Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξαν στὰ μαῦρα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας διδάσκαλοι τοῦ Γένους μας. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός, μιὰ μεγάλη πνευματικὴ καὶ χαρισματικὴ προσωπικότητα, ὁ ὁποῖος ἔβαλε τὴ δική του σφραγῖδα στὴν προάσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ὑπόθεση τῆς παιδείας τοῦ ὑπόδουλου ὀρθοδόξου ἑλληνικοῦ λαοῦ μας.
Ἔζησε τὸν 17ο αἰῶνα, στὴν ἐποχῇ τῆς πιὸ σκληρῆς δουλείας γιὰ τοὺς ὑπόδουλους λαοὺς τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μέγα Δένδρο, κοντὰ στὸ Θέρμο της Αἰτωλίας τὸ 1597. Στὸ ξακουστὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε ἀργότερα ὁ ἕτερος μεγάλος ἄνδρας τῆς Αἰτωλίας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Καταγόταν ἀπὸ φτωχούς, ἀλλὰ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Νικόλαο καὶ τὴ Στάμω, μὲ τὸ ἐπώνυμο Γιαννούλης. Ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ ὁ πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, ἀλλὰ ἡ μητρυιά του τὸν κακομεταχειρίζονταν. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε δύο πόθους, τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὴν μάθηση. Ἔτσι πολὺ νέος προσῆλθε στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Βλοχοῦ, κοντὰ στὸ Ἀγρίνιο. Ἐκεῖ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα καὶ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ἀπὸ τὸν λόγιο Γέροντα Ἀρσένιο, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε μὲ φιλία. Μετὰ ἀκολούθησε τὸν Ἀρσένιο στὰ Ἄγραφα. Κατέληξαν στὴ Μονὴ Τροβάτου Ἀγράφων, ὅπου ὑπῆρχαν δύο ἐνάρετοι καὶ γραμματισμένοι Γέροντες, ὁ Ἀντώνιος καὶ ὁ Βαρθολομαῖος, γιὰ νὰ αὐξήσει τίς γραμματικές του γνώσεις καὶ νὰ μυηθεῖ στὴν μοναχικὴ ζωή. Ἂς σημειωθεῖ πὼς ἡ περιοχὴ τῶν Ἀγράφων εἶχαν γίνει ἑστία πνευματικῆς ἀναγεννήσεως τῆς ὑποδούλου Ἑλλάδος, λόγῳ τῆς ἐκεῖ χαλαρῆς τουρκικῆς δουλείας.
Σὲ ἡλικία μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν, τὸ 1616, πῆγε στὴν ξακουστὴ Μονὴ Τατάρνης, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος. Κατόπιν ἀκολούθησε τὸ Γέροντά του Ἀρσένιο στὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ξηροποτάμου, ὅπου γνώρισε καὶ συνδέθηκε μαζί του μὲ τὸν σχολάζοντα ἐπίσκοπο Χαραλάμπη. Ἐκεῖ ἔμαθε τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τίς ἄλλες ἐπιστῆμες. Μελέτησε σὲ βάθος τοὺς ἀρχαίους κλασικοὺς συγγραφεῖς. Ὅταν ὁλοκλήρωσε ἐκεῖ τίς σπουδές του, πεζοπορῶντας γιὰ πολλὲς ἡμέρες ἐπέστρεψε στὰ Ἄγραφα στὴ Μονὴ Τροβάτου.
Στὰ 1619 μετέβη στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν δυναμικὸ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας (καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη) Κύριλλο Λούκαρι, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε μὲ βαθειὰ φιλία καὶ ἀφοσίωση καὶ στὴ συνέχεια στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σινᾶ τοῦ θεοβαδίστου ὅρους. Κατόπιν μετέβη γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ὑπηρέτησε ἀπὸ τὸ 1619 μέχρι τὸ 1622 ὡς ἐφημέριος τοῦ πατριαρχικοῦ παρεκκλησίου Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἕνωσε τὸ δικό του ἀγῶνα μὲ τὸν ἀγῶνα τῶν ἁγιοταφιτῶν πατέρων γιὰ τὴ διάσωση τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Παναγίου Τάφου ἀπὸ τίς ἀνίερες ραδιουργίες τῶν αἱρετικῶν παπικῶν καὶ Ἀρμενίων.
Ὅμως ἐπειδὴ ἤθελε νὰ συμπληρώσῃ τίς σπουδὲς του καὶ νὰ βοηθήσῃ τὸ ὑπόδουλο Γένος, γύρισε στὴν Ἑλλάδα καὶ φοίτησε σὲ σχολές, ἀρχικὰ στὰ Τρίκαλα καὶ μετὰ στὴν Κεφαλονιά, ὅπου σπούδασε κοντὰ στὸν σοφὸ δάσκαλο Παΐσιο Μεταξᾶ. Ἀκολούθως στὴ Ζάκυνθο, ὅπου μαθήτευσε κοντὰ στὸ φημισμένο δάσκαλο Θεόφιλο Κορυδαλλέα, ὅπου ἔμεινε κοντά του ἑπτὰ χρόνια, ἀπὸ τὸ 1629 μέχρι τό 1636. Ἤδη εἶχε ἀναδειχθῆ σὲ μιὰ σπουδαία πνευματικὴ προσωπικότητα.
Στὰ 1636, ὁ νέος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, ὁ ὁποῖος μόλις ἀνέβηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἀποφάσισε νὰ ἀναβαθμίσῃ τὴν πατριαρχικὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Γι᾿ αὐτὸ κάλεσε τὸν Θεόφιλο Κορυδαλλέα νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς. Ὁ Θεόφιλος πῆρε μαζὶ του καὶ τὸν Εὐγένιο, ὁ ὁποῖος
τοποθετήθηκε ὡς ἐφημέριος στὸ Ναὸ τοῦ Κοντοσκαλίου. Λίγο μετὰ μαθήτευσε κοντὰ στὸ δάσκαλο Μελέτιο Συρίγο, ἀλλὰ ἐπέτρεψε καὶ πάλι στὸν Κορυδαλλέα. Ὁ Πατριάρχης Κύριλλος τὸν πῆρε κοντά του, ὡς ἄμεσο συνεργάτη του. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀφορμὴ νὰ βιώσῃ ἀπὸ κοντὰ τίς περιπέτειες καὶ τοὺς διωγμοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχη, λόγῳ τῆς προσήλωσης τοῦ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἔζησε καὶ τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ στραγγαλισμοῦ του ἀπὸ τοὺς Γενίτσαρους, ὕστερα ἀπὸ τίς ραδιουργίες τῶν αἱρετικῶν ἰησουιτῶν τῆς Πόλης. Εἶναι αὐτὸς ποὺ συνέθεσε κατόπιν τὴν ἀκολουθία πρὸς τιμή του!
τοποθετήθηκε ὡς ἐφημέριος στὸ Ναὸ τοῦ Κοντοσκαλίου. Λίγο μετὰ μαθήτευσε κοντὰ στὸ δάσκαλο Μελέτιο Συρίγο, ἀλλὰ ἐπέτρεψε καὶ πάλι στὸν Κορυδαλλέα. Ὁ Πατριάρχης Κύριλλος τὸν πῆρε κοντά του, ὡς ἄμεσο συνεργάτη του. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀφορμὴ νὰ βιώσῃ ἀπὸ κοντὰ τίς περιπέτειες καὶ τοὺς διωγμοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχη, λόγῳ τῆς προσήλωσης τοῦ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἔζησε καὶ τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ στραγγαλισμοῦ του ἀπὸ τοὺς Γενίτσαρους, ὕστερα ἀπὸ τίς ραδιουργίες τῶν αἱρετικῶν ἰησουιτῶν τῆς Πόλης. Εἶναι αὐτὸς ποὺ συνέθεσε κατόπιν τὴν ἀκολουθία πρὸς τιμή του!
Στὴ συνέχεια ὑπέστη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Εὐγένιος διωγμούς, ὡς φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Λουκάρεως, ἀπὸ τὸν τουρκόφιλο καὶ λατινόφιλο Πατριάρχη Κύριλλο Κονταρή, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν καθαίρεσε! Ἀλλὰ τὸ 1639, μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, ὁ νέος Πατριάρχης Παρθένιος Α' τὸν ἀποκατέστησε πανηγυρικά.
Ὅμως σκέφτηκε πὼς τὸν εἶχαν ἀνάγκη οἱ ὑπόδουλοι συμπατριῶτες του. Θεώρησε πὼς τὸ Γένος εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ παιδεία γιὰ νὰ ἀφυπνιστῇ καὶ πὼς τὰ δικά του ἐφόδια ἔπρεπε νὰ τὰ δώσῃ στοὺς ἀδελφούς του. Γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἄρτα, ὅπου διεύθυνε τὴν ἐκεῖ σχολὴ ὡς τὸ 1640. Τὸ 1641 τὸν βρίσκουμε δάσκαλο στὸ Αἰτωλικό, ὅπου ταλαιπωρήθηκε καὶ κλείστηκε στὴ φυλακὴ ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ κατόπιν στὸ Μεσολόγγι, ὅπου δίδαξε ὡς τὸ 1645.
Λίγο μετὰ ἔφυγε γιὰ τὸ Καρπενήσι, ὅπου ἀνήγειρε μεγάλο Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ στὸν περίβολό του ἵδρυσε τὴν περίφημη Σχολὴ Ἀνωτέρων Γραμμάτων, ἡ ὁποία ἀπέβη κέντρο πνευματικῆς ἀναγεννήσεως τῆς εὐρύτερης περιοχῆς καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησαν σπουδαῖες προσωπικότητες, ὅπως ὁ ὀνομαστὸς δάσκαλος τοῦ Γένους Ἀναστάσιος Γόρδιος.
Στὸ Καρπενήσι δέχτηκε ἀνελέητο πόλεμο ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἤθελαν τὴν ἀνάπτυξη τῆς παιδείας. Γι᾿ αὐτὸ στὰ 1661 μετέβη στὰ Βραγγιανὰ τὴ Εὐρυτανίας, ὅπου ἵδρυσε τὴν ἐκεῖ σπουδαία σχολὴ στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάστηκε «Ἑλληνομουσείον Ἀγράφων». Παράλληλα μὲ τὸ ἐκεῖ διδακτικά του καθήκοντα, ἀσκοῦσε καὶ πλούσιο ἱεραποστολικὸ καὶ πνευματικὸ ἔργο. Μὲ δικές του ἐνέργειες ἱδρύθηκε σχολὴ καὶ στὸ Αἰτωλικό.
Στὰ 1675 ξαναγύρισε στὸ Καρπενήσι, ὅπου δίδαξε γιὰ κάποιο καιρό. Περιπλανήθηκε στὴ Ναύπακτο, Μεσολόγγι, καὶ Αἰτωλικό, γύρισε στὴ Μονὴ Τατάρνας, ὅπου παρέμεινε λίγο καιρὸ γιὰ τὴν προσωπική του ἀνάπαυση καὶ περισυλλογή. Στὴ συνέχεια ἀνέβηκε ξανὰ στὰ Βραγγιανά, ὅπου δίδαξε στὴ Σχολὴ ὡς τὸ 1680.
Τὸ 1682 ἀρρώστησε καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 5 Αὐγούστου, παραμονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἐτάφη στὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, σὲ τάφο ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἑτοιμάσει ἀπὸ πρίν. Ἡ ἁγιοκατάταξή του ἔγινε τὸ 1982 καὶ ἡ μνήμη του ὁρίστηκε νὰ τελεῖται στὶς 5 Αὐγούστου. Ἀσματική του ἀκολουθία συνέταξε ὁ γνωστὸς μοναχὸς ὑμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Ὁ ἅγιος Εὐγένιος ὑπῆρξε μιὰ χαρισματικὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πνευματικὴ προσωπικότητα. Ἕνας φωτισμένος ἄνθρωπος, καὶ ἕνας ἀφιερωμένος κληρικός, ἀπόλυτα προσηλωμένος στὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὴν ὁποία ἔδωσε σκληροὺς ἀγῶνες γιὰ τὴ διάσωσή της ἀπὸ τίς πλεκτάνες τῶν αἱρετικῶν δυτικῶν παπικῶν καὶ προτεσταντῶν. Μᾶς ἄφησε ἀξιόλογο συγγραφικὸ ἔργο καὶ σπουδαίας σημασίας ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες ἀποπνέουν ἄρωμα γνήσιας Ὀρθοδοξίας καὶ βαθειᾶς ἑλληνομάθειας. Συγκαταλέγεται στοὺς Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ στοὺς μεγάλους ἐκκλησιαστικοὺς καθοδηγητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου