Μοῦ ἐζητήθη ἡ γνώμη, ἂν μπορεῖ καὶ ἂν πρέπει ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀνεξάρτητου καὶ διεθνῶς ἀναγνωρισμένου κράτους τῆς Μολδαβίας νὰ ζητήσει αὐτοκεφαλία. Χωρὶς νὰ ἐπεκταθῶ σὲ λεπτομερεῖς ἱστορικοκανονικὲς ἀναλύσεις, ποὺ ἂν χρειασθεῖ θὰ τὸ πράξω, θὰ διατυπώσω σύντομα τὶς ἀπόψεις μου, σύμφωνα μὲ τὴν ἱεροκανονική μας Παράδοση καὶ τὶς νεώτερες ἐκκλησιολογικὲς ἐξελίξεις.
Πρέπει ἐν πρώτοις νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων δὲν καθορίζουν τὴν διαδικασία χορήγησης τοῦ αὐτοκεφάλου. Ἂν τὴν εἶχαν καθορίσει, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ τεθεῖ ὡς θέμα βασικὸ πρὸς ἐπίλυση ἀνάμεσα στὰ δέκα θέματα τῆς ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες προετοιμαζόμενης «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ποὺ συνῆλθε στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης (2016), χωρὶς ὅμως νὰ συζητηθεῖ, γιατὶ ἀποσύρθηκε τὴν τελευταία στιγμή, ἐνῶ εἶχε ἐπιτευχθῆ ὁμοφωνία καὶ συμφωνία εἰς ὅλα τὰ οὐσιώδη προβλήματα.
Αὐτὸ ποὺ καθορίζουν μὲ αὐστηρότητα καὶ ἐντυπωσιακὴ διαύγεια οἱ Ἱεροὶ Κανόνες εἶναι ὅτι οἱ ἀσκοῦντες τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση ἐπίσκοποι, μητροπολίτες καὶ πατριάρχες δὲν πρέπει νὰ ὑπερβαίνουν τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας ποὺ ἔχουν καὶ νὰ ἐπεμβαίνουν ὑπερορίως στὴν δικαιοδοσία ἄλλων τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ εἰσπήδηση σὲ ξένη δικαιοδοσία εἶναι βαρὺ ἐκκλησιαστικὸ παράπτωμα καὶ τιμωρεῖται αὐστηρά. Κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ἡ πενταρχία τῶν πατριαρχῶν Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Ἀλεξάνδρειας, Ἀντιόχειας καὶ Ἱεροσολύμων, ἐσήμαινε τὴν ὕπαρξη πέντε μόνον αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. ῞Οταν ἐπιχειροῦσε κάποιος ἀπὸ τοὺς πέντε, καὶ συνήθως ὁ Ρώμης, νὰ εἰσβάλει στὴν δικαιοδοσία ἄλλου πατριαρχείου, αὐτὸ καταδικαζόταν συνοδικῶς.
Ὅταν, μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1054, ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπέμεινε μόνη πρώτη τιμητικὰ στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολῆς, δὲν ἐπεχείρησε νὰ μεταβάλει τὸ πρωτεῖο τιμῆς σὲ πρωτεῖο ἐξουσίας, κατὰ τὰ παπικὰ πρότυπα, ἀλλὰ περιορίσθηκε στὴν δική της δικαιοδοσία καὶ δὲν ἐπενέβαινε στὴν δικαιοδοσία τῶν ἄλλων τριῶν πατριαρχείων. Βοηθοῦσε μόνον κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας τὶς ἐμπερίστατες ἐκκλησίες μὲ παρεμβάσεις στὴν Ὑψηλὴ Πύλη, ὅταν αὐτὸ τῆς ἐζητεῖτο παρακλητικὰ καὶ φιλάδελφα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ἀναγνώριση ὑπερόριας ἁρμοδιότητας.
Ὅλα τὰ αὐτοκέφαλα ποὺ ἐχορήγησε ἡ Κωνσταντινούπολη μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης (1453) στὶς Ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Σερβίας, τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ἀλβανίας, τὰ ὁποῖα ἐπικαλοῦνται πολλοί, γιὰ νὰ ἀποδείξουν ὅτι μόνον ἡ Κωνσταντινούπολη ἔχει δικαίωμα νὰ χορηγεῖ αὐτοκέφαλο, αὐτὰ τὰ αὐτοκέφαλα λοιπὸν δὲν παραβίασαν τὴν δικαιοδοσία ἄλλης αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, διότι οἱ περιοχὲς αὐτὲς ἀνῆκαν ἱστορικά, ὡς τμήματα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ μετέπειτα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, στὴν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως· ἑπομένως ἐκινοῦντο μέσα στὰ ὅρια τῆς ἱεροκανονικῆς Παράδοσης.
Οἱ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες τῶν πρεσβυγενῶν πατριαρχείων μὲ τὴν χορήγηση νέων αὐτοκεφάλων ἔγιναν τώρα δεκατέσσερις, καὶ ὅ,τι ἴσχυε γιὰ τὰ τέσσερα πατριαρχεῖα ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες. Ἡ ἀνεξαρτησία καὶ ἡ αὐτοκεφαλία τους εἶναι πλήρεις καὶ ὄχι ἐλλιπεῖς. Δὲν δικαιοῦται κανένας ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς πατριάρχες, οὔτε ὁ Κωνσταντινουπόλεως, νὰ ἐπεμβαίνει εἰς τὰ ἐσωτερικά τους, οὔτε εἰς τὸ δικαίωμά τους νὰ ἐπιτρέψουν ἢ νὰ ἀρνηθοῦν σὲ μέρος τῆς δικῆς τους δικαιοδοσίας νὰ καταστεῖ αὐτοκέφαλο.
Δυστυχῶς ἡ Κωνσταντινούπολη ἀντικανονικὰ παραβίασε τὴν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ χορήγησε αὐτοκεφαλία στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας καὶ προκάλεσε ἔτσι διαιρέσεις καὶ συγκρούσεις[1]. Λίγο πιὸ προσεκτικὰ κινεῖται τώρα στὸ αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων, ὅπου ὅμως τὴν πρωτοβουλία ἔπρεπε νὰ ἔχει ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας. Γιατὶ ἔσπευσε καὶ προηγήθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη στὸ νὰ δεχθεῖ τοὺς σχισματικοὺς τῶν Σκοπίων σὲ εὐχαριστιακὴ κοινωνία; Δὲν ἔπρεπε αὐτὸ νὰ γίνει πρῶτα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας; Καὶ τελικῶς ποιὸς θὰ χορηγήσει τὸ αὐτοκέφαλο, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἢ ἡ Κωνσταντινούπολη;
Ἡ διορθόδοξη θέση ὡς πρὸς τὴν διαδικασία χορήγησης τοῦ αὐτοκεφάλου, ποὺ δὲν προβλέπεται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἀποφασίσθηκε μὲ πλήρη ὁμοφωνία καὶ συμφωνία στὶς Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις ποὺ προετοίμαζαν τὸ ἔργο τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Στὴν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ ποὺ συνῆλθε στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης (7-13/11/1993) ὁ Γραμματεὺς ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς, μητροπολίτης Ἑλβετίας Δαμασκηνός, στὴν εἰσήγησή του, ὅπου παρουσίασε τὶς θέσεις τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διεπίστωσε ὅτι «εἶναι σαφὴς ἡ ὑποκειμένη πανορθόδοξος συνείδησις, ὅτι διὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ αὐτοκεφάλου τοπικῆς τινος Ἐκκλησίας δὲν ἐπαρκεῖ κανονικῶς ἡ μεμονωμένη αὐθεντία μιᾶς μόνης αὐτοκεφάλου Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἢ ὅτι ἡ κανονικὴ ἀπόδοσις τῆς Αὐτοκεφαλίας δὲν νοεῖται ἄνευ τῆς ἐκ τῶν προτέρων βεβαιώσεως τῆς πανορθοδόξου συναινέσεως»[2].
Στὸ κείμενο τῶν ἀποφάσεων τῆς ἐν λόγῳ Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸ θέμα «Τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ», μεταξὺ ἄλλων ὁρίζονται καὶ τὰ ἑξῆς:
3. Διεπιστώθη πλήρης συμφωνία ὡς πρὸς τοὺς ἀναγκαίους κανονικοὺς ὅρους διὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ Αὐτοκεφάλου τοπικῆς τινος Ἐκκλησίας, ἤτοι ὡς πρὸς τὴν συγκατάθεσιν καὶ τὰς ἐνεργείας τῆς Ἐκκλησίας-μητρός, ὡς πρὸς τὴν ἐξασφάλισιν πανορθοδόξου συναινέσεως καὶ ὡς πρὸς τὸν ρόλον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν λοιπῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ Αὐτοκεφάλου. Συμφώνως πρὸς τὴν συμφωνίαν ταύτην:
α. Ἡ Ἐκκλησία-μήτηρ, δεχομένη τὸ αἴτημα ὑπαγομένης εἰς αὐτὴν ἐκκλησιαστικῆς περιοχῆς ἀξιολογεῖ τὰς ὑφισταμένας κανονικὰς καὶ ποιμαντικὰς προϋποθέσεις, πρὸς παροχὴν τοῦ Αὐτοκεφάλου. Εἰς περίπτωσιν καθ᾽ ἣν ἡ τοπικὴ σύνοδος, ὡς ἀνώτατον ἐκκλησιαστικὸν ὄργανον, παράσχει τὴν συγκατάθεσιν αὐτῆς, ὑποβάλλει σχετικὴν πρότασιν πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον διὰ τὴν ἀναζήτησιν τῆς πανορθοδόξου συναινέσεως, ἐνημερώνει δὲ σχετικῶς τὰς λοιπὰς κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας.
β. Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, κατὰ τὰ πανορθοδόξως καθιερωμένα, ἀνακοινοῖ διὰ Πατριαρχικοῦ Γράμματος πάντα τὰ σχετικὰ πρὸς τὸ συγκεκριμένον αἴτημα καὶ ἀναζητεῖ τὴν ἔκφρασιν τῆς πανορθοδόξου συναινέσεως. Ἡ πανορθόδοξος συναίνεσις ἐκφράζεται διὰ τῆς ὁμοφωνίας τῶν συνόδων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
γ. Ἐκφράζων τὴν συγκατάθεσιν τῆς Ἐκκλησίας-μητρὸς καὶ τὴν πανορθόδοξον συναίνεσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀνακηρύσσει ἐπισήμως τὸ Αὐτοκέφαλον τῆς αἰτησαμένης Ἐκκλησίας διὰ τῆς ἐκδόσεως Πατριαρχικοῦ Τόμου. Ὁ Τόμος οὗτος ὑπογράφεται ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἶναι ἐπιθυμητὸν νὰ προσυπογράφεται καὶ ὑπὸ τῶν Προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπὸ τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-μητρός.
δ. Ἡ ἀνακηρυχθεῖσα Αὐτοκέφαλος τοπικὴ Ἐκκλησία ἐντάσσεται ὡς ἰσότιμος εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἀπολαύει πάντων τῶν πανορθοδόξως καθιερωμένων κανονικῶν προνομίων (Δίπτυχα, Μνημόσυνον, Διορθόδοξοι σχέσεις κ.λπ.)[3].
Δὲν ἐπιτεύχθηκε συμφωνία καὶ ὁμοφωνία μόνον στὸ περιεχόμενο τῆς παραγράφου 3γ, γιὰ τὸ ποιοὶ ὑπογράφουν τὸν Τόμο τοῦ Αὐτοκεφάλου. Ἡ Κωνσταντινούπολη θέλει νὰ ὑπογράφεται ὁ Τόμος μόνον ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἐνῶ ἡ Μόσχα, ἀκολουθούμενη ἐπίσης ἀπὸ ἄλλες τοπικὲς ἐκκλησίες, ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπογράφουν τὸν Τόμο τοῦ Αὐτοκεφάλου ὅλοι οἱ προκαθήμενοι ἢ τουλάχιστον ὁ προκαθήμενος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ αἰτοῦσα τὸ αὐτοκέφαλο περιοχή. Τὸ ἐπουσιῶδες αὐτὸ θέμα δὲν λύθηκε οὔτε στὶς ἑπόμενες Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου, μολονότι στὰ οὐσιώδη ὑπῆρξε ὁμοφωνία, δὲν συζητήθηκε στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Δὲν θὰ ἔπρεπε ὅμως νὰ τηροῦνται ὅσα ἔγιναν δεκτὰ ἀπὸ ὅλους καὶ ἐκφράζουν τὴν πανορθόδοξη συνείδηση;
Ἡ Κωνσταντινούπολη ἐνεργεῖ α) ἐναντίον τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν εἰσπήδηση σὲ ξένη δικαιοδοσία, καὶ β) ἐναντίον τῆς πανορθόδοξης συνείδησης, ποὺ ἀπαιτεῖ νὰ ἀρχίζει ἡ διαδικασία πρῶτα μὲ αἴτημα πρὸς τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσπᾶται κάποιο μέρος της καὶ στὴ συνέχεια πρὸ τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ πανορθόδοξη συναίνεση μὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν· ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπορρίπτει καὶ τὰ περιφρονεῖ. Εὑρισκόμενη δὲ σὲ δρόμο ἀντικανονικότητας καὶ ἀντισυνοδικότητας στηρίζεται στὸ δικαίωμα τοῦ ἐκκλήτου, ποὺ τῆς ἀναγνωρίζουν δῆθεν ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δηλαδὴ στὸ νὰ καταφεύγουν στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ἀπὸ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς δικαιοδοσίες, ὅταν δὲν ἐπιλύνονται κάποια θέματα ἀπὸ τὴν ἁρμόδια ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση. Εἶναι ὅμως γνωστὸν ὅτι διάσημοι βυζαντινοὶ κανονολόγοι καὶ ὁ ἐμβριθὴς ἑρμηνευτὴς τῶν Ἱερῶν Κανόνων, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, περιορίζουν τὴν ἄσκηση τοῦ ἐκκλήτου, μέσα στὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας κάθε πατριάρχη καὶ ὄχι ἔξω ἀπὸ αὐτά. Οἱ ἀποφάσεις ὅλων τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν προκαθημένων δὲν ἐφεσιβάλλονται, δὲν ἐκκαλοῦνται οὔτε στὸν Ρώμης οὔτε στὸν Κωνσταντινουπόλεως, εἶναι ἀνέκκλητες. Μόνον Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μπορεῖ νὰ ἀποφασίζει. Ὁ Ζωναρᾶς, ἀναφερόμενος στὸ ἔκκλητο, ποὺ διεκδικοῦσε ὁ πάπας, ἐπικαλούμενος κανόνα τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γράφει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστὶν ὁ κανών, οὔτε πάσας τὰς ἐκκλήτους ἀνατίθησιν αὐτῷ, ἀλλὰ τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ»[4]. Καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύων τὸν 9ο κανόνα τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸν ὁποῖο ἐπικαλεῖται ἡ Κωνσταντινούπολη ὑπὲρ τοῦ δικαιώματος νὰ δέχεται ἐκκλήτους, λέγει ὅτι «Ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τὰς Διοικήσεις καὶ ἐνορίας τῶν ἄλλων πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτὸν ἐδόθη ἀπὸ τὸν κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ»[5].
Μὲ βάση τὰ συντόμως ἀναπτυχθέντα, ὡς ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ἂν μπορεῖ καὶ ἂν πρέπει ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀνεξάρτητου κράτους τῆς Μολδαβίας νὰ ζητήσει αὐτοκεφαλία, προκύπτουν τὰ ἑξῆς: Ἐπειδὴ ἡ Μολδαβία εἶναι πλέον ἀνεξάρτητο κράτος, ἀσφαλῶς μπορεῖ καὶ δικαιοῦται ἡ Ἐκκλησία αὐτοῦ τοῦ ἀνεξάρτητου κράτους νὰ ζητήσει καὶ νὰ λάβει αὐτοκεφαλία, ὅπως τὸ ἔπραξαν οἱ Ἐκκλησίες τῶν ἄλλων κρατῶν, Ρωσίας, Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχοσλοβακίας. Αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι ὑποχρεωτικό, διότι ἐνέχει καὶ κάποια στοιχεῖα ἐθνοφυλετισμοῦ. Στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς π.χ. δὲν χορηγεῖ αὐτοκεφαλία τὸ Φανάρι, μολονότι δρᾶ ἐντὸς ἐλεύθερου καὶ δυνατοῦ κράτους, οὔτε ἐπιτρέπει νὰ ἐνσωματωθοῦν στὴν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Κρήτη, τὰ Δωδεκάνησα καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ ἔχουν ἀπὸ καιρὸ ἐνσωματωθῆ στὸ ἀνεξάρτητο ἑλληνικὸ κράτος.
Ἂν πάντως ἀποφασισθεῖ νὰ ὑποβληθεῖ αἴτημα αὐτοκεφαλίας, αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει κατὰ τὸν ἁρμόζοντα ἱεροκανονικὸ τρόπο. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Μολδαβίας ἀνήκει στὴν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καὶ ὁ μητροπολίτης της εἶναι μόνιμο μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ἑπομένως στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας πρέπει νὰ ὑποβληθεῖ τὸ αἴτημα, καὶ ἂν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσίας ἀποδεχθεῖ τὸ αἴτημα, θὰ προχωρήσουν τὰ περαιτέρω πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς πανορθόδοξης συναίνεσης καὶ τὴν χορήγηση τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας. Ἂν ἀγνοηθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, καὶ ἀναλάβει μονομερῶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὴν χορήγηση Αὐτοκεφαλίας, ἀθετοῦνται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν εἰσπήδηση σὲ ξένη δικαιοδοσία, καὶ προκαλοῦνται ἔτσι διαιρέσεις καὶ σχίσματα, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὴν εἰσπήδηση στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ὅπου μάλιστα τὸ Αὐτοκέφαλο χορηγήθηκε ὄχι στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία, τὴν ὑπὸ τὸν μητροπολίτη Ὀνούφριο, ἀλλὰ σὲ σχισματικούς, ἀχειροτόνητους καὶ καθηρημένους κληρικοὺς ὑπὸ τὸν ψευδομητροπολίτη Ἐπιφάνιο. Ἂν ἡ Ἐκκλησία τῆς Μολδαβίας ἀπευθυνθεῖ ὄχι στὴν Μόσχα, ἀλλὰ στὴν Κωνσταντινούπολη, θὰ ἐνισχύσει τὶς διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα καὶ θὰ εἶναι συνυπεύθυνη γιὰ τὸν τραυματισμὸ τῆς ἑνότητας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν παρακώλυση τῆς σωτηρίας τοῦ ποιμνίου της.
Εἶναι ἄλλωστε τοῖς πᾶσι γνωστόν, ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἐξυπηρετεῖ γεωπολιτικὰ σχέδια τῶν ἰσχυρῶν τῆς Δύσεως, ποὺ ἐπιδιώκουν μὲ διαιρέσεις καὶ σχίσματα νὰ ἀποδυναμώσουν τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ κυρίως νὰ ἐξασθενήσουν πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ τὸ πιὸ ἀκμαῖο καὶ δυνατὸ Ὀρθόδοξο Κράτος, τὴν Ρωσία[6]. Θὰ συνεργήσει καὶ ἡ Μολδαβία ἐκκλησιαστικά, ὅπως τὸ πράττει πολιτικὰ ἡ δυτικόστροφη κυβέρνησή της;
[1]. Βλ. σχετικῶς τὸ βιβλίο μας: Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονικὴ καὶ διαιρετικὴ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 2018, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον». Μεταφράσθησε στὰ ρωσικὰ καὶ στὰ βουλγαρικά.
[2]. Βλ. Νικολαοσ Τσιρελης, Τ῀ὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, Θεσσαλονίκη, Διπλωματικὴ Ἐργασία, σελ. 124-125.
[3]. Αὐτόθι, σελ. 128-129.
[4]. Ἑρμηνευτικὸ σχόλιο στὸν 5ο Κανόνα τῆς ἐν Σαρδικῆ Συνόδου. Βλ. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλη, Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, Τόμος Τρίτος, Ἀθῆναι 1853, σελ. 241.
[5]. Βλ. Πηδαλιον, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 192, ὑποσημ. 1.
[6]. Βλ. σχετικὰ Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, «Δυτικοί "Σταυροφόροι" ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσίας. Οἱ ἴδιοι διέλυσαν καὶ τὸ Ὀρθόδοξο Βυζάντιο. Στόχος ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», Θεοδρομία 24 (2022), 5-17, καὶ στὸ Διαδίκτυο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου