρος καὶ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός.
Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν νὰ τὸν παρακαλοῦν καὶ τότε τοὺς εἶπε:
-Παιδιά μου... Ἐὰν ὁ Κύριος σᾶς ἀπεκάλυψε κάτι, πῶς νὰ σᾶς τὸ ἀποκρύψω ἐγώ; Αὐτὸς ποὺ εἴδατε ἦταν Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο τώρα, ἀλλὰ πάντοτε, σὲ ὅλες μου τις λειτουργίες, συλλειτουργεῖ μαζί μου. Νὰ φυλάξετε ὅμως καὶ νὰ μὴν πῆτε σὲ κανένα αὐτὰ ποὺ εἴδατε καὶ ἀκούσατε μέχρις ὅτου πεθάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου