Ο Άγιος Σιλουανός μέχρι να γίνει δοχείο της Χάριτος του Χριστού και να πληρωθεί Πνεύματος Αγίου πέρασε δια πυρός και σιδήρου: θλίψεις, απόγνωση, βίωσε το σκοτάδι της κολάσεως, βρέθηκε στα έγκατα του Άδη! Όταν έφτασε στα όρια της θλίψεως και το εξέφρασε με το να πει στον Θεό ότι είναι αδυσώπητος, τότε γεύτηκε και τη χάρη ως «πυρ καταναλίσκον» στην καρδιά του από τη στιγμή που είδε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και του είπε τον κορυφαίο λόγο «Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Από τότε έκαιγε μέσα του ο άσβεστος πόθος, ο θείος έρωτας γι’ Αυτόν.
Η ευχή του Ιησού έκαιγε αδιαλείπτως στην
ψυχή του, αφού του δόθηκε για τον ανδρείο αγώνα του από την ίδια τη
Θεοτόκο! Πλέον τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα για όλο τον κόσμο και η
καρδιά του πονούσε για όλη την κτίση, που ζούσε μακριά από τον Ποιητή
και δημιουργό της.
Η προσευχή του με πόνο βαθύ έβγαινε προς τον Θεό και έλεγε: «Δέομαι ουν σου Κύριε, ίνα γνωρίσωσίν Σε εν πνεύματι Αγίω πάντες οι λαοί της γης». Γι’ αυτό άλλωστε αγαπήθηκε πολύ ο Άγιος Σιλουανός από όλα σχεδόν τα έθνη και έγινε Παγκόσμιος Άγιος στις ψυχές όλων. Λίγες γραμμές δεν μπορούν να περιγράψουν τις αρετές ενός γίγαντα Αγίου….
***
Ο Άγιος Σιλουανός έλεγε για τον πατέρα του: “Εγώ εις το μέτρον του πατρός μου δεν έφθασα. Εκείνος ήτο εντελώς αγράμματος και το “Πάτερ ημών” εισέτι απήγγελλεν εσφαλμένως έμαθεν αυτό έξ ακοής εν τω ναώ, αλλ’ ήτο πράος και σοφός άνθρωπος”.
Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης θυμάται με πολλή συγκίνηση την φράση του πατέρα του σε μια παιδική του απροσεξία, και τον τρυφερό τρόπο με τον οποίο τον διόρθωσε. Του είπε με ιλαρότητα: «Πού ήσουν χθες παιδί μου; Με πονούσε η καρδιά μου».
Και σε μια άλλη περίπτωση: Κάποτε
θέριζαν στο χωράφι και ήταν η σειρά του νεαρού Συμεών (του μετέπειτα
αγίου Σιλουανού) να μαγειρέψη. Ξέχασε ότι ήταν Παρασκευή και μαγείρεψε
χοιρινό κρέας από το οποίο έφαγαν όλοι. Μετά από έξι μήνες, μια γιορτινή
μέρα, ο πατέρας του του είπε μειδιώντας με πραότητα :
«Θυμάσαι, παιδί μου, που μου έβρασες
χοιρινό κρέας στο χωράφι; Ήταν Παρασκευή, ξέρεις, και το έτρωγα σαν να
ήταν πτώμα». Και ο Συμεών του είπε· «Και γιατί δεν μου το είπες τότε,
πατέρα;». «Δεν ήθελα να σε συγχύσω, παιδί μου», απάντησε ο πατέρας του.
Το περιστατικό αυτό το διηγείτο πολύ αργότερα ο άγιος Σιλουανός στον
Άγιον Όρος και έλεγε· «Να, τέτοιον Γέροντα ήθελα να έχω.
Ποτέ του δεν θύμωνε και ήταν πάντοτε μετρημένος και ήσυχος. Σκεφθείτε,
έκανε υπομονή μισό χρόνο και βρήκε την κατάλληλη στιγμή, ώστε να με
διορθώσει και να μην με συγχύσει»!
***
.. Τι ευαισθησία είχε αυτός ο άνθρωπος!
Αυτό φαίνεται καθαρά στην αναφορά που κάνω
όταν περιγράφω την επίσκεψη του π. Διαδόχου, όπου έλαβε χώρα μία
συζήτηση πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ανάμεσα σε έναν από τους πνευματικούς
πατέρες του μοναστηριού και τον Σιλουανό.
Ο πνευματικός αυτός πατέρας, έχοντας διαβάσει κάποια πράγματα από μία εφημερίδα, απευθυνόμενος στον Σιλουανό τον ρώτησε:
– Τι νομίζετε γι’ αυτό το θέμα, πάτερ Σιλουανέ;
– Πάτερ, γνωρίζετε ότι δεν μου αρέσει να διαβάζω εφημερίδες.
– Γιατί;
– Διότι δεν επιφέρουν παρά μόνο ταραχή στην πνευματική μου κατάσταση.
– Σε μένα συμβαίνει το αντίθετο! Εδώ στην
έρημο που είμαστε εμείς λησμονούμε τον κόσμο, λοιπόν, όταν διαβάζω
εφημερίδες. Θυμάμαι τον κόσμο και προσεύχομαι γι’ αυτόν στη Λειτουργία,
στην προσευχή μου, στό κελί κλπ.
Και ο Σιλουανός απάντησε:
– Αλλά όταν κάποιος προσεύχεται τη νύχτα για τον κόσμο, το αισθάνεται αυτό καλύτερα παρά από τις εφημερίδες. Με την προσευχή γνωρίζει κανείς και την κατάσταση του κόσμου και τις ανάγκες του.
Ο Γέροντας λέει ότι ο νους ενός πνευματικού είναι όπως ένας αετός που από ψηλά βλέπει τον κόσμο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
(Αγίου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Α, σελ. 211)
Πηγή:https://iconandlight.wordpress.com/
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου