Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

Δημήτρης Δασκαλάκης: Η Βαλτική Θάλασσα σε τροχιά γεωπολιτικής σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ

Η πιθανή εστία ανάφλεξης του Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η περιοχή της Βόρειας Ευρώπης συμβόλιζε την πολιτική και οικονομική διαίρεση του κόσμου σε δύο αντίπαλους πολιτικό-στρατιωτικούς συνασπισμούς, τον Ανατολικό και τον Δυτικό. Επικεφαλής του κάθε συνασπισμού ήταν μια υπερδύναμη: Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η ηγέτιδα χώρα του Δυτικού Μπλοκ, ενώ το Ανατολικό Μπλοκ τελούσε υπό τον έλεγχο και την επιρροή της πρώην ΕΣΣΔ.

Το χάσμα Ανατολής-Δύσης αποτυπώθηκε ανάγλυφα στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης, τα οποία «μοιράστηκαν» μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών. Συγκεκριμένα, τα κράτη της Δανίας και της Νορβηγίας αποτελούσαν μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ η Πολωνία είχε προσχωρήσει στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και οι χώρες της Βαλτικής Θάλασσας (Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία) μετά το τέλος του Β΄Π.Π. ενσωματώθηκαν στην κραταιά Σοβιετική Ένωση. Η Σουηδία και Φινλανδία επέλεξαν την οδό της «επιτήδειας ουδετερότητας», αρνούμενες να ενταχθούν στους κυρίαρχους γεωπολιτικούς σχηματισμούς.

Στην ψυχροπολεμική περίοδο, η Βαλτική Θάλασσα είχε προσφυώς χαρακτηριστεί ως «σοβιετική θάλασσα», ενώ σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά, αφού η συμμετοχή των Βαλτικών χωρών και της Φινλανδίας στην Βορειοατλαντική Συμμαχία (επίκειται και η προσχώρηση της Σουηδίας που τελεί υπό την αίρεση της επικύρωσης της συμφωνίας ένταξής της από το τουρκικό κοινοβούλιο) τείνει να την μεταβάλει σε θαλάσσια ζώνη νατοϊκής επικυριαρχίας, γεγονός που ανατρέπει γεωστρατηγικούς συσχετισμούς και ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.

Το Καλίνινγκραντ είναι πόλη-λιμάνι της Ρωσικής Ομοσπονδίας (στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν προωθημένο ρωσικό θύλακα) που βρίσκεται στα σύνορα μεταξύ Πολωνίας και Λιθουανίας και βρέχεται από την Βαλτική Θάλασσα και κατοικείται αμιγώς από Ρώσους πολίτες.

Η διοικητική περιφέρεια του Καλίνινγκραντ έχει τεράστια γεωπολιτική και στρατηγική σημασία για την Ρωσία, αφού μέσω αυτής (και της Αγίας Πετρούπολης) εξασφαλίζεται η δυνατότητα πρόσβασής της στην Βαλτική Θάλασσα. Ήδη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου είχε αποκτήσει μείζονα στρατηγική σημασία, καθώς αποτελούσε τον ναύσταθμο του Σοβιετικού Βαλτικού Στόλου. Επιπρόσθετα, στην ευρύτερη περιοχή του Καλίνινγκραντ, η πρώην ΕΣΣΔ είχε εγκαταστήσει μέρος του πυρηνικού της οπλοστασίου σε περίπτωση που εκδηλωνόταν πυρηνική επίθεση από την Δύση.

Η Ρωσία εξακολουθεί να αποδίδει μεγάλη γεωστρατηγική αξία στον θύλακα του Καλίνινγκραντ, ο οποίος διασφαλίζει τα ζωτικά γεωπολιτικά συμφέροντά της στην Βαλτική Θάλασσα, ενώ η ισχυρή παρουσία του ρωσικού πολεμικού ναυτικού αποτελεί την απάντηση της ρωσικής ηγεσίας σε αυτό που η ίδια θεωρεί ως πολιτική περικύκλωσης από το ΝΑΤΟ.

Από την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, οι σχέσεις της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ παρουσιάζουν ραγδαία επιδείνωση, γεγονός που έχει ανεβάσει κατακόρυφα το θερμόμετρο της γεωπολιτικής έντασης στην Βαλτική Θάλασσα και έχει εξαναγκάσει τα παράκτια κράτη της περιοχής να προχωρήσουν σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, αυξάνοντας σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες.

Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι η περιοχή του Καλίνινγκραντ εμφανίζεται ως η πλέον στρατιωτικοποιημένη σε ολόκληρη την ρωσική επικράτεια, ενώ και οι πολωνικές ένοπλες δυνάμεις αναπτύσσουν στην Βαρσοβία προηγμένα πυραυλικά συστήματα Patriot, ενισχύοντας αποφασιστικά την άμυνά τους σε ενδεχόμενη ρωσική εισβολή.

Ο ρωσικός θύλακας του Καλίνινγκραντ βρίσκεται «σφηνωμένος» ανάμεσα στα πολωνολιθουανικά σύνορα, με αποτέλεσμα να είναι αποκομμένος από την υπόλοιπη ρωσική επικράτεια. Ο εφοδιασμός των κατοίκων με τρόφιμα και αγαθά από την Ρωσία επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσω μιας σιδηροδρομικής γραμμής που όμως διέρχεται από το έδαφος της Λιθουανίας.

Όσο η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση μαίνεται με αμείωτη ένταση προκαλώντας εκατόμβη νεκρών σε αμφότερες τις εμπόλεμες πλευρές, τόσο περισσότερο τα «γεράκια» της Ουάσιγκτον επιχειρούν απελπισμένα να εμπλέξουν και τρίτα κράτη στην άσκοπη αιματοχυσία, δημιουργώντας νέες εστίες γεωπολιτικής τριβής με την Ρωσία.

Πέρυσι, οι αρχές της Λιθουανίας (μία εκ των τριών Βαλτικών χωρών, που έχει ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε.) αποφάσισαν εν μια νυκτί την απαγόρευση διέλευσης ρωσικών προϊόντων (στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις από την Ε.Ε.) από το έδαφός της, μέσω του οποίου διέρχεται και η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει την Ρωσία με την απομακρυσμένη διοικητική της περιφέρεια του Καλίνινγκραντ.

Η πρωτοφανής αυτή απόφαση του Βίλνιους –που προφανώς υπαγορεύθηκε από την εμμονική προσπάθεια των Η.Π.Α. για επέκταση του πολέμου– προκάλεσε βαθύ ρήγμα στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών (Ρωσίας-Λιθουανίας), οδηγώντας την εκπρόσωπο τύπου του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα να δηλώσει τα εξής:

«Εάν η κατάσταση δεν σταθεροποιηθεί τις ερχόμενες μέρες, τότε η Ρωσία θα λάβει σκληρά μέτρα εναντίον της Λιθουανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Μάλιστα, ο εκπρόσωπος τύπου του Κρεμλίνου χαρακτήρισε την εν λόγω απόφαση της Λιθουανίας «ως άνευ προηγουμένου» και ως «παραβίαση των πάντων», καθιστώντας σαφή την πρόθεση της Ρωσίας να προβεί σε αντίποινα1.

Συνεπώς, η σοβαρή και ραγδαία επιδείνωση των ρωσολιθουανικών διπλωματικών σχέσεων που σημειώθηκε με αφορμή την απαγόρευση διέλευσης των ρωσικών προϊόντων από την λιθουανική επικράτεια με κατεύθυνση το Καλίνινγκραντ, εγείρει πολύ σοβαρές ανησυχίες για την ενδεχόμενη επέκταση του πολέμου, γεγονός που, αν συμβεί, θα φέρει τις Σκανδιναβικές ή τις Βαλτικές χώρες σε ένοπλη αντιπαράθεση με την Ρωσική Ομοσπονδία.

Η παγκόσμια ανησυχία επιτείνεται από την διαπίστωση ότι η Φινλανδία αποτελεί ήδη το 31ο κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, ενώ η Τουρκία, που εναντιωνόταν στην προσχώρηση της Σουηδίας, ήρε τις τελευταίες επιφυλάξεις της, και επομένως οι δύο παραδοσιακά αδέσμευτες Σκανδιναβικές χώρες εντάσσονται στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, μια γεωπολιτική εξέλιξη που θα μεταβάλει την στρατηγική δομή ασφάλειας στην Ευρώπη.

Όμως, η προσχώρηση των δύο μέχρι πρότινος ουδέτερων κρατών (Σουηδίας και Φινλανδίας) στην ζώνη επιρροής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας θα αυξήσει δραματικά την γεωπολιτική ένταση και αστάθεια στην ευαίσθητη περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας και της Αρκτικής, δεδομένου ότι η Μόσχα εκλαμβάνει δικαιολογημένα κάθε επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα σύνορά της ως υπαρξιακή απειλή.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί μια άγνωστη στο ευρύ κοινό λεπτομέρεια της γεωγραφίας, η οποία στην παρούσα γεωπολιτικά εύφλεκτη συγκυρία αποκτά καθοριστική σημασία: Στο μέσον της Βαλτικής θάλασσας βρίσκεται το νησί Γκότλαντ (στα σουηδικά: Gotland, ενδεχομένως θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως «η γη του Θεού») που έχει έκταση περίπου 3.000 τ.χλμ. και απέχει 90 χ.λ.μ. ανατολικά από την ηπειρωτική χώρα της Σουηδίας και 130 χ.λ.μ. δυτικά των Βαλτικών Χωρών.

Το Γκότλαντ είναι το μεγαλύτερο νησί της Βαλτικής και αποτελεί τμήμα της σουηδικής επικράτειας, με δεκάδες αμμουδερές παραλίες, μεσαιωνικά τείχη και αγροικίες του 18ου αιώνα και, ως εκ τούτου, έχει δικαιολογημένα χαρακτηριστεί ως το δημοφιλέστερο τουριστικό θέρετρο της Βόρειας Ευρώπης.

Η ιδιαιτερότητα του σουηδικού νησιού έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ αποτελεί ένα αγροτικό παράδεισο που προσφέρει στους επισκέπτες ένα ήσυχο και ειρηνικό τρόπο ζωής, την ίδια στιγμή θεωρείται και ένα από τα στρατηγικότερα σημεία της Ευρώπης, καθ’ όσον απέχει μόλις 250 χ.λ.μ. από τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ.

Συνεπώς η επικείμενη επίσημη ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ θα μεταβάλει το ειδυλλιακό σουηδικό νησί σε προκεχωρημένη στρατιωτική βάση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, από την οποία θα μπορούσε να πλήξει με άνεση και ευκολία πολιτικούς, οικονομικούς και στρατηγικούς στόχους και υποδομές της ρωσικής επικράτειας.

Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times υπαινίσσεται ότι από το νησί Γκότλαντ θα μπορούσε να εκκινήσει ο Γ΄Π.Π. και, ως εκ τούτου, εξελίσσεται σε «μήλο της έριδος» μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι η άσκηση κυριαρχίας επί του σουηδικού νησιού παρέχει το στρατηγικό πλεονέκτημα ελέγχου της θαλάσσιας και εναέριας κυκλοφορίας της Βαλτικής2.

Συνεπώς, η αμφισβήτηση της εδαφικής κυριαρχίας της Σουηδίας από την Ρωσία θα προσέδιδε στην τελευταία σημαντικό στρατηγικό και τακτικό πλεονέκτημα, αφού ο έλεγχος του ανεφοδιασμού των χωρών της Βαλτικής θα υπαγόταν στην δική της δικαιοδοσία.

Επομένως, είναι πολύ πιθανό από την «γη του Θεού» να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο του Θεού που θα ανατρέψει τον σχεδιασμό των σατανοκίνητων Νεοταξιτών που εξυφαίνουν με (δ)εμμονική μεθοδικότητα το δίχτυ της αντίχριστης παγκοσμιοποίησης, με σκοπό την υποταγή της δύσμοιρης ανθρωπότητας στο καταθλιπτικό μοντέλο του παγκόσμιου ψηφιακού ελέγχου της αχρήματης, πανθρησκειακής και μετανθρωπιστικής κοινωνίας.

Όπως και με άλλη ευκαιρία έχουμε σημειώσει, η συγκρότηση παγκόσμιας κυβέρνησης τεχνοκρατών αποτελεί την απώτερη επιδίωξη της σατανικής υπερεθνικής ελίτ, η οποία –μέσω του αφηγήματος των πολλαπλών και αλληλοδιάδοχων (ψευτο)κρίσεων– σκοπεύει να αποκτήσει τον πλήρη και ολοκληρωτικό έλεγχο της ζωής των ανθρώπων, εξαλείφοντας από την συλλογική τους μνήμη την αξία των εννοιών της ατομικής ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Στο σημείο αυτό, θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε στην πιο κάτω επίκαιρη επισήμανση-παρέκβαση με την ελπίδα να αποτυπωθεί στην συνείδηση των Ελλήνων πολιτών ο κυνισμός, η υποκρισία, η αδιαφορία και η ξενοδουλεία του ελληνικού πολιτικού συστήματος εξουσίας, το οποίο φέρει ακέραιη την ευθύνη για την πνευματική, οικονομική και ηθική χρεωκοπία του ελληνικού λαού:

Σύμφωνα με ορισμένες ειδησεογραφικές πηγές, συζητείται, μελετάται ή εξετάζεται σοβαρά το ενδεχόμενο από την ελληνική κυβέρνηση –στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης– της μερικής ή ολικής αποστρατιωτικοποίησης των Ελληνικών νησιών του Αιγαίου, χάριν της ευρύτερης περιφερειακής ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας.

Την ίδια στιγμή, ένα άλλο περισσότερο υπεύθυνο και σοβαρό κράτος, όπως είναι η Σουηδία, για λόγους που ανάγονται στην υπεράσπιση του εθνικού της συμφέροντος και με γνώμονα την ειρήνη και ασφάλεια του σουηδικού λαού, –καθώς φαίνεται να διακατέχεται από «φιλοπόλεμη και εθνικιστική διάθεση»– ανακοινώνει ότι θα δαπανήσει 150 εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να ενισχύσει την στρατιωτική της παρουσία και την άμυνα του νησιού Γκότλαντ, έναντι της ενδεχόμενης ρωσικής επεκτατικότητας που απειλεί την εδαφική της κυριαρχία.

Αντιθέτως, η ειρηνόφιλη Ελλάδα στενάζει εδώ και δεκαετίες κάτω από την μπότα της προοδευτικής, εθνομηδενιστικής διανόησης και της αχόρταγης κομματικής νομενκλατούρας, οι οποίες αμφότερες έχουν αποδομήσει την ελληνορθόδοξη ταυτότητα των Ελλήνων πολιτών, ενώ την ίδια στιγμή διαχέεται στην κοινωνία η αντίληψη ότι το κράτος οφείλει να μην υπηρετεί αποκλειστικώς τα (καλώς νοούμενα) εθνικά συμφέροντα, αλλά κυρίως, και περισσότερο, την παγκόσμια και περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια.

Αποτέλεσμα της σιωπηρής συμπαιγνίας μεταξύ της πολιτικής ελίτ και της ακαδημαϊκής διανόησης είναι η διαμόρφωση ενός κλίματος ενδοτισμού και υποχωρητικότητας στην ελληνική κοινωνία που έχει ως προφανή συνέπεια την διάβρωση του πατριωτικού και εθνικού φρονήματος των Ελλήνων πολιτών.

Δυστυχώς, ο Ελληνικός λαός προδομένος από την πολιτική, πνευματική και εκκλησιαστική του ηγεσία, εγκαταλείπεται απροστάτευτος και έκθετος στην τουρκική επιθετικότητα, συγχρόνως δε, τα αδηφάγα διεθνή οικονομικά συμφέροντα επιβουλεύονται την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας, ωθώντας την χώρα μας σε μια fast track διαδικασία επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Ο διακεκριμένος και αξιόλογος Αμερικανός οικονομολόγος και συγγραφέας Πολ Κρεγκ Ρόμπερτς (Paul Craig Roberts), σε πρόσφατο άρθρο του με τον τίτλο «Το ΝΑΤΟ μεθοδεύει άμεση επίθεση εναντίον της Ρωσίας», παραθέτει μια ανάλυση σύμφωνα με την οποία αποτελεί στρατηγική επιδίωξη της Αμερικής να επεκτείνει τον πόλεμο και πέραν των Ουκρανικών συνόρων, παρασύροντας την Ρωσία σε μια ευρύτερη πολιτική, οικονομική και στρατιωτική αντιπαράθεση3.

Ο πρώην βοηθός Υπουργός των Οικονομικών στην διακυβέρνηση του Ρόναλντ Ρήγκαν υποστηρίζει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Η Ουάσιγκτον έχει ήδη επεκτείνει τη σύγκρουση και βρίσκεται στη διαδικασία περαιτέρω επέκτασής της. Οι παράφρονες Εβραίοι νεοσυντηρητικοί που ελέγχουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έπεισαν την ανίσχυρη μικρή Λιθουανία να παραβιάσει τη συμφωνία με τη Ρωσία για τον εφοδιασμό του Καλίνινγκραντ και έλαβαν ρωσικό τελεσίγραφο».

Σύμφωνα με την προσωπική εκτίμηση του Ρόμπερτς, η εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον ασκείται από παράφρονες νεοσυντηρητικούς Αμερικανοεβραίους που εργάζονται παρασκηνιακά για την επέκταση του πολέμου, εμπλέκοντας στους πονηρούς γεωπολιτικούς τους σχεδιασμούς και τις κυβερνήσεις τρίτων χωρών με ανυπολόγιστες συνέπειες για την διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα.

Βέβαια, πολύ νωρίτερα από την πιο πάνω διαπίστωση του Ρόμπερτς, δύο Αμερικανοί Πανεπιστημιακοί καθηγητές Διεθνούς Πολιτικής, ο John Mearsheimer (Τζον Μιρσχάιμερ) και ο Stephen Walt (Στήβεν Ουώλτ) είχαν επιχειρήσει να προειδοποιήσουν την κοινή γνώμη των Ηνωμένων Πολιτειών για τον κίνδυνο ελέγχου και χειραγώγησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από εξωθεσμικούς παράγοντες.

Συγκεκριμένα, το 2007, είχαν γράψει το βιβλίο που επιγραφόταν «Το Ισραηλινό Λόμπι και η Εξωτερική Πολιτική των Η.Π.Α.» («The Israel Lobby and U.S. Foreign Policy») στο οποίο εξέθεταν λεπτομερώς την επιρροή που ασκούν στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. ομάδες ειδικών συμφερόντων που υποστηρίζουν και προωθούν την ικανοποίηση των ισραηλινών σκοπών και επιδιώξεων.

Η επιθυμία της δυτικής ελίτ για την επέκταση του πολέμου μπορεί να ερμηνευθεί «ως ψήφος εμπιστοσύνης» στην πολιτική, οικονομική και στρατιωτική υπεροχή της Αμερικής που θα της επιτρέψει να «γονατίσει» την Ρωσία του Πούτιν, επιβάλλοντας σε αυτήν τους όρους της συνθηκολόγησής της.

Ο Αμερικανός συγγραφέας προβαίνει σε μια αληθινά ρηξικέλευθη θεώρηση της πιθανής επέκτασης του πολέμου, η οποία όμως ουδόλως συνδέεται με τον καθορισμό των κρίσιμων γεωπολιτικών συσχετισμών Ανατολής-Δύσης, αλλά αφορά την εσωτερική πολιτική κατάσταση των Η.Π.Α.

Διαβάζουμε συγκλονισμένοι τα όσα ο Πολ Κρεγκ Ρόμπερτς υποστηρίζει:

«Οι άθλιοι και εντελώς διεφθαρμένοι Δημοκρατικοί χρειάζονται απεγνωσμένα έναν πόλεμο για να συσπειρώσουν τους Αμερικανούς στην κυβέρνηση και να αποτρέψουν την εξόντωση των Δημοκρατικών στις εκλογές. Στην προσπάθειά τους να προσκολληθούν στην εξουσία, οι Δημοκρατικοί και τα εμπόλεμα μέσα ενημέρωσης επεκτείνουν τον πόλεμο. Αυτό είναι επικίνδυνο πέρα από κάθε φαντασία».

Η Αμερική, έχοντας υιοθετήσει άκριτα μια λογική μετωπικής αντιπαράθεσης με την Ρωσία, αποκλείει την διπλωματική εκτόνωση της γεωπολιτικής έντασης, επιβάλλοντας αφρόνως εξοντωτικές οικονομικές κυρώσεις στην μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του πλανήτη και επιδιώκοντας ματαίως την πρόκληση κοινωνικού χάους στο εσωτερικό της Ρωσικής κοινωνίας.

Η Ουάσιγκτον εμφανίζεται να αναπολεί την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, κατά την οποία η πολιτική, οικονομική και στρατιωτική της ισχύ έφθασε στο αποκορύφωμά της, παραμένοντας η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη μετά την κατάρρευση του κυριότερου αντιπάλου της (ΕΣΣΔ).

Έκτοτε, η δυτική ελίτ παραμένει προσκολλημένη στο μοντέλο της μονομερούς προσέγγισης των διεθνών κρίσεων, που ερμηνεύονται μέσα από την στενή οπτική γωνία των αμερικανικών σκοπιμοτήτων, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει ότι σε ένα παγκοσμιοποιημένο πολυπολικό περιβάλλον η επίλυση των κρίσιμων γεωπολιτικών ζητημάτων οφείλει να είναι καρπός συλλογικής προσπάθειας και διαπραγμάτευσης που θα λαμβάνει υπόψη τα αντιτιθέμενα συμφέροντα.

Όσο η ρωσο-ουκρανική εμπόλεμη σύρραξη δεν επιλύεται με ειρηνικά διπλωματικά μέσα ελλοχεύει ο κίνδυνος της επέκτασης του πολέμου και σε άλλες εύφλεκτες περιοχές του πλανήτη (Αιγαίο, δυτικά Βαλκάνια, Καύκασος, Μέση Ανατολή, Ιράν, Νότια Σινική Θάλασσα), η πραγματοποίηση του οποίου θα δώσει την χαριστική βολή στην διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.

Ήδη πληροφορούμαστε ότι η Ουάσιγκτον και η Μόσχα διεξήγαγαν για πρώτη φόρα σε πανεθνικό επίπεδο ασκήσεις πυρηνικού πολέμου, προετοιμάζοντας τους πολίτες για το απευκταίο σενάριο της καταστροφής ενός μεγάλου μέρους των κρίσιμων υποδομών και συστημάτων υποστήριξης της ζωής, ύστερα από την εκδήλωση πυρηνικής επίθεσης4.

Την στιγμή που γράφονταν τούτες οι γραμμές περιήλθε σε γνώση μας μια άκρως ανησυχητική είδηση (που επιβεβαιώνει το περιεχόμενο του άρθρου), σύμφωνα με την οποία κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών σημειώνονται σοβαρές αερομαχίες μεταξύ των ρωσικών και αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών στον εναέριο χώρο της Βαλτικής Θάλασσας5.

Η δυσάρεστη αυτή πραγματικότητα είναι ικανή να πυροδοτήσει μία νέα εστία γεωπολιτικής αντιπαράθεσης στην καρδιά της Ευρώπης, μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ, καθώς –αν δεν υπάρξει άμεση κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία– θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι τα κράτη της Βόρειας Ευρώπης και της Βαλτικής θα εμπλακούν στην δίνη ενός ακόμη καταστρεπτικού πολέμου με την Ρωσική Ομοσπονδία.

Επομένως, με αφορμή την ανεπίλυτη ουκρανική κρίση, οι ρωσονατοϊκές σχέσεις εξελίσσονται σε μια απόλυτα μετωπική σύγκρουση Ανατολής-Δύσης, η οποία θα λάβει τα χαρακτηριστικά ενός τρομακτικού σε ένταση πολέμου με πολύ πιθανή ακόμη και την χρήση «τακτικών» πυρηνικών όπλων, βυθίζοντας ολόκληρη την ανθρωπότητα στην απόγνωση και στον απόλυτο παραλογισμό του αλληλοσπαραγμού που θα σημαδέψει ανεξίτηλα τον ανθρώπινο πολιτισμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε σε συμπτυγμένη μορφή στις 26-11-2023, στο φύλλο της «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ», σελ. 08β/24.

_________________________
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου