Τὸ πρῶτο κήρυγμα
-Ποιός σοῦ τὰ ᾿χει μάθει ὅλα τοῦτα τὰ τροπάρια ποὺ ψέλνεις καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνεις λὲς καὶ εἶσαι παπᾶς τὸν ρώτησε ἡ Καλλιοπίτσα ...
-Δὲν ...δέν μου τὰ μαθε κανένας ! Ἁπλὰ βλέπω τοὺς πα... πα...πάδες στὸ χωριὸ καὶ μοῦ ἀρέσουν!
- Μόλις ψέλνεις σταματᾶς νὰ εἶσαι κεκὲς ...τοῦ εἶπε ὁ Δημήτρης ...τὰ λὲς ὅλα φαρσί!
Χαμήλωσε τὸ βλέμμα ὁ Ἠλίας ...Πόσο τὸν στενοχωροῦσε αὐτή του ἡ ἀδυναμία ...Δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει καὶ αὐτὸς σὰν τὰ ἄλλα παιδιά, κανονικά, ἐλεύθερα χωρὶς νὰ κομπιάζει, ἦταν τραυλὸς ...εἶχε τοῦ Μωυσῆ τὴν νόσο, ποὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὰ ἀναγκεμένα καὶ πεινασμένα, δύσκολα θεραπευόταν ἢ βελτιωνόταν ...... Μόνο ὅταν ἔψελνε, ἔνιωθε νὰ ἀπελευθερώνεται ἡ λαλιά του ...Κι ἔτσι λάτρευε νὰ παριστάνει τὸν παπᾶ ...Ὄχι μόνο γι αὐτὸν τὸ λόγο βέβαια ...Ἦταν ὁ χῶρος τοῦ Ἱεροῦ του Σωτῆρα στὸ χωριό τους τὸν Τυρὸ καὶ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Τσακωνιάς, ὅπου δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ διακονεῖ σὰν παπαδάκι ἀπὸ μωρὸ παιδὶ ...Ἦταν οἱ ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου στὸ χωριό τους ὁλοένα ποὺ τὸν συνέπαιρναν, ὅποτε τοὺς συναντοῦσε!
Πρῶτα ὁ παπᾶ Παναγιώτης ποὺ ἦταν καὶ δάσκαλος καὶ μορφωμένος καὶ ὁ παπᾶ Τριαντάφυλλος, ὁ καλοσυνάτος καὶ ἁπλούστατος καὶ ὁ θειός του ὁ καλόγερος ὁ πάτερ Παντελεήμων ὁ Ἀλευρᾶς... Ἁγιασμένες μορφές, ὑποταγμένες στὸ θεῖο θέλημα, αἰώνια ζωσμένοι μὲ τοῦ Φωτὸς τῆς Δικαιοσύνης τὰ ὅπλα, στοῦ Οὐρανοῦ τὴν ἀγγελικὴ στρατιά! Αὐτὰ ἦταν τὰ πρότυπά του, τὰ ζωντανὰ παραδείγματα, ποὺ συντάρασσαν τὴν παιδική του ψυχούλα καὶ ἔσπερναν συνεχῶς μέσα της, τὸν σπόρο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπιθυμία τῆς ἀφιέρωσης ...κάποτε ...μόλις καὶ αὐτὸς ὁ κόμπος στὸ λαιμὸ καὶ στὴν γλῶσσα του θὰ ἔφευγε μιὰ γιὰ πάντα ...Οἱ γονεῖς του ὁ Σπύρος καὶ ἡ Ὄλγα, ἀγράμματοι ἄνθρωποι τοῦ μόχθου, τῆς βιοπάλης μὰ καὶ τῆς καθαρῆς πρωτόπλαστης ψυχῆς, τῆς ἀνόθευτης δὲν τοῦ ἔλεγαν τίποτα γιὰ ὅλα τοῦτα ...Στενοχωριόνταν μόνο, ἔβλεπαν τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς δυὸ τους γιοὺς νὰ πασχίζει γιὰ νὰ μιλήσει καθαρά, νὰ διώξει αὐτὸ τὸ βάσανο, τὸ σκόλοπα τῆς βραδύτητας ἀπὸ τὴν παιδικότητά του, ποὺ φτεράκιζε συνέχεια μὰ ὄχι ἀνεμπόδιστα, στὸ ὄνειρο τοῦ Ἱεροῦ θυσιαστηρίου ...
-Γύ...γύρισα μάνα !
-Καλῶς τον! Πάλι μοῦ ...ἔκλεψες τραπεζομάντηλο! Χαλάλι σου! 4 μὲ τοῦτο! Ἐντάξει ...ἐντάξει μὴν κατσουφιάζεις! Δικό σου καὶ αὐτό, χάρισμά σου! Πήγαινε τώρα νὰ μοῦ ψωνίσεις ἀπὸ τὸν κυρ Στέλιο στὸ μπακάλικο ...Θέλω ἀρκετὰ πράγματα ...μισὴ ὀκὰ ρύζι καὶ πελτὲ καὶ διακόσια δράμια σαρδέλες καὶ ...
Τὴν κοίταξε ὁ Ἠλίας ἐπίμονα στὰ μάτια...Έτοιμα νὰ κλάψουν τὰ δικά του ...Δὲν ἤθελε νὰ κρυφογελοὺν μαζί του οἱ ἄλλοι στὰ κομπιάσματά του καὶ σίγουρα μὲ τόσα ποὺ εἶχε νὰ πεῖ , δὲν θὰ τὰ κατάφερνε ξανὰ ...... Κατάλαβε ἐκείνη ἀμέσως ...
-Καλὰ γιέ μου ..Εἶναι πολλὰ καὶ θὰ τὰ ξεχάσεις ...Ἔχεις δίκιο καμάρι μου !Κάτσε νὰ σοῦ δώσω χαρτὶ καὶ μολύβι , νὰ τὰ γράψεις νὰ δώσεις ἕτοιμη τὴν παραγγελία στὸν κυρ Στέλιο!
Ἔτσι κύλησαν τὰ παιδικά του χρόνια στὴν παραλία τοῦ Τυροῦ τους. Προόδευε συνέχεια ὁ Ἠλίας καὶ στὸ Γυμνάσιο πῆγε στὸ Λεωνίδιο μέχρι τὰ 15 του χρόνια ...Ὅλοι οἱ καθηγητές του ἐκεῖ, ἔμαθαν τὸν πόθο του, μὰ καὶ τὴν φυσική του ἀδυναμία ...Γνώριζε καὶ ἐκεῖνος, πὼς μόνο μὲ ἕνα θαῦμα θὰ τὰ κατάφερνε νὰ φορέσει τὸ ἀγαπημένο ράσο... Ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο τὸ μεγάλο πάντα νὰ ὀρθώνεται μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη τῆς ἱερῆς του φαντασίας ...Τοῦ τὸ ᾿πε μὲ ἀγάπη καὶ ἕνας σεβάσμιος καθηγητής του:
- Ἠλία μου , εἶσαι ἕνα πολὺ καλὸ παιδὶ ...ἴσως τὸ καλύτερο ποὺ γνώρισα ποτέ μου ...Μὰ ψυχή μου, δὲν κάνεις γιὰ Ἱερέας ...συγχώρεσέ με ποὺ στὸ λέω, μὰ εἶναι αὐτὸ ...μὲ τὴν λαλιά σου ...Ὅμως μπορεῖς νὰ γίνεις ὅ,τι ἄλλο θές! Εἶσαι πανέξυπνος, σπουδαῖος μαθητὴς ...Ὅ τι ἄλλο θὲς τὸ μπορεῖς ...μὰ παπᾶς... καταλαβαίνεις...
Ποτέ του δὲν τὴν παρεξήγησε ἐκείνη τὴν ὀρμήνεια τοῦ δασκάλου του ...ποτέ του δὲν τοῦ θύμωσε ...Ἦταν κάτι τὸ ἀπροσδιόριστο αὐτὸ ποὺ τὸν πείσμωνε, ποὺ τοῦ ἔδινε ἐλπίδα γιὰ τὸ θαῦμα, ποὺ τὸν ὠθοῦσε νὰ κυνηγήσει τὸ ἀπλησίαστο ......
(συνεχίζεται...)
Νώντας Σκοπετέας
Απόσπασμα από το βιβλίο: "Πόσα χωράνε σε ένα Αμήν" ( εκδ.Πρόμαχος Ορθοδοξίας)
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου