Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία η πανδημία όχι μόνο ανέδειξε τον
θρίαμβο των αρχών και μεθόδων της κοινωνικής μηχανικής, της επιστήμης
δηλαδή που ελέγχει τη συμπεριφορά των μαζών, αλλά κυρίως η πανδημία
διέλυσε τους ιδεολογικούς μύθους, τις κοινωνικές αρχές και τις
συμπεριφορές που επί χιλιετίες καλλιεργούσαν οι ελίτ για να πείθουν τους
πολλούς να αποδέχονται την ανωτερότητα των ολίγων και την «αιώνια
τάξη».
Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφάλα*
Όμως σήμερα τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου φαίνεται να προδιαγράφουν το τέλος του. Η επιδίωξη όλο και μεγαλύτερου κέρδους συνεπάγεται την υπερπροσφορά των προϊόντων σε μία κοινωνία εργαζομένων, η οποία αδυνατεί να τα καταναλώσει λόγω χαμηλών μισθών. Οι διαλεκτικές αντιφάσεις του καπιταλισμού αναδεικνύονται μέσα από τις δηλώσεις, τη νομοθεσία και τις πράξεις του συστήματος εξουσίας, που υπερτονίζει την ανάγκη της αύξησης του «ανταγωνισμού» των εργαζομένων και την «εντατικοποίηση της παραγωγικότητας» της εργασίας, και ταυτόχρονα εξαϋλώνει το μισθολογικό κόστος, μέσω της εισαγωγής μεταναστών από εμπόλεμες περιοχές, που το ανεξέλεγκτο κέρδος και η ανθρώπινη απληστία δημιουργούν. Σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το σύστημα εξουσίας προέρχεται από τη μαζική ανεργία, επειδή κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να τη διαχειριστεί, εκτός και εάν η ανθρώπινη συμπεριφορά ελεγχθεί, επειδή η πνευματική και υλική εξαθλίωση αναπόφευκτα θα οδηγήσουν στην καταστροφή.
Με πρόσχημα την πανδημία ο κλιμακούμενος περιορισμός της ελευθερίας και η έμμεση αποδοχή του πολιτικού ολοκληρωτισμού αποδεικνύουν ότι η κοινωνική συμπεριφορά μπορεί να ελεγχθεί, αρκεί να τοποθετηθούν εμβολίμως κάποια υποτιθέμενα «σοβαρά προβλήματα», τα οποία «πρέπει» να επιλυθούν από το σύστημα εξουσίας.
Εδώ, πολιτικοί, ψυχολόγοι, οικονομολόγοι, κρατικοδίαιτοι διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, μέσα μαζικής επικοινωνίας και «ειδικοί» του προβλήματος, που πάντα συνωστίζονται με την εξουσία, φροντίζουν συλλογικά να μεγιστοποιούν το «πρόβλημα» ώστε να τρομοκρατούν την κοινωνία με κάτι το οποίο η επιστήμη αδυνατεί να επιλύσει. Ταυτόχρονα ουδόλως επιθυμούν να επιλυθεί το πρόβλημα, επειδή οι «εδικοί» αυτοχρήζονται απαραίτητοι σε αυτούς που τους μισθοδοτούν.
Στην πραγματικότητα η εργασία τους έγκειται στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι «γνωρίζουν το αυτονόητο», δηλαδή αυτό που η ανθρωπότητα ήδη γνωρίζει να εφαρμόζει με επιτυχία σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν. Στην πλειονότητά τους οι «ειδικοί» έχουν επανδρώσει τη συστημική κρατική γραφειοκρατία. Ως επί το πλείστον προέρχονται από τις σέχτες της γραφειοκρατικής αριστεράς. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ελίτ αντιλήφθηκαν ότι είναι επικερδέστερο και ασφαλέστερο να χρησιμοποιήσουν τους αριστερούς ως έμμισθους «κρατικούς γραφιάδες» αντί να τους έχουν στον δρόμο απέναντί τους.
Χωρίς να αναφερθούμε στις πλείστες ελληνικές περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, η Μέρκελ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κομματικού στελέχους της Ανατολικής Γερμανίας που τοποθετήθηκε στο ανώτατο ευρωπαϊκό αξίωμα. Οι «ειδικοί», εκτός από το να τρομοκρατούν την κοινή γνώμη, όταν δεν την υβρίζουν, έχουν ως κύρια αποστολή τον ιεραποστολισμό.
Πράγματι, ο έλεγχος των μαζών δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν δεν αποκαθηλωθούν τα υπάρχοντα φιλοσοφικά και θρησκευτικά δόγματα και αντικατασταθούν με τη βοήθεια του κράτους και της γραφειοκρατίας του από μία νέα «θρησκεία», που δεν είναι άλλη από τον «ολοκληρωτισμό των ελίτ». Επί τη βάσει των αρχών της κοινωνικής μηχανικής, οι ιεραπόστολοι της νέας θρησκείας δεν μπορεί να είναι άλλοι από τους «ειδικούς», επειδή η συνεχής προβολή τους από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έχει εδραιώσει την κοινωνική πεποίθηση ότι «ο λόγος τους είναι αλάθητος». Συνεπώς «θα πρέπει να έχουν δίκιο» όταν αποκαθηλώνουν, έστω με χυδαίο τρόπο, τις οντολογικές θέσεις.
Ταυτόχρονα, μέσω της προστασίας που απολαμβάνουν από το σύστημα εξουσίας, αντλούν την αμετροέπεια της ειρωνείας των υπαρξιακών ανησυχιών δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Ο George Orwell προέβλεψε από το 1984 τη νέα θρησκεία του ολοκληρωτισμού. «Είναι βέβαιο ότι εισερχόμαστε σε μία νέα αποχή ολοκληρωτικών δικτατοριών» είπε ο Orwell, «όπου η ελευθερία της σκέψης θα είναι η πλέον θανάσιμη αμαρτία ως άχρηστη πνευματική υπέρβαση. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες που θα σκέφτονται, θα εξαφανιστούν».
Τουλάχιστον το 75% από αυτά που προφήτευσε ο Orwell σήμερα διαμορφώνουν την ιστορική πραγματικότητα. Αντιγράφοντας τα φασιστικά και κομμουνιστικά παραδείγματα του παρελθόντος, που βασίστηκαν στην ποινικοποίηση του φόβου, της σκέψης και των συναισθημάτων, το κεντρικό δόγμα τής μετά Covid εποχής συνοψίζεται στη θέση «όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, η σκέψη και τα συναισθήματα ελέγχονται από την εξουσία, τίποτα εκτός αυτής και εναντίον της». Τέλος, η αποστολή των «ειδικών» επιβεβαιώθηκε μέσα από τις «σημειώσεις» του Joost Meerloο: «Αυτοί που διαμορφώνουν τις φράσεις που χρησιμοποιούμε, ελέγχουν τον Τύπο, το ραδιόφωνο, τη σκέψη και το μυαλό, μας οδηγούν στην τρέλα».
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Όμως σήμερα τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου φαίνεται να προδιαγράφουν το τέλος του. Η επιδίωξη όλο και μεγαλύτερου κέρδους συνεπάγεται την υπερπροσφορά των προϊόντων σε μία κοινωνία εργαζομένων, η οποία αδυνατεί να τα καταναλώσει λόγω χαμηλών μισθών. Οι διαλεκτικές αντιφάσεις του καπιταλισμού αναδεικνύονται μέσα από τις δηλώσεις, τη νομοθεσία και τις πράξεις του συστήματος εξουσίας, που υπερτονίζει την ανάγκη της αύξησης του «ανταγωνισμού» των εργαζομένων και την «εντατικοποίηση της παραγωγικότητας» της εργασίας, και ταυτόχρονα εξαϋλώνει το μισθολογικό κόστος, μέσω της εισαγωγής μεταναστών από εμπόλεμες περιοχές, που το ανεξέλεγκτο κέρδος και η ανθρώπινη απληστία δημιουργούν. Σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το σύστημα εξουσίας προέρχεται από τη μαζική ανεργία, επειδή κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να τη διαχειριστεί, εκτός και εάν η ανθρώπινη συμπεριφορά ελεγχθεί, επειδή η πνευματική και υλική εξαθλίωση αναπόφευκτα θα οδηγήσουν στην καταστροφή.
Με πρόσχημα την πανδημία ο κλιμακούμενος περιορισμός της ελευθερίας και η έμμεση αποδοχή του πολιτικού ολοκληρωτισμού αποδεικνύουν ότι η κοινωνική συμπεριφορά μπορεί να ελεγχθεί, αρκεί να τοποθετηθούν εμβολίμως κάποια υποτιθέμενα «σοβαρά προβλήματα», τα οποία «πρέπει» να επιλυθούν από το σύστημα εξουσίας.
Εδώ, πολιτικοί, ψυχολόγοι, οικονομολόγοι, κρατικοδίαιτοι διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, μέσα μαζικής επικοινωνίας και «ειδικοί» του προβλήματος, που πάντα συνωστίζονται με την εξουσία, φροντίζουν συλλογικά να μεγιστοποιούν το «πρόβλημα» ώστε να τρομοκρατούν την κοινωνία με κάτι το οποίο η επιστήμη αδυνατεί να επιλύσει. Ταυτόχρονα ουδόλως επιθυμούν να επιλυθεί το πρόβλημα, επειδή οι «εδικοί» αυτοχρήζονται απαραίτητοι σε αυτούς που τους μισθοδοτούν.
Στην πραγματικότητα η εργασία τους έγκειται στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι «γνωρίζουν το αυτονόητο», δηλαδή αυτό που η ανθρωπότητα ήδη γνωρίζει να εφαρμόζει με επιτυχία σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν. Στην πλειονότητά τους οι «ειδικοί» έχουν επανδρώσει τη συστημική κρατική γραφειοκρατία. Ως επί το πλείστον προέρχονται από τις σέχτες της γραφειοκρατικής αριστεράς. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ελίτ αντιλήφθηκαν ότι είναι επικερδέστερο και ασφαλέστερο να χρησιμοποιήσουν τους αριστερούς ως έμμισθους «κρατικούς γραφιάδες» αντί να τους έχουν στον δρόμο απέναντί τους.
Χωρίς να αναφερθούμε στις πλείστες ελληνικές περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, η Μέρκελ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κομματικού στελέχους της Ανατολικής Γερμανίας που τοποθετήθηκε στο ανώτατο ευρωπαϊκό αξίωμα. Οι «ειδικοί», εκτός από το να τρομοκρατούν την κοινή γνώμη, όταν δεν την υβρίζουν, έχουν ως κύρια αποστολή τον ιεραποστολισμό.
Πράγματι, ο έλεγχος των μαζών δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν δεν αποκαθηλωθούν τα υπάρχοντα φιλοσοφικά και θρησκευτικά δόγματα και αντικατασταθούν με τη βοήθεια του κράτους και της γραφειοκρατίας του από μία νέα «θρησκεία», που δεν είναι άλλη από τον «ολοκληρωτισμό των ελίτ». Επί τη βάσει των αρχών της κοινωνικής μηχανικής, οι ιεραπόστολοι της νέας θρησκείας δεν μπορεί να είναι άλλοι από τους «ειδικούς», επειδή η συνεχής προβολή τους από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έχει εδραιώσει την κοινωνική πεποίθηση ότι «ο λόγος τους είναι αλάθητος». Συνεπώς «θα πρέπει να έχουν δίκιο» όταν αποκαθηλώνουν, έστω με χυδαίο τρόπο, τις οντολογικές θέσεις.
Ταυτόχρονα, μέσω της προστασίας που απολαμβάνουν από το σύστημα εξουσίας, αντλούν την αμετροέπεια της ειρωνείας των υπαρξιακών ανησυχιών δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Ο George Orwell προέβλεψε από το 1984 τη νέα θρησκεία του ολοκληρωτισμού. «Είναι βέβαιο ότι εισερχόμαστε σε μία νέα αποχή ολοκληρωτικών δικτατοριών» είπε ο Orwell, «όπου η ελευθερία της σκέψης θα είναι η πλέον θανάσιμη αμαρτία ως άχρηστη πνευματική υπέρβαση. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες που θα σκέφτονται, θα εξαφανιστούν».
Τουλάχιστον το 75% από αυτά που προφήτευσε ο Orwell σήμερα διαμορφώνουν την ιστορική πραγματικότητα. Αντιγράφοντας τα φασιστικά και κομμουνιστικά παραδείγματα του παρελθόντος, που βασίστηκαν στην ποινικοποίηση του φόβου, της σκέψης και των συναισθημάτων, το κεντρικό δόγμα τής μετά Covid εποχής συνοψίζεται στη θέση «όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, η σκέψη και τα συναισθήματα ελέγχονται από την εξουσία, τίποτα εκτός αυτής και εναντίον της». Τέλος, η αποστολή των «ειδικών» επιβεβαιώθηκε μέσα από τις «σημειώσεις» του Joost Meerloο: «Αυτοί που διαμορφώνουν τις φράσεις που χρησιμοποιούμε, ελέγχουν τον Τύπο, το ραδιόφωνο, τη σκέψη και το μυαλό, μας οδηγούν στην τρέλα».
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου