– Γέροντα, ὑποχώρησαν τὰ δέκατα ποὺ εἶχα.
– Χαίρομαι πολὺ ποὺ ὑποχώρησαν – δόξα τῷ Θεῷ –, γιατὶ πολὺ σὲ ταλαιπωροῦσαν. Πιστεύω ὅτι τώρα θὰ ὑποχωρήσουν καὶ τὰ πνευματικὰ δέκατα, ἂν πιάσης τὴν ὑπερηφάνεια ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται. Γιατὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια ἀνεβάζει ὄχι μόνο δέκατα πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ μεγάλο πυρετὸ πνευματικό. Ἀνάλογα μὲ τὸ ἀνέβασμα τῆς ὑπερηφανείας εἶναι καὶ τὸ ἀνέβασμα τοῦ πνευματικοῦ πυρετοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιδρᾶ καὶ στὸ σῶμα, καὶ ἀρχίζει νὰ ἀνεβαίνη καὶ ὁ σωματικὸς πυρετός, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συνεργάζονται.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ μεγαλύτερη πνευματικὴ ἀρρώστια. Σὰν τὴν βδέλλα πού, ἂν κολλήση ἐπάνω σου, σοῦ ρουφάει τὸ αἷμα, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ρουφάει ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Φέρνει καὶ πνευματικὴ ἀσφυξία, γιατὶ καταναλώνει ὅλο τὸ πνευματικὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς.
– Γέροντα, ἔχω προσέξει πώς, μόλις βάλω μιὰ σειρὰ στὸν ἀγώνα μου, γίνονται ὅλα...
– Φαίνεται, λὲς μὲ τὸν λογισμό σου «καλὰ πάω», γι᾿ αὐτὸ ὕστερα ἔχεις πτώσεις. Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει πνευματικὲς πτήσεις ἀλλὰ πτώσεις.
– Γέροντα, ὅ,τι καὶ νὰ κάνω ἢ νὰ πῶ, βλέπω ὅτι μὲ κεντᾶ ἡ ὑπερηφάνεια.
– Ὅ,τι κάνεις, νὰ τὸ κάνης μὲ ταπεινὸ λογισμό, γιατὶ διαφορετικὰ βάζεις τὸν διάβολο ἀκόμη καὶ στὶς καλὲς ἐνέργειές σου. Ἄν, ἂς ὑποθέσουμε, λέη κάποιος ὑπερήφανα: «θὰ πάω νὰ κάνω μιὰ καλωσύνη», βάζει καὶ τὸν διάβολο μέσα καὶ μπορεῖ νὰ συναντήση ἕνα σωρὸ ἐμπόδια καὶ τελικὰ νὰ μὴν μπορέση νὰ πάη. Ἐνῶ, ἂν πάη ἀθόρυβα νὰ κάνη μιὰ καλωσύνη, τότε δὲν μπαίνει ὁ διάβολος.
– Πῶς γίνεται, Γέροντα, ἡ σωστὴ πνευματικὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό μας;
– Μυστικὰ καὶ σιωπηλά. Ἡ πνευματικὴ ἐργασία εἶναι πολὺ λεπτὴ καὶ χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ στὴν κάθε μας ἐνέργεια. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»[1], λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τί ἐγρήγορση χρειάζεται! Τὸ ἀνέβασμα στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι σὰν τὸ ἀνέβασμα σὲ μιὰ κυκλικὴ σκάλα ποὺ δὲν ἔχει κάγκελα. Ἂν ἀνεβαίνη κανεὶς χωρὶς νὰ βλέπη ποῦ πατοῦν τὰ πόδια του καὶ λέη: «ὤ, πόσο ψηλὰ ἀνέβηκα! καὶ ποῦ θὰ φθάσω ἀκόμη!», παραπατάει καὶ πέφτει κάτω.
– Γιατί, Γέροντα, δὲν ἔχει κάγκελα ἡ σκάλα;
– Γιατὶ εἶναι ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιῆ τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἂν δὲν τὸ χρησιμοποιῆ σωστά, τί νὰ τὸν κάνη ὁ Θεός;
– Γέροντα, μπορεῖ μιὰ κατάσταση πνευματικῆς ξηρασίας νὰ ἔχη αἰτία τὴν ὑπερηφάνεια;
– Ναί, ἂν ὑπάρχη ὑπερηφάνεια, ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ μένη ὁ ἄνθρωπος σὲ μιὰ κατάσταση ὀκνηρίας, ἀκηδίας καὶ ψυχρότητος, γιατί, ἂν τὸν βοηθήση καὶ γευθῆ κάτι οὐράνιο, τότε ἕνα κι ἕνα θὰ τὸ πάρη ἐπάνω του, θὰ νομίζη ὅτι αὐτὸ ὀφείλεται στὸν ἀγώνα ποὺ ἔκανε καὶ θὰ ὑπερηφανεύεται: «Ἀγωνισθῆτε! θὰ λέη μετὰ καὶ στοὺς ἄλλους. Ἐγὼ ἀγωνίσθηκα καὶ τί ἀξιώθηκα νὰ ζήσω!», καὶ ἔτσι θὰ πληγώνη ψυχές. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν ἀφήνει νὰ χτυπηθῆ, ὅσο χρειάζεται, γιὰ νὰ πεθάνη ἡ ἰδέα ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἀπελπισθῆ μὲ τὴν καλὴ ἔννοια ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ νιώση τὸ «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[2].
– Χαίρομαι πολὺ ποὺ ὑποχώρησαν – δόξα τῷ Θεῷ –, γιατὶ πολὺ σὲ ταλαιπωροῦσαν. Πιστεύω ὅτι τώρα θὰ ὑποχωρήσουν καὶ τὰ πνευματικὰ δέκατα, ἂν πιάσης τὴν ὑπερηφάνεια ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται. Γιατὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια ἀνεβάζει ὄχι μόνο δέκατα πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ μεγάλο πυρετὸ πνευματικό. Ἀνάλογα μὲ τὸ ἀνέβασμα τῆς ὑπερηφανείας εἶναι καὶ τὸ ἀνέβασμα τοῦ πνευματικοῦ πυρετοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιδρᾶ καὶ στὸ σῶμα, καὶ ἀρχίζει νὰ ἀνεβαίνη καὶ ὁ σωματικὸς πυρετός, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συνεργάζονται.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ μεγαλύτερη πνευματικὴ ἀρρώστια. Σὰν τὴν βδέλλα πού, ἂν κολλήση ἐπάνω σου, σοῦ ρουφάει τὸ αἷμα, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ρουφάει ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Φέρνει καὶ πνευματικὴ ἀσφυξία, γιατὶ καταναλώνει ὅλο τὸ πνευματικὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς.
– Γέροντα, ἔχω προσέξει πώς, μόλις βάλω μιὰ σειρὰ στὸν ἀγώνα μου, γίνονται ὅλα...
– Φαίνεται, λὲς μὲ τὸν λογισμό σου «καλὰ πάω», γι᾿ αὐτὸ ὕστερα ἔχεις πτώσεις. Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει πνευματικὲς πτήσεις ἀλλὰ πτώσεις.
– Γέροντα, ὅ,τι καὶ νὰ κάνω ἢ νὰ πῶ, βλέπω ὅτι μὲ κεντᾶ ἡ ὑπερηφάνεια.
– Ὅ,τι κάνεις, νὰ τὸ κάνης μὲ ταπεινὸ λογισμό, γιατὶ διαφορετικὰ βάζεις τὸν διάβολο ἀκόμη καὶ στὶς καλὲς ἐνέργειές σου. Ἄν, ἂς ὑποθέσουμε, λέη κάποιος ὑπερήφανα: «θὰ πάω νὰ κάνω μιὰ καλωσύνη», βάζει καὶ τὸν διάβολο μέσα καὶ μπορεῖ νὰ συναντήση ἕνα σωρὸ ἐμπόδια καὶ τελικὰ νὰ μὴν μπορέση νὰ πάη. Ἐνῶ, ἂν πάη ἀθόρυβα νὰ κάνη μιὰ καλωσύνη, τότε δὲν μπαίνει ὁ διάβολος.
– Πῶς γίνεται, Γέροντα, ἡ σωστὴ πνευματικὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό μας;
– Μυστικὰ καὶ σιωπηλά. Ἡ πνευματικὴ ἐργασία εἶναι πολὺ λεπτὴ καὶ χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ στὴν κάθε μας ἐνέργεια. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»[1], λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τί ἐγρήγορση χρειάζεται! Τὸ ἀνέβασμα στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι σὰν τὸ ἀνέβασμα σὲ μιὰ κυκλικὴ σκάλα ποὺ δὲν ἔχει κάγκελα. Ἂν ἀνεβαίνη κανεὶς χωρὶς νὰ βλέπη ποῦ πατοῦν τὰ πόδια του καὶ λέη: «ὤ, πόσο ψηλὰ ἀνέβηκα! καὶ ποῦ θὰ φθάσω ἀκόμη!», παραπατάει καὶ πέφτει κάτω.
– Γιατί, Γέροντα, δὲν ἔχει κάγκελα ἡ σκάλα;
– Γιατὶ εἶναι ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιῆ τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἂν δὲν τὸ χρησιμοποιῆ σωστά, τί νὰ τὸν κάνη ὁ Θεός;
– Γέροντα, μπορεῖ μιὰ κατάσταση πνευματικῆς ξηρασίας νὰ ἔχη αἰτία τὴν ὑπερηφάνεια;
– Ναί, ἂν ὑπάρχη ὑπερηφάνεια, ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ μένη ὁ ἄνθρωπος σὲ μιὰ κατάσταση ὀκνηρίας, ἀκηδίας καὶ ψυχρότητος, γιατί, ἂν τὸν βοηθήση καὶ γευθῆ κάτι οὐράνιο, τότε ἕνα κι ἕνα θὰ τὸ πάρη ἐπάνω του, θὰ νομίζη ὅτι αὐτὸ ὀφείλεται στὸν ἀγώνα ποὺ ἔκανε καὶ θὰ ὑπερηφανεύεται: «Ἀγωνισθῆτε! θὰ λέη μετὰ καὶ στοὺς ἄλλους. Ἐγὼ ἀγωνίσθηκα καὶ τί ἀξιώθηκα νὰ ζήσω!», καὶ ἔτσι θὰ πληγώνη ψυχές. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν ἀφήνει νὰ χτυπηθῆ, ὅσο χρειάζεται, γιὰ νὰ πεθάνη ἡ ἰδέα ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἀπελπισθῆ μὲ τὴν καλὴ ἔννοια ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ νιώση τὸ «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[2].
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Ε' «Πάθη καὶ άρετές»
______________________________[1] Βλ. Ἡσυχίου Πρεσβυτέρου, Πρὸς Θεόδουλον Λόγος ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, ρκα’, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1974, τόμος Α’, σ. 159.
[2] Ἰω. 15, 5.
[2] Ἰω. 15, 5.
«Πᾶνος»
Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.
ΑπάντησηΔιαγραφήκατά Λουκάν (ιδ’ 11)
Αγάπη και ταπείνωσις ιερά σύζευξις. Η μεν γαρ υψοί, η δε τους υψωθέντας κρατούσα ουδέποτε πίπτει.
Ιωάννης της Κλίμακος, 525-600, Ασκητής
Η ταπεινοφροσύνη είναι η στέρεη βάση για όλες τις αρετές.