Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο Α΄: Σωτήριος Βακουφτσῆς

 
Στὸ χωριὸ Αὔρα Καλαμπάκας γεννήθηκε καὶ ἔζησε ὁ Σωτήρης Βακουφτσής. Ἀπὸ μικρὸς ἔδειχνε ἰδιαίτερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἔκανε προσευχὲς καὶ νηστεῖες καὶ ἄλλους πνευματικοὺς ἀγῶνες χωρὶς νὰ ἔχη κάποιον ὁδηγό ἀλλὰ παρακινούμενος ἀπὸ τὴν καρδιακή του θέρμη πρὸς τὸν Χριστό. Ἀργότερα βοηθήθηκε πολὺ ἀπὸ κάποιον μακρινὸ συγγενῆ του, τὸν Χρῆστο Γκουντόπουλο, μεγαλύτερό του στὴν ἡλικία. 

Ὁ Χρῆστος ἐργάστηκε ὡς βοσκὸς στὴν Αὔρα γιὰ πολλὰ χρόνια. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε ἀνατραφῆ κοντὰ στὸ Μοναστήρι Βυτουμᾶ ὅπου ὁ πατέρας του εἶχε γίνη καλόγερος. Ὅ Χρῆστος ἦταν πολὺ ἁπλὸς καὶ μεγάλος νηστευτής. Τὶς Σαρακοστὲς ἔτρωγε μόνο χόρτα μαγειρεμένα μὲ καλαμπόκι ἀλεσμένο. Εἶχε ἰδιαίτερο τόπο γιὰ προσευχὴ μέσα στὸ δάσος. Ἡ προσευχή του διαρκοῦσε πολλὲς ὧρες. Στεκόταν ὄρθιος κρατῶντας στὰ χέρια του μία φυλλάδα, ἂν καὶ ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε δυνατὴ προσευχή, γι᾿ αὐτὸ τὸν παρακαλοῦσαν καὶ ἄλλοι νὰ προσεύχεται γιὰ διάφορα προσωπικά τους θέματα. Μία φορὰ πῆρε πληροφορία στὴν προσευχή του ὅτι τραυματίστηκε ἕνας ἐξάδελφός του. Εἶπε στοὺς συγγενεῖς του ὅτι ὁ Γιῶργος «σήμερα τραυματίστηκε ἀλλὰ δὲν θὰ πεθάνει τώρα. Πάντως ἀπὸ σφαῖρα θὰ πεθάνει». Τὰ ὁποῖα καὶ ἔγιναν. Στὸ τέλος ὁ Χρῆστος προγνώρισε τὸν θάνατό του. Ἔφυγε καὶ πῆγε στὸ σπίτι ἑνὸς ἐξαδέλφου του, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη. 

Ἐπειδὴ ὁ Σωτήρης εἶχε τὰ ἴδια ἐνδιαφέροντα μὲ τὸν Χρῆστο ἔκαναν παρέα, συζητοῦσαν πνευματικὰ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε στοὺς ἀγῶνες του. Πῆρε καὶ ὁ Σωτήρης τὸ τυπικό του. 

Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Σωτηρίου ἦταν ἀρωματισμένη μὲ ἀγῶνες, προσευχὴ καὶ εὐλάβεια. Ὑπῆρξε πολύτεκνος πατέρας ὑποδειγματικὸς οἰκογενειάρχης, φιλήσυχος καὶ φιλακόλουθος. Κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν οἰκογένειά του ἐκκλησιάζονταν, καθὼς καὶ στὶς ἑορτές. Αὐτές τὶς ἡμέρες γιὰ τὸ αἰδέσιμο τῆς ἡμέρας δὲν ἤθελε οὔτε καὶ νὰ μαγειρεύουν. Τὶς καθιερωμένες νηστεῖες τὶς τηροῦσε αὐστηρὰ ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ δὲν ἐπέτρεπε σὲ κανέναν τοῦ σπιτιοῦ νὰ χαλάση τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀργία. Τηροῦσε μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀνεδείχθη δίκαιος καὶ εὐαρέστησε τὸν Θεό. Ὅλοι στὸ χωριὸ τὸν σέβονταν καὶ ἀναγνώριζαν τὴν ἀρετή του. Τὸν θεωροῦσαν σὰν τὸν πιὸ ὑποδειγματικὸ χριστιανό.


Ἦταν πολὺ ἐργατικὸς καὶ φιλόπονος. Δὲν σύχναζε στὰ καφενεῖα καὶ ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τὴν κατάκριση. Παρὰ τὴν φτώχεια του ἔκανε κρυφὰ ἐλεημοσύνες. Ἔστελνε εὐλογίες ἀπὸ τοὺς κόπους του σὲ πτωχοὺς καὶ ἀρρώστους. Ζοῦσε μὲ ἔνταση τὴν πνευματικὴ ζωή. Ὁ νοῦς του ἦταν ἀπασχολημένος μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ θείους διαλογισμούς. Κάθε πρωὶ μόλις ξυπνοῦσε πλενόταν καὶ κατέβαινε στὴν «σούδα» (ἕνα ρεματάκι κοντὰ στὸ σπίτι του), ὅπου εἶχε εἰδικὸ τόπο γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὶς μετάνοιες. Τὰ χέρια του εἶχαν κάνει ρόζους ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες. Ἔφερε πάντα μαζί του στὸ «σωκόρφι» του (ἐσωτερικὴ τσέπη) τὴν φυλλάδα μὲ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. ἴδιος δὲν ἤξερε γράμματα ἀλλὰ ἔβαζε ἄλλους βοσκοὺς νὰ τὴν διαβάζουν. Ἄκουγε μὲ προσοχὴ τὰ κηρύγματα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, τὰ τύπωνε στὸ καθαρὸ μυαλό του καὶ ἔπειτα τὰ διηγεῖτο καὶ στοὺς ἄλλους χάριν ὠφελείας. Παρακινοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν καλὰ ἔργα. Νέα παιδιὰ ποὺ ἔβοσκαν μαζὶ τὰ πρόβατα, τὰ δίδασκε πῶς νὰ προσεύχωνται καὶ τὰ ἔβαζε νὰ κάνουν μετάνοιες. Στὶς συζητήσεις του ἄρεσε νὰ διηγῆται βίους ἁγίων, θαύματα τῆς Παναγίας καὶ γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία.
 
Ἔχοντας καθαρή, ἄμεμπτη ζωὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε κάποια «πληροφορία», δηλαδὴ ὁ Θεὸς τοῦ φανέρωνε κάτι. 

Εἶχε ἕνα μικρὸ κοριτσάκι γιὰ τὸ ὁποῖο ἔλεγε: «Αὐτὸ θὰ μᾶς κάψει τὴν καρδιά». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια πέθανε. Ἡ ἄλλη του κόρη εἶχε ἀρρωστήσῃ καὶ κλαιγόταν στὸν πυρετὸ γιὰ ἕνα χρόνο. Εἶδε τότε στὸν ὕπνο του ὅτι πήγαινε στὸν γιατρὸ καὶ κάποιος τοῦ εἶπε ὅτι ὁ γιατρὸς εἶναι στὴν πλατεῖα. 

Κατάλαβε τὴν σημασία τοῦ ὀνείρου καὶ πῆγε τὴ νύχτα στὴν Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ποὺ εἶναι δίπλα στὴν πλατεῖα. Στάθηκε στὸ στασίδι, προσευχήθηκε γιὰ λίγο καὶ εἶπε στὴν γυναῖκα του: «Πᾶμε νὰ φύγουμε, τὸ παιδὶ θὰ γίνη καλά». Καὶ ὄντως ἐνῷ πήγαιναν γιὰ τὸ σπίτι, τὸ ἄφησε ὁ πυρετός.
 
Ἄλλη φορὰ ἡ κόρη του βόσκοντας τὶς γαλοποῦλες χάθηκε. Ὅλοι εἶχαν ἀναστατωθῇ, ὁ μπαρμπα-Σωτήρης ὅμως ἦταν ἤρεμος, ἐπειδὴ κατὰ τὴν προσευχή του εἶχε πάρει πληροφορία ὅτι θὰ βρεθῇ τὸ παιδί. Καθησύχασε τοὺς δικούς του λέγοντας: «Μὴν ἀνησυχῆτε. Τὸ παιδὶ θὰ βρῇ ἕνα δικό μας ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος θὰ τὸ φέρει ἐδῶ». Ὅπως καὶ συνέβη. Ἡ κόρη του ἀποκοιμήθηκε καὶ πῆγε μέχρι τὰ Τρίκαλα ὑπνοβατῶντας. Ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ μιὰ θεία της ἡ ὁποία τὴν χαιρέτησε καὶ τῆς ἔκανε διάφορες ἐρωτήσεις. Τὸ κορίτσι συνῆλθε καὶ ἄρχισε νὰ κλαίη. Ἢ θεῖα κατάλαβε τί εἶχε συμβῇ. Τὴν καθησύχασε καὶ τὴν ἔφερε στὸ χωριό.
 
Ὁ Θεὸς ποὺ «ὑποστηρίζει τοὺς δικαίους» τὸν βοήθησε πληροφορῶντας τον στὸ ὄνειρο νὰ μὴν πωλήση τὴν ἀγελάδα του πρὶν ἀπὸ τὴν κατοχή, ὅταν ἦρθε σὲ δύσκολη θέση, γιατί ἔτσι ἔσωσε τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὴν μεγάλη πεῖνα ποὺ ἀκολούθησε. Μιὰ ἄλλη φορὰ βρέθηκε σὲ μεγάλο κίνδυνο. Μερικοὶ ποὺ ἐρευνοῦσαν γιὰ κρυμμένους θησαυροὺς στὸν Κόζιακα, τοῦ εἶχαν στήσει καρτέρι γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν. Ξαφνικὰ σηκώθηκε ἀνεμοστρόβιλος καὶ ἔτσι σώθηκε.
 

Προγνώριζε ἀπὸ καιρὸ τὸν θάνατό του ἔλεγε συχνά: «Ἕνας ἀπὸ μᾶς τὸ τρώει χαράμι», ἐννοῶντας τὸν ἑαυτό του. Ἐπίσης σ᾿ ἕνα γνωστό του ἀπὸ τὴν Λειβαδειὰ ποὺ τὸν ἐπεσκέπτετο κάθε χρόνο, τοῦ εἶπε ὅτι τοῦ χρόνου ποὺ θὰ ᾿ρθεῖ, δὲν θὰ τὸν βρῇ. Καὶ πράγματι ἐκοιμήθη μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες.
 
Κατὰ τὴν κοίμησή του, ποὺ συνέβη στὶς 20 Ἰουλίου 1966, στὸ πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μία εἰρηνικὴ καὶ γαλήνια ἔκφραση, σημεῖον ἀναντίρρητό τῆς μεγάλης του ἀρετῆς. Ἄφησε ἄριστο ὑπόδειγμα καλοῦ καὶ ἐναρέτου χριστιανοῦ. Ὠφέλησε πολλοὺς μὲ τὴν ἁγία του βιοτὴ καὶ τὶς ἁπλὲς ἀλλὰ σωτήριες νουθεσίες του.
 
Ὁ καλὸς Θεὸς εἴθε νὰ τάξη τὴν ψυχή του μὲ τοὺς ἀπ᾿ αἰῶνος δικαίους καὶ ἁγίους. Ἀμήν. 
 
Ἀπὸ το βιβλίο «Ἀσκητές μέσα στὸν κόσμο A'»
 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου