Γ. Ἡ συγκρότησις τῆς ἀδελφότητος.
Ἡ φήμη του ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται παντοῦ. Ἄλλοι μιλοῦσαν γιὰ τὴν αὐστηρὴ νηστεία καὶ ἐγκράτειά του. Ἄλλοι θαύμαζαν τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀπάθειά του. Ἄλλοι ἔμειναν κατάπληκτοι μὲ τὴν ἐξουσία του στὰ πονηρὰ πνεύματα, μὲ τὴν βαθιά του ταπείνωσι, μὲ τὴν ἠθική του καθαρότητα. Πολλοί, ἀπὸ τὶς γειτονικὲς πόλεις καὶ τὰ χωριά, ἄρχισαν νὰ ἔρχωνται γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν. Ὁ ἕνας ἤθελε νὰ τὸν συμβουλευθῆ. Ὅ ἄλλος νὰ συζητήσῃ ἕνα πρόβλημά του. Ὁ τρίτος νὰ τονωθῆ μὲ δύο λόγια του. Καὶ ὁ καθένας ἔφευγε ἀποζημιωμένος γιὰ τὸν κόπο τοῦ ἐρχομοῦ του. Ἔφευγε παρηγορημένος καὶ εἰρηνικός. Τὰ ἁπλὰ καὶ εὐλογημένα λόγια τοῦ Ὁσίου ἐπιδροῦσαν εὐεργετικὰ στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἐπισκέπτη.
Μὲ πολλὴ ἀγάπη τοὺς δεχόταν ὅλους. Μερικοὶ μάλιστα τοῦ ζητοῦσαν νὰ ζήσουν κοντά του. Ὁ Ὅσιος συνήθως τοὺς ἀπέτρεπε προβάλλοντας τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους. Ὅταν ὅμως διαπίστωνε θερμὸ ζῆλο, ἀνδρεῖο φρόνημα καὶ σταθερὴ ἀπόφασι γιὰ μία ἀφιερωμένη ζωή, ὑποχωροῦσε στὶς παρακλήσεις. Ἔτσι πολὺ σύντομα συγκεντρώθηκαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐμπνευσμένη καθοδήγησί του δώδεκα ψυχές. Γιὰ ἕνα μεγάλο διάστημα ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς δὲν ἄλλαξε. Ὅταν ὁ θάνατος ἐπισκεπτόνταν κανένα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, κάποιος ἄλλος ἐρχόταν καὶ τὸν ἀναπλήρωνε καὶ ἔτσι ὁ ἀριθμὸς ἦταν πάντα ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἢ τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ.
Ἡ ζωή τους κυλοῦσε ἥσυχα καὶ εἰρηνικά. Καθημερινά, πύρινες προσευχές, ὑψώνονταν πρὸς τὸν Κύριο. Ἑπτα φορὲς τὴν ἡμέρα δεχόταν ἡ μικρὴ ἐκκλησία τοὺς μοναχούς: Μεσονυκτικό, ὄρθρο, α´, γ´, στ´ καὶ θ´ ὥρες, ἑσπερινὸ καὶ ἀπόδειπνο. Γιὰ τὶς θείες Λειτουργίες καλοῦσαν ἱερεῖς ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριά.
Ἕνα χρόνο μετὰ τὸν ἐρχομὸ τῶν ἀδελφῶν ἐγκαταβίωσε στὴν νεοσύστατη Μονή, καὶ ὁ ἱερομόναχος Μητροφάνης, ποὺ ἔκειρε μοναχὸ τὸν Ὅσιο. Οἱ ἀδελφοὶ τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ χαρά, καὶ ὁμόφωνα τὸν ἐξέλεξαν ἡγούμενο. Τώρα μποροῦσαν συχνότερα νὰ τελοῦν τὴν θεία Λειτουργία. Ἡ χαρά τους ὅμως δὲν κράτησε πολύ, γιατὶ ὁ ἱερομόναχος σύντομα πέθανε. Τότε ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Ὅσιο νὰ δεχθῆ τὴν ἱερωσύνη καὶ νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἡγουμενία. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Ἤθελε νὰ μιμῆται τὸν Κύριο καὶ νὰ ὑπηρετῆ σὰν δοῦλος ὅλους τοὺς ἄλλους. Μόνος του ἔστηνε κελλιά, ἄνοιγε πηγάδια, κουβαλοῦσε νερὸ σὲ κάθε ἀδελφό, ἔκοβε ξύλα, ἔψηνε ψωμιά, ἔρραβε ροῦχα, μαγείρευε γιὰ ὅλους καὶ ἐκτελοῦσε ταπεινά, ὅλα τὰ διακονήματα. Τὸν ἐλεύθερο χρόνο του τὸν ἀφιέρωνε στὴν προσευχή, καὶ στὴν νηστεία. Τρεφόταν μόνο μὲ ψωμὶ καὶ νερό, καὶ αὐτὰ σὲ περιωρισμένη ποσότητα. Κάθε νύχτα ἀγρυπνοῦσε στὴν προσευχή, καὶ ξεγελοῦσε τὸν ἑαυτό του μὲ ἕνα σύντομο ὕπνο.
Ἡ σκληρὴ ζωή του ὄχι μόνο δὲν κλόνιζε τὴν ὑγεία του, ἀλλά, σὰν νὰ ἐνίσχυε τὸ σῶμά του, τοῦ ἔδινε δυνάμεις γιὰ μεγαλύτερες ἀσκήσεις. Αὐτὸ δημιουργοῦσε κατάπληξι σὲ ὅσους τὸν γνώριζαν.
Ἡ ἐγκράτεια, ἡ ταπείνωσις, ἡ εὐλαβική του ζωή, ἀποτελοῦσε παράδειγμα γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφούς. Ἀπέραντο θαυμασμὸ ἔτρεφαν γιὰ τὸν ἐπίγειο αὐτὸν ἄγγελο καὶ μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις προσπαθοῦσαν νὰ τὸν μιμηθοῦν στὴν νηστεία, στὴν προσευχή, στοὺς συνεχεῖς κόπους. Ἄλλοτε ἔρραβαν, ἄλλοτε ἀντέγραφαν βιβλία, ἄλλοτε καλλιεργοῦσαν τοὺς κήπους. Ἐνῶ ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη ἰσότητα, ὁ Ὅσιος ἔλαμπε σὰν τὴν σελήνη ἀνάμεσα στὰ ἄστρα.
Ἡ φήμη γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή του ὅλο καὶ μεγάλωνε. Ὁ ἀδελφός του Στέφανος τοῦ ἔφερε τὸν δωδεκαετῆ γυιό του Ἰωάννη. Ὁ νέος βλέποντας τὴν ἁγία ζωὴ τοῦ Ὁσίου καὶ ἀκούγοντας γιὰ τὰ κατορθώματά του πόθησε νὰ τὸν ἀκολουθήση. Ἔγινε μοναχός, καὶ ὠνομάσθηκε Θεόδωρος. Ἔζησε στὴν μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰκοσιδύο χρόνια καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἁγιογραφία.
Ἡ ἔλλειψις ἱερέως καὶ ἡγουμένου γινόταν ὁλοένα καὶ πιὸ αἰσθητή, καθὼς περνοῦσε ὁ καιρός. Δὲν ἦταν εὔκολο νὰ προσκαλοῦν πάντοτε ἱερεῖς ἀπὸ τὰ χωριά, καὶ ὑπῆρχε ἀνάγκη κάποιου χειραγωγοῦ μὲ τὴν ὑπεύθυνη ἐξουσία τοῦ ἡγουμένου. Βέβαια καὶ γιὰ τὰ δύο δὲν ὑπῆρχε καταλληλότερο πρόσωπο ἀπὸ τὸν ἅγιο θεμελιωτὴ τῆς μονῆς. Ἐκεῖνος ὅμως συστηματικά, ἀπέφευγε νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἡγουμενία. Ἤθελε νὰ εἶναι ὁ τελευταῖος μοναχός, δοῦλος καὶ ὑπηρέτης ὅλων.
Ἡ ἐκκρεμότητα αὐτὴ κράτησε περισσότερο ἀπὸ δέκα χρόνια. Στὸ τέλος συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ καὶ τοῦ εἶπαν:
-Πάτερ, δὲν μποροῦμε πλέον νὰ ζοῦμε χωρὶς ἡγούμενο. Ζητοῦμε νὰ γίνης διδάσκαλος καὶ χειραγωγός μας. Θέλουμε νὰ ἀποκαλύπτουμε καθημερινά, σὲ σένα, ὅλους μας τοὺς λογισμούς, ὅλους τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε. Θέλουμε καθημερινά, νὰ παίρνουμε ἀπὸ σένα συγχώρησι γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Θέλουμε νὰ μᾶς λειτουργῆς καὶ νὰ μᾶς κοινωνῆς συχνά.
Ὁ Ὅσιος ἐπιχείρησε πάλι νὰ ἀρνηθῆ:
-Ἀδελφοί μου, οὔτε ἁπλὸ λογισμὸ δὲν εἶχα ποτὲ νὰ γίνω ἡγούμενος. Ἕνα πρᾶγμα ποθῶ: νὰ τελειώσω τὶς ἡμέρες μου ὡς ἁπλὸς μοναχός. Σᾶς παρακαλῶ, μὴ μὲ πιέζετε. Ἂς ἀναθέσουμε τὸ θέμα αὐτὸ στὸν Θεό. Αὐτὸς θὰ μᾶς ἀποκαλύψῃ τὸ θέλημά Του καὶ τότε θὰ δοῦμε τὶ θὰ κάνουμε.
Οἱ μοναχοί, δὲν ὑποχώρησαν στὸ αἴτημά τους. Ἀδιάκοπα τὸν ἀπασχολοῦσαν μὲ αὐτό. Τὸν ἀπείλησαν ἀκόμη:
-Ἐὰν δὲν θελήσης νὰ ἀναλάβης τὶς ψυχές μας καὶ νὰ γίνης ποιμένας μας, θὰ ἀναγκασθοῦμε νὰ φύγουμε ὅλοι. Θὰ ἐγκαταλείψουμε τὸ μέρος αὐτὸ ποὺ τόσο κοπιάσαμε, θὰ καταπατήσουμε τὶς μοναχικές μας ὑποσχέσεις καὶ θὰ σκορπισθοῦμε σὰν περιπλανώμενα πρόβατα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
Ὁ Ὅσιος στὸ τέλος κάμφθηκε. Συγκινημένος καὶ νικημένος ἀπὸ τὶς ἱκεσίες καὶ τὶς ἀπειλές, ξεκίνησε μαζὶ μὲ δύο ἡλικιωμένους μοναχούς, γιὰ τὴν πόλι Περεγιασλάβλ Ζαλένσκυ πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Βολίνσκυ Ἀθανάσιο, ἀναπληρωτὴ τοῦ μητροπολίτου Μόσχας Ἀλεξίου, ὁ ὁποῖος ἔλειπε στὴν Κωνσταντινούπολι.
Ὁ ἱεράρχης δέχθηκε μὲ χαρὰ τὸν ἀσκητὴ γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε ἀκούσει πολλά. Τὸν ἀσπάσθηκε καὶ ἄρχισαν μία πολύωρη πνευματικὴ συζήτησι. Στὸ τέλος τῆς συζητήσεως ὁ Ὅσιος ἔβαλε μετάνοια στὸν ἐπίσκοπο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ διορίσῃ ἕναν ἡγούμενο. Ἐκεῖνος ἀπάντησε:
-Ἐσὺ πρέπει νὰ γίνης πατέρας καὶ ἡγούμενος στοὺς ἀδελφούς. Ἐσὺ ποὺ τοὺς συγκέντρωσες στὴν μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι εἶναι ἀνάξιος. Ὁ ἐπίσκοπος ὅμως τοῦ εἶπε χαριτολογώντας:
-Βλέπω ὅτι ἔχεις ἀποκτήσει ὅλες τὶς ἀρετὲς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπακοή.
Τότε ὁ μακάριος Σέργιος ὑποκλίθηκε καὶ ἀπάντησε:
-Ἂς γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στοὺς αἰῶνες.
Ὅλοι συγκινημένοι ἀπάντησαν· Ἀμήν.
Ὁ ἐπίσκοπος χειροτόνησε τὸν Ὅσιο διάκονο καὶ ἀκολούθως πρεσβύτερο. Μετὰ τὴν ἀνάδειξί του σὲ ἡγούμενο τὸν συμβούλευσε:
-Τώρα ποὺ ἔλαβες τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, νὰ θυμᾶσαι τὶς ἐντολὲς τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου: Τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν. (Ῥωμαίους ιε´, 1). Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ. (Γαλάτας στ´, 2)
Μὲ ἀσυγκράτητο ἐνθουσιασμὸ προϋπάντησαν οἱ ἐρημῖτες ἀδελφοί, τὸν ἡγούμενό τους. Ἡ θερμὴ ἀγάπη καὶ ὁ ἀπέραντος σεβασμός τους δὲν μποροῦσε νὰ ἐκφρασθῆ. Ὁ Κύριος τοὺς εἶχε χαρίσει αὐτὸ ποὺ χρόνια ποθοῦσαν καὶ γιὰ αὐτὸ γέμιζαν πνευματικὴ εὐφροσύνη.
Ὁ Ὅσιος μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία τῆς μονῆς, ἀπευθύνθηκε στὸν Θεό, καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν εὐλογήσῃ στὴν δύσκολη διακονία ποὺ ἀνέλαβε. Μετὰ ἀπευθύνθηκε στοὺς ἀδελφοὺς ἐνθαρρύνοντάς τους καὶ προτρέποντας νὰ μὴν χαλαρώσουν τὸν ζῆλό τους γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Τοὺς παρακάλεσε νὰ συμπαρασταθοῦν στὸ ἔργο τους καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν πρώτη ἡγουμενικὴ εὐλογία.
Συνήθως οἱ νουθεσίες του ἦταν ἁπλὲς καὶ σύντομες. Πάντοτε ὅμως τὶς διέκρινε ἡ σαφήνεια καὶ ἡ πειθώ. Ῥίζωναν βαθιὰ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ καρποφοροῦσαν πλούσια στὴν ζωή τους. Δίδασκε καὶ ἐπηρέαζε τοὺς ἄλλους περισσότερο μὲ τὴν ἴδια τὴν ζωή του, μὲ τὸ παράδειγμά του.
Σὰν ἡγούμενος δὲν ἄλλαξε τὸν αὐστηρὸ τρόπο ζωῆς καὶ προσπαθοῦσε ἀκριβέστερα νὰ ἐφαρμόζῃ τοὺς μοναχικοὺς κανόνες. Διαρκῶς, ἔφερνε στὴν καρδιά του τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: Ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος. (Μάρκος, ι´, 44)
Τελοῦσε καθημερινὰ τὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἑτοίμαζε τὰ πρόσφορα πάντοτε μόνος του. Ἄλεθε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὸ σιτάρι καὶ ἔκανε ὅλες τὶς ἄλλες ἀναγκαῖες ἐργασίες. Ἰδιαίτερα τοῦ ἄρεσε τὸ ψήσιμό τους. Σὲ αὐτὸ τὸ διακόνημα δὲν ἄφηνε κανένα ἄλλο, ἂν καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ἤθελαν νὰ βοηθήσουν.
Πρῶτος ἐρχόταν στὶς ἀκολουθίες καὶ ἔφευγε τελευταῖος. Στεκόταν μέσα στὸν ναὸ εὐθυτενής, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπῃ στὸν ἑαυτό του νὰ ακουμπήσῃ στὸν τοῖχο οὔτε νὰ καθίσῃ στὸ στασίδι. Ἐμψύχωνε στὸν ἀγώνα τοὺς ἀδελφοὺς καὶ θέρμαινε τὸν ζῆλό τους μὲ διηγήσεις ἀπὸ τοὺς βίους τῶν μεγάλων ἀσκητῶν. Ὡδηγοῦσε μὲ σύνεσι τὸ λογικό του ποίμνιο καὶ μὲ τὶς πύρινες προσευχές του ἔδιωχνε τοὺς νοητοὺς λύκους μακρυὰ ἀπὸ τὴν μάνδρα τῆς μονῆς. Τὸν ἴδιο οὔτε κἂν τολμοῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν ἀπὸ τότε ποὺ μεταμορφωμένοι σὲ φίδια γέμισαν τὸ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του καὶ τοὺς ἐξαφάνισε σὰν καπνό, μὲ τὴν ἐγκάρδια προσευχή του.
Ὄπως ἀναφέραμε προηγουμένως, γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν παρέμεινε δώδεκα. Κάποτε ἦλθε στὸ μοναστήρι ὁ ἀρχιμανδίτης Συμεών, ἀπὸ τὸ Σμόλενσκ. Ἀπαρνήθηκε τὶς ἀνέσεις ἑνὸς ἐξαιρετικὰ εὐκατάστατου βίου καὶ μὲ βαθιὰ ταπείνωσι παρακάλεσε τὸν Ὅσιο Σέργιο νὰ τὸν δεχθῆ σὰν ἁπλὸ μοναχό. Μαζί του ἔφερε ἕνα σημαντικὸ ποσὸ χρημάτων καὶ τὸ παρέδωσε γιὰ νὰ κτισθῇ ἕνας εὐρύχωρος ναός.
Ἡ νέα ἐκκλησία χτίσθηκε γρήγορα καὶ ἀπὸ τότε πολλοὶ ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνωνται κάτω ἀπὸ τὴν φωτισμένη χειραγώγησι τοῦ ἁγίου ἡγουμένου. Ὁ Ὄσιος γνωρίζοντας ἀπὸ τὴν προσωπική του πεῖρα τὶς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς δὲν βιαζόταν νὰ τοὺς κείρη μοναχούς. Συνήθως ἔδινε ἐντολὴ νὰ τοὺς ντύνουν μὲ ἕνα λινὸ μακρὺ μαῦρο ἔνδυμα, νὰ τοὺς ἀναθέτουν ὁποιοδήποτε διακόνημα καὶ μόνον ἀφοῦ μάθαιναν τὸ τυπικό, καὶ δὲν παρουσίαζαν δυσκολίες στὴν μακρόχρονη δοκιμασία, τότε τοὺς ἔκειρε μοναχούς, δίνοντάς τους μανδύα καὶ σκοῦφο.
Μὲ σχολαστικὴ ἀκρίβεια ἐξέταζε τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Ἀπαγόρευε πολὺ αὐστηρὰ νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰ κελλιά τους ἢ νὰ συζητοῦν μετὰ τὸ ἀπόδειπνο. Γιὰ αὐτὸ ἀργὰ τὸ βράδυ ὁ ἀκούραστος καὶ ζηλωτὴς ἡγούμενος μετὰ τὴν ἀτομική του προσευχή, περιώδευε τὰ κελλιά, καὶ ἀπὸ τὸ παραθυράκι ἔβλεπε τὶ ἔκανε ὁ καθένας. Ἐὰν ἔβλεπε τὸν ἀδελφὸ νὰ προσεύχεται ἢ νὰ ἐργάζεται ἢ νὰ μελετᾶ ψυχωφελῆ βιβλία, μὲ πολλὴ χαρὰ προσευχόταν γιὰ αὐτὸν στὸν Θεό. Ἐὰν ὅμως ἄκουγε ἄσκοπες συζητήσεις ἢ διαπίστωνε μάταιες ἀσχολίες κτυποῦσε τὴν πόρτα ἢ τὸ παράθυρο καὶ ἔφευγε λυπημένος. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα καλοῦσε τὸν ἀδελφὸ καὶ τὸν συμβούλευε. Ὁ ὑπάκουος συναισθανόταν ἀμέσως τὸ σφάλμα του, ζητοῦσε συγγνώμη καὶ ὁ Ὅσιος μὲ πατρικὴ ἀγάπη τὸν συγχωροῦσε. Ὁ ἀνυπάκουος δεχόταν τὴν τιμωρία τῆς ἀνυπακοῆς του. Ὁ Ὅσιος συνδύαζε στὴν παιδαγωγική του τὴν ἁπλότητα μὲ τὴν αὐστηρότητα. Ἦταν ὁ πραγματικὸς ποιμένας τῶν μοναχῶν καὶ ὄχι ἕνας ἀδιάφορος μισθωτός.
Δ. Ὑλικὴ φτώχεια καὶ πνευματικὸς πλοῦτος.
Ἡ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Σεργίου, πλούσια σὲ πνευματικὰ ἀγαθὰ ὑπῆρξε στὴν ἀρχὴ ἐξαιρετικὰ φτωχὴ σὲ ὑλικά. Συχνά, οἱ ἀδελφοὶ ὑπέφεραν στὴν στέρηση καὶ τῶν πιὸ ἀπαραίτητων ὑλικῶν ἀγαθῶν. Μακρυὰ ἀπὸ κατοικημένες περιοχές, ἀποκομμένοι ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο μὲ ἕνα ἀδιαπέραστο δάσος γεμᾶτο ἄγρια θηρία, δὲν μποροῦσαν νὰ ὑπολογίζουν σὲ καμία ἀνθρώπινη βοήθεια. Συχνά, δὲν εἶχαν οὔτε νᾶμα γιὰ νὰ τελέσουν τὴν Θεία Λειτουργία, καὶ ἔτσι μὲ βαθιὰ λύπη, ἔχαναν καὶ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ παρηγοριά. Συχνά, ἐπίσης, δὲν εἶχαν σιτάρι γιὰ τὰ πρόσφορα, κερὶ γιὰ τὶς λαμπάδες, θυμίαμα γιὰ τὸ θυμιατό, λάδι γιὰ τὶς καντῆλες. Ἄναβαν ξύλα καὶ μὲ τέτοιο φωτισμό, τελοῦσαν τὶς ἀκολουθίες. Ὅμως στὸν φτωχὸ καὶ κακοφωτισμένο ναό, οἱ ἴδιοι ἔλαμπαν σὰν λαμπάδες καὶ ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης τοὺς ἔκανε πιὸ φωτεινοὺς καὶ ἀπὸ τὶς λαμπρότερες ἑπτάφωτες λυχνίες.
Ἁπλὴ καὶ ἀπέριττη ἦταν ἡ ζωὴ τῶν μοναχῶν, ὅπως καὶ ὅλα ὅσα τοὺς περιέβαλλαν καὶ ὅλα ὅσα χρησιμοποιοῦσαν. Τὰ ἱερὰ σκεύη γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστήριας ἦταν ξύλινα. Τὰ ἄμφια ἀπὸ ἁπλὸ βαμμένο ὕφασμα. Τὰ λειτουργικὰ βιβλία γραμμένα σὲ φλοῦδες δένδρων. Ὑπῆρχε ὅμως ἕνα μεγαλεῖο στὴν ὑπερβολικὴ αὐτὴ φτώχεια καὶ ἁπλότητα.
Μερικὲς φορές, ὑπέφεραν καὶ ἀπὸ ὁλοκληρωτικὴ στέρηση τροφῆς. Μάλιστα στὴν περίοδο ποὺ δὲν ζοῦσαν σὰν κοινόβιο, ἀλλὰ ὁ καθένας ἔπρεπε νὰ ἐξοικονομῆ μόνος του τὰ βιοτικά, ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος συχνὰ ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τροφῆς. Εἶχε δέ, ἀπαγορεύσει αὐστηρὰ νὰ βγαίνουν μοναχοὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζητοῦν βοήθεια ἀπὸ τοὺς κοσμικούς. Ἀπαιτοῦσε ὅλοι νὰ ἐμπιστεύονται τοὺς ἑαυτούς τους στὸν πανάγαθο Θεό, ποὺ τρέφει κάθε ζωντανό, καὶ ἐνδιαφέρεται μὲ στοργή, γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά Του.
Κάποτε στερήθηκε καὶ ὁ ἴδιος ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες τὴν μοναδική του τροφή, δηλαδὴ τὸ ψωμί. Τὸ ξημέρωμα τῆς τετάρτης ἡμέρας, κινημένος ἀπὸ τὴν πεῖνα, πῆρε τὸ τσεκούρι καὶ ἦλθε σὲ ἕναν γέροντα τῆς μονῆς, τὸν π. Δανιήλ, καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἄκουσα ὅτι θέλεις νὰ ἐπεκτείνης τὴν σκέπη τοῦ κελλιοῦ σου. Ἐπειδὴ λοιπόν, δὲν θέλω νὰ μένω ἄνεργος, ἐπίτρεψέ μου νὰ κάνω ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἐργασία.
-Εἶναι ἀλήθεια, ἀπάντησε ὁ μοναχὸς Δανιήλ, ὅτι ἐδὼ καὶ πολὺ χρόνο ἤθελα νὰ ἐπισκευάσω τὴν σκεπή. Μάλιστα συγκέντρωσα τὰ ἀπαραίτητα ὑλικά, καὶ περιμένω τὸν μαραγκὸ τοῦ χωριοῦ. Δὲν ἀποφασίζω ὅμως νὰ σοῦ ἀναθέσω τὴν ἐργασία, γιατὶ θὰ θέλεις μεγάλη ἀμοιβή.
-Καμμία μεγάλη ἀμοιβὴ δὲν ζητῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος. Μόνο λίγο ψωμί, ἔστω καὶ πολυκαιρισμένο.
Ὁ γέροντας Δανιήλ, τοῦ ἔφερε ἕνα κόσκινο μὲ ξερὰ καὶ σκονισμένα κομμάτια ψωμί, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος τοῦ εἶπε:
-Δὲν τὰ θέλω γιὰ χάρισμα. Χωρὶς δουλειά, δὲν παίρνω ἀμοιβή.
Ἀσχολήθηκε ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὸ βράδυ τελείωσε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τὴν ἐπέκταση τῆς σκεπῆς. Πῆρε τὰ ξεροκόμματα καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε ἄρχισε νὰ τὰ τρώει. Ἦταν τόσο πολυκαιρισμένα, ποὺ μερικοὶ μοναχοί, εἶδαν νὰ τινάζεται σκόνη καθὼς τὰ ἔτρωγε καὶ θαύμασαν τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπομονή του.
Κάποια ἄλλη φορά, στερήθηκαν ἀπὸ κάθε τροφή, ὅλοι οἱ μοναχοί. Ἀφοῦ ὑπέφεραν δύο ἡμέρες, ἕνας ἀπὸ αὐτούς, μὴ ὑποφέροντας ἄλλο, ἄρχισε νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ γογγύζει ἐναντίον τοῦ Ὁσίου:
-Ἕως πότε θὰ μᾶς ἀπαγορεύης νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζητοῦμε τὴν βοήθεια τοῦ κόσμου γιὰ τὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητα; Δὲν ἀντέχουμε ἄλλο. Μία νύχτα θὰ ὑπομείνουμε ἀκόμη καὶ τὸ πρωΐ, θὰ φύγουμε. Δὲν ἤλθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ πεθάνουμε τῆς πείνας.
Ὁ Ἅγιος τοὺς παρηγοροῦσε, τοὺς ὑπενθύμιζε τὶς ἀσκήσεις τῶν παλαιῶν πατέρων, τοὺς ἀνέφερε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν, οὐδὲ θερίζουσιν, οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. (Ματθαῖος, στ´, 26).
Μὲ ἀφορμὴ τὰ λόγια αὐτά, τοὺς εἶπε:
-Ἐὰν ὁ Κύριος φροντίζει γιὰ τὴν διατροφὴ τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ἄλλων ζώων, δὲν θὰ φροντίσῃ γιὰ μᾶς; Μία ἀφορμὴ ἀσκήσεως τῆς ὑπομονῆς μᾶς παρουσιάζει καὶ ἐμεῖς βαρυγκομοῦμε τόσο; Ἐὰν ὑπομείνουμε μὲ ὑπομονὴ τὴν σύντομη αὐτὴ δοκιμασία, θὰ κερδίσουμε μεγάλα ὀφέλη. Ὁ χρυσός, μὲ τὴν δοκιμασία μέσα στὴν φωτιά, καθαρίζεται καὶ λάμπει.
Στὴν συνέχεια προφήτευσε:
-Δοκιμάσαμε γιὰ λίγο τὴν στέρηση, τὸ πρωΐ, θὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀφθονία.
Ἡ πρόρρησίς του ἐκπληρώθηκε. Τὸ ἑπόμενο πρωΐ, ἕνας ἄγνωστος ἔστειλε στὸ μοναστήρι μία μεγάλη ποσότητα φρεσκοψημένου ψωμιοῦ, ἅφθονα ψάρια καὶ πολλὰ ἄλλα μαγειρευμένα φαγητά.
-Αὐτὰ τὰ στέλνει ἕνας καλὸς χριστιανός, στὸν ἀββὰ Σέργιο καὶ στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ζοῦν μαζί του· εἶπαν οἱ ἀπεσταλμένοι.
Οἱ μοναχοί, τοὺς παρακάλεσαν ἐπίμονα νὰ συμφάγουν, ἐκεῖνοι ὅμως ἀρνήθηκαν λέγοντας ὅτι τοὺς δόθηκε ἐντολὴ νὰ μὴν καθυστερήσουν καθόλου. Βλέποντας οἱ ἀδελφοὶ τὴν ποσότητα τῶν τροφῶν κατάλαβαν ὅτι ὁ Κύριος τοὺς ἐπισκέφθηκε καὶ μὲ θέρμη ἐκδήλωσαν τὴν εὐγνωμοσύνη τους. Ἰδιαίτερη ἐντύπωσι τοὺς ἕκανε ἡ ἀσυνήθιστα ὡραία γεῦσις ποὺ εἶχε τὸ ψωμί. Οἱ τροφὲς ποὺ ἔλαβαν ἐπαρκοῦσαν γιὰ πολλὲς ἡμέρες. Ὁ Ὅσιος ἡγούμενος ἐκμεταλλεύθηκε τὴν εὐκαιρία νὰ διδάξη τοὺς ὑποτακτικούς του:
-Βλέπετε ἀδελφοί, πόση θαυμαστὴ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε πόσο πλούσια ἀνταμοιβὴ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ τὴν ὑπομονὴ ποὺ δείξαμε. Ὁ Κύριος οὐδέποτε θὰ ἐγκαταλείψη τὸν ἅγιο αὐτὸ τόπο καὶ τοὺς πιστοὺς δούλους Του, ποὺ ζοῦν ἐδῶ καὶ Τὸν ὑπηρετοῦν ἡμέρα καὶ νύχτα.
Ἡ μεγάλη ταπείνωσις τοῦ Ὁσίου καὶ τὸ πατρικό του ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἀδελφούς, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ἑπόμενο παράδειγμα:
Ὅταν πρωτοῆλθε στὴν ἔρημο, διάλεξε ἕναν τόπο ἄνυδρο, γιὰ νὰ προμηθεύεται τὸ νερό, ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση καὶ νὰ σκληραγωγεῖ ἔτσι περισσότερο τὸ σῶμά του. Ὅταν ὅμως μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ αὐξήθηκαν οἱ ἀδελφοί, καὶ δημιουργήθηκε μοναστήρι, ἄρχισε νὰ παρατηρῆται μεγάλη ἔλλειψη νεροῦ, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ φέρνουν ἀπὸ μακρυά, καὶ μὲ μεγάλο κόπο. Μερικοὶ λοιπόν, βαρυγκόμησαν:
-Γιατί, διάλεξες τόσο ἀδιάκριτα καὶ ἀπερίσκεπτα αὐτο τὸ μέρος; Γιατί, ἔκτισες ἐδῶ τὸ μοναστήρι, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καμμία κοντινὴ πηγή;
-Ἐγὼ ἀδελφοί μου, ἀπαντοῦσε ταπεινά, διάλεξα αὐτὸ τὸ μέγος γιὰ νὰ ἀσκοῦμαι στὴν ἡσυχία μόνος μου. Θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ ἐγκατασταθῇ ἐδῶ μονή. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς χαρίσῃ καὶ τὸ νερό. Μόνο μὴ γογγύζετε. Ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, καὶ προσεύχεσθε μὲ πίστη. Ἐὰν ἀπὸ μία ξερὴ πέτρα ἔβγαλε μέσα στὴν ἔρημο νερό, γιὰ τον ἀπειθάρχητο λαὸ τῶν Ἑβραίων, τὸ ἴδιο δὲν μπορεῖ νὰ κάνει καὶ γιὰ μᾶς ποὺ μὲ ἀφοσίωση τὸν ὑπηρετοῦμε;
Ἔπειτα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, πῆρε ἕναν ἀδελφό, καὶ κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κατέβηκαν στὸ πυκνό, κοντινὸ δάσος. Βρῆκαν ἐκεῖ σὲ μία τάφρο λίγο βρόχινο νερό. Ὁ Ἅγιος γονάτισε καὶ προσευχήθηκε:
-Θεέ, καὶ Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐσὺ ποὺ δημιούργησες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, ἐσὺ ποὺ ἔπλασες τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν θέλεις τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ πλάσματός Σου, δέξου τὴν ἱκεσία τῶν ἀθλίων δούλων Σου. Ἄκουσε τὸν στεναγμό μας καὶ φανέρωσε τὴν δόξα Σου, ὅπως στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ. Ὅπως τότε μὲ τὸν Μωϋσῆ θαυματούργησες ἀναβλύζοντας νερὸ ἀπὸ τὸν βράχο, ἔτσι καὶ ἐδῶ φανέρωσε τὴν δύναμή Σου. Χάρισέ μας νερὸ στὸν τόπο αὐτό, γιὰ νὰ πιστεύσουν ὅλοι ὅτι ἀκοῦς τὶς προσευχὲς τῶν δούλων Σου καὶ νὰ δοξάσουν Ἐσένα τὸν ἄναρχο Πατέρα, καὶ τὸν μονογενῆ Σου Υἱό, καὶ τὸ πανάγιο Πνεῦμα, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ξαφνικά, ἀνέβλυσε μία πηγή, μὲ ἄφθονο νερό. Κατάπληκτοι καὶ γεμάτοι θαυμασμό, τὸ πληροφορήθηκαν οἱ ἀδελφοί. Ὠνόμασαν τὴν πηγή· Σέργιεβιμ. Ὁ Ὅσιος ὅμως θεωροῦσε σὰν βάρος τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Γιὰ αὐτὸ τοὺς εἶπε:
-Δὲν σᾶς ἔδωσα ἐγὼ τὸ νερό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Τὸ ἔστειλε σε μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιὰ αὐτὸ μὴν ὀνομάζετε τὴν πηγή, μὲ τὸ ὄνομά μου.
Πειθαρχώντας στὴν ἐντολή του, οἱ μοναχοί, ἔπαυσαν νὰ τὴν λένε Σέργιεβιμ. Ποτὲ πλέον δὲν δοκίμασαν ἔλλειψη νεροῦ. Τὸ ἀντλοῦσαν πάντοτε ἄφθονο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς, καὶ συχνά, ἄρρωστοι ποὺ τὸ ἔπιναν μὲ πίστη, θεραπεύονταν.
Διαβάζοντας τον βίο καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ῥάντονεζ μου ήρθε στο μυαλό το Άγιον Όρος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκεί στην τράπεζα δηλαδή την ώρα του φαγητού ένας μοναχός διαβάζει τον βίο κάποιου Αγίου ενώ οι άλλοι τρώνε, ακόμα και αυτήν τη λίγη ώρα του φαγητού έχουν πνευματική ωφέλεια, εκμεταλλεύονται και το κάθε λεπτό.
Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και στα κελιά πού είναι οι ασκητές, όταν ένα κελί έχει πανήγυρι και υπάρχουν αρκετοί λαϊκοί διαβάζετε ο βίος του Αγίου πού είναι αφιερωμένο το κελί.
Αν διαβάζουμε τους βίους των Αγίων θα αποκτήσουμε τα δικά τους μάτια και ποια είναι αυτά τα μάτια;
Μα του Αγίου Πνεύματος θα γίνουμε πνεύματοφόροι.
Πόσο παρήγορα είναι αυτά που διαβάζουμε και για την σημερινή εποχή που ζούμε.
Θα συνεχίσω μέσα από τον βίο τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ῥάντονεζ
Ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος. (Μάρκος, ι´, 44)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔίδασκε καὶ ἐπηρέαζε τοὺς ἄλλους περισσότερο μὲ τὴν ἴδια τὴν ζωή του, μὲ τὸ παράδειγμά του.
Οι άνθρωποι για να πιστέψουν θέλουν έργα και όχι λόγια.
Ο άνθρωπος πιστεύει στα μάτια του και πολύ λιγότερο στα αυτιά του.
Για αυτό:
Ο λόγος σιωπά.
Ο βίος βόα!
Και σήμερα που φτάσαμε στον εξαναγκασμό για το (μπόλι) και μόνο το ότι σε εξαναγκάζουν, καταλαβαίνει κάποιος πόσο καλό είναι.
Γιατί τίποτα το καλό δεν γίνεται με εξαναγκασμό.
Φέρουν κάποιοι ερωτήματα και δικαιολογημένα μάλιστα:
Πώς θα ζήσω αν χάσω την δουλειά μου;
Έχω κι άλλα στόματα να ταΐσω, αυτά τι φταίνε;
Διαβάζοντας τους βίους των Αγίων πού είναι το Ευαγγέλιο στην πράξη πολλοί βρίσκουν απαντήσεις στα ερωτήματα τους:
Εἶχε δέ, ἀπαγορεύσει αὐστηρὰ νὰ βγαίνουν μοναχοὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζητοῦν βοήθεια ἀπὸ τοὺς κοσμικούς.
Ἀπαιτοῦσε ὅλοι νὰ ἐμπιστεύονται τοὺς ἑαυτούς τους στὸν πανάγαθο Θεό, ποὺ τρέφει κάθε ζωντανό, καὶ ἐνδιαφέρεται μὲ στοργή, γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά Του.
Μερικὲς φορές, ὑπέφεραν καὶ ἀπὸ ὁλοκληρωτικὴ στέρηση τροφῆς.
Ἀφοῦ ὑπέφεραν δύο ἡμέρες, ἕνας ἀπὸ αὐτούς, μὴ ὑποφέροντας ἄλλο, ἄρχισε νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ γογγύζει ἐναντίον τοῦ Ὁσίου:
-Ἕως πότε θὰ μᾶς ἀπαγορεύης νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζητοῦμε τὴν βοήθεια τοῦ κόσμου γιὰ τὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητα; Δὲν ἀντέχουμε ἄλλο.
Ὁ Ἅγιος τοὺς παρηγοροῦσε: Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν, οὐδὲ θερίζουσιν, οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. (Ματθαῖος, στ´, 26).
Μὲ ἀφορμὴ τὰ λόγια αὐτά, τοὺς εἶπε:
-Ἐὰν ὁ Κύριος φροντίζει γιὰ τὴν διατροφὴ τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ἄλλων ζώων, δὲν θὰ φροντίσῃ γιὰ μᾶς;
Ἐὰν ὑπομείνουμε μὲ ὑπομονὴ τὴν σύντομη αὐτὴ δοκιμασία, θὰ κερδίσουμε μεγάλα ὀφέλη.
Τὸ ἑπόμενο πρωΐ, ἕνας ἄγνωστος ἔστειλε στὸ μοναστήρι μία μεγάλη ποσότητα φρεσκοψημένου ψωμιοῦ, ἅφθονα ψάρια καὶ πολλὰ ἄλλα μαγειρευμένα φαγητά.
Βλέπετε ἀδελφοί, πόση θαυμαστὴ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε πόσο πλούσια ἀνταμοιβὴ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ τὴν ὑπομονὴ ποὺ δείξαμε.
Ένα πράγμα ζητάει Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός από εμάς στους έσχατους καιρούς που ζούμε, να κάνουμε υπομονή.
“Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται”.
Η υπομονή είναι το εισιτήριο για τον Παράδεισο.