Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Η Παναγία στον πόλεμο του '40: Σύγχρονα θαύματα της Παναγίας


Στο μέτωπο, σ' όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να βαδίζει ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός.  

Θαύμα στο Μπούμπεση

Ζωντανό θαύμα της Παναγίας έζησαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο οι στρατιώτες του 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχη Πετράκη, στην κορυφογραμμή του Ροντένη, δεξιά της θρυλικής Κλεισούρας.

Κάθε βράδυ, από τις 22-1-41 και έπειτα, στις 9.20 ακριβώς, το βαρύ ιταλικό πυροβολικό άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος Πετράκη και του δρόμου, απ' όπου περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ημέρες και το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό και απώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών και αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στις ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οι Ιταλοί κάθε βράδυ τα μετακινούσαν.

Ήταν όμως απόλυτη ανάγκη να εντοπισθούν οι εχθρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστηκαν πάλι οι ομοβροντίες των ιταλικών κανονιών.

- Παναγία μου, φώναξε τότε ο ταγματάρχης εντελώς αυθόρμητα, βοήθησε μας! Σώσε μας απ' αυτούς τους δαίμονες.

Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο. Σιγά-σιγά σχημάτισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Και κάτω απ' αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σ' ένα φαράγγι, ανάμεσα σε δύο υψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα και ρίγησαν.

- Θαύμα! βροντοφώναξε ο ταγματάρχης.

- Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν οι στρατιώτες και σταυροκοπήθηκαν.

Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη για την πυροβολαρχία του Τζήμα. Σε δέκα λεπτά βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια και σε είκοσι εσίγησαν τα ιταλικά. Οι οβίδες μας είχαν πετύχει απόλυτα τον στόχο. 

 

Γράμμα από τη Μόροβα

Ο Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του. «Αδελφέ μου Νίκο.

Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράψω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, που το είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους, δεν το πιστέψεις.

Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.

- Τις ει; (Ποιος είσαι;) Μιλιά...

Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:

-Τις ει;

Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!

Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας.

Υπογραμμίζω πως η επίθεσή μας πέτυχε τους Ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω και τα καινούργια... κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε».

 

Το αδέσποτο μουλάρι

Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του '40:

«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα νια προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αύριον» και τις καταβροχθίσαμε.

Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όριά της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».

Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ' τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:

— Παλικάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!

Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».

Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ' ένα μέτρο χιόνι — το λιγότερο - ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: Το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.

Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλεμο. Αλλ' αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».

 
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου