Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Άγιος Αντώνιος ο Μέγας: Λόγοι και περιστατικά του Αγίου


Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού (δηλαδή του διαβόλου) απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα: Ποιος άραγε θα τις προσπεράσει χωρίς να τον πιάσουν; Και άκουσα φωνή να μου λέει: Η ταπεινοφροσύνη.»

Ο ίδιος είπε: «Κανένας δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών, αν είναι απείραστος. Διότι, λέγει, αφαίρεσε τους πειρασμούς και κανένας δεν σώζεται».

Είπε πάλι: «Είναι μερικοί που έλιωσαν τα σώματά τους με την άσκηση, επειδή όμως τους έλειπε η διάκριση, βρέθηκαν μακριά από τον Θεό».

Στον αββά Αντώνιο αποκαλύφθηκε στην έρημο ότι: «στην πόλη υπάρχει κάποιος όμοιός σου, ιατρός στην επιστήμη, που προσφέρει το περίσσευμά του σε όσους έχουν ανάγκη και καθημερινώς ψάλλει τον τρισάγιο ύμνο μαζί με τους αγγέλους».

Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Θα έλθει καιρός που οι άνθρωποι θα γίνουν μανιακοί και όταν ιδούν κάποιον λογικό, θα ξεσηκωθούν εναντίον του λέγοντας: “εσύ είσαι μανιακός” για το λόγο ότι δεν είναι όμοιος μ’ αυτούς.

Έλεγαν, ότι κάποιος από τους γέροντες παρεκάλεσε τον Θεό να ιδεί όλους τους κοιμηθέντας Οσίους Πατέρας και τους είδε όλους, εκτός του αββά Αντωνίου.
Όταν ρώτησε τον Άγγελο πού έδειχνε τους Όσιους που είναι ο Αββάς Αντώνιος, ο Άγγελος του είπε ότι ο Αντώνιος βρίσκεται στον τόπον εκείνον, οπού είναι ο Θεός. Τότε ο γέρων του λέγει:
— Γιατί ο Αντώνιος αξιώθηκε τόσο μεγάλη δόξα παραπάνω από τους άλλους Πατέρας; Του απήντησε:
Επειδή αγάπησε τον Θεόν υπεράνω όλων.

Τρεις από τους πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον μακάριο Αντώνιο. Και οι μεν δύο τον ρωτούσαν σχετικά με τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο άλλος όμως σιωπούσε πάντα, μη ρωτώντας τίποτε. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό, του λέγει ο αββάς Αντώνιος: «Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτε δεν με ρωτάς». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει: «Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ».

Ο αββάς Αντώνιος βυθίζοντας κάποια φορά βαθιά τη σκέψη του στου Θεού τα κρίματα ζήτησε να μάθει: «Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζούν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα; Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν; Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να ΄ναι φτωχοί;» Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει: «Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σου συμφέρει να τα μάθεις».

Έλεγαν μερικοί για τον αββά Αντώνιο, ότι τον φώτιζε σε όλα το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν ήθελε να μιλά, εξαιτίας των ανθρώπων. Γιατί και όσα γίνονταν στον κόσμο και όσα έμελλαν να συμβούν, τα γνώριζε.

Αποφασίζει, να αναχωρήσει, στην Θηβαΐδα… Παίρνει, λοιπόν, δυο καρβέλια ψωμί και κατεβαίνει στο ποτάμι. Εκεί, περιμένει να φανεί κανένα πλοιάριο ή καμιά βάρκα για να τον περάσει απέναντι. Ξαφνικά ακούει μια φωνή, να του λέγει:
—Πού πηγαίνεις, Αντώνιε;
—Οι όχλοι μού ζητούν να κάνω θαύματα παραπάνω από τις δυνάμεις μου. Φεύγω, λοιπόν, για να ησυχάσω στην άνω Θηβαΐδα, είπε ο Άγιος.
—Και στη Θηβαΐδα να πας θα έρθουν να σε βρούνε. Για να ησυχάσεις, λοιπόν, προχώρα βαθύτερα στην έρημο.
—Και ποιος θα μου δείξει τον δρόμο, αφού δεν τον ξέρω; ρώτησε ο Αντώνιος.
Τότε, η αόρατη φωνή του ουρανού, του έδηξε ν’ ακολουθήσει μερικούς Σαρακηνούς, που περνούσανε εκείνη την στιγμή κοντά του, για να φτάσει έτσι στον τόπο, που θα εύρισκε ησυχία και γαλήνη. Οι Σαρακηνοί δέχτηκαν με χαρά να τον καθοδηγήσουν. Περπάτησε μαζί τους στην έρημο τρία μερόνυχτα. Έφτασε τελικά, κοντά σ’ ένα ψηλό βουνό, που βρίσκεται στην περιοχή της Ερυθραίας. Εκεί, βρήκε άφθονο γάργαρο και κρύο νερό. Υπήρχαν δε και αρκετοί φοίνικες. Το σημείο εκείνο ήταν αρκετά εύφορο. Εκεί τον άφησαν οι Σαρακηνοί, κατά την επιθυμία του, αφού του έδωσαν προηγουμένως μερικούς άρτους.

Άλλη μιά φορά, ενώ καθότανε ο Άγιος στο βουνό και συζητούσε με τους μαθητές του, είδε ξαφνικά μιά ολόλευκη ψυχή ν’ ανεβαίνει στους ουρανούς. Την στιγμή δε εκείνη γινότανε μεγάλη χαρά. Πανηγυρίζανε οι Άγιοι Άγγελοι. Σηκώθηκε αμίλητος ο Αντώνιος και κοίταζε εκστατικά τον ουρανό. Μακάριζε δε την ψυχή εκείνη, που βάδιζε, για την αιώνια χαρά του ουρανού. Παρακαλούσε δε μυστικά το Θεό να του φανερώση σε ποιόν ανήκε η λυτρωμένη εκείνη ψυχή.

Τότε άκουσε μιά φωνή από τον ουρανό, που του είπε.

– Αυτή είναι η ψυχή του Αμμούν.

Ο Αμμούν ήτανε ασκητής στην έρημο της Νιτρίας, η οποία βρισκότανε μακριά δεκατρείς ημέρες πορείας από το ερημητήριο του Αγίου Αντωνίου. Ο Αμμούν ήταν ενάρετος ασκητής και είχε μεγάλη πίστι στο Θεό. Κάποτε μάλιστα με τη δύναμη της πίστεως του είχε καταφέρη να περπατήση πάνω στο νερό του ποταμού και να περάση αντίπερα του, χωρίς να βραχούν διόλου τα πόδια του.

Οι μαθητές του Οσίου Αντωνίου, μόλις τον είδαν να χαίρετε και να θαυμάζη, τον ρώτησαν:

– Τί συμβαίνει; Βλέπεις τίποτα; Ακούς τίποτα;

Και ο θείος ασκητής τους είπε:

– Την ώρα αυτή πέθανε ο Αμμούν, ο συνασκητής και φίλος μου!!!

Οι μαθητές του εντυπωσιάστηκαν. Σημειώσανε όμως την ημέρα και την ώρα, που είδε ο Άγιος ξύπνιος το όραμα. Ύστερα από τριάντα ημέρες έφθασαν στο ερημητήριο του Αγίου Αντωνίου μερικοί Μοναχοί από την Νιτρία και ανέφεραν τη μέρα και την ώρα του θανάτου του ασκητού Αμμούν. Κατάλαβαν τότε όλοι, ότι ο Αμμούν είχε πεθάνει την ημέρα, που ο Άγιος Αντώνιος έβλεπε την ψυχή του ολόλευκη ν’ ανεβαίνει στον ουρανό. Και όλοι, όσοι μάθανε αυτά χαιρόντανε και θαυμάζανε τον μεγάλο ασκητή.

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου