Α. Ἐκ κοιλίας μητρὸς ἡγιασμένος.
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Σέργιος γεννήθηκε τὸ 1314 στὴν πόλι Ῥοστώβ, απὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Κύριλλο καὶ τὴν Μαρία.
Ὁ Θεός, τὸν ξεχώρισε ἀπὸ βρέφος γιὰ τὴν ὑπηρεσία του. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννησί του, μία Κυριακή, ἡ μητέρα του βρισκόταν σὲ ἕναν ναό, καὶ παρακολουθοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία. Ξαφνικά, καθὼς θὰ ἄρχιζε ἡ ἀνάγνωσις τοῦ Εὐαγγελίου, το βρέφος φώναξε μέσα ἀπὸ τὰ μητρικὰ σπλάγχνα! Ἡ φωνή του ἀκούσθηκε ἀπὸ πολλούς. Τὴν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ τὸ βρέφος φώναξε πάλι. Καὶ ὅταν ὁ ἱερέας ἔφθασε στὴν ἐκφώνησι· πρόσχωμεν τὰ Ἅγια τοῖς Ἁγίοις, τὸ βρέφος φώναξε γιὰ τρίτη φορά. Ὅλοι τότε κατάλαβαν ὅτι θὰ γεννιόταν ἕνας μεγάλος Ἅγιος, ἕνας λύχνος τοῦ κόσμου καὶ ὑπηρέτης τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τὸ βρέφος σκίρτησε στὰ μητρικὰ σπλάγχνα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος σκίρτησε ἀπὸ χαρά, ἐνώπιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὅταν γεννήθηκε, τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Βαρθολομαῖος. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες του φάνηκε αὐστηρὸς νηστευτής. Δὲν θήλαζε τὸ μητρικὸ γάλα τὶς Τετάρτες καὶ τὶς Παρασκευές, οὔτε τὶς ἡμέρες ποὺ ἡ μητέρα του ἔτρωγε κρέας. Μόλις τὸ πρόσεξε αὐτὸ ἡ μητέρα σταμάτησε τελείως τὸ κρέας.
Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ὁ Βαρθολομαῖος πῆγε στὸ σχολεῖο. Μαζί του πήγαιναν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί του, ὁ μεγαλύτερος Στέφανος καὶ ὁ μικρότερος Πέτρος. Τί συνέβαινε ὅμως; Ἐνῶ αὐτοὶ προώδευαν στὰ μαθήματα, ὁ Βαρθολομαῖος καθυστεροῦσε καὶ δυσκολευόταν πολύ, παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ δάσκαλος φρόντιζε ἰδιαίτερα γιὰ αὐτόν, καὶ κατέβαλλε κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν βοηθήση.
Ἡ καθυστέρησις αὐτὴ ὀφειλόταν στὴν θεία πρόνοια, ποὺ ἀπέβλεπε νὰ λάβῃ τὸ παιδί, τὴν γνῶσι και τὴν σοφία σὰν θεῖο χάρισμα καὶ ὄχι σὰν ἀποτέλεσμα ἀνθρωπίνης προσπαθείας.
Ὁ μικρὸς Βαρθολομαῖος στεναχωριόταν συχνά, καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ ὁ Θεός, τὴν δυνατότητα τῆς μαθήσεως. Καὶ ὁ Κύριος δέχθηκε τὴν προσευχή, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς παιδικῆς ψυχῆς.
Κάποια ἡμέρα ὁ πατέρας ἔστειλε τὸν Βαρθολομαῖο στὸ δάσος γιὰ νὰ φέρῃ τὰ ἄλογα. Συνηθισμένος στὴν ὑπακοή, ξεκίνησε ἀμέσως. Ἡ ἐργασία αὐτὴ τοῦ ἦταν πολὺ εὐχάριστη γιατὶ συνδυαζόταν μὲ τὴν μόνωσι καὶ τὴν σιωπή. Στὸν δρόμο του συνάντησε κάποιον μοναχό, ἢ μᾶλλον κάποιον Ἄγγελο μὲ μορφὴ μοναχοῦ. Στεκόταν ἀκίνητος μέσα στὸ δάσος καὶ προσευχόταν. Ὁ μικρὸς Βαρθολομαῖος τὸν πλησίασε, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ περίμενε νὰ τελειώσῃ τὴν προσευχή του. Ἐκεῖνος, μόλις τελείωσε, τὸν εὐλόγησε, τὸν ἀσπάσθηκε καὶ τὸν ρώτησε τί θέλει.
-Μὲ στέλνουν Πάτερ στὸ σχολεῖο νὰ μάθω γράμματα· ἀπάντησε ὁ Βαρθολομαῖος. Ὅμως δυσκολεύομαι πολύ, νὰ καταλάβω τὰ λόγια τοῦ δασκάλου μου. Λυπᾶμαι πολὺ γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω. Προσευχηθῆτε στὸν Κύριο γιὰ μένα.
Ὁ μοναχός, προσευχήθηκε, εὐλόγησε πάλι τὸ παιδί, καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἀπὸ τώρα ὁ Θεός, θὰ σοῦ δώσῃ φωτισμό, νὰ τὰ μαθαίνεις ὅλα, ἔτσι ποὺ νὰ διδάσκῃς καὶ τοὺς ἄλλους.
Τοῦ ἔδωσε κατόπιν ἕνα μικρὸ κομμάτι πρόσφορο, λέγοντας:
-Φάγε αὐτὸ τὸ κομμάτι. Σοῦ δίνεται σὰν ἀπόδειξι τῆς χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μικρό, ἀλλὰ τρώγοντάς το θὰ νοιώσης μεγάλη γλυκύτητα.
Ὁ μοναχός, φάνηκε σὰν νὰ ἤθελε νὰ φύγῃ. Ὁ νεαρὸς ὅμως Βαρθολομαῖος, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλῆ θερμά, νὰ ἐπισκεφθῆ τὸ σπίτι του καὶ νὰ εὐλογήσῃ τοὺς γονεῖς του. Δέχτηκε καὶ πῆγαν σπίτι. Οἱ γονεῖς τοῦ Βαρθολομαίου, ποὺ ἔδειχναν πάντα ἰδιαίτερο σεβασμὸ πρὸς τοὺς μοναχούς, προϋπάντησαν μὲ χαρὰ τὸν ἐπισκέπτη τους. Τοῦ προσέφεραν τροφή, ἀλλὰ ἐκεῖνος θέλησε νὰ προηγηθῆ ἡ πνευματικὴ τροφή. Ὅταν ἄρχισε ἡ προσευχή, πρότεινε στὸν Βαρθολομαῖο νὰ διαβάσῃ τοὺς ψαλμούς. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ εἶπε:
-Δὲν ξέρω Πάτερ νὰ διαβάζω.
-Ἀπὸ τώρα θὰ σοῦ δοθῆ ἡ γνώσις· ἀπάντησε ὁ μοναχός.
Ἀμέσως ὁ Βαρθολομαῖος ἄρχισε νὰ διαβάζῃ σωστὰ τοὺς ψαλμούς, πρᾶγμα τὸ ὀποῖο κατέπληξε τοὺς γονεῖς. Ἀποχαιρετώντας τους ὁ ἐπισκέπτης τοὺς προφήτευσε:
Ὁ γυιός σας θὰ δοξασθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Θὰ γίνῃ ἐκλεκτὸ δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὑπηρέτης τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅπως ἡ εὔφορη γῆ δέχεται τὴν βροχή, καὶ πλούσια καρποφορεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Βαρθολομαίου δεχόταν τὸ περιεχόμενο τῶν βιβλίων ποὺ διάβαζε. Ὁ Θεός· διήνοιξεν αὐτοῦ τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς (Λουκᾶς κδ´, 45). Μεγάλωνε χρόνο μὲ χρόνο καὶ συγχρόνως πλούτιζε σὲ γνώσεις καὶ ἀρετή.
Ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἔνοιωσε ἀγάπη γιὰ την προσευχή, καὶ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια γεύθηκε τὴν γλυκύτητά της. Γιὰ αὐτὸ ἐκκλησιαζόταν μὲ ζῆλο καὶ δὲν παρέλειπε καμμία ἀκολουθία. Απέφευγε συστηματικά, τὰ παιδικὰ παιχνίδια. Δὲν ταίριαζαν στὸν χαρακτῆρά του οἱ χαρές, καὶ τὰ γέλια τῶν συνομηλίκων του. Διαρκῶς θυμόταν ὅτι· ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου (Ψαλμὸς ρι´, 10), καὶ προσπαθοῦσε πάντοτε νὰ γνωρίσῃ αὐτὴ τὴν σοφία. Μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια μελετοῦσε τὰ πνευματικὰ κείμενα.
Γνωρίζοντας ὅτι μὲ τὴν ἐγκράτεια εὐκολώτερα νικῶνται τὰ πάθη, ἐπέβαλε στὸν ἑαυτό του αὐστηρὴ νηστεία. Δάμαζε τὴν σάρκα προκειμένου νὰ σώσῃ τὴν ψυχή.
Ἐὰν συναντοῦσε κάποιον φτωχό, μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν ἐξυπηρετοῦσε δίνοντάς του ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχά του. Ζοῦσε σὰν μοναχός, ἐνῶ ἦταν στὸν κόσμο, καὶ ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἡ μητέρα του ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ὑγεία του προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσῃ νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν τόσο αὐστηρὴ μορφὴ τῆς ζωῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ταπεινά, τῆς ἔλεγε:
-Μὴ μὲ ἀποτρέπης ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια ποὺ εἶναι τόσο γλυκειά, καὶ ὠφέλιμη γιὰ τὴν ψυχή μου.
Β. Ἡ ζωὴ στὴν ἔρημο.
Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν περίπου ἡ οἰκογένειά του μετοίκησε ἀπὸ τὴν πόλι Ῥοστώβ, στὸ Ῥάντονεζ[1]. Οἱ ἀδελφοί του νυμφεύθηκαν. Ὁ Βαρθολομαῖος κλείνοντας τὰ 20 χρόνια, ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τοὺς γονεῖς του νὰ τοῦ δώσουν τὴν εὐλογία νὰ καρῇ μοναχός. Ἀπὸ πολὺ νωρίτερα φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀφιερωθῇ στὸν Θεό. Ἄν καὶ οἱ γονεῖς του, ἀναγνώριζαν τὸ ὕψος τῆς μοναχικῆς ζωῆς, συμβούλευαν τὸν γυιό τους νὰ περιμένῃ ἀκόμη λίγο.
-Ἐμεῖς γεράσαμε· τοῦ ἔλεγαν. Δὲν εἶναι μακρυὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας καὶ δὲν ἔχουμε κανέναν νὰ μᾶς ὑπηρετήσῃ. Κάνε λίγη ὑπομονή, κήδεψέ μας καὶ τότε κανένα ἐμπόδιο δὲν θὰ ὑπάρχῃ γιὰ τὴν ἱερὴ ἐπιθυμία σου.
Ὁ Βαρθολομαῖος σὰν καλὸς καὶ ὑπάκουος γυιός, ἱκανοποίησε τὴν θέλησί τους καὶ ὁλοπρόθυμα προσπαθοῦσε νὰ τοὺς εὐαρεστῆ, γιὰ νὰ ἔχει τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία τους.
Ὁ Κύριλλος καὶ ἡ Μαρία, λίγο πρὶν πεθάνουν, ἔγιναν μοναχοί, στὴν Μονὴ Ποκρόβσκομ-Χότκοβομ[2], ποὺ βρίσκεται σὲ ἀπόστασι τριῶν χιλιομέτρων ἀπὸ τὸ Ῥάντονεζ. Στὸ ἴδιο μοναστήρι μόνασε καὶ ὁ μεγαλύτερος γυιός τους Στέφανος, τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος εἶχε πεθάνει. Ὁ Βαρθολομαῖος μετὰ τὸ εἰρηνικὸ τέλος τῶν γονέων του παρέμεινε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες στὸ μοναστήρι προσευχόμενος θερμὰ πρὸς στὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀνάπαυσί τους. Στὸ διάστημα αὐτὸ συλλογιζόταν διαρκῶς τὸν θάνατο.
-Εἶμαι καὶ ἐγὼ θνητός· σκεπτόταν. Θὰ πεθάνω καὶ ἐγώ, ὅπως καὶ οἱ γονεῖς μου.
Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασι αὐτῆς τῆς σκέψεως, μοίρασε ὅλη τὴν περιουσία ποὺ τοῦ κληροδότησαν οἱ γονεῖς του, χωρὶς νὰ κρατήσῃ τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀφωσιώθηκε ὁλότελα στὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος δίνει· τροφὴν τοῖς πεινῶσιν (Ψαλμὸς ρμε´, 7)
Ποθώντας θερμὰ τὴν ἀναχωρητικὴ ζωή, ξεκίνησε μὲ τὸν ἀδελφό του Στέφανο γιὰ νὰ βρῆ ἕνα κατάλληλο τρόπο. Ἀφοῦ περιπλανήθηκαν πολὺ μέσα στὰ γειτονικὰ πυκνὰ δάση, ἔφθασαν ἐκεῖ, ὅπου σήμερα ὑψώνεται τὸ ἔνδοξο μοναστήρι του, τὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα.
Τὸ δάσος ἦταν παρθένο. Οὔτε ἕνας δρόμος δὲν τὸν διέσχιζε, οὔτε μία κατοικία δὲν ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὰ βαθύσκια δένδρα του. Οἱ μόνοι κάτοικοί του ἦταν τὰ ἄγρια θηρία καὶ τὰ πουλιά. Οἱ δύο ἀδελφοὶ ἐπικαλέσθηκαν τὴν θεία εὐλογία καὶ ἐμπιστεύθηκαν τὸ μέλλον τους στὴν θεία πρόνοια. Ἔφτιαξαν μία καλύβα καὶ ἄρχισαν μὲ ζῆλο τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Σὲ λίγο κατασκεύασαν μία μικρὴ ξύλινη ἐκκλησία καὶ συμφώνησαν νὰ τὴν ἀφιερώσουν στὴν Ἁγία Τριάδα. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ πῆγαν στὴν Μόσχα καὶ παρακάλεσαν τὸν μητροπολίτη Θεόγνωστο (1328-1353) νὰ τὴν ἐγκαινιάση. Ὁ μητροπολίτης τοὺς δέχτηκε μὲ πολὺ ἐγκαρδιότητα καὶ ἔστειλε μαζί τους ἱερεῖς γιὰ τὰ ἐγκαίνια.
Ὁ Βαρθολομαῖος τώρα ρίχνεται σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες μὲ ἐξαιρετικὸ ζῆλο. Ὁ μεγαλύτερός του ὅμως ἀδελφὸς Στέφανος δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ στὴν ἀσκητική του πορεία, τὸν ἐγκατέλειψε καὶ πῆγε στὴν Μόσχα, ὅπου μόνασε στὴν μονὴ Μποζογιαβλένσκυ. Ἐκεῖ γνωρίσθηκε μὲ τὸν μετέπειτα μητροπολίτη Μόσχας Ἀλέξιο (1354-1378).
Ἔτσι, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ ἱερομόναχος Μητροφάνης, τὸν ἔκειρε μοναχό, στὸ εἰκοστὸ τρίτο ἔτος τῆς ἡλικίας του καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Σέργιος[3][3]. Μετὰ τὴν κουρά, ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου (7 Ὀκτωβρίου), ὁ ἱερομόναχος λειτούργησε καὶ κοινώνησε τὸν νεόκουρο. Τὴν στιγμὴ τῆς Θείας Μεταλήψεως τοῦ Σεργίου, ὁλόκληρος ὁ ναός, εὐωδίασε!
Ἐπὶ ἑπτὰ ἠμέρας ὁ νεόκουρος δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸν ναό, καὶ καθημερινὰ κοινωνοῦσε. Ἔτρωγε μόνο λίγο πρόσφορο καὶ ζοῦσε σὲ μία ὑψηλὴ κατάστασι προσευχῆς. Ἡ καρδιά του φλογιζόταν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ λάβῃ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα.
Ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ ἱερομόναχος Μητροφάνης τὸν ἀποχαιρέτησε λέγοντάς του προφητικά:
Ἀφήνω τὸν τόπο αὐτό, παραδίνοντάς σε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ἂς γίνῃ ὑπερασπιστής σου καὶ φύλακάς σου. Στὸ μέρος αὐτὸ θὰ δημιουργηθῆ μία μεγάλη καὶ ἔνδοξη μονή, στὴν ὁποία θὰ λάμψῃ ἡ ἁγιότητα καὶ θὰ δοξασθῆ τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Ὅσιος, ὁλομόναχος πλέον, ἀγωνιζόταν μὲ φλογερὸ ζῆλο. Νέκρωνε τὴν σάρκα μὲ αὐστηρὲς νηστείες, μὲ πολύωρες ἀγρυπνίες, μὲ ποικίλους κόπους καὶ κακοπάθειες. Ἰδιαίτερα τὸν σκληρὸ χειμώνα, ποὺ ἀπὸ τὴν παγωνιά, εσκαζε ἡ γῆ, ὑπέμενε τὸ φοβερο κρύο μὲ το ἴδο φόρεμα ποὺ φοροῦσε τὸ καλοκαίρι!
Ὑπέφερε πολλὲς δοκιμασίες ἀπὸ τοὺς δαίμονες στὴν ἀρχὴ τῆς ἐρημικῆς του ζωῆς. Οἱ ἀόρατοι ἐχθροί, ἔκαναν τὸ κάθε τι γιὰ νὰ τὸν φοβήσουν καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ μέρος ἐκεῖνο. Ἔπαιρναν τὴν μορφὴ ἄγριων θηρίων ἢ φιδιῶν, θορυβοῦσαν, ἀπειλοῦσαν... Ὁ Ὅσιος ὅμως τοὺς ἔδιωχνε μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ παράδοσί του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου διέλυσε σὰν ἱστοὺς ἀράχνης ὅλες τὶς δαιμονικὲς πανουργίες, κατέστρεφε ὅλα τὰ διαβολικὰ τεχνάσματα.
Κάποια νύχτα οἱ δαίμονες ἐμφανίσθηκαν σὰν ἀναρίθμητο στράτευμα ὁρμώντας ἐναντίον του καὶ ἀπειλώντας τον μὲ φοβερὴ μανία:
-Φύγε ἀπὸ ἐδῶ. Φύγε γιατὶ θὰ πεθάνης μὲ θάνατο φρικτό.
Καθὼς μὲ λύσσα ἔλεγε τὰ λόγια αὐτά, ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαιναν φλόγες. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν φοβήθηκε. Ὡπλισμένος μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς ἀντιμετώπισε νικηφόρα τὰ πλήθη τῶν ἀντιπάλων.
Μία νύχτα, καθὼς διάβαζε μέσα στὴν ἡσυχία τὴν ἀκολουθία του, ξαφνικὰ ἀκούσθηκε ἕνας τρομακτικὸς πάταγος ἀπὸ τὸ δάσος. Ταυτόχρονα, ἕνα μεγάλο πλῆθος δαιμόνων περικύκλωσε τὸ κελλί του. Προσπάθησαν νὰ τὸν τρομάξουν καὶ νὰ τὸν ἀπαγοητεύσουν:
-Μὴν ἐλπίζης νὰ ζήσης περισσότερο στὸ ἀδιαπέραστο αὐτὸ δάσος. Θὰ λιμοκτονήσης. Θὰ πέσης στὰ χέρια κακούργων ληστῶν.
Σὲ ὅλες τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν, ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς θαυματουργοῦσε. Οἱ δαίμονες πάντοτε ὀπισθοχωροῦσαν ντροπιασμένοι. Ἠ ἐπιτυχὴς ἀντιμετώπισίς τους ἐνίσχυε τὸν Ὅσιο καὶ σὲ ἕνα ἄλλο εἶδος δοκιμασιῶν: Δίπλα στὸ ἀπομονωμένο κελλί του περνοῦσαν κοπάδια ὁλόκληρα ἀπὸ πεινασμένους λύκους, ἀρκοῦδες καὶ ἄλλα θηρία ἕτοιμα νὰ τὸν ξεσχίσουν.
Κάποια φορά, ποὺ πλησίασε στὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μία ἀρκούδα, ὁ Ὅσιος κατάλαβε ὅτι ἦταν πολὺ πεινασμένη, τὴν λυπήθηκε καὶ τῆς ἔδωσε ἕνα κομμάτι ψωμί, τοποθετώντας το σὲ ἕνα κούτσουρο. Ἀπὸ τότε ἡ ἀρκούδα συνήθισε νὰ ἔρχεται συχνά, καὶ νὰ περιμένῃ τὴν προσφορὰ τοῦ Ὁσίου. Τὸν κοίταζε μὲ συστολή, καὶ ἐκεῖνος μοιραζόταν μαζί της καὶ τὸ τελευταῖο κομμάτι ποὺ διέθετε.
Ὁ Κύριος δὲν ἐγκατέλειπε τὸν Ὅσιο. Τὸν ἐνθάρρυνε στὶς θλίψεις τῆς μοναξιᾶς καὶ τὸν ἐνίσχυε στοὺς σκληροὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες.
Συνεχίζεται...
[1] Ἠ σημερινὴ κωμόπολις Γοροντόκ, ποὺ βρίσκεται μεταξὺ τῆς Μόσχας καὶ τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σεργίου, 13 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν τελευταία.
[2] Τὸ μοναστήρι εἶχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δύο τμήματα, ἕνα γιὰ μοναχούς, καὶ ἕνα γιὰ μοναχές.
[3] Ὄνομα ῥωμαϊκό, ποὺ σημαίνει· ὑψηλός ἠ εὐυπόληπτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου