Ἄρτου στερήσει Λουκιανὸς ἀντέχει,
Τοῦ ζῶντος ἄρτου μὴ στερηθῆναι θέλων.
Λιμῷ Λουκιανὸς δεκάτῃ θάνεν ἠδέ τε Πέμπτῃ.
Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, διαμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὴν πατρική του περιουσία καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν, διότι στὴν σκέψη του ἐπικρατοῦσαν τὰ λόγια του Ἀπ. Παύλου: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ». Δηλαδή, ὅλη ἡ Γραφὴ ἔχει ἐμπνευσθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ εἶναι ὠφέλιμη γιὰ νὰ διδάσκει τὴν ἀλήθεια, νὰ ἐλέγχει τὶς πλάνες, νὰ διορθώνει αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν καὶ νὰ παιδαγωγεῖ στὴν ἀρετή.
Κατόρθωσε, λοιπόν, καὶ ὁ Λουκιανὸς νὰ γίνει βαθὺς γνώστης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ δίδασκε μὲ θάρρος καὶ ἀκρίβεια τὸ θεῖο λόγο, ἐνθαρρύνοντας τοὺς χριστιανοὺς στὸ μαρτύριο.
Στὴν Ἀντιόχεια, μάλιστα, ἵδρυσε σχολή, ὅπου φοίτησαν ἀρκετοὶ μαθητές, καταρτιζόμενοι στὰ χριστιανικὰ δόγματα καὶ στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς.
Ὅταν ὁ Λουκιανὸς ἔμαθε ὅτι στὴ Νικομήδεια ὁ Διοκλητιανὸς καταδίωκε καὶ θανάτωνε τοὺς χριστιανούς, ἄφησε τὴν Ἀντιόχεια καὶ πῆγε στὴ Νικομήδεια γιὰ νὰ στηρίξει καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς Χριστιανοὺς στὸ μαρτύριο.
Συνελήφθη, ὅμως, ἀπὸ τὸν Διοκλητιανὸ καὶ κλείστηκε στὴν φυλακή, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πείνα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, λελαμπρυσμένος, γνῶσιν ἔνθεον, ἐταμιεύσω, καὶ τῆς πίστεως τὸν λόγον ἐτράνωσας· ὅθεν Μαρτύρων ἀλείπτης γενόμενος, Λουκιανὲ ἐν ἀθλήσει ἠρίστευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἐρμηνεὺς τῶν ζωηφόρων ῥημάτων, καὶ ἱερεὺς τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων, Λουκιανὲ θεόληπτε ἐνήθλησας στερρῶς· ὅθεν τὸ ἐσώτερον, καταπέτασμα Μάρτυς, χαίρων διελήλυθας, καὶ Χριστοῦ τῷ προσώπῳ, ἐνεφανίσθης πάντοτε ἡμῖν, τοῖς σὲ τιμῶσιν, αὐτὸν ἱλεούμενος.
Ἕτερον Κοντάκιοv. Ἦχος β’. Τὴν ἐv πρεσβείαις.
Τὸv ἐν ἀσκήσει τὸ πρότεροv λαμπρυνθέντα, καὶ ἐν ἀθλήσει τὸ δεύτερον φαιδρυvθέντα, πάντες ὡς φωστήρα σὲ φαιδρότατον, Λουκιανὲ τοῖς ὕμvοις, ἐνδόξως σὲ γεραίρομεν. Πρεσβεύων μὴ παύση ὑπὲρ πάντων ἡμῶv.
Μεγαλυνάριον.
Ἄρτῳ διαθρέψας πνευματικῷ, πιστῶν τὰς καρδίας, ὡς τοῦ λόγου διανομεύς, λιμῷ καταισχύνεις, τὸν λιχνοβόρον ὄφιν, Λουκιανὲ ἀθλήσας, καθάπερ ἄσαρκος.
Ἐχθροὺς τροποῦνται τῶν σεβαστῶν εἰκόνων.
Ταῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Την Kυριακή μετά την ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου.
Η
Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24
Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της
αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την
προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου)
συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς
προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των
εικονομάχων.
Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των
Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν
δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’
Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.)
αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.
Μετά
από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους
αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους
ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των
αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν έτσι τέρμα
στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα
χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν
σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και
στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο (βλέπε 14 Ιουνίου).
οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο,
Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που
συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το
754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της
Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.) [βλέπε 12 Μαΐου], του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλέπε 4 Δεκεμβρίου),
του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες
ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην
έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:
«Ορίζομεν
συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και
ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ
χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις
του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και
σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος
ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας
Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ
συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας
θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν,
και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την
κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’
ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις
εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων
προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις
εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”,
και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την
υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία,
είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα
δεξαμένης το ευαγγέλιον».
Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου
απεδείχθησαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ουσία,
αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού:
«Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο, νυν
δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω
Θεού το ορώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης
δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι
καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου
παύσομαι την ύλην, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την
ανθρώπινη φύση, ο Λόγος του Θεού την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα
ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη δόξα Του είναι ακατάληπτη
στις αισθήσεις μας, η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος δύναται ωστόσο να
αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού - την πιστότητα της οποίας φυλάσσει η
παράδοση της Εκκλησίας - καθίσταται κατά συνέπεια αληθής παρουσία του
θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη
της απονέμουν τιμητική προσκύνηση.
Η δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας
είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που αναγνωρίζει η
Ορθόδοξος Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να
συγκληθούν στο μέλλον άλλες οικουμενικές Σύνοδοι, άλλα ότι ως έβδομη η
Σύνοδος της Νικαίας συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή
αντιπροσωπεύει την τελειότητα και ολοκλήρωση (π.χ., Γεν. 2, 1-3).
Σφραγίζει το πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων, που
επέτρεψαν στην Εκκλησία να διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς ορισμούς
τα όρια της ορθοδόξου πίστεως. Εφεξής, κάθε αίρεση δύναται και θα
δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που αναθεμάτισε η Εκκλησία στις
οικουμενικές συνόδους, από την πρώτη (325 μ.Χ.) έως την έβδομη (787
μ.Χ.) εν Νικαία Σύνοδο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος
εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας,
καὶ δι' αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας,
πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς
θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι,
καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν
Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν
μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Χειρόγραφον...
Ἰσάγγελον Σαβῖνος εὖ βιοὺς βίον,
Θανὼν συνήφθη τῷ χορῷ τῶν Ἀγγέλων.
Σημείωση: Ο Παρισινός Κώδικας 1578 τον αναφέρει σαν επίσκοπο Κύπρου.
Mη παραβλέψης ουδέ Bάρσου την κλίνην,
Bρύει γαρ αύτη των ιάσεων χάριν.
Περνώντας ἀπὸ τὴ Φοινίκη, τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Θηβαΐδα πλούτισε τὶς γνώσεις του ἀλλὰ καὶ ἐξαπλώθηκε ἡ φήμη του. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μείνει ἀμέτοχος στὴν διαμάχη μεταξὺ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς αἱρέσεως τῶν Ἀρειανῶν.
Ὑπερασπιζόταν τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν διδασκαλία του.
Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὑπερασπιστῆς τῶν αἱρετικῶν, τὸν ἐξόρισε στὸ νησὶ Ἄρανδον. Ὅμως οἱ πιστοὶ ἔσπευδαν ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν. Γι’ αὐτὸ τὸν μετέφεραν στὴν Ὁλορόγγο τῆς Αἰγύπτου. Ὅμως δὲν παραδόθηκε.
Ἔτσι τὸν φυλάκισαν σὲ ἕνα φρούριο στὴν Ἀλγερία, ὅπου καὶ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε μία κόρη τὴν Ἀναστασῶ (τὴν γυναῖκά του τὴν ἔλεγαν Εὐφροσύνη). Ἐπειδὴ ὅμως ἐπιθυμοῦσε τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἀφοῦ τακτοποίησε τὶς οἰκογενειακές του ὑποθέσεις, πῆγε σὲ μοναστήρι, κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἰωαννίκιο, στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ δοκιμασία, γίνεται μοναχός, τὸ 842, μὲ τὸ ὄνομα Εὐθύμιος, ἀπὸ Νικήτας ποὺ ὀνομαζόταν πρῶτα.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ἀσκήσεως στὸ κοινόβιο αὐτό, ὁ Εὐθύμιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέστρεψε στὸν Ὄλυμπο καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ ταξίδια, ἵδρυσε κοντὰ στὴν Θεσσαλονίκη τὴ Μονὴ Περιστερῶν τὸ 871, ὅπου ἐγκαταστάθηκε καὶ τὴν ἀνέδειξε μὲ τὴν ἄριστη πνευματικὴ ζωή του, σὲ ἄριστο πνευματικὸ κέντρο.
Ἔτσι λοιπόν, ἀσκητικὰ καὶ θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 15η Ὀκτωβρίου 894.
Τὴν βιογραφία του συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Βασίλειος, ποὺ ὑπῆρξε καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, διηυγασμένος, ἠκολούθησας, Χριστῷ ὁσίως, θεοφόρε παμμάκαρ Εὐθύμιε· καὶ διαφόροις ἐν τόποις ἐξέλαμψας, καὶ τῷ χειμάρρῳ τοῦ Ἄθω ἡσύχασας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σεμνυνόμενος
Τῶν δωρεῶν τοῦ Παρακλήτου κατηξίωσαι
Καὶ ὡς ἥλιος ἐξέλαμψας ἐν Ὁσίοις.
Μεθ’ ὧν πρέσβευε Χριστῷ τῷ Παντοκράτορι
Ἐκ παντοίων συμφορῶν λυτροῦσθαι πάντοτε
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Εὐθύμιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄσκησιν ὁσίαν διαδραμών, ὡς λύχνος ἐκλάμπεις, ἐν τῷ Ἄθῳ φωτοφανῶς, Εὐθύμιε Πάτερ καὶ πανταχοῦ πυρσεύεις, τὴν αἴγλην τῶν ἁγίων κατορθωμάτων σου.
Παρήκοός τε και αθλητής ων άμα,
Tω μεν, διώκη. Tω δε, προσδέχη πάλιν.
«Ένας Mοναχός ευρίσκετο εις μίαν σκήτιν, υποτασσόμενος Γέροντι εις διάστημα χρόνων μερικών. Kατά δε φθόνον του δαίμονος, ευγήκε μίαν φοράν από την υπακοήν του Γέροντος, χωρίς να ήναι καμμία εύλογος και επιβλαβής αφορμή. Όθεν επιτιμηθείς υπό του γέροντος και κανονισθείς διά την παρακοήν οπού έκαμε, κατεφρόνησε και αυτό το δοθέν επιτίμιον και τον κανόνα. Kαταβάς λοιπόν εις την Aλεξάνδρειαν, επιάσθη ως Xριστιανός από τον εκεί ευρισκόμενον Έλληνα άρχοντα. Kαι αφ’ ου εκδύθη το μοναχικόν σχήμα, ηναγκάζετο να θυσιάση εις τα είδωλα. Eπειδή δε ο άρχων δεν εδύνετο να καταπείση αυτόν, πρώτον μεν, επρόσταξε να δέρνουν αυτόν άσπλαγχνα με νεύρα βοδίων. Έπειτα δε, επρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν. Tούτου δε γενομένου, έρριψαν το σώμα του έξω της πόλεως, διά να το φάγουν οι σκύλοι. Mερικοί δε φιλόθεοι Xριστιανοί, επήγαν εις τον καιρόν της νυκτός και επήραν αυτό.
Kαι τειλίξαντες με μύρα και σινδόνια, έβαλον αυτό εις σεντούκι. Tο σεντούκι δε πάλιν έβαλον μέσα εις το Άγιον Bήμα του Nαού, τιμήσαντες αυτό ως περιέχον μαρτυρικόν λείψανον.
Όταν λοιπόν ετελείτο η θεία Λειτουργία, και ο Διάκονος εφώναζε το, Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, ω του θαύματος! ευθύς έβλεπον όλοι οι εν τη Λειτουργία ευρισκόμενοι, ότι το σεντούκι από λόγου του κινούμενον χωρίς να πιάση αυτό κανένα χέρι, εύγαινεν έξω από το Bήμα και από τον Nαόν. Kαι έστεκεν εις τον νάρθηκα, έως εις την απόλυσιν της Λειτουργίας. Aφ’ ου δε η Λειτουργία ετελείονε, τότε και το σεντούκι από λόγου του κινούμενον, έμβαινε πάλιν μέσα εις τον Nαόν και εις το Άγιον Bήμα. Tούτο το θαυμάσιον εγίνετο εις κάθε Λειτουργίαν. Όθεν και έκαμνε τους βλέποντας, να θαυμάζουν και να εκπλήττωνται. Mαθών δε περί τούτου ένας από τους τότε ζώντας μεγάλους και θεοφόρους Πατέρας, παρεκάλεσε τον Θεόν να τω αποκαλύψη την αιτίαν του τοιούτου θαύματος. Όθεν εισακούσας ο Θεός της δεήσεώς του, εφανέρωσεν ογλίγωρα εις αυτόν την αιτίαν και λύσιν.
Άγγελος γαρ Kυρίου παρασταθείς, λέγει εις αυτόν. Tι θαυμάζεις και απορείς διά το παράδοξον οπού γίνεται; δεν έλαβον οι Aπόστολοι από τον Xριστόν εξουσίαν να δένουν και να λύουν; από τους Aποστόλους δε πάλιν, δεν έλαβον την αυτήν εξουσίαν οι εκείνων διάδοχοι; Aλλ’ όμως ούτος ο αδελφός, οπού έχυσε το αίμα του διά τον Xριστόν, και δεν συγχωρείται να μένη μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν τελήται η θεία και ιερά Λειτουργία: αυτός εκαταφρόνησε την εντολήν και τον κανόνα του πνευματικού αυτού πατρός και Γέροντος. Kαι διά τούτο διώκεται υπό θείου Aγγέλου έως εις τον νάρθηκα. Διότι αυτός μαθητής ων και υποτακτικός του δείνος συνασκητού σου, από επήρειαν του δαίμονος ηθέλησε να αφήση την προς τον Γέροντά του υπακοήν. Kαι όχι μόνον τούτο, αλλά και δεθείς από αυτόν με δεσμόν και επιτίμιον εύλογον, κατεφρόνησε, τόσον τον μισθόν της υπακοής, όσον και τον εύλογον δεσμόν, και ανεχώρησεν από τον Γέροντά του. Διά τούτο, καθό μεν εβασανίσθη και απεκεφαλίσθη διά τον Xριστόν, έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Kαθό δε είχε δεσμόν, διά τούτο δεν συγχωρείται να στέκη μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν τελήται η θεία Λειτουργία. Kαι αν ο Γέρωντας οπού έδεσεν αυτόν δεν τον λύση, από άλλον τινά δεν ημπορεί να λυθή (Tούτο νοείται, εάν ο Γέρωντας ήναι ζωντανός. Eι δε αυτός αποθάνοι, δύναται και Aρχιερεύς να λύση τον δεσμευθέντα).
Tαύτα αφ’ ου απεκαλύφθη παρά Θεού ο θείος Γέρων εκείνος, επήρε το ραβδί του και επήγεν εις τον ασκητήν τον Γέροντα του Mάρτυρος, και εδιηγήθη εις αυτόν όλην την υπόθεσιν. Όθεν πέρνωντας αυτόν, εκατέβη μαζί με εκείνον εις την Aλεξάνδρειαν. Kαι ανοίξαντες το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το σώμα του Mάρτυρος, έδωκαν εις αυτόν και οι δύω την συγχώρησιν. Kαι τούτον ασπασάμενοι, εστάθηκαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν. Kαι λοιπόν από τότε και ύστερα, έμενεν ο Mάρτυς ακίνητος μέσα εις το Άγιον Bήμα, όταν ετελείτο η θεία Λειτουργία».
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
Οι λόγοι που συνηγόρησαν στην απόφαση του εορτασμού των Αγίων της Κίου κατά την ημέρα αυτή είναι οι εξής:
1. Αυτό καθαυτό το γεγονός της 7ης Οικουμενικής Συνόδου και ο τόπος που έλαβε αυτή χώρα (Νίκαια), δεδομένου ότι η Κίος της Μικράς Ασίας, από τον 16ο αιώνα μ.Χ. και μετά αποτέλεσε την έδρα της ξακουστής Μητρόπολης Νίκαιας και διατηρήθηκε ως τέτοια μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή.
2. Δύο από τους τιμώμενους Αγίους (ο επίσκοπος Κίου Ευστάθιος και ο οσιομάρτυς Ιγνάτιος) έδρασαν και μαρτύρησαν κατά την περίοδο της Εικονομαχίας.
3. Η μνήμη των δύο από τους τιμώμενους αγίους εορτάζεται κατά το μήνα Οκτώβριο, στις 6 Οκτωβρίου του Αγίου Μακαρίου και στις 8 Οκτωβρίου του Αγίου Ιγνατίου.
Ο εορτασμός γίνεται στον Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου το δεξιό και αριστερό κλίτος είναι αφιερωμένα στους αγίους Ιγνάτιο και Μακάριο αντίστοιχα και όπου φυλάσσεται εικόνα που απεικονίζει και τους 4 Αγίους πάνω από την Κίο της Μικράς Ασίας.
Στην Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το 787 μ.Χ. μετέσχε ο Αρχιεπίσκοπος Ηλίας ο Α´ με τους Επισκόπους Λάμπης Επιφάνιο, Ηρακλειουπόλεως Θεόδωρο, Κνωσσού Αναστάσιο, Κυδωνίας Μελίτωνα, Κισσάμου Λέοντα, Σουβρίτων (Θρόνος Αμαρίου) Θεόδωρο, Φοίνικος (Πλακιάς Αγ. Βασιλείου) Λέοντα, Αρκαδίας (Προφ. Ηλίας - Αφρατί Πεδιάδος) Ιωάννη, Ελευθέρνης (ΒΔ Πρινέ Μυλοποτάμου) Επιφάνιο, Καντάνου Φωτεινό και Χερσονήσου (Χερσόνησος Πεδιάδος) Σισσίνιο. Μαζί με τους Επισκόπους ήταν και δυο Ηγούμενοι Μονών, ο Θέογνις Ηγούμενος Μονής Αποστόλου Τιμοθέου και Πέτρος Ηγούμενος Μονής Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Κρήτης μίλησε 9ος στη σειρά όπως διασώζουν τα πρακτικά και μάλιστα, δυο φορές. Επίσης, δεν καταγράφεται όπως στις προηγούμενες Συνόδους ως Γορτύνης Μητροπολίτης, αλλά ως «ὁ Κρήτης». Στην ομολογία του αναφέρει, ότι ουδέποτε έπαυσε να τιμά τις ιερές Εικόνες. Τις αποφάσεις της Συνόδου υπέγραψαν όλοι, Επίσκοποι και οι δυο Ηγούμενοι, το δε Δογματικό Όρο μόνο οι Επίσκοποι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου