Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022

Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντωνίνα οἱ Μάρτυρες

 
Εὕρατο Ἀλέξανδρος ἅμ' Ἀντωνίνῃ
Τὸν βόθρον ἀκάτιον εἰς τρυφὴν φέρον.
Τῇ δεκάτῃ μόρον Ἀντωνῖνα ἐμπυρόπισσον.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντωνίνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κοδράμων ἢ Κροδάμων ἢ Καρδάμων καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησαν. Ἀπὸ αὐτοὺς ἡ Ἀντωνίνη, ἀφιερωθείσα στὸν Χριστό, διῆγε βίο σώφρονα, λατρεύουσα τὸν Θεὸ καὶ καταγινομένη σὲ ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες, ἑλκύοντας διὰ τῶν ἔργων καὶ τῶν λόγων της εἰδωλολάτριδες γυναῖκες πρὸς τὸν Χριστιανισμό. 

Γιὰ τὴ θεοφιλὴ αὐτὴ δράση της καταγγέλθηκε στὸν ἡγεμόνα Φῆστο καὶ ἐκλείσθηκε σὲ οἶκο ἀνοχῆς πρὸς διαφθορά, ἐπειδὴ ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ παρέμεινε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες νηστικὴ καὶ στὴ συνέχεια ὁδηγήθηκε ἐκ νέου ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἐμμένουσα ὅμως στὴν ὁμολογία της, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε σκληρά, ἐκλείσθηκε καὶ πάλι στὸ διαφθορεῖο. 

Πληροφορηθεὶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ νεαρὸς Χριστιανὸς Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε μεγάλη ἐκτίμηση πρὸς τὴν Ἀντωνίνη γιὰ τὸν ὅσιο βίο καὶ τὰ θεῖα χαρίσματά της, προσῆλθε στὸ διαφθορεῖο καὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα ἀκολάστου δῆθεν πράξεως, εὑρῆκε τὴν Ἀντωνίνη. Ἀμέσως τὴν ἔντυσε μὲ τὸ χιτῶνά του, ἐκάλυψε τὴν κεφαλή της καὶ τὴν ἐφυγάδευσε. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὅμως προσῆλθαν μεθυσμένοι στρατιῶτες, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν βίαια τὴν ἀτίμωση τῆς Ἀντωνίνης. Ἀντ’ αὐτῆς ὅμως εὑρῆκαν τὸν Ἀλέξανδρο. 

Ἐξοργισθέντες οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν τὸν Ἀλέξανδρο, τὸν ὁδήγησαν δεμένο ἐνώπιον τοῦ Φήστου, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Μάρτυς ὁμολόγησε τὴ φυγάδευση τῆς Ἀντωνίνης ἀπὸ αὐτὸν καὶ τοῦ ἐξήγησε τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι τὸν ὁδήγησαν στὴν πράξη του. Ἔξαλλος ἀπὸ θυμὸ ὁ ἡγεμόνας διέταξε τὴ σκληρὴ μαστίγωση τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τὴν πάσῃ θυσίᾳ ἀνεύρεση τῆς Ἀντωνίνης, ἡ ὁποία συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Φήστου. Ὁ ἄρχοντας διέταξε καὶ τοὺς ἀπέκοψαν τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν. Στὴν συνέχεια ἄλειψαν τοὺς Μάρτυρες μὲ πίσσα καὶ ἔρριψαν αὐτοὺς μέσα σὲ λάκκο μὲ φωτιά, ὅπου καὶ εὑρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.
Τὰ λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατετέθησαν στὴ μονὴ Μαξιμίνου, ὅπου καὶ ἐτελεῖτο ἡ Σύναξις αὐτῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ξυνωρὶς ἡ ἁγία τῶν Μαρτύρων ὑμνείσθω μοι, σὺν τῷ εὐκλεεῖ Ἀλεξάνδρῳ, Ἀντωνίνα ἡ πάνσεμνος· ἀγάπη γὰρ καὶ πίστει εὐσεβεῖ, ἐκλάμψαντες ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, ἰαμάτων ἐφαπλοῦσι μαρμαρυγάς, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχς β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἐν Χριστῷ, πνευματικοὺς ὁμαίμονας, καὶ ἐν ὁδοῖς, τῆς εὐσεβείας σύμφρονας, τὸν θεόφρονα Ἀλέξανδρον, σὺν Ἀντωνίνῃ μακαρίσωμεν· τοὺς ἄθλους γὰρ ἐκείνων καὶ τὰ στίγματα, ὡς μύρον εὐωδίας προσεδέξατο, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Ἀλέξανδρε Ἀθλητά· χαίροις Ἀντωνίνα, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· γνώμῃ γὰρ τελείᾳ, ἐχθροῦ τὰς μεθοδείας, ἀθλητικῇ δυνάμει, κατηδαφίσατε.

Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Προύσης

 
Ὁ Τιμόθεος ἐκ ξίφους θνήσκειν θέλει,
Θεοὺς ἀτίμους μηδαμῶς τιμᾷν θέλων.

Ο Άγιος Τιμόθεος μαρτύρησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (360 - 363 μ.Χ.). Οι Συναξαριστές αφηγούνται, ότι το 361 μ.Χ. σκότωσε δράκοντα με θαυματουργικό τρόπο, που φώλευε μεταξύ της Προύσας και των θερμών υδάτων.

Στον Συναξαριστή του, γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Eίχε δε ο Άγιος δύναμιν και χάριν παρά Θεού, με την οποίαν εποίει διάφορα θαύματα. Όθεν και ένα μεγάλον δράκοντα εθανάτωσεν. Eκατοίκει δε ο δράκων αυτός μέσα εις ένα σπήλαιον εν τη δημοσία στράτα, ανάμεσα εις τα θερμά νερά της πόλεως Προύσης, όπου ήτον φυτευμένον ένα κυπαρίσσι πολλά χαριέστατον και ωραίον. 

Όθεν ο δράκων εκείνος, έχωντας μέσα του την κακίαν του νοητού και ανθρωποκτόνου δράκοντος Διαβόλου, εύγαινεν έξω από το σπήλαιον και εφαρμάκονεν με μόνον το φύσημά του, όχι, μόνον τους ανθρώπους, οπού επερνούσαν από τον τόπον εκείνον, αλλά και τα κτήνη και ζώα. Διά τούτο έκαμεν άβατον τον δρόμον, οπού είναι μεταξύ της Προύσης και των θερμών νερών, και τινάς δεν ετόλμα να περάση εκείθεν. Kατ’ εκείνον δε τον καιρόν μία βασίλισσα Xριστιανή, η οποία εκατοίκει εις την Απολλωνιάδα την εν Bιθυνία ευρισκομένην, ήλθεν εις την τοποθεσίαν της Προύσης. 

Mαθόντες δε τον ερχομόν της οι πλησίον κατοικούντες αδελφοί, έβαλαν κάποιας ευλογίας και δώρα μέσα εις ένα ιερόν άμφιον, και τας έστειλαν εις αυτήν, διά μέσου του Αγίου τούτου Tιμοθέου. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις το κυπαρίσσι, εσηκώθη ο δράκων εναντίον του Αγίου. O δε Άγιος βαλών τας ευλογίας εις την άκραν του παλλίου του, ήτοι του επανωφορίου του, ετείλιξε και έσφιγξε το ιερόν εκείνο άμφιον, είτα με το χέρι του το εσφενδόνησεν επάνω εις τον δράκοντα, και ανεχώρησε. Αφ’ ου δε έδωκε τας ευλογίας εις την βασίλισσαν, εγύρισεν οπίσω, και ω του θαύματος! βλέπει τον δράκοντα νεκρόν, και εδόξασε τον Θεόν. Πέρνωντας δε το ιερόν εκείνο άμφιον, επήγεν εις την Mητρόπολίν του. Tούτο το θαύμα εφημίσθη πανταχού, διά τούτο οι άνθρωποι εσέβοντο τον Άγιον ως δούλον και φίλον Θεού.»

Όταν το έμαθε ο Ιουλιανός, έστειλε απεσταλμένο του στον επίσκοπο ν' αρνηθεί τον Χριστό. Αλλά επειδή ο Τιμόθεος έμεινε σταθερός στην πιστή του, ο Ιουλιανός τον αποκεφάλισε και έτσι έλαβε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.

Ναός του Αγίου Τιμοθέου υπήρχε εντός του νοσοκομείου του «ἐν τῷ Δευτέρῳ» της Κωνσταντινούπολης.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῖς τῶν αἱμάτων ὄμβροις καταρδευόμενος, Ἱερομάρτυς Κυρίου ἐκαρποφόρησας ἐν τῇ γῇ τῇ ἀγαθῇ τῆς καρδίας σου, τὴν ἀδάπανον τρυφήν, ἣν ἐδέξω ἐκ Θεοῦ, Τιμόθεε δυσωποῦμεν, ἐκ τῶν κινδύνων ῥυσθῆναι, τοὺς ἐκτελοῦντας τὴν μνήμην σου.

Ὁ Ἅγιος Νεανίσκος ὁ Μάρτυρας ὁ Σοφώτατος

Kακού αγαθόν αντιδούς στεφηφόρε,
Σοφώτατος δέδειξαι εκ των πραγμάτων.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νεανίσκος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε.
Νέος ὡραιότατος καὶ σοφώτατος, ἐμφορούμενος ἀπὸ γνήσια Χριστιανικὴ πίστη, συναναστρεφόταν τοὺς δούλους του ὡς ἴσος, συμπροσευχόταν μὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐδίδασκε τὸ θεῖο λόγο. Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχε καὶ μία δούλη εἰδωλολάτρισσα, ὡραιότατη, ἡ ὁποία, μὴ δυναμένη νὰ ἑλκύσει πρὸς ἑαυτὴν τὸν Νεανίσκο, πρὸς ἱκανοποίηση τῶν ἀκολάστων πόθων της, τὸν κατήγγειλε στὸν ἡγεμόνα Μάξιμο ὡς Χριστιανό. 

Κατόπιν τούτου ὁ Νεανίσκος συνελήφθη καὶ ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε τὴν Χριστιανική του πίστη. Εὐθὺς ὁ Μάξιμος διέταξε τὸ σκληρὸ αὐτοῦ βασανισμό, ὁ ὁποῖος διήρκησε ἐπὶ ἑπτὰ συνεχεῖς ἡμέρες, καὶ τὴν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ὁδηγούμενος στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ὁ Νεανίσκος εἶδε μεταξὺ τοῦ πλήθους καὶ τὴ δούλη ἡ ὁποία τὸν ἐπρόδωσε. 

Τότε, ἀφοῦ ἐκάλεσε αὐτὴ κοντά του, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ δάκτυλό του βαρύτιμο δακτυλίδι καὶ τὸ ἐπέδωσε σὲ αὐτὴ ὡς δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης του, διότι διὰ τῆς καταγγελίας της θὰ μετέβαινε πλησίον Ἐκείνου, τὸν Ὁποῖο τόσο ἐποθοῦσε. Ἤρεμος καὶ περιχαρὴς ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ἔτεινε τὸν αὐχένα του πρὸς τὸν δήμιο καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ Ὅσιος Κανίδης ὁ ἐκ Καππαδοκίας

Γην και τα εν γη εκλιπών ο Kανίδης,
Άφθαρτον εύρεν αντιμισθίαν άνω.

Ὁ Ὅσιος Κανίδης καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Θεόδοτο καὶ τὴ Θεοφανώ. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.) καὶ σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ κατέφυγε σὲ σπήλαιο ἐπὶ τοῦ ἐκεῖ πλησίον ὄρους εὑρισκόμενο, ὅπου παρέμεινε καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου του, νυστεύων, προσευχόμενος καὶ μελετῶν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἡ φήμη τῆς ὁσιότητος καὶ τῆς ἀρετῆς του προσείλκυε πολλοὺς θαυμαστὲς ἐξαιτούμενος τὴν εὐλογία καὶ τὶς σοφὲς συμβουλές του. Ἔζησε ἑβδομήντα τρία ἔτη μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη

 
Eις τον Θεοφάνη.
Ὁ Θεοφάνης ἐτρυγήθης ἐκ βίου,
Θεῷ φανεὶς πέπειρος ὡς εἰπεῖν βότρυς.

Eις την Πανσέμνην.
Eἰ καὶ θανούσης ἐκλαθοίμην Πανσέμνης,
καὶ Xριστὸς αὐτὸς εὐθὺς ἐκλάθοιτό μου.

Ὁμοῦ ἀσκήσαντες Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη,
Θεοφανείας μετέχουσιν ὁμοίως.

Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες, καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἔζησαν. Ὁ Θεοφάνης, ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε σὲ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν, μετὰ τρία ἔτη ἐχήρευσε, συνάψας δὲ σχέσεις μὲ τοὺς Χριστιανούς, ἀσπάσθηκε τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἐβαπτίσθηκε. Μετὰ τὴν βάπτισή του ἀποσύρθηκε σὲ μικρὸ κελί, τὸ ὁποῖο εὑρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. 

Πληροφορηθεὶς ὅτι μία πόρνη, ποὺ ὀνομαζόταν Πανσέμνη, παρέσυρε πολλοὺς στὴν ἀκολασία καὶ τὴν ἀπώλεια, ἀπεφάσισε νὰ μεταστρέψει αὐτὴν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπώλειας πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Ἀφοῦ ἐπὶ πολὺ χρόνο ἐσκέφθηκε πῶς νὰ ἐνεργήσει, μία ἡμέρα ἔβγαλε τὰ πτωχικὰ ἐνδύματά του καὶ ἀφοῦ ἐφόρεσε λαμπρὰ φορεσιὰ μετέβη σὲ συνάντησή της. 

Ἐλθὼν στὴν οἰκία της καὶ πληροφορηθεὶς παρ’ αὐτῆς, ὅτι ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα ἔτη ἀξασκοῦσε τὸ αἰσχρὸ τοῦτο ἐπάγγελμα, ἀφοῦ τῆς ἐξέθεσε τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἔντιμου καὶ ἐνάρετου βίου, τῆς ἐζήτησε νὰ γίνει σύζυγός του. Οἱ λόγοι καὶ ἡ πρόταση τοῦ Θεοφάνους ἄρχισαν νὰ δημιουργοῦν σοβαρὲς σκέψεις στὴν Πανσέμνη, μία δὲ ἀλλαγὴ διεφάνηκε στὴν στάση της. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀντιληφθεὶς ὁ Θεοφάνης, ἐξέθεσε πρὸς αὐτὴν τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ Χριστοῦ περὶ γάμου καὶ παρθενίας καὶ ἀπεχώρησε, γιὰ νὰ δώσει σὲ αὐτὴν καιρὸ νὰ σκεφθεῖ. 

Μετὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ ἐπανῆλθε καὶ εὑρῆκε αὐτὴν μεταμορφωμένη, τῆς ἐξέθεσε τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ τῆς ἐζήτησε νὰ γίνει Χριστιανὴ καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Τόση ἦταν ἡ θέρμη καὶ ἡ πειστικότητα τῶν λόγων του, ὥστε ἡ Πανσέμνη διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀποσυρθεῖσα σὲ κελί, τὸ ὁποῖο τῆς εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Θεοφάνης, ἐπιδόθηκε σὲ ἔργα θεοφιλὴ καὶ σκληρότατη ἄσκηση καὶ προσευχὴ πρὸς ἐξιλέωση τῶν ἁμαρτιῶν της. Τόσο εἰλικρινὴς ἦταν ἡ μετάνοιά της καὶ τόσο προόδευσε σὲ ἀρετὴ καὶ ὁσιότητα, ὥστε ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ διὰ τῆς θεραπευτικῆς χάριτος. Ἔτσι, θεοφιλῶς καὶ μὲ ὁσιότητα ἀφοῦ ἔζησε, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἑβδομάδες ἀκολούθησε αὐτὴν καὶ ὁ Θεοφάνης.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Ἱλασμοῦ τῶν πταισμάτων τυχοῦσα πάνσεμνε, τῷ φέγγει τῆς μετανοίας καταυγασθεῖσα τὸν νοῦν, τῆς ἀσκήσεως ἐφάνης θεῖον σέμνωμα, ὅθεν θαυμάτων δωρεᾶς, σὲ ἠξίωσε Χριστός, Πανσέμνη Ὁσία Μῆτερ, Ὃν δυσώπει τοῦ οἰκτηρῆσαι, ἡμᾶς τοὺς πίστει εὐφημοῦντάς σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως βιώσαντες ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἰσχύν, ἐχθροῦ ἐταπείνωσαν ὁ Θεοφάνης ὁμοῦ, Πανσέμνη ἡ πάνσεμνος, ὅθεν τῆς οὐρανίου, βασιλείας τυχόντες, ἄπαυστον ἱκεσίαν τῷ Θεῷ ἐκτελοῦσι, ὑπὲρ τῶν ἐπιτελούντων αὐτῶν, μνήμην τὴν εὔσημον.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὴν τῶν Ὁσίων ξυνωρίδα εὐφημήσωμεν, τὸν Θεοφάνην, ἀσκητῶν τὸ ἐγκαλλώπισμα, καὶ Πανσέμνην μετανοίας εὔοσμον μῦρον, ἣν ὁ Ὅσιος τὸν Κύριον μιμούμενος, ἐκ βυθοῦ τῆς ἁμαρτίας ἀνελκύσατο, ἀνακράζοντες· Παμμακάριστοι χαίρετε.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν
Ἐμπόνοις στεναγμοῖς, καὶ δακρύων τοῖς ῥείθροις, τοὺς σπίλους τῶν παθῶν, ἐκκαθάρασα Μῆτερ, ἐγένου καθαρώτατον, τῆς Τριάδος παλάτιον, τῷ βαπτίσματι, καὶ σὺν φρονίμοις παρθένοις, εἰσελήλυθας, εἰς τὸν οὐράνιον γάμον, Πανσέμνη θεόληπτε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν
Φῶς προσέλαβες, θεογνωσίας, θείοις ῥήμασι, τοῦ Θεοφάνους, καὶ τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας ἐδίωξας, ἐν τῇ ἐρήμῳ Πανσέμνη κατώκησας, καὶ ἀρεταῖς τὴν ψυχὴν κατελάμπρυνας, ὅθεν γέγονας, Ὁσίων ἰσοστάσιος, καὶ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ θείου Πνεύματος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Θεοφάνης σήμερον, σὺν τῇ Πανσέμνῃ, ὡς ἀστέρες λάμποντες, περιαυγάζουσιν ἡμᾶς, τοὺς ἀνυμνούντας τὴν ἄσκησιν, καὶ τοὺς ἀγῶνας, οὓς ἄμφω διήνυσαν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Χειραγωγοῦντα σε, πρὸς βίον ἄΰλον, καὶ ὑποδείξαντα, ὁδὸν ἀσκήσεως, τὸν Θεοφάνην ὁ Σωτήρ, ἀπέστειλεν φιλανθρώπως, ὅθεν τοῦ βαπτίσματος, τῷ φωτὶ ἀπαστράψασα, ἅπασαν κατέλιπες, ἡδονῶν ἀμαυρότητα, καὶ γέγονας Ὁσία Πανσέμνη, σκεῦος Θεοῦ ἡγιασμένον.

Ὁ Οἶκος
Ἄφθαρτον εἰληφότες, ἐκ χειρὸς τοῦ Κυρίου, τὸ στέφος Θεόφανες καὶ Πανσέμνη, ἀσιγήτως ὑμνεῖτε Αὐτόν, καὶ νῦν τὰς δεήσεις ἡμῶν προσδέξασθε, τῶν τιμώντων τὴν μνήμην πιστῶς καὶ ἐκβοώντων κατὰ χρέος·

Χαίρετε, βάσεις τῆς Ἐκκλησίας·
χαίρετε, κρίνα τῆς ἀφθαρσίας.
Χαῖρε, Θεόφανες, τῶν ἀσκητῶν σύγκληρος·
χαῖρε, ἀσωμάτων Ἀγγέλων, ἐφαμιλλος.
Χαῖρε, Πανσέμνη, γνησίας μετανοίας διάγγελμα·
χαῖρε, τῶν ἐν βίῳ ἁμαρτανόντων τὸ ἐνίσχυμα.
Χαῖρε, Χριστοῦ μιμησάμενος τὴν ἀγάπην·
χαῖρε, τὴν ἁμαρτωλὸν διορθώσας τῆς πλάνης.
Χαῖρε, ἡ καθαρθεῖσα τοῖς δάκρυσι·
χαῖρε, ἡ λαμπρυνθεῖσα τοῖς πέρασι.
Χαίρετε, σκεύη ἡγιασμένα·
χαίρετε, Θεῷ καθιερωμένα.
Παμμακάριστοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις μετανοίας εἰλικρινοῦς, Πανσέμνη Ὁσία, ὑποτύπωσις ἐναργής, χαίροις ποδηγέτα, αὐτης πρὸς σωτηρίαν, Θεόφανες Ὁσίων ἄνθος ἡδύπνευστον.

Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώ

Ως χρηστός όντως ο ζυγός σου Xριστέ μου,
Oν ζων υπήλθον Aπολλώς θανών λέγει.

Ὁ Ὅσιος Ἀπολλὼ ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος Ἐπίσκοπος Βιθυνίας

Πόνων ο Aλέξιος αλέξημά τι,
Eύρες τελευτήν και τρυφάς νυν εν πόλω.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, Ἐπίσκοπος Βιθυνίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Σταγειρίτης



Ο Άγιος Οσιομάρτυς Σάββας γεννήθηκε στα Στάγειρα περί τα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. Από αγάπη προς το μοναχικό βίο καταφεύγει στη μονή Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους, όπου ασκείται ως μοναχός. Η μετάβασή του σε αυτή τη μονή δικαιολογείται από τη σχέση που είχε με τα Στάγειρα και γενικά με τη Χαλκιδική.

Στη μονή αυτή, που τιμάται προς τιμήν του Αγίου Πρωτομάρτυρα και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, αφιέρωσε το βίο του ο Άγιος Σάββας και προέκοπτε στην αρετή και την ευσέβεια, προετοιμαζόμενος έτσι να λάβει και το στεφάνι του μαρτυρίου.

Ο Άγιος Σάββας ζούσε, κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής, το 1821 μ.Χ., όταν κλήθηκε να ακολουθήσει την οδό του μαρτυρίου. Μοναδική πηγή του μαρτυρίου είναι ο μοναχός Δοσίθεος, ο Λέσβιος Κωνσταμονίτης, ο οποίος περιγράφει το μαρτύριο πέντε Οσιομαρτύρων εκ της Μονής Κωνσταμονίτου, υπό τον τίτλο «Νέον ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων, τῶν ἐν λαμψάντων ἁγιορειτῶν ὁσίων Πατέρων, κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν θανατωθέντων» (βλέπε και 12 Ιουνίου).

Ας δούμε πως περιγράφει ο Δοσίθεος το μαρτυρικό τέλος του Αγίου Σάββα: «Τώρα δὲ ἀδελφοί, ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸν ἁπλοῦν Σάββαν τὸν Σταγειρίτην, ὅστις προεγνώρισε καὶ αὐτὸς μακάριος τοῦ θανάτου του τὸν τρόπον, διότι ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸ Κοινόβιον, ὅταν ἐστάλθη ἔξω εἰς τὴν Ἱερισσὸν ἀπὸ τοὺς Πατέρας, εἶπεν εἰς ἕνα ἀδελφὸν τοῦ κοινοβίου φίλον του τὸ μέλλον γενέσθαι.

Εἶδε, λέγω ἐν ὁράματι τὴ νύκτα, ὅτι διώκοντές τον οἱ ἐχθροὶ τὸν ἐθανάτωσαν. Καὶ οὕτως ἐφάνη εἰς τὸν μακάριον, ὅτι ἡ ψυχή του ἐπέταξεν εἰς τοὺς οὐρανούς, τὸ δὲ σῶμά του εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἀλήθευσεν ἡ πρόγνωσις καὶ ἡ πρόρρησις αὕτη μετὰ τοῦ ὁράματος. Διότι ἀπερνώντας ἐκεῖθεν ἀπὸ τὴν τοῦ Ζωγράφου σεβάσμιαν Μονήν, ἐθανατώθη ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ὁ μακάριος, ὁμοῦ μὲ ἄλλον ἕνα κοσμικόν, δοῦλον καὶ αὐτὸν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ οἱ δύο ἦτον Σταγειρῖται. Καὶ οὕτως ἔγινεν ἡ μακαρία κοίμησις καὶ αὐτῶν».

Έτσι μαρτύρησε ο Άγιος Οσιομάρτυρας Σάββας και έλαβε τον αμαράντινο στέφανο της δόξας του Θεού.

Την πρώτη εικόνα του Αγίου ιστόρησε ο αγιογράφος Χρήστος Καραπάλης και την ακολουθία συνέθεσε ο υμνογράφος κ. Χαράλαμπος Μπούσιας.

Η πρώτη πανήγυρις προς τιμήν του Αγίου έγινε το 1988 μ.Χ. όταν υπεδέχθη η ενορία την πρώτη εικόνα του Αγίου και παρευρέθη ο Μητροπολίτης Ιερισσού κυρός Νικόδημος.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Των Σταγείρων τον γόνον και μονής εγκαλλώπισμα του Κωνσταμονίτου εν Άθω, τον την βίβλον σφραγίσαντα αυτού της πανοσίας βιοτής δι’ αίματος ιδίου μυστικώς, θείον Σάββαν, εγκωμίων αναφωνούντες ρόδοις καταστέψωμεν. Δόξα τω σε κρατύναντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω σε μεσίτην κραταιόν πιστοίς δωρήσασθαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Των Σταγείρων το κλέος και του Άθω το καύχημα, τον Οσιομάρτυρα Σάββα, εν ωδαίς ευφημήσωμεν, ασκήσει και αθλήσει κρατερά ενίκησε τον δόλιον εχθρόν, και κατ’ όναρ ηξιώθη θείας φωνής, προειπούσης το μαρτύριον. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε ενισχύσαντι, δόξα εν υστέροις τοις καιροίς, σε στεφανώσαντι.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Τη Υπερμάχω.
Του Χριστού ακολούθησας θείοις ίχνεσι και σταυρόν επωμαΐδιον αράμενος της ασκήσεως την μάνδραν Κωνσταμονίτου ως κονίστραν τελειώσεως επέλεξας, πριν ή λάβης της αθλήσεως τον στέφανον όθεν κράζομεν Χαίροις, Σάββα μακάριε.

Μεγαλυνάριον
Λίμασιν εφοίνιξας την στολήν της ψυχής σου, Σάββα, δι’ ασκήσεως, ήνπερ πριν, Σταγειρίτα μάκαρ, εν τη Κωνσταμονίτου μονή αρτίως πλείστοις πόνοις ελεύκανας.

Ὁ Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ ἐν Κιέβῳ

Ὁ Ὅσιος Σιλουανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ., στὴν Οὐκρανία καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Μὲ τὴν προσευχή του ἀκινητοποίησε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες κάποιους ληστές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μπεῖ στὴ Λαύρα ἀπὸ τοὺς κήπους αὐτῆς, γιὰ νὰ ληστέψουν τὴ μονὴ καὶ τοὺς Πατέρες. Ὅταν αὐτοὶ μετανόησαν, τοὺς ἀπελευθέρωσε.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν ἐγγὺς καὶ μακρὰν τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, καὶ στὶς 28 Αὐγούστου.

Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Ριαζὰν καὶ Μούρωμ

 
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, Ἐπισκόπου Ριαζὰν καὶ Μούρωμ, τὴν 12η Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἐπίσης ἡ ἑορτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ σήμερα, λόγω τῆς ἑορτῆς τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Ριαζὰν τῆς Ρωσίας.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Μητροπολίτης Τομπόλσκ καὶ πάσης Σιβηρίας


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς) ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Νεζχίνο τῆς Ρωσίας, τὸ 1651, ἀπὸ τὸν Μάξιμο Βασίλεβιτς καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Ἡ οίκογένειά του εἶχε ἑπτὰ υἱοὺς καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐγκύκλιων σπουδῶν του ἐφοίτησε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε ὡς διδάσκαλος τῆς λατινικῆς γλώσσας. Τὸ 1680, ἐκάρη μοναχὸς στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή.

Στὸ νέο μοναχὸ ἐδόθηκε, μὲ τὴ συγκατάθεση τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸ πνευματικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου, τὸ διακόνημα τοῦ κηρύγματος. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Ἰωάννης ἐπροικίσθηκε μὲ τὸ χάρισμα τῆς εὐγλωττίας. Τὸ κύριο θέμα τῶν ὁμιλιῶν του ἦταν πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία νὰ ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του, γιὰ νὰ κερδίσει τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἡ πνευματική του μελέτη, ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡλιοτρόπιον», ἀπαντᾶ σὲ σωτηριολογικὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν πιστό.

Τὸ 1658, ἀποστέλλεται γιὰ ἱεραποστολικὴ ἐργασία στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ, διορίσθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακείμ (1674 – 1690) ὡς ἐφημέριος τῆς μονῆς Μπριάνσκ – Σβένσκ, ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Τὸ 1695, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος († 5 Φεβρουαρίου), Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ, διόρισε τὸν ἱερομόναχο Ἰωάννη, ὡς ἀρχιμανδρίτη τῆς μονῆς Ἐλέτσκ. Ἐδῶ, ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ἐσεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιο, ἐθεραπεύθηκε ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου. Μόλις ἀσθένησε τὸ ἀνέφερε στὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ νὰ συνεχίσει τὸ διακόνημά του καὶ να ἔχει πίστη στὸν Θεό. Ὁ Ἰωάννης ἀμέσως ὑπάκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, διότι ἐμπιστευόταν τὴ δύναμη τῆς πίστεώς του πρὸς τὸν Θεό. Τὴν ἑπομένη, μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ Ἰωάννης ἦταν τελείως καλά.

Στὶς 10 Ἰανουαρίου 1697, ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἀδριανὸς (1690 – 1700) ἐξέλεξε τὸν Ἰωάννη Ἐπίσκοπο Τσέρνιγκωφ καὶ ἡ χειροτονία ἔγινε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Κρεμλίνου. Ὁ Ἰωάννης ἀνέλαβε μὲ φόβο Θεοῦ τὰ καθήκοντά του καὶ ἔριξε ἰδιαίτερο βάρος στὴν πνευματικὴ ἀνύψωση καὶ καλὴ ὀργάνωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχολείων. Θαυμαστὴ ἦταν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ ἡ δραστηριότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπογραφείου ποὺ ὀργάνωσε.

Ὁ Ἰωάννης ἐπέδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς Παντελεήμονος, πρὸς τὴν ὁποία ἀπέστειλε σημαντικὴ βοήθεια.

Τὸ 1711, Μητροπολίτης πλέον Τομπόλσκ καὶ πάσης Σιβηρίας, ἐργαζόταν μὲ φόβο Θεοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀναδιοργάνωσε τὸ περίφημο ἱεραποστολικὸ σεμινάριο, ποὺ εἶχε ἱδρύσει τὸ 1727 ὁ μακαριστὸς προκάτοχός του Μητροπολίτης Φιλόθεος († 1727), καὶ συνέχισε τὴν ἀποστολικὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τῆς Σιβηρίας. Τὸ 1714, ἀνέθεσε στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἱλαρίωνα (Λεζχάϊσκυ) ἱεραποστολικὴ ἐργασία στὸ μακρινὸ Πεκίνο, ἐνῶ στὴν πόλη τοῦ Τομπόλσκ ἀνέπτυξε τὴ συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δραστηριότητα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὡς ποιμένας, ἦταν ἤρεμος καὶ ἀτάραχος, εἰλικρινὴς καὶ διακριτικός, φιλάνθρωπος καὶ φιλεύσπαγχνος. Ἐβοηθοῦσε πολὺ τοὺς πτωχοὺς μοιράζοντάς τους κρυφά, ἐνδεδυμένος ὡς ἁπλὸς μοναχός, γενναιόδωρες ἐλεημοσύνες μὲ τὴν παράκληση νὰ δεχθοῦν αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔδινε στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἐπισκοπικὸ οἴκημα ἦταν πάντοτε ἀνοικτὸ γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸ ἐχρειάζονταν, ὅπως καὶ ἡ καρδιά του. Ἀκόμη καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1715, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, εἶχε παραθέσει τράπεζα πρὸς τιμὴν τῶν κληρικῶν του. Ἀφοῦ τοὺς διακόνησε ταπεινὰ ὁ ἴδιος, ἐπῆραν τὴν εὐχή του καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀποσύρθηκε στὸ κελί του. Ὅταν ἐχτύπησε ἡ καμπάνα γιὰ τὸν Ἑσπερινό, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης προσευχόταν γονατιστός. Ἔτσι παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Θεὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ τιμὴ στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρισοστόμου τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Τομπόλσκ.

Σύναξις Πάντων τῶν Ἁγίων ἐν Ριαζάν

 
Ο εορτασμός της Σύναξης πάντων των εν Σιβηρία Αγίων καθιερώθηκε το 1984 μ.Χ., επί Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Οι Άγιου που εορτάζουν είναι οι:

Ανδρέας, ηγούμενος της μονής Ραφαήλ (Τομπόλσκ) (+ 1820) (βλέπε 14 Μαΐου)

Αντώνιος, Μητροπολίτης Τομπόλσκ (+ 1740) (βλέπε 27 Μαρτίου)

Αρέθας των Αλταΐων (+ 1910) (βλέπε 15 Μαΐου)

Βαρλαάμ, Αρχιεπίσκοπος Τομπόλσκ (+ 1802) (βλέπε 27 Δεκεμβρίου)

Βαρλαάμ του Σικίζσκ, ο ερημίτης (+ 1846) (βλέπε 5 Οκτωβρίου)

Βασίλειος της Μανγκαζίας, ο μάρτυς (+1602) (βλέπε 22 Μαρτίου)

Κοσμάς του Βερχοτούρε (+ 1706) (βλέπε 1 Νοεμβρίου)

Δανιήλ του Ασίνσκ (+ 1843) (βλέπε 15 Απριλίου)

Δημήτριος Μητροπολίτης του Ροστώβ (+1709) (βλέπε 28 Οκτωβρίου)

Δόμνα του Τόμσκ, η δια Χριστόν σαλή (+ 1872) (βλέπε 16 Δεκεμβρίου)

Γεράσιμος Επίσκοπος του Αστραχάν (+1880) (βλέπε 24 Ιουνίου)

Γερμανός της Αλάσκα (+ 1837) (βλέπε 9 Αυγούστου)

Ιννοκέντιος, πρώτος επίσκοπος Ιρκούτσκ (+ 1731) (βλέπε 26 Νοεμβρίου)

Ιννοκέντιος, Μητροπολίτης Μόσχας και φωτιστής της Αλάσκας και της Σιβηρίας (+ 1879) (βλέπε 31 Μαρτίου)

Ιωάννης, Μητροπολίτης του Τομπόλσκ, ο θαυματουργός (+ 1715) (βλέπε 10 Ιουνίου)

Ιωάννης του Βερχοτούρε, ο δια Χριστόν σαλός (+ 1701) (βλέπε 16 Απριλίου)

Μακάριος των Αλταΐων (+ 1847) (βλέπε 16 Μαΐου)

Μελέτιος, επίσκοπος Χάρκωβ (+ 1840) (βλέπε 12 Φεβρουαρίου)

Μελέτιος, επίσκοπος του Ριαζάν (+ 1900) (βλέπε 14 Ιανουαρίου)

Μισαήλ του Αμπαλάσκ (+ 1797) (βλέπε 17 Δεκεμβρίου)

Νεκτάριος, Αρχιεπίσκοπος Τομπόλσκ (+ 1666)

Πέτρος, Μητροπολίτης Τομπόλσκ (+ 1820) (βλέπε 4 Μαρτίου)

Φιλάρετος, Μητροπολίτης Κιέβου (+ 1857) (βλέπε 2 Δεκεμβρίου)

Φιλόθεος, Μητροπολίτης Τομπόλσκ (+ 1727) (βλέπε 31 Μαΐου)

Συμεών, Μητροπολίτης Σμολένσκ (+ 1699) (βλέπε 4 Ιανουαρίου)

Συμεὼν του Βερχοτούρε (βλέπε 18 Δεκεμβρίου)

Συνέσιος του Ιρκούτσκ (+ 1787) (βλέπε 10 Μαΐου)

Σωφρόνιος, επίσκοπος Σμολένσκ (βλέπε 30 Μαρτίου)

Στέφανος του Τόμσκ (+ 1876) (βλέπε 30 Ιουνίου)

Θεόδωρος του Τόμσκ (+ 1864) (βλέπε 20 Ιανουαρίου)

Οἱ Ἅγιοι Κρίσπουλος καὶ Ρεστιτοῦτος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κρίσπουλος καὶ Ρεστιτοῦτος, κατὰ τὴν παράδοση, ἐμαρτύρησαν πιθανῶς στὴ Ρώμη ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.). Κατὰ τὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο αὐτοὶ ἐτελειώθηκαν μαρτυρικὰ στὴν Ἰσπανία.

Οἱ Ἅγιοι Γέτουλος καὶ Ἀμάνδιος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γέτουλος ἦταν σύζυγος τῆς Ἁγίας Συμφορόσης († 18 Ἰουλίου), ἐκ Τιβούρων τοῦ Λατίου. Συνελήφθη τὸ 120 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.), καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀμανδίου καὶ τῶν Ἁγίων Κερεάλου καὶ Πριμιτίβου. Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ἐνταφίασε ἡ Ἁγία Συμφορόσα.

Οἱ Ἅγιοι Βασιλείδης, Τρίπος καὶ Μάνδαλος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλείδης, Τρίπος καὶ Μάνδαλος ἐμαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους εἴκοσι Χριστιανοὺς στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.), τὸ 275 μ.Χ. Οἱ τρεῖς ὑπάρχουσες ἁγιολογικὲς πηγὲς περὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλείδου εἶναι μεταγενέστερες καὶ ἀναξιόπιστες. Ἐπὶ τοῦ τάφου του, ἐπὶ τῆς Αὐρηλίας ὁδοῦ, εἶχε ἱδρυθεῖ βασιλική, ποὺ δὲν διασώθηκε.

Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Νικομηδείᾳ

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζαχαρίας ἐμαρτύρησε, ἄγνωστο πότε, στὴ Νικομήδεια.

Ὁ Ἅγιος Ἀστέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Πέτρας

Ὁ Ἅγιος Ἀστέριος, Ἐπίσκοπος Πέτρας τῆς Ἀραβίας, ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐμαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, ὄχι ὡς ἀναφέρεται στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο ἐπὶ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.), ἀλλ’ ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (347 μ.Χ.) καὶ συνέγραψε τὴν ἱστορία μὲ τὶς δολοπλοκίες τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας, τὸ 362 μ.Χ., καὶ ἐπελέγη γιὰ νὰ εἶναι ὁ κομιστὴς τῆς ἐπιστολῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας.

Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς Ἐπίσκοπος Λόντι Ἰταλίας

Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων († 7 Δεκεμβρίου) καὶ γενναῖος ἀγωνιστὴς κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 409 μ.Χ., ἀφοῦ ἐποίμανε τὴν Ἐπισκοπή του ἀπὸ τὸ 374 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Κενσούριος Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης

Ὁ Ἅγιος Κενσούριος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ, Ἐπισκόπου Ὡξέρρης († 31 Ἰουλίου), ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῆς Ὡξέρρης κατὰ τὰ ἔτη 448 – 486 μ.Χ. καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἰλλαδανὸς Ἐπίσκοπος Ράθλιχεν Ἰρλανδίας

Ὁ Ἅγιος Ἰλλαδανὸς ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ράθλιχεν στὸ Ὄφφαλυ τῆς Ἰρλανδίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Ἰθαμέριος Ἐπίσκοπος Ρότζεστερ

Ὁ Ἅγιος Ἰθαμέριος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Κέντ τῆς Ἀγγλίας. Ἦταν μοναχός, ἱστορικὸς καὶ ἀκόλουθος τοῦ Ἁγίου Βεδέα († 27 Μαΐου). Ἦταν ὁ πρῶτος Ἀγγλο - Σάξωνας Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρότζεστερ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 656 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Ἐβρεμούνδιος

Ὁ Ἅγιος Ἐβρεμούνδιος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπαϋὼξ τῆς Γαλλίας καὶ ἦταν ἔγγαμος αὐλικὸς στὸ παλάτι. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο, μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς συζύγου του, ποὺ ἀκολούθησε καὶ αὐτὴ τὴν ὁδὸ τοῦ μοναχισμοῦ, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἔγινε μοναχός. Ἵδρυσε διάφορα μοναστήρια στὴν περιοχὴ Φοντεναί – Λουβέ στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Σαγίου καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 720 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ

Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς Χουτίνσκϊυ τῆς Ρωσίας.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 6 Νοεμβρίου.

Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Μητροπολίτης Τομπόλσκ Ρωσίας

 

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου, Μητροπολίτου Τομπόλσκ τῆς Ρωσίας, τὴν 31η Μαΐου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Σήμερα ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του, λόγω τῆς ἑορτῆς τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Ἐπίσκοπος Τομπόλσκ

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος (κατὰ κόσμον Νικόλαος Παύλοβιτς Τελιάσιν) ἐγεννήθηκε στὴν περιφέρεια τοῦ Ὀστάσκωβ, τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Τβέρ, ἀπὸ οἰκογένεια χωρικῶν. Τὸ 1599 κατέφυγε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Στυλίτου, ὅπου τὂ 1601 ἔγινε μοναχὸς καὶ τὸ 1613 ἐχειροτονήθηκε ἱερέας ἀποκτώντας σπουδαία παιδεία, μαθαίνοντας τὴν λατινικὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ σπουδάζοντας ρητορικὴ καὶ φιλοσοφία.

Κατὰ τὰ ἔτη 1614 – 1636, διετέλεσε ἡγούμενος τοῦ ἐρημητηρίου καὶ τὸ ὀργάνωσε μὲ ὑποδειγματικὸ πνευματικὸ τρόπο, ὥστε νὰ γίνει γνωστὸ καὶ θαυμαστὸ πνευματικὸ καταφύγιο σὲ ὅλη τὴ Ρωσικὴ γῆ. Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ πνευματικότητά του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴ μελέτη. Ἔτσι ὀργάνωσε ὁ ἴδιος μὲ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ζῆλο τὴν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς μονῆς. Ἀντέγραψε ἔτσι, μὲ προσωπική του χειρόγραφη ἐργασία, τὰ ἔργα τῶν Ὁσίων Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου.

Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς συνδέθηκε μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῶν Ρωμανὼφ καὶ μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ τῶν προστατῶν του ἦταν ὁ τσάρος Μιχαὴλ Φεντόροβιτς. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὑπῆρξε ἄλλωστε καὶ ὁ ἀνάδοχος τοῦ μελλοντικοῦ τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία τῶν ὑψηλῶν προστατῶν αὐτοῦ, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ὑπὸ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τομπόλσκ τῆς Σιβηρίας. Ἡ χειροτονία του ἐτελέσθηκε τὸ 1636 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάσαφ Α’, στὴ Μόσχα.

Τὸν ἴδιο χρόνο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐγκαθίσταται στὸ Τομπόλσκ καὶ ἐργάζεται σκληρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς νεοσυσταθείσης Ἐπισκοπῆς του. Ὡς σκληρὸς ἀσκητής, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴν προσευχή, δυσανασχετοῦσε ἀπὸ τὶς συμπεριφορὲς τοῦ ποιμνίου του, λαϊκῶν καὶ κληρικῶν, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς ἐξουσίας, πολλὲς φορὲς ἠθέλησαν νὰ τὸν ἐμπλέξουν στὶς δολοπλοκίες τους. Κουρασμένος ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ τῶν εἰς βάρος του συμπεριφορῶν, τὸ 1637, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν τσάρο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀποσυρθεῖ. Κατόπιν πολλῶν αἰτήσεῶν του κατάφερε τελικά, τὸ 1639, νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ παραίτητή σου. Ἐλεύθερος, λοιπόν, ἀπὸ τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα ἐπέστρεψε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Στυλίτου, ὅπου καὶ ἔζησε ὡς ἕνας ἁπλὸς μοναχός, χωρὶς νὰ ἀναλάβει ὀποιαδήποτε διοικητικὴ εὐθύνη, μέχρι τὸ 1647, ὁπότε καὶ ἀνέλαβε ἐκ νέου τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου.

Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου, τὴ βοήθεια τοῦ τσάρου καὶ τῶν εὐγενῶν τῆς Μόσχας, ἐβοήθησε ὥστε νὰ διαδοθεῖ ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Νεῖλο τὸν Στυλίτη.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1667, καὶ ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία ἐτελέσθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας καὶ ἄλλους Ἐπισκόπους. Ὁ ἴδιος ὁ τσάρος ἀκολούθησε τὴν ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του στοὺς δρόμους τῆς Μόσχας. Ὁ Ἅγιος ἐνταφιάσθηκε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Στυλίτου.
Τὸ 1984, κατὰ τὴν σύσταση τῆς ἑορτῆς πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας, μεταξὺ τῶν τιμωμένων Ἁγίων, συγκαταλέχθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἱερὴ μνήμη ἑορτάζεται καὶ σήμερα, ἡμέρα τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Μητροπολίτης Σμολένσκ καὶ Ντορογκομπούζ

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν (Μολιούκωφ) καταγόταν ἀπὸ τὴν Σιβηρία καὶ ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Τομπόλ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Βορίδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Ροστὼβ καὶ ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης καὶ τοποθετήθηκε στὴ μονὴ τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ. Ἐδῶ προέκοψε κατὰ Θεὸν στὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀρετή. Ἔτσι, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, στὶς 9 Ἀπριλίου 1676 ἐχειροτονήθηκε στὴ Μόσχα Ἐπίσκοπος Σμολένσκ.

Ἡ ἐπαρχία τοῦ Σμολένκς, ἤδη ἀπὸ τὸ 1612, ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπίεζαν τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν δὲν ἦταν εὔκολο. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἐφρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση νέου καθεδρικοῦ ναοῦ, ὀ ὁποῖος ἐτελείωσε τὸ ἑπόμενο ἔτος, τὸ 1677. Μὲ τὸν ἴδιο ἔνθεο ζῆλο ὁ Ἅγιος συνέχισε τὸ ἔργο τῆς ἀνεγέρσεως νέων ναῶν στὴν πολύπαθη ἐπαρχία του.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐξορίσθηκε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅταν ἀποφυλακίσθηκε, μετὰ δύο ἔτη περίπου, συνέχισε νὰ ἐργάζεται ἄοκνα ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου του.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1699, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σμολένσκ.

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Βερχοτοῦρε τῆς περιφέρειας τῆς Περμίας τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του ἦταν ἔμπορος καὶ ἡ μητέρα του κόρη ἱερέως. Ἐγεννήθηκε μὲ πρόβλημα στὰ πόδια καὶ περπατοῦσε μὲ πατερίτσες. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία προσπαθοῦσε νὰ βιώσει τὸ μυστήριο τῆς σαλότητος. Τὶς νύχτες συνέχεια ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι, γιὰ νὰ προσεύχεται μόνος του, καὶ ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς σαλούς, τὸν ἐκυνηγοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως. Μιὰ φορὰ τὸν εἶδαν νὰ φεύγει ἀπὸ τὰ παιδιά, ποὺ τὸν κατεδίωκαν πετώντας πέτρες, ἀπὸ τὸ ποτάμι, ποὺ ἦταν στὸ δρόμο του, καὶ τὸ ἐπέρασε «σὰν νὰ περνοῦσε ἀπὸ στεριά».

Ἦταν πονόψυχο παιδὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία καὶ δὲν ἔχανε ποτὲ τὴ Θεία Λειτουργία, ποὺ ἐτελεῖτο στὸ ναό.

Ὁ μακάριος Κοσμᾶς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 8 Δεκεμβρίου 1680, καὶ ἐνταφιάσθηκε δίπλα στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς πόλεως Βερχοτοῦρε, στὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ. Τὸ παρεκκλήσιο ἐπάνω στὸν τάφο του ἔκτισε μία θεοσεβούμενη γυναίκα, ποὺ ἦταν χήρα. Ὁ Ἅγιος ἐμφανίσθηκε στὸ ὄνειρό της ὡς νεαρὸς ἄνδρας 25 – 30 ἐτῶν, ξυπόλητος, μὲ ἕνα μακρὺ πουκάμισο. Τῆς εἶπε ὅτι τὸν λένε Κοσμᾶ καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ σκεπάσει τὸν τάφο, γιὰ νὰ τὸν προστατέψει ἀπὸ τὰ ζῶα ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ.

Γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ μακαρίου Κοσμᾶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πληροφορίες. Θεωρεῖται ὅτι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς συμμετεῖχε στὴ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τῆς Βερχοτοῦρε ἀπὸ τὸ χωριὸ Μερκούσινσκιϊ στὸ ναὸ Νικολάγιεβσκι, στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1704. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στὶς παλαιὲς εἰκόνες, ποὺ ἀπεικονίζουν τὴ μεταφορὰ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Συμεών, ὑπάρχει ἕνας σαλὸς μὲ πατερίτσες.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Τομπόλσκ

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐγεννήθηκε, τὸ 1670, στὰ περίχωρα τοῦ Τσέρνιγκωφ, καὶ ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία προερχόταν ἀπὸ παλαιὰ εὐγενικὴ ἐκκλησιαστικὴ καταγωγή. Ἐτελείωσε τὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ὅπου καὶ ἐδίδασκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε προστάτης του. Τὸ 1700, ἀνέλαβε διευθυντικὴ θέση στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἔγινε ἀναπληρωτὴς τοῦ ἡγουμένου στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέπμ, ἱεροκήρυκας τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς πόλεως, ἐνῷ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς περιοχῆς ἦταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς). Στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ ἐδίδασκε ρητορικὴ καὶ διαλεκτική, καλύπτοντας κατὰ διαστήματα τὴ θέση τοῦ διευθυντοῦ, τοῦ οἰκονόμου καὶ τοῦ ἐπόπτου. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του οἰκοδομήθηκαν καινούργια κτήρια καὶ ὁ ἴδιος ἐχάρισε στὴ βιβλιοθήκη τῆς σχολῆς πολλὰ βιβλία ἀπὸ τὴν προσωπική του συλλογή.

Τὸ 1705, ἐξέδωσε τὴ συλλογή, ὑπὸ τὸν τίτλο «Καθρέφτης τῆς Θείας Γραφῆς», ποὺ περιεῖχε τὰ κηρύγματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (Μαξίμοβιτς), καθὼς καὶ ἕνα ἰδικό του ποιήμα ἀφιερωμένο στὸ Πάθος τοῦ Σωτῆρος. Τὸ 1709, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου, ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου στὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικὰ στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐπισκοπῆς Τσέρνιγκωφ.

Τὸ 1713, μετὰ τὴ μετάθεση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (Μαξίμοβιτς) στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἕδρα τοῦ Τομπόλσκ, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη κλήρου καὶ λαοῦ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴ Μόσχα.

Ὁ νεοχειροτονηθεὶς Ἐπίσκοπος δίδει δείγματα γραφῆς ἑνὸς ἀξιοζήλευτου ποιμένος, ὁ ὁποῖος κηρύσσει συνεχῶς τὸ θεῖο λόγο στοὺς ναοὺς τῆς ἐπαρχίας του. Μὲ τὴν εὐλογία του θὰ ἐκδοθεῖ ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ χάρη στὴ βοήθεια συνεργατῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων, ποὺ ἐργάζονταν στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολή, θὰ τελειώσει τὴ μετάφραση τῆς «Ἱστορίας τῆς Ρώμης», τοῦ Τίτου Λιβίου, ἡ ὁποία παρέμεινε δυστυχῶς μέχρι σήμερα ἀνέκδοτη.

Ἀπὸ τὸ 1720 μέχρι τὸ 1721 προκαλεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ τσάρου. Τὴν πρώτη φορά, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ συνυπογράψει μαζὶ μὲ ἄλλους Ρώσους Ἐπισκόπους τὸν Ἐκκλησιαστικὸ Κανονισμό. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὸν ὑπέγραψε μόνο κατόπιν μακρῶν συζητήσεων καὶ κατόπιν ἀπειλῆς τοῦ Μεγάλου Πέτρου.

Τὸ 1721, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Τομπόλσκ. Στὴ Σιβηρία, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος θὰ ἀφιερωθεῖ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Παρὰ τὴν ἀδιαφορία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὶς ἐπίμονες ἐκκλήσεις του γιὰ τὴν ἀποστολὴ νέων ἱεραποστόλων, προκειμένου νὰ ἐνισχυθεῖ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ στὴ Σιβηρία, ὁ Ἅγιος θὰ καταφέρει, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐνισχύσει τὴ δράση τῶν ἱεραποστολικῶν κλιμακίων στὴν εὐρύτερη περιοχὴ καὶ νὰ τελειώσει τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν. Μὲ πολλὲς δυσκολίες ἔστελνε ἱερεῖς στὶς πιο ἀπομακρυσμένες περιοχὲς τῆς Σιβηρίας.

Γιὰ τὴν ἀρτιότερη ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν ἱεραποστόλων, ἀναδιοργάνωσε τὰ προγράμματα σπουδῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τομπόλσκ. Ἐπίσης, ἐγκαινίασε στὸ Ἰρκούτσκ μία ρωσομογγολικὴ σχολή. Ἔφερε μαζί του ἱεροψάλτες ἀπὸ τὴν Οὐκρανία καὶ τακτικὰ ἔστελνε μορφωμένους μοναχοὺς στὴ Σιβηρία μὲ σκοπὸ τὸ κήρυγμα, τὴν ἐξάπλωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἑδραίωση τῶν πιστῶν στὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου.

Συχνὰ ἡ ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου συναντοῦσε διάφορα ἐμπόδια, ποὺ προκαλοῦσε τὶς περισσότερες μορφὲς ἡ σκληρότητα τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ κόσμου.

Ὅταν, τὸ 1727, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἰρκοὺτσκ ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος (Κουλτσίσκι), ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐμοίρασε τὴ Σιβηρία σὲ δύο Ἐπισκοπές, κρατώντας γιὰ τὴν ἰδική του ἕδρα ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα μοναστήρια.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄφησε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κλῆρο τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ τοῦ Τομπόλσκ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Μαρτίου 1740, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Τομπόλσκ.

Ὁ Ὅσιος Συνέσιος τῆς Σιβηρίας

Ὁ Ὅσιος Συνέσιος ἐγεννήθηκε, τὸ 1698, στὴν Πριλούκα τῆς Ρωσίας καὶ ἦταν συνασκητὴς τοῦ Ἐπισκόπου Ἰρκούτσκ Σωφρονίου. Τὸ 1746, ὁ ἱερομόναχος Συνέσιος ἐκλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Σωφρόνιο νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν Οὐκρανία στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν πνευματικὴ εὐθύνη τοῦ ἐρημητηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν διοίκηση τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊι.

Λίγο ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν Ἐπίσκοπο Σωφρόνιο στὸ Ἰρκούτσκ, ὅπου, τὸ 1754, θὰ λάβει τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου καὶ θὰ γίνει ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως.

Ἦταν μέλος τοῦ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Σωφρόνιο ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου καὶ τὸν ἐβοηθοῦσε πολὺ στὴ διοίκηση τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἐπιμελήθηκε τὴν ἀνοικοδόμηση ναῶν στὸ μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως καὶ γιὰ τριάντα ὁλόκληρα χρόνια ἀποτέλεσε τὸ λαμπρότερο ὑπόδειγμα ἀσκητοῦ μοναχοῦ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφούς του.

Ὁ Ὅσιος Συνέσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 10 Μαΐου 1787, καὶ ἐνταφιάσθηκε παραπλεύρως τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ἡ φήμη του Ὁσίου ἐξαπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ λόγῳ τῶν πολλῶν θαυμάτων πού, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔκανε.
Τὸ 1984, ὅταν ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία καθιέρωσε τὴν ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας, μεταξὺ αὐτῶν συμπεριέλαβε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου Συνεσίου.

Ὁ Ὅσιος Πέτρος τοῦ Τόμσκ

Ὁ Ὅσιος Πέτρος (Ἀλέξεβιτς Μικούριν) ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία, τὸ 1800, ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν. Σὲ νεαρὴ ἡλικία κατατάχθηκε στὸ στρατό, ἀλλὰ ἡ θητεία του δὲν ἐκράτησε πολύ, διότι ἀκολούθησε μία αὐστηρὴ ζωὴ ἀσκήσεως καὶ ἀδιάλειπτης προσευχῆς ἐπικαλούμενος συνεχῶς τὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τῆς Βίβλου καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ σύντομα ἄρχισε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν πολλοὶ ποὺ ἔψαχναν τὴν ὁδὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Τότε ἀπευθύνθηκε στὸν ἐρημίτη Βσιλίσκο καὶ μαζὶ μὲ τρεῖς ἄλλους ἀσκητὲς ἐπιδόθηκε στὸν ἡσυχαστικὸ βίο στὰ δάση τῆς περιοχῆς τοῦ Κούζνεκ.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1820, σὲ νεαρὴ ἡλικία. Τὸ 1984 συγκαταριθμήθηκε μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ἡ Ἁγία Δόμνα ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή



Ἡ Ἁγία Δόμνα τοῦ Τόμσκ ἐγεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν στὴ Ρωσία. Οἱ γονεῖς της ἀπέθαναν, ὅταν ἐκείνη ἦταν ἀκόμα μικρὸ παιδὶ καὶ ἔτσι ἔμεινε στὴ θεία της. Ἡ Δόμνα ἔλαβε ἄριστη μόρφωση καὶ ὁμιλοῦσε πολὺ καλὰ τὶς ξένες γλῶσσες. Ἦταν ὡραῖα κοπέλα καὶ εἶχε πολλοὺς θαυμαστὲς πρόθυμους νὰ τὴν νυμφευθοῦν. Ὅμως ἡ Δόμνα ἤθελε νὰ παραμείνει ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔμαθε ὅτι οἱ συγγενεῖς της θέλουν νὰ τὴν παντρέψουν διὰ τῆς βίας, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἐφόρεσε ἁπλὰ ἐνδύματα καὶ ἐπῆγε ὡς προσκυνήτρια στοὺς Ἁγίους Τόπους. Χαρτιὰ ποὺ θὰ πιστοποιοῦσαν τὸ ποιὰ ἦταν δὲν εἶχε, γι’ αὐτὸ καὶ συνελήφθη ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ ἐκτοπίσθηκε στὴ Σιβηρία. Ἐκεῖ, στὴν πόλη Τόμσκ, ἐπῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ βιώσει τὸ ἀσκητικὸ στάδιο τῆς σαλότητος.

Ἡ Ἁγία Δόμνα δὲν εἶχε μόνιμη κατοικία. Συχνὰ περνοῦσε τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύκτες ἔξω στὸ δρόμο. Τὸ φόρεμά της ἀποτελεῖτο ἀπὸ κόμβους διαφόρων μεγεθῶν, ποὺ ἔκρυβαν τὸ σχεδὸν γυμνὸ σῶμά της. Ἐχρησιμοποιοῦσε τοὺς κόμβους σὰν κομποσχοίνι, κρύβοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὶς συνεχεῖς προσευχές της. Ὄταν κάποιοι πονόψυχοι ἄνθρωποι τῆς ἐδώριζαν ζαστὰ ροῦχα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ χειμῶνος, ἐκείνη τὰ ἔπαιρνε, εὐχαριστοῦσε τὸν δωρητὴ καὶ ἀμέσως τὰ ἐμοίραζε σὲ πτωχούς, ἐνῷ ἡ ἴδια συνέχιζε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὸ κρύο. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκδήλωνε ἡ Δόμνα τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν κόσμο. Γνωρίζοντας τὶς ἄθλιες συνθῆκες ἐπιβιώσεως τῶν κρατουμένων στὶς φυλακὲς τοῦ Τόμσκ, ἡ Ἁγία Δόμνα περιπατοῦσε δίπλα στὶς ἐγκαταστάσεις τῆς φυλακῆς καὶ ἐτραγουδοῦσε ἄσματα πνευματικοῦ περιεχομένου χωρὶς νὰ σκέπτεται ὅτι σὲ λίγο θὰ τὴν συνελάμβαναν λόγῳ διαταράξεως τῆς κοινῆς ἡσυχίας. Ὅταν ἡ σύλληψη γινόταν γνωστή, ὁ κόσμος ἔφερνε στὴ φυλακὴ τρόφιμα γιὰ τὴν Ἁγία, τὴν ὁποία βαθιὰ ἐκτιμοῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἐκείνη τὰ ἐμοίραζε σὲ κρατούμενους.

Θερμὰ καὶ ἀκούραστα προσευχόταν ἡ μακαρία στὸ ναὸ κρυφά, μακριὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ κόσμου. Ἐὰν ἔβλεπε ὅτι τὴν παρακολουθοῦν, ἀμέσως ἄλλαζε τὴν συμπεριφορά της καὶ παρίστανε τὴ σαλή: πηγαινοερχόταν μέσα στὴν ἐκκλησία, ὁμιλοῦσε μόνη της, ἔσβηνε τὰ κεριά...

Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σαλότητος ἡ Ἁγία Δόμνα διατηροῦσε τὴν ἁγνότητά της, ἐσήκωσε τὸ βάρος τῆς ἑκουσίας πτωχείας της, ὑπέφερε τὴ ζέστη καὶ τὸ κρύο. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ὁ Θεὸς τῆς προσέφερε τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητος, τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν πιστῶν.

Ἡ Ἁγία Δόμνα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 16 Δεκεμβρίου 1872, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τῆς πόλεως Τόμσκ. Δίπλα στὸν τάφο της, ὁ ὁποῖος καταστράφηκε στὴ μετεπαναστατικὴ περίοδο, στὶς ἡμέρες μας, ἐκτίσθηκε ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ὁ Ἅγιος Στέφανος τοῦ Ὄμσκ τῆς Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Στέφανος (Ἰακώβλεβιτς Ζναμένσκι) ἐγεννήθηκε ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια στὴν περιοχὴ τοῦ Τὸμσκ τῆς Ρωσίας. Οἱ θεολογικές του σπουδὲς στὸ ἱερατικὸ σεμινάριο τοῦ Τομπόλσκ, κυρίως, ἀφοροῦσαν στὴν ἐκμάθηση τῆς ἀρχαίας ἑβραϊκῆς γλώσσας. Κατὰ συνέπεια μποροῦσε νὰ μελετᾶ μὲ εὐκολία τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, Ὅταν, τὸ 1824, ἐτελείωσε τὶς σπουδές του, ἐνυμφεύθηκε καὶ ἐχειροτονήθηκε ἱερέας στὴν πόλη τῆς Βαρναούλ, καὶ μετατέθηκε διαδοχικὰ στὶς πόλεις Κουργκάν, Τομπὸλσκ καὶ Ἰαλουτορόβσκ. Τὸ 1854, τοποθετήθηκε ἐφημέριος στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ὄμσκ. Γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε μέλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου, ἔξαρχος, ἱεραπόστολος καὶ καθηγητὴς τῶν θρησκευτικῶν σὲ διάφορα γυμνάσια τῆς πόλεως. Στὸ Ἰαλουτορὸβσκ ἵδρυσε δύο σχολεῖα, στὰ ὁποία ἡ φοίτηση ἦταν δωρεάν. Γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο ποὺ ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐπέδειξε κατὰ τὴν ἱερατική του διακονία ἔλαβε διάφορες τιμητικὲς διακρίσεις ἀπὸ τὴν πολιτεία καί, τὸ 1839, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸ ὀφφίκιο τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου.

Ὁ πρεσβύτερος Στέφανος ἦταν ὑποδειγματικὸς κληρικός, ἀγαθὸς λευΐτης, ἁπλοϊκός, ταπεινός, εἰλικρινὴς καὶ ἐζοῦσε βίο ἐγκρατὴ καὶ ἀσκητικό. Συνδύαζε πρακτικότητα καὶ εὐστροφία καὶ ἀπέφευγε συνειδητὰ κάθε εἶδος πλουτισμοῦ, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ σκανδαλίζει τοὺς πιστούς. Ὅταν ἐτελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία, ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ εὐλάβεια. Τὸ πρόσωπό του ἐφωτιζόταν καὶ ἀκτινοβολοῦσε, προκαλώντας ἔτσι αἰσθήματα μεγάλου σεβασμοῦ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ κληρικούς, καὶ ἦταν ἰδιαίτερα προσεκτικός, ἔτσι ὥστε κάθε λειτουργικὴ κίνησή του νὰ γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες του.

Ὄταν ἦταν νέος, ἐκήρυττε ἀδιάκοπα. Ὅταν ὅμως τὰ χρόνια ἐπέρασαν, ὁμιλοῦσε λιγότερο καὶ προτιμοῦσε τὶς διαλέξεις. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀπέκτησε τὴ φήμη τοῦ λαμπροῦ παιδαγωγοῦ. Οἱ ἐφημαριακές του ὑποχρεώσεις εἶχαν καταπονήσει τὸ σῶμά του, ἐνῷ πολὺ καιρὸ πρὶν τὴν κοίμησή του ἔτρωγε μόνο χόρτα. Ὁ νηστευτικός του ἀγώνας ἦταν μεγάλος. Δὲν ἔπινε ποτὲ κρασί, καφὲ καὶ τσάι. Ἦταν πάντοτε ἐνδεδυμένος μὲ ροῦχα ταπεινὰ καὶ φτωχικά. Τὸν ἐλεύθερο χρόνο του ἐντρυφοῦσε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων. Ἐνῷ εἶχε μία μεγάλη οἰκογένεια καὶ τακτικὰ ἀντιμετώπιζε μεγάλα οἰκονομικὰ προβλήματα, δὲν ἐδεχόταν τὶς εἰσφορὲς τῶν ἐνοριτῶν του, ὅταν ἔβλεπε ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀνάγκες. Τὸ 1877, κλῆρος καὶ λαὸς τοῦ Ὄμσκ ἑόρτασαν τὰ πενήντα χρόνια ἱερωσύνης τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 12 Ἀπριλίου 1877.
Τὸ 1984, ὁρίστικε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος Ἐπίσκοπος Ἀστραχάν

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἰβάνοβιτς Νομπροσέρντωφ, ἐγεννήθηκε, στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1809, στὸ χωριὸ Βελτσκόε στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἰρκοὺτσκ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ἑνὸς ἀναγνώστου.

Λίγο πρὶν τὸ γάμο τῶν γονέων τοῦ Γεωργίου, ὁ παππούς του εἶδε ἕνα ὅραμα, τὸ ὁποῖο ἀπεκάλυπτε ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη συλληφθεῖ, προοριζόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.

Ὁ Γεώργιος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐδιδάχθηκε τὴν εὐλάβεια ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, ἀγαποῦσε τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἀπὸ ἡλικία ἕξι ἐτῶν ἐδιάβαζε τὰ ἀναγνώσματα στὴν ἐκκλησία. Τὸ 1818, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Ἰρκούτσκ, ἀφοῦ ἐπληροφορήθηκε τὰ χαρίσματά του, τὸν ἐνέγραψε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο, μετὰ τὸ πέρας τοῦ ὁποίου ὁ Γεώργιος συνέχισε τὶς σπουδές του στὸ ἱεροδιδασκαλεῖο τῆς πόλεως. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ ἐδοκίμασε νὰ ἀκολουθήσει τὸ παράδειγμα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς κλίσεώς του ἐθεωρήθηκε ἄρρωστος ψυχικὰ καὶ ἐνοσηλεύθηκε. Βγῆκε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο μὲ τὴν παρέμβαση κάποιου κυβερνήτου τοῦ Ἰρκούτσκ. Μὲ τὴν πνευματικὴ βοήθεια ἑνὸς ἱερέως τῆς περιοχῆς ἐγκατέλειψε τὴν ἰδέα τῆς ἐρημικῆς ζωῆς καὶ συνέχισε τὶς σπουδὲς στὸ ἱεροδιδασκαλεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπεφοίτησε μὲ «ἄριστα», θεωρούμενος ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους σπουδαστές.

Ὁ Γεώργιος, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Ἰρκούτσκ, διδάσκει στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ καί, τὸ 1836, νυμφεύεται καὶ χειροτονεῖται ἱερεύς. Διακόνησε στὸ Ἰρκοὺτσκ καὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στοὺς Χριστιανούς. Τὸ 1841, ἡ σύζυγός του ἀπεβίωσε καὶ ὁ Γεώργιος ἐγκατέλειψε τὸ Ἰρκοὺτσκ καὶ εἰσῆλθε στὴν Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἀποφοίτησε ἀπὸ αὐτήν, τὸ 1845, καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τελευταίου ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους ἔγινε μοναχός, λαβὼν τὸ ὄνομα Γεράσιμος. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἐδίδαξε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς πόλεως τοῦ Τβέρ, ἀπὸ τὸ 1846 στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς Σταυρουπόλεως, στὸ ὁποῖο, τὸ 1849, ἔγινε καὶ διευθυντής. Τὸ ἴδιο ἔτος ἔλαβε καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Ἀπὸ τὸ 1850 μέχρι τὸ 1855 διετέλεσε διευθυντὴς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τοῦ Σιμπίρσκ, ἀπὸ τὸ 1855 μέχρι καὶ τὸ 1860 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τοῦ Χάρκωβ· ἀπὸ τὸ 1860 μέχρι τὸ 1863 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Καλούγκα, καὶ ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ντομπρΐυ. Τὸ 1863, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Σταράϊα Ρούσα καὶ Ἔξαρχος τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ. Τὸ 1864, μετετέθη στὴν Ἐπισκοπὴ Ρεβὲλ καὶ ἔγινε Ἔξαρχος τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τὸ 1866, ἀνῆλθε στὸ αὐτόνομο θρόνο τῆς Σαμάρα. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ἔκτισε μία ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ γιὰ γυναῖκες καὶ ὀργάνωσε κατηχητικὰ καὶ συνάξεις στὶς ἐνορίες. Τὸ 1877, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀστραχάν.

Χαρακτηριστικὰ τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας του τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἦταν ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἡ ἀφοσίωση στὴν ἀποστολή του καὶ ἡ ἁπλότητα. Παρ’ ὅτι ὑπῆρξε αὐστηρός, ἦταν πάντοτε προσηνὴς καὶ κατόρθωνε πάντοτε νὰ διατηρεῖ εἰρηνικὴ τὴν καρδιά του. Ἡ ζωή του ἐχαρακτηριζόταν ἀπὸ αὐστηρὴ ἄσκηση. Ἐξυπνοῦσε πολὺ ἐνωρὶς τὰ χαράματα καὶ ἀφιέρωνε τὶς πρῶτες ὧρες τῆς ἡμέρας στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ τὴ Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ἐλειτουργοῦσε καθημερινά. Ἔτσι ἔζησε ὅλο του τὸ βίο.

Συνέγραψε διάφορα βιβλία θεολογικοῦ, κανονικοῦ καὶ ἁγιογραφικοῦ χαρακτῆρος καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του ἐκδόθηκαν τὸ ἡμερολόγιό του καὶ ἀρκετὲς ἐπιστολὲς ποὺ εἶχε ἀποστείλει πρὸς διάφορες μοναχές. Ἐκληροδότησε τὴ λιγοστή του περιουσία στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ὅπου καὶ ἐδίδετο μία ὑποτροφία στὸ ὄνομά του.

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 24 Ἰουνίου 1880, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀστραχάν.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ὁ Ὅσιος Μισαὴλ ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Μισαὴλ τοῦ Ἀμπαλάσκ, κατὰ κόσμον Παῦλος Ἰβάνοβιτς Φωκίν, ἐγεννήθηκε, στὶς 29 Ἰουνίου 1797, στὸ χωριὸ Λιπογιαρσκόε στὴν περιοχὴ τοῦ Ταμπώφ, ἀπὸ εὐσεβὴ ἱερατικὴ οἰκογένεια, ἀφοῦ ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας τῆς Βερχοτοῦρε (κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τυχόνοβιτς Κατάργιν) ἐγεννήθηκε, τὸ 1856, σὲ μία πολυάριθμη οἰκογένεια ἑνὸς χωρικοῦ τοῦ Ὀρλώφ. Μετὰ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο, σὲ νεανικὴ ἡλικία, εἰσῆλθε στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Βαλαάμ, ὅπου τὸ 1893 ἔγινε μοναχός. Τὸ ἴδιο ἔτος ὁ ἱερομόναχος τῆς μονῆς Ἰὼβ ἀνέλαβε καθήκοντα ἡγουμένου στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Βερχοτοῦρε. Γνωρίζοντας τὸν Ὅσιο Ἀρέθα ὡς λαμπρὸ παράδειγμα ἀσκητικοῦ μοναχοῦ, ἀφιερωμένου στὴν προσευχή, τὸν καλεῖ στὸ μοναστήρι του. Τὸ 1893 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ 1895 πρεσβύτερος. Στὸ μοναστήρι τὸ διακόνημά του ἦταν ἡ πώληση τῶν κεριῶν καὶ ἡ φύλαξη τῆς βιβλιοθήκης. Ὅταν τὸ 1900 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰὼβ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τοῦ Βαλαάμ, οἱ μοναχοὶ τῆς Βερχοτοῦρε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς μονῆς ἐξέλεγαν ἀπὸ μόνοι τους τὸν ἡγούμενο, ἐξέλεξαν τὸν Ὅσιο Ἀρέθα, ὁ ὁποῖος δύο χρόνια ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Στὴ νέα του διακονία ὁ Ὅσιος ἡγήθηκε τῆς μονῆς μὲ ταπείνωση καὶ ἀποτελοῦσε πάντοτε γιὰ τοὺς μοναχοὺς τὸ ζωντανὸ παράδειγμα. Τὸ 1901, ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση δύο ἀκόμη μονῶν καὶ τριῶν μοναχικῶν ἀδελφοτήτων.

Μέσα σὲ λίγα χρόνια ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἔκτισε καινούργια κτήρια στὸ μοναστήρι τῆς Βερχοτοῦρε καὶ κυρίως ἐπιμελήθηκε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνοριακῆς σχολῆς καὶ τῆς σχολῆς κωφαλάλων. Ὑπὸ τὴν προσωπική του διεύθυνση τακτοποιήθηκε τὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς.

Ὁ Ὅσιος διῆλθε σκληρὸ ἀσκητικὸ βίο. Λόγῳ τῆς αὐστηρῆς ἀσκήσεως ἐκλονίσθηκε ἡ ὑγεία του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 15 Μαΐου 1903. Ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τοῦ μοναστηριοῦ, πίσω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου Ἀρέθα, συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῆς χορείας τῶν Ἁγίων, τὸ 1984, καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή

Ἡ Ἁγία Ἀγάπη (Λιούμπωφ Σεμένοβνα Σουχάνοβα) ἐγεννήθηκε καὶ ἔζησε στὸ Ριαζὰν τὸ 19ο καὶ 20ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία ἔπασχε ἀπὸ παράλυση τῶν κατω ἄκρων καὶ ὅταν ἔγινε δεκαπέντε ἐτῶν ἰάθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο (Μαρλικίσκϊυ), ποὺ ἐμφανίσθηκε σὲ ὅραμα καὶ ἀφοῦ τὴν ἐθεράπευσε, τοῦ ἐζήτησε τὴν εὐλογία νὰ ζήσει ὡς διὰ Χριστὸν σαλή.

Ἔζησε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή της ἐγκλειστη ἐπὶ τρία ἔτη στὸ φτωχικό τους σπίτι. Ἐγκατέλειψε τὴν οἰκία της ζώντας στοὺς δρόμους τοῦ Ριαζὰν χωρὶς νὰ ἀποφεύγει τὸν κόσμο. Ἀντίθετα ὁμιλοῦσε πρὸς ὅλους μὲ πολλὴ πνευματικὴ χαρά. Ἐβοηθοῦσε ἰδιαίτερα τοὺς πτωχοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ γρήγορα ἡ φήμη της ἐξαπλώθηκε. Ὁ Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.

Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 21 Φεβρουαρίου 1921, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῆς Παρηγορίας τῶν Θλιβομένων». Συχνὰ ἐμφανιζόταν σὲ ὁράματα τῶν πιστῶν παρηγοροῦσα τοὺςδοκιμαζόμενους καὶ θεραπεύουσα τοὺς ἀσθενεῖς. Ὁ τάφος της ἦταν καὶ εἶναι τόπος προσκυνήματος.
Τὸ 1987, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος, καθιερώθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τοῦ Ριαζάν, στὸν κατάλογο τῶν ὁποίων κατετάγη καὶ ἡ Ἁγία Ἀγάπη.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱεραπόστολος ἐκ Ρωσίας

Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Ἱεραποστόλου ἐκ Ρωσίας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 18η Μαΐου.
Σήμερα ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του, μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Ἐρημίτης ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόγνωστος συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Νέων Ἱερομαρτύρων καὶ ἐμόναζε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ, τὸ 1940.

Οἱ Ἅγιοι Νικόλαος καὶ Βασίλειος οἱ Ἱερομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Νικόλαος καὶ Βασίλειος ἦταν πρεσβύτεροι τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Παύλου ἐν Ρωσία, καὶ ἐτελειώθησαν μαρτυρικὰ τὸ 1918.

Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Πρεσβύτερος 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Τιμοθέου.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου ἐν Κούρσκ Ρωσίας 


Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου εὑρέθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, τὸ 1295, στὴ ρίζα ἑνὸς δένδρου στὴν ἀκτὴ τοῦ ποταμοῦ Τουσκάρ, στὴν περιοχὴ τοῦ Κούρσκ, ἀπὸ ἕνα κάτοικο τῆς πόλεως Ρίλσκ, ποὺ ἐκυνηγοῦσε στὸ δάσος. Ἡ εἰκόνα, ποὺ ὁμοίαζε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Νόβγκοροντ, μεταφέρθηκε μὲ τιμὲς στὴν πόλη Ρίλσκ, ὅπου ὁ πρίγκιπας Σεμιάκα ἔκτισε ἕνα μεγαλοπρεπὴ ναὸ ἀφιερωμένο στὸ Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου καὶ ἐναπέθεσε ἐκεῖ τὴν εἰκόνα. Ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπέστρεψε θαυματουργικὰ στὴν προηγούμενη θέση της, ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχαν εὕρει: στὴ ρίζα τοῦ δένδρου. Οἱ εὐλεβεῖς κάτοικοι τοῦ Ρὶλσκ ἔκτισαν ἐκεῖ ἕνα παρεκκλήσιο καὶ ἕνας ἱερέας ἐπιλέχθηκε, γιὰ νὰ τελεῖ τὶς Ἀκολουθίες καὶ τὴ Θεία Λειτουργία. Τὸ παρεκκλήσιο ἐκάηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, τὸ 1358, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔμεινε ἄθικτη. Τὸ 1597, ὁ τσάρος Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς ἄκουσε γιὰ τὴ θαυματουργικὴ εἰκόνα καὶ τὴν ἔφερε στὴ Μόσχα, ὅπου τὴν ἐναπέθεσε στὸ αὐτοκρατορικὸ παλάτι. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔμεινε στὴ Μόσχα μέχρι τὸ 1618 καὶ ἔπειτα, λόγῳ ἐπίμονων αἰτημάτων, μὲ ἔγκριση τοῦ τσάρου Μιχαὴλ Θεοδώροβιτς, ἐπεστράφη στὴν πόλη τοῦ Κούρσκ, καὶ ἐτοποθετήθηκε στὴ μονὴ Ζναμέννυ. Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 8 Μαρτίου, 8 Σεπτεμβρίου καὶ 27 Νοεμβρίου.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπὺνσκ ἐν Ρωσία



Ἡ θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπύνσκ, εὑρέθηκε τὸ 1957, κοντὰ στὸ Ταμπύνσκ, σὲ ἀπόσταση δώδεκα χιλιομέτρων ὅπου εὑρίσκεται τὸ ἐρημητήριο Πρεσιστένκαγια. Τὴν εἰκόνα ηὗρε ὁ εὐλαβὴς ἱεροδιάκονος Ἀμβρόσιος, ὁ ὁποῖος περνώντας ἀπὸ μία πηγή, ἄκουσε καθαρὰ τὴ φωνὴ τῆς Παναγίας νὰ τοῦ λέγει: «Πάρε τὴν εἰκόνα μου». Ὁ διάκονος ἐφοβήθηκε καὶ ἐθεώρησε μᾶλλον ὅτι ἡ φωνὴ ποὺ ἀκουσε δὲν ἦταν πραγματικότητα, ἀλλὰ αὐταπάτη. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ γιὰ τρίτη φορά. Τότε ὁ ἱεροδιάκονος Ἀμβρόσιος ἔτρεξε καὶ ἐνημέρωσε τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ἡσυχαστηρίου, οἱ ὁποῖοι λιτανεύοντας μετέφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὸ ἡσυχαστήριο. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔγινε ξακουστὴ ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε μέχρι καὶ τὴν Κίνα. Σήμερα ἔχει χαθεῖ, ἀλλὰ καταβάλεται προσπάθεια, μέσα ἀπὸ τὴν ἰστορικὴ ἔρευνα καὶ τὶς μαρτυρίες τῶν πιστῶν, νὰ ξαναευρεθεῖ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου