ΙΑ. Δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι.
Τριάντα χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε. Ὁ Κύριος θέλησε νὰ δοξάσῃ περισσότερο τὸν ἐκλεκτὸ δοῦλό Του. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσε κοντὰ στὴν μονὴ ἕνας εὐσεβής, ποὺ ἔτρεφε μεγάλη εὐλάβεια στὸν Ὅσιο καὶ συχνὰ ἐρχόταν καὶ προσευχόταν στὸν τάφο του. Κάποια νύκτα, ἔπειτα ἀπὸ θερμὴ προσευχή, τὸν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ ξαφνικά, τοῦ ἐμφανίζεται ὁ Ὅσιος καὶ τοῦ λέει:
-Πὲς στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς, γιατί μὲ ἀφήνει τόσο καιρὸ στὸν τάφο καὶ τὰ νερὰ περιβάλλουν τὸ σῶμά μου;
Ὁ ἄνθρωπος ξύπνησε γεμάτος φόβο καὶ χαρά. Χωρὶς καθυστέρηση συνάντησε τὸν ἡγούμενο Νίκωνα καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ ὅραμα. Οἱ μοναχοί, μὲ συγκίνηση πληροφορήθηκαν τὸ γεγονός, καὶ πολὺς κόσμος συγκεντρώθηκε στὴν λαύρα. Ἔφθασε καὶ ὁ πρίγκηπας τοῦ Ζβενιγόρσκυ Γιούρι Δημητρίγιεβιτς, ποὺ τιμοῦσε σὰν πατέρα τὸν Ὅσιο καὶ ἐνδιαφερόταν ἐξαιρετικὰ γιὰ τὴν μονή.
Μόλις ἄνοιξαν τὸν τάφο, ξεχύθηκε τριγύρω μία θαυμαστὴ εὐωδία. Τότε κατάπληκτοι οἱ συγκεντρωμένοι εἶδαν ὅτι ὄχι μόνο τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου διατηρήθηκε ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱερά του ἐνδύματα παρέμειναν ἀνέπαφα. Ὅλοι μὲ ἱερὴ ἀγαλλίαση καὶ ἐνθουσιασμὸ δοξολόγησαν τὸν Θεό, ποὺ χαρίτωσε τὸν Ὅσιό του. Πανηγυρικά, τοποθέτησαν τὸ ἅγιο λείψανο σὲ μία καινούργια λαρνάκα. Ἡ ἀνακομιδὴ αὐτὴ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος, γιὰ τὴν ὁποία θεσπίστηκε γιορτή, ἔγινε στὶς 5 Ἰουλίου τοῦ 1422.
Ὁ Κύριος μὲ θαυμαστὸ τρόπο δόξασε τὸν Ὅσιό του. Πολυάριθμα θαύματα ἐκδηλώνονται σὲ ὅσους μὲ πίστη ἐπικαλοῦνται τὸν Ὅσιο καὶ προσκυνοῦν τὸ ἰαματικὸ λείψανό του. Ὅσο ὁ ταπεινὸς ἀγωνιστὴς ἀπέφευγε τὴν δόξα, τόσο ἡ παντοδύναμη δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου τὸν ὑπερύψωνε. Ὅσο περισσότερο ἐκεῖνος ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του, τόσο ὁ Θεὸς τὸν δόξαζε.
Ἐνόσω ζοῦσε στὴν γῆ αὐτὴ ὁ Ὅσιος ἐπιτελοῦσε πολλὰ θαύματα καὶ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἐξαιρετικὰ ὁράματα. Γεμᾶτος ὅμως πραότητα καὶ ταπείνωση ἀπαγόρευε στοὺς μοναχούς του νὰ τὰ διηγοῦνται. Μετὰ τὴν κοίμηση, ὁ Κύριος τὸν χαρίτωσε τόσο, ποὺ τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων του, μοιάζει μὲ τὰ ἀστείρευτα νερά, ἑνὸς μεγάλου ποταμοῦ.
Θαυμαστὸς ὁ Θεός, ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ (Ψαλμὸς ξζ´, 36). Οἱ τυφλοὶ ξαναβλέπουν, οἱ χωλοὶ περπατοῦν, οἱ κωφάλαλοι ὁμιλοῦν, οἱ δαιμονισμένοι ἐλευθερώνονται, οἱ ἄρρωστοι θεραπεύονται, οἱ θλιμμένοι παρηγοροῦνται, οἱ αδικημένοι προστατεύονται. Ὁ Ὅσιος ὅλους τοὺς εὐεργετεῖ. Λάμπει ὁ ἥλιος καὶ θερμαίνει μὲ τὶς ζωογόνες ἀκτῖνές του τὴν γῆ. Πιὸ φωτεινὰ ὅμως λάμπει ὁ θαυματουργὸς Ὅσιος, ποὺ φωτίζει μὲ τὰ θαύματά του καὶ τὶς προσευχές του τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Καὶ ὁ μὲν ἥλιος ἀνατέλλει καὶ δύει, ἐνῶ ἡ δόξα αὐτοῦ τοῦ θαυματουργοῦ ποτὲ δὲν μειώνεται. Τὸ εὐεργετικό του γαλήνιο φῶς, θὰ λάμπει πάντοτε σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τῆς Αγίας Γραφῆς· Οἱ δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι (Παροιμιῶν ε´, 15).
Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1408, ὅταν ἡγουμένευε ὁ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Νίκων, ἄρχισαν νὰ πλησιάζουν στὰ περίχωρα τῆς Μόσχας οἱ Τάταροι μὲ ἀρχηγὸ τὸν θηριώδη Ἐντιγέα. Ὁ Ὅσιος Νίκων κατέφυγε στὸν Θεό, παρακαλώντας τον νὰ σώσῃ τὸν ἁγιασμένο τόπο καὶ νὰ τοὺς ὑπερασπισθεῖ ἀπὸ τὴν βαρβαρικὴ ἐπιδρομή. Στὴν θερμὴ προσευχή του καλοῦσε σὲ πρεσβεία καὶ τὸν Ὅσιο Σέργιο. Μίλις τελείωσε, κάθισε λίγο νὰ ξεκουρασθεῖ καὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Βλέπει τότε τοὺς Ἁγίους Ἱεράρχες Πέτρο καὶ Ἀλέξιο νὰ ἔχουν μαζί τους τὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος τοῦ λέει:
-Εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ καταπατήσουν οἱ ἀλλοεθνεῖς τὸν τόπο αὐτό. Ἐσὺ ὅμως νὰ μὴν στενοχωριέσαι, γιατὶ ἡ μονὴ δὲν θὰ ἐρημώσῃ ἀλλὰ θὰ ἀνθίσῃ ἀκόμη περισσότερο.
Οἱ τρεῖς Ἅγιοι τὸν εὐλόγησαν καὶ ἐξαφανίσθησαν. Ὁ Ὅσιος Νίκων, μόλις συνῆλθε, ἔτρεξε στὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του νὰ τοὺς προλάβει. Ἡ πόρτα ἦταν κλεισμένη. Ὅταν τὴν ἄνοιξε εἶδε τοὺς Ἁγίους νὰ μπαίνουν στὸν ναό. Τότε κατάλαβε ὅτι δὲν ἦταν ὄνειρο, ἀλλὰ πραγματικὸ ὅραμα.
Ἡ πρόρρησις τοῦ Ὁσίου Σεργίου πολὺ σύντομα πραγματοποιήθηκε. Οἱ Τάταροι κατέστρεψαν μὲ φωτιὰ τὴν λαύρα.
Χάρη ὅμως στὴν θαυμαστὴ προειδοποίηση τοῦ Ὁσίου, οἱ ἀδελφοὶ εἶχαν ἐγκαίρως ἀπομακρυνθεῖ καὶ ὅταν οἱ εἰσβολεῖς ὑποχώρησαν ξανάκτισαν τὸ μοναστήρι καὶ ὕψωσαν πέτρινο ναό, πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὰ ἐγκαίνιά του ἔγιναν στὶς 25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1412. Μέσα στὸν ναὸ αὐτὸ ἀναπαύεται τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Πολλοὶ ἐνάρετοι μοναχοί, τὸν ἔβλεπαν νὰ ἐμφανίζεται στὰ ἐγκαίνια τῶν νέων κτηρίων τῆς μονῆς.
Ἐνῶ ἡγουμένευε ἀκόμη ὁ Ὅσιος Νίκων ἕνας ἀδελφός, καθὼς ἔκοβε μὲ τὸ τσεκούρι ξύλα γιὰ νὰ κατασκευάσῃ καινούργιο κελλί, τραυματίσθηκε ἐπικίνδυνα στὸ πρόσωπο. Ἀπὸ τὸν φρικτὸ πόνο σταμάτησε τὴν ἐργασία καὶ ἐπέστρεψε στὸ κελλί του.
Πλησίαζε νὰ νυχτώσῃ καὶ ὁ ἡγούμενος ἔλειπε τὴν ὥρα ἐκείνη ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Ξαφνικά κτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶ κάποιος ποὺ ὠνόμασε τὸν ἑαυτό του ἡγούμενο, παρεκάλεσε νὰ μπεῖ μέσα. Ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπώλεια τοῦ αἵματος ὁ ἀδελφὸς δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ ἀνοίξει. Τότε ἡ πόρτα ἄνοιξε μόνη της καὶ ὅλο τὸ κελλί, φωτίσθηκε ἀπὸ ἕνα θαυμαστὸ φῶς. Ἀνάμεσα στὴν λάμψη ὁ μοναχός, διέκρινε δύο ἄνδρες, ἕναν ἱεράρχη καὶ ἕναν μοναχό.
Ἄρχισε ὁ ἀσθενὴς νὰ ζητᾶ τὴν εὐλογία τους. Ὁ φωτοφόρος μοναχός, ἔδειξε στὸν ἱεράρχη τὰ θεμέλια τοῦ κελλιοῦ καὶ ἐκεῖνος τὰ εὐλόγησε. Τότε ὁ ἀδελφὸς κατάπληκτος ἔνοιωσε νὰ σταματοῦν οἱ πόνοι καὶ ἡ αἱμορραγία. Θεραπεύθηκε ἀμέσως. Κατάλαβε ὅτι ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο Ἱεράρχη Ἀλέξιο καὶ τὸν Ὅσιο Σέργιο. Ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη ποὺ τοὺς ἕνωνε στὴν ζωή, ἐμφανιζόταν ἄρρηκτη καὶ μετὰ θάνατο.
Ὁ Ὅσιος εἶχε προφητεύσει τὴν γέννηση ἑνὸς Μοσχοβίτη, τοῦ Συμεών. Ὁ Συμεών, κάποτε ἀρρώστησε τόσο βαριά, ποὺ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ κουνηθεῖ. Σχεδὸν χωρὶς φαγητό, καὶ ὕπνο παρέμεινε ξαπλωμένος ζωντανὸς-νεκρός, στὸ κρεββάτι του. Μέσα στὴν βαθιά του ὀδύνη παρακαλεῖ μὲ θέρμη τὸν Ὅσιο.
-Βοήθησέ με Ἅγιε Σέργιε. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν δοκιμασία αὐτή. Ἐσὺ ποὺ παρηγοροῦσες τοὺς γονεῖς μου καὶ ποὺ προεῖπες τὴν γέννησή μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείπης στὴν θλίψη μου.
Ξαφνικά, παρουσιάσθηκαν δύο σεβάσμιοι μοναχοί. Ὁ ἕνας ἦταν ὁ ἡγούμενος Νίκων. Ὁ ἄρρωστος τὸν ἀνεγνώρισε ἀμέσως γιατὶ εἶχε συνδεθεῖ μαζί του, ὅταν ὁ ἡγούμενος βρισκόταν στὴν ζωή. Κατάλαβε ὅτι ὁ δεύτερος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Σέργιος. Ὁ Ὅσιος τὸν πλησίασε καὶ τὸν σταύρωσε. Ὁ ἄρρωστος ἔνοιωσε σὰν νὰ ξεκολλάει τὸ δέρμα του ἀπὸ τὸ σῶμα. Οἱ Ὅσιοι ἐξαφανίσθηκαν, ἐνῶ ὁ Συμεών, κατάλαβε ὅτι δὲν ξεκόλλησε τὸ δέρμα του, ἀλλὰ ἡ ἀρρώστεια ἀπομακρυνθηκε τελείως ἀπὸ αὐτόν.
Μία χρονιά, συγκεντρώθηκε πολὺς κόσμο στὴν μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιατὶ πλησίαζε ἡ πανήγυρίς της. Μεταξὺ τῶν προσκυνητῶν ἦταν καὶ ἕνας τυφλός, ποὺ ἔχασε τὸ φῶς του σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν. Στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ ἐκκλησία καὶ παρακολουθοῦσε μὲ εὐλάβεια τὴν μεγαλοπρεπὴ ακολουθία. Εἶχε μία βαθιὰ λύπη ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ μέσα καὶ νὰ προσκυνήσῃ τὰ λείψανα τοῦ Ὁσιου, ποὺ χάριζαν, ὅπως συχνὰ ἄκουε, τόσες θεραπεῖες. Ὁ συνοδός του γιὰ κάποια αἰτία ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά του καὶ ἡ λύπη του μεγάλωσε ἀκόμη περισσότερο. Τότε ἐμφανιζεται ὁ Οσιος Σέργιος, τὸν πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδηγεῖ μέσα στὸν ναό, κοντὰ στὴν λειψανοθήκη. Ὁ τυφλός, προσκύνησε καὶ ἀμέσως θεραπεύθηκε. Πλήθη πιστῶν ἦσαν μάρτυρες τοῦ θαύματος καὶ δόξαζαν τὸν Θεό, καὶ τὸν Ὅσιο. Ὁ ἴδιος ὁ πρώην τυφλός, γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη παρέμεινε στὴν μονή, γιὰ νὰ βοηθεῖ τοὺς πατέρες στὰ διακονήματά τους.
Τὸ 1551 ὁ τσάρος Ἰωάννης Βασίλιεβιτς Γρόνζυ, -δηλαδή, ὁ Ἰβὰν ὁ τρομερός, ποὺ βασίλευσε ἀπὸ τὸ 1533 ὣς τὸ 1584- γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ ἀπο τοὺς Τατάρους, ἔκτισε τὴν πόλη Σβιάζσκγ. Στην πόλη αὐτὴ ὑπῆρχε μία μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ὁποία φυλασσόταν μία θαυματουργὴ εἰκόνα του Ὁσίου. Ὄχι μόνο πιστοί, αλλὰ καὶ εἰδωλολάτρες ἀπολάμβαναν τὶς εὐεργεσίες του. Κάποτε, παρουσιάσθηκε στὴν πόλη αὐτὴ μία ἐπίσημη ἀντιπροσωπεία απὸ ὀρεινοὺς Τσερεμισίους[4][4] καὶ ἀνήγγειλε τὰ ἑξῆς:
-Πέντε χρόνια προτοῦ θεμελιωθεῖ ἡ πόλις καὶ ἐνῶ ὑπῆρχε ἀπέραντη ἐρημιά, ἀκούγαμε συχνά, ἐκκλησιαστικὲς ρωσικὲς κωδωνοκρουσίες. Στέλναμε τότε νέους νὰ τρέξουν νὰ δοῦν τὶ συμβαίνει. Οἱ νέοι ἄκουγαν ὑπέροχες ψαλμωδίες, ἀλλὰ δὲν βλέπαμε κανέναν. Μόνον ἕνας μοναχός, περιφερόταν μὲ τὸν σταυρὸ στὸ χέρι καὶ εὐλογοῦσε πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Ἔμοιαζε σὰν νὰ ὑπελόγιζε τὴν ἔκταση τῆς σημερινῆς πόλεως. Στὸ πέρασμά του ὅλη ἡ περιοχή, πλημμύριζε ἀπὸ εὐωδία. Οἱ νέοι ἔρριχναν ἐπάνω του βέλη ἀλλὰ αὐτὰ ἔσπαζαν καὶ ἔπεφταν στὴν γῆ. Τὰ περίεργα ἐκεῖνα φαινόμενα τὰ διηγηθήκαμε στοὺς ἄρχοντες καὶ στὴν βασίλισσά μας.
Ὅλοι κατάλαβαν ὅτι ἐμφανιζόταν ὁ Ὅσιος, τοῦ ὁποίου ἡ εἰκόνα θὰ συγκέντρωνε ἀργότερα πλήθη πιστῶν.
ΙΒ. Μία πολιορκία τῆς Λαύρας.
Ἡ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου πολιορκήθηκε στὶς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ 1608 ἀπὸ 30.000 Πολωνούς, καὶ Κοζάκους, μὲ ἀρχηγοὺς τὸν Λισόφσκυ καὶ τὸν Σαπέγα.
Οἱ ὑπερασπιστές της ἦταν ἀσυγκρίτως λιγότεροι, περίπου 2.000, μὲ πεσμένο ἠθικο μπροστὰ στὴν εχθρικὴ ὑπεροπλία. Μέσα σὲ γενικὸ θρῆνο τέλεσαν ὁλονυχτία ἀγρυπνία τὴν παραμονὴ τῆς 25 Σεπτεμβρίου κατὰ τὴν ὁποία γιορτάζεται ὁ Ὅσιος.
Ὁ Ἅγιος δὲν περίμενε νὰ τελειώσῃ ἡ ἀκολουθία. Ἐμφανίσθηκε στὸν μοναχὸ Ποιμένα. Ἐνῶ προσευχόταν στὸν πολυεύσπλαγχνο Σωτῆρα καὶ στὴν πανάχραντη Θεοτόκο, τὸ κελλί του γέμισε φῶς σὰν νἆταν ἡμέρα. Σκέφθηκε ὅτι οἱ ἐχθροὶ μπῆκαν καὶ ἔκαιγαν τὸ μοναστήρι. Τρέχει ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί, καὶ βλέπει στὸν τροῦλλο τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος μία πύρινη στήλη ποὺ ἔφθανε στὸν οὐρανό. Κάλεσε ἀμέσως τοὺς μοναχούς, καὶ τοὺς κοσμικούς, καὶ ὅλοι θαύμασαν τὸ ἐξαιρετικὸ φαινόμενο. Ἀφου πέρασε λίγη ὥρα, ἡ στήλη ἄρχισε νὰ χαμηλώνει, να μικραίνει, καὶ τέλος σὰν πυρακτωμένο σύννεφο μπῆκε μέσα στὸν ναό, ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς εἰσόδου. Ἕπειτα εξαφανίσθηκε.
Στὸ διάστημα αὐτὸ οἱ πολιορκητὲς ἔρραναν τὸ μοναστήρι μὲ ἀναρίθμητες οβίδες, ἀλλὰ ἡ παντοδύναμη δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου τὸ ἔσωζε. Τὰ βλήματα ἔπεφταν σὲ ἀκατοίκητες περιοχές, καὶ προκαλοῦσαν ἐλάχιστες ζημιές, ἐνῶ ὑπῆρχε σὲ πολλὰ σημεῖα ὑπερβολικὸς συνωστισμὸς τῶν πιστῶν ποὺ κατέφυγαν στὴν μονή.
Οἱ ἐχθροὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πυροβολικό, καὶ τὶς συχνὲς ἐπιδρομές, με τὶς ὁποῖες ἔφθειραν τὶς δυνάμεις τῶν πολιορκημένων, ἄρχισαν νὰ σκάβουν ὑπόγεια σήραγγα κάτω ἀπὸ τὰ τείχη. Ὁ Ὅσιος ἐμφανιζόταν νὰ περπατεῖ στὶς ἐπάλξεις καὶ νὰ ἁγιάζει τὰ τείχη. Μία Κυριακή, ἐμφανίσθηκε στὸν κανδηναλάπτη Εἰρήναρχο καὶ τοῦ προεῖπε μία ἐπικείμενη ἔφοδο τῶν ἐχθρῶν.
Πραγματικά, τὴν ἑπόμενη νύχτα οἱ Πολωνοί, ἐνήργησαν μία φοβερὴ ἐπίθεσι ἐναντίον τῆς λαύρας, ἀλλὰ οἱ προειδοποιημένοι ὑπερασπιστές της τοὺς ἀπέκρουσαν μὲ ἐπιτυχία, προξενώντας τους μεγάλες ἀπώλειες.
Οἱ πολιορκημένοι γνώριζαν γιὰ τὸ σκάψιμο κάτω ἀπὸ τὰ τείχη, δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ προσδιορίσουν τὴν θέση τῆς σήραγγος. Ἔτσι κάθε στιγμή, τοὺς ἀπειλοῦσε ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή. Ὁ καθένας ἔβλεπε τὸν θάνατο μπροστά του. Ὅλοι μὲ βαθιὰ συναίσθηση κατέφυγαν στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅλοι θερμὰ παρακαλοῦσαν γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ὅλοι μετανοοῦσαν γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν στρεφόταν μὲ ἀπέραντη πίστη πρὸς τὰ ἅγια λείψανα τῶν μεγάλων ὑπερμάχων καὶ ἱδρυτῶν τῆς μονῆς Σεργίου καὶ Νίκωνος. Ὅλοι ἀξιώθηκαν νὰ κοινωνήσουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, τὸ Σῶμα και τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου.
Στὶς ζοφερὲς αὐτὲς ἡμέρες, ὁ Ὅσιος Σέργιος ἐμφανίσθηκε στὸν ἀρχιμανδίτη Ἰωάσαφ. Τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι ο Κύριος θὰ τοὺς ἐλεήσῃ καὶ θὰ τοὺς σώσῃ καὶ τὸν συμβούλευσε νὰ συνεχίζουν τὴν προσευχή, καὶ τὴν μετάνοια καὶ μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν θανάσιμο κίνδυνο.
Ὁ ἀρχιμανδίτης Ἰωάσαφ παρηγόρησε τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τὸ ὅραμα αὐτό. Ἔπειτα ἀπὸ λίγες μέρες ἀξιώθηκε νὰ ξαναδεῖ τὸν Ὅσιο, τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε τὸν μοναχικό του κανόνα, καὶ νὰ ἀκούσῃ καὶ ἄλλα παρηγορητικὰ λόγια:
-Σήκω καὶ εὐχαρίστησε τὴν πανάχραντη Θεοτόκο, γιατί, θερμὰ προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία σας πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της.
Ὁ Ὅσιος ἐμφανιζόταν ὄχι μόνο στοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς μονής, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἐχθροὺς ποὺ τὴν πολιορκοῦσαν. Ἔτσι ἕνας ἀπὸ τοὺς Κοζάκους ἦλθε στὸ μοναστήρι καὶ διηγήθηκε ὅτι πολλοὶ στρατηγοὶ τῶν ἀντιπάλων ἔβλεπαν νὰ φωτίζουν στὰ τείχη δύο φωτόλουστοι στάρετς, ποὺ ἔμοιαζαν μὲ τοὺς θαυματουργοὺς Ἁγίους Σέργιο καὶ Νίκωνα. Ὁ ἕνας θυμίαζε τὸ μοναστήρι καὶ ὁ ἅλος τὸ ράντιζε μὲ ἁγιασμό. Μετὰ ἀπευθύνθηκαν στὰ στρατεύματα τῶν Κοζάκων μέμφοντάς τους γιατὶ ἑνώθηκαν μὲ ἑτερόδοξους γιὰ νὰ καταστρέψουν τὸν οἶκο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Πολωνούς, ἄρχισαν νὰ τοξεύουν τοὺς δύο στάρετς, ἀλλὰ τὰ βέλη τους ἐπέστρεφαν καὶ τραυμάτιζαν τοὺς ἴδιους. Οἱ Ὅσιοι προεῖπαν καὶ στοὺς ἐχθροὺς τὴν καταστροφή τους. Μερικοὶ Κοζάκοι τρομαγμένοι ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν ἐχθρῶν καὶ ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους, δίνοντας τὴν ὑπόσχεση νὰ μὴν ξαναπιάσουν ποτὲ τὰ ὅλα ἐναντίον τῶν ὀρθοδόξων.
Μὲ τὴν θεία καθοδήγηση οἱ πολιορκούμενοι κατόρθωσαν νὰ ἀνακαλύψουν τὴν ὑπόγεια σήραγγα, ποὺ ἔσκαβαν οἱ ἐχθροί. Μερικοὶ γενναῖοι τὴν κατέστρεψαν θυσιάζοντας τὴν ζωή τους. Ἐκπλήρωσαν ἔτσι τὰ θεῖα λόγια: Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ (Ἰωανν., ιε´, 13).
Ὁ φοβερὸς ρωσικὸς χειμώνας ἀνάγκασε τοὺς ἐχθροὺς νὰ περιορίσουν τὶς συχνὲς ἐπιδρομές. Δυσκόλευσε ὅμως ἀφάνταδτα καὶ τοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς μονῆς. Ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν στενότητα τοῦ χώρου καὶ τὴν κακὴ διατροφή. Ἄρχισε νὰ τοὺς ἀποδεκατίζει καὶ ἡ ἀρρώστεια τσίνγα ποὺ δημιουργοῦσε πρίξιμο τῶν σιελογόνων ἀδένων καὶ ἐμφάνιση πληγῶν στὰ πόδια. Πολλοί, πέθαιναν καὶ οἱ πολεμιστὲς ἀπέμειναν διακόσιοι. Τὸ ἠθικό τους διαρκῶς ἔπεφτε. Γόγγυζαν καὶ θεωροῦσαν ὑπερβολικὰ παράτολμο νὰ στείλουν ἀπεσταλμένο στὴν Μόσχα γιὰ βοήθεια. Ὁ Ὅσιος Σέργιος ἐμφανίσθηκε πάλι στὴν κανδηναλάπτη Εἰρήναρχο:
-Πὲς στοὺς ἀδελφούς, καὶ σὲ ὅλους τοὺς ὑπερασπιστὲς ὅτι σήμερα τὰ μεσάνυχτα ἔστειλα ἐγὼ ἀπεσταλμένους στὴν Μόσχα τοὺς μαθητές μου Μιχαία, Βαρθολομαῖο καὶ Ναούμ. Οἱ ἐχθροὶ τοὺς εἶδαν. Δὲν τοὺς συνέλαβαν ὅμως. Ῥωτῆστέ τους γιατὶ δὲν τοὺς συνέλαβαν.
Σὲ μία προσπάθεια ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἐχθροὺς τὸ ὅραμα ἐπαληθεύθηκε. Οἱ Πολωνοί, πραγματικὰ ειδαν τρεῖς γέροντες καβαλάρηδες νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ κατευθύνονται πρὸς τὴν Μόσχα. Θεωροῦσαν σίγουρη τὴν σύλληψή τους γιατὶ τὰ ἄλογά τους δὲν φαίνονταν ὑγιῆ. Ἀπατήθηκαν ὅμως. Καίτοι τοὺς κυνηγοῦσαν μὲ μανία δὲν κατόρθωσαν νὰ τοὺς φθάσουν. Τὰ ἄλογα τῶν γερόντων κάλπαζαν τόσο γρήγορα, σὰν νὰ πετοῦσαν. Τὰ ἄλογα αυτὰ ἦταν προηγουμένως τυφλά, καὶ τὰ εἶχαν ἐγκαταλείψη ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη λόγω ἐλλείψεως τροφῆς!
Τὴν ἴδια μέρα οἱ Μοσχοβίτες εἶδαν ἕναν μοναχό, νὰ ὁδηγεῖ μία σειρὰ ἀπὸ δώδεκα ἁμάξια γεμᾶτα ψωμί. Ὁ μοναχός, κατευθυνόταν πρὸς τὴν μονὴ τῶν Θεοφανείων, ποὺ ἦταν μετόχι τῆς λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Μόσχα ἦταν καὶ αὐτὴ περικυκλωμένη ἀπὸ ἐχθρικὰ στρατεύματα καὶ ὅλοι ἀποροῦσαν πῶς ὁ μοναχός, πέρασε ἀνάμέσα τους ἀνενόχλητος. Ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὴν κατάσταση τῆς λαύρας, ἀπάντησε:
-Ὁ Κύριος δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει στὴν διάθεση τῶν ἀπίστων. Μη φοβᾶσθε καὶ μὴν ἀπελπίζεσθε.
Ἡ ἀσφυκτικὴ πολιορκία εἶχε φέρει τοὺς Μοσχοβῖτες σὲ δεινὴ κατάσταση πείνας. Ὁ ἴδιος τότε ὁ τσάρος Βασίλειος (1606-1610) καὶ ὁ πατριάρχης Ἅγιος Ἑρμογένης (1606-1612) μόλις πληροφορήθηκαν τὴν ἄφιξη ἐφοδίων, παρεκάλεσαν τὸν οἰκονόμο τῆς λαύρας ἱερομόναχο Ἀβραὰμ Παλίτσιν νὰ πωλεῖ σὲ χαμηλὴ τιμή, στὸν πεινασμένο λαό, τὰ ἀποθέματα ποὺ θαυματουργικὰ ἔλαβε. Ὁ ἱερομόναχος Ἀβραὰμ ἔχοντας βαθιὰ πίστη στὸν Θεό, καὶ στὸν Ἅγιο Σέργιο ἱκανοποίησε τὴν παράκλησή του. Παρατήρησαν τότε καὶ ἄλλο ἐκπληκτικὸ φαινόμενο. Ἐνῶ τροφοδοτοῦσαν ἄφθονα τὸν κόσμο, τὰ ἀποθέματα τῆς μονῆς δὲν λιγόστευαν.
Ἡ λαύρα τοῦ Ὁσίου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑλικη βοήθεια στὸν λαὸ τῆς Μόσχας πρόσφερε καὶ μία ἄλλη ὑπηρεσία γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Ῥωσσίας ἀπὸ τὴν ἐχθρικὴ εἰσβολή. Ὁ ἀρχιμανδρίτης της Διονύσιος καὶ ὁ οἰκονόμος Ἀβραάμ, ἔγραψαν συγκινητικὰ γράμματα πρὸς τὶς ἐλεύθερες πόλεις τῆς χώρας παρακινώντας τοὺς Ῥώσσους πατριῶτες, ποὺ δὲν κτύπησε ἡ μάστιγα, νὰ ἑνωθοῦν καὶ νὰ συμβάλλουν στην σωτηρία τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος.
Στὴν πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ ζοῦσε ἕνας κρεοπώλης ὁ Κοσμᾶς Μίνιν-Σουκόρουκ. Ὁ Ὅσιος Σέργιος τοῦ παρουσιάσθηκε σὲ ὅραμα καὶ τὸν διέταξε νὰ συγκεντρώσῃ χρήματα, νὰ συγκροτήσῃ στρατό, καὶ νὰ ἐλευθερώσῃ τὴν Μόσχα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ὅταν ξύπνησε, καὶ συνῆλθε ὁ Κοσμᾶς ἄρχισε νὰ σκέπτεται ὅτι δὲν ἦταν ὁ ἴδιος καθόλου κατάλληλος στὸ νὰ στρατολογεῖ καὶ ἔτσι παρέμεινε ἀδρανής. Ὁ Ὅσιος ἐμφανίσθηκε γιὰ δευτέρη φορά, ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Κοσμᾶς ἔμεινε ἀναποφάσιστος. Τότε ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται γιὰ τρίτη φορά, καὶ τοῦ λέει:
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, θέλει νὰ ἐλεήσῃ τοὺς ὀρθοδόξους καὶ νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴν σωτηρία καὶ τὴν εἰρήνη. Γιὰ αὐτὸ σοῦ παρήγγειλα νὰ ξεκινήσεις γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ρωσικῆς γῆς ἀπὸ τοὺς εἰσβολεῖς. Μὴ φοβᾶσαι τοὺς δισταγμοὺς τῶν ἡλικιωμένων. Οἱ νεώτεροι μὲ ἐνθουσιασμὸ θὰ σὲ ἀκολουθήσουν. Τὸ ξεκίνημά σου θὰ στεφθεῖ ἀπὸ τὴν νίκη.
Ὁ Κοσμᾶς ταράχθηκε τόσο μὲ τὸ τελευταῖο ὅραμα, ποὺ ἀρρώστησε. Ἀργότερα ὅμως ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου καὶ ἀνέλαβε μὲ ζῆλο τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα. Ἄρχισε νὰ στρατολογεῖ πολλοὺς νέους, διαθέτοντας ὅλη του τὴν περιουσία. Οἱ συμπολῖτές του τὸν ἐνίσχυσαν καὶ ἔτσι μὲ τὴν θεία βοήθεια καὶ τὴν ἰδιαίτερη ἐπέμβαση τοῦ Ὁσίου Σεργίου ἡ χώρα λυτρώθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς.
Ἡ λύσις τῆς πολυχρονίου πολιορκίας τῆς λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου ἔγινε τὴν 12η Ἰανουαρίου τοῦ 1610. Οἱ εὐγνώμονες Ῥῶσσοι τιμοῦν τὴν ἡμέρα αὐτή. Τὴν γιορτάζουν μὲ εἰδικὴ θεία Λειτουργία καὶ λιτανεία κατὰ τὴν Κυριακή, ποὺ προηγεῖται ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία αὐτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου