ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [: Ματθ. 9, 27-35]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Ἡ ΑΞΙΑ ΤΗΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 25-7-1982]
(Β73)
Κάποτε, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος, διερχόμενος σὲ ἕναν τόπον, Τὸν συνήντησαν δύο τυφλοί, οἱ ὁποῖοι ἔκραζαν: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς». «Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ», δηλαδὴ Μεσσία, «ἐλέησέ μας».
Εἶναι πολὺ συγκινητικὸ νὰ βλέπει κανεὶς τυφλοὺς ἀνθρώπους γενικὰ ἀσθενεῖς, νὰ σπεύδουν νὰ βροῦν τὴν ὑγεία των, πολὺ δὲ περισσότερο, ὅταν αὐτὴ εἶναι ὅρασις καὶ δὲν βλέπουν γύρῳ τίποτα, παρὰ μόνο σκοτάδι, νὰ σπεύδουν νὰ ζητήσουν τὴν θεραπεία τους ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ κάνει κατάπληξη εἶναι ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὰ μάτια τους δὲν ἔβλεπαν, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὸν Ἰησοῦ «υἱὸ τοῦ Δαβίδ». Δηλαδὴ Μεσσία. Διότι ὁ τίτλος «υἱὸς Δαυΐδ» σημαίνει Μεσσίας, δηλαδὴ Χριστός. Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶχαν τὰ μάτια τους καὶ δὲν εἶχαν δεῖ κανένα θαῦμα, παρὰ μόνο εἶχαν μάθει, εἶχαν ἀκούσει, συνεπῶς εἶχαν πιστέψει, αὐτοὶ νὰ ὁμολογοῦν τὸν Ἰησοῦν «υἱὸν Δαυΐδ». Κάνει ἐντύπωση αὐτό.
Καὶ λίγο πιὸ κάτω, ὅταν ὁ Κύριος θὰ τοὺς πεῖ «Τί θέλετε;», μάλιστα ἐπὶ λέξει νά σᾶς τὸ πῶ: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». «Πιστεύετε -Εἴδατε; Στὴ πίστιν ὁ Κύριος μένει- ὅτι αὐτὸ Ἐγὼ μπορῶ νὰ τὸ κάνω;». «Λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε». Δὲν λέγουν: «Ναί, Ἰησοῦ». Δὲν λέγουν: «Ναί, υἱὲ Δαβίδ». Ἀλλὰ λέγουν: «Ναί, Κύριε». Συνεπῶς μὲ τὸ νὰ ποῦν «Κύριον» τὸν Ἰησοῦν, ὁμολογοῦν τὴν θεότητά Του. Μέ το νὰ ποῦν τὸν Ἰησοῦν «Ἰησοῦν», ὁμολογοῦν τὴν ἀνθρωπότητά Του. Καὶ μὲ τὸ νὰ Τὸν ὀνοματίσουν «υἱὸν Δαυΐδ», δηλαδὴ Μεσσίαν, δηλαδὴ Χριστόν, ὁμολογοῦν τὴν θεανθρωπίνη Του φύσῃ καὶ τὸ θεανθρώπινον ἔργον τῆς σωτηρίας. Εἶναι καταπληκτικό.
Ἀλλὰ ὅμως, ἀγαπητοί μου, ἡ τύφλωσις δὲν εἶναι τόσο σπουδαῖο πρᾶγμα, ὅταν εἶναι στὰ μάτια. Τί τώρα, τί αὔριο, τί τοῦ χρόνου, τί κάποια μέρα, θὰ κλείσουμε τὰ μάτια μας. Καὶ θὰ τὰ ἀνοίξομε σὲ μιὰν ἄλλη ζωή. Ἀλλὰ τὰ μάτια μας δὲν θὰ τ᾿ ἀνοίξομε σὲ μιὰν ἄλλη ζωή, ἂν ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ δὲν ἔχουν ἀνοίξει κάποια ἄλλα μάτια. Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Συνεπῶς ἐδῶ δὲν πρόκειται περὶ τυφλῶν στὸ σῶμα. Ἀλλὰ περὶ τυφλῶν στὴν ψυχή. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα τυφλοί. Σὲ τί; Στὸ νὰ δοῦμε τὸν Θεό. Ἄν τὸ θέλετε, ὁ Χριστὸς ἐθεράπευε ὄχι βεβαίως γιὰ νὰ φέρει κάποιαν κοινωνικήν, θὰ λέγαμε, εὐτυχίαν. Ἀπόδειξις ὅτι ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἄφησε στὸν κόσμον αὐτὸν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ποὺ μένει μέσα στὴν Ἐκκλησία, δὲν θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀρρώστους. Ἔχομε πολλοὺς ἀρρώστους. Καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ ἅγιοι, ἂν ὄχι ὅλοι, ἦσαν ἄρρωστοι. Συνεπῶς δὲν ἔκανε ὁ Χριστὸς θαύματα γιὰ νὰ ἀφήσει μιὰ κληρονομιὰ θεραπείας ὅσων θὰ προσήρχοντο εἰς τὴν Ἐκκλησία Του. Τότε ἡ πίστις θὰ κατηργεῖτο. Ὁ Χριστὸς ἔκανε θαύματα γιὰ νὰ πιστώσει τὴν θεότητά Του. Ἀλλὰ καὶ κάτι παραπέρα. Ὁ Χριστὸς ἄνοιγε τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, τὰ αὐτιὰ τῶν κωφῶν καὶ φυγάδευε τοὺς δαίμονες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ τίς αἰσθήσεις τους καὶ μέ τον νοῦ τους νὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἀκούσατε· νὰ δοῦν τὸν Θεό. Γιατί αὐτοὶ ποὺ ἔβλεπαν τὸν Ἰησοῦν, ἔβλεπαν τὸν Θεό. Γιατί ἦταν ὁ Ἐνανθρωπίσας Θεός.
Ἔτσι λοιπὸν οἱ αἰσθήσεις ἀποκαθίστανται, γιὰ νὰ δεῖ ὁ ἄνθρωπος ὄχι μὲ τὰ μάτια μόνο τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος τὸν Θεό. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι ἀκατανόητο καὶ πολλοὶ θά ᾿θελαν νὰ τὸ ψιλοκόψουν, δηλαδὴ νὰ τὸ κάνουν ἰδεαλισμόν, βγάζοντας τὰ μάτια τοῦ σώματος, τάχα γιὰ νὰ δοῦν μόνο μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των τὸν Θεό. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει στὴν πρώτη του ἐπιστολὴ τὴν καθολικὴ ὅτι «ὀψόμεθα Αὐτὸν καθὼς ἐστίν». «Θὰ Τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι καὶ ὅπως εἴμαστε». Ὅπως θὰ ἀναστηθοῦμε μὲ τὰ σώματά μας, μὲ τὰ πλήρη σώματά μας, θὰ δοῦμε καὶ Ἐκεῖνον μὲ τὴν πλήρη Του σωματικὴ ὕπαρξη, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό. Δηλαδὴ θὰ Τὸν δοῦμε ὅπως εἴμαστε, ὅπως εἶναι. Γι᾿ αὐτὸ ἄνοιγε ὁ Χριστὸς τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιὰ θεράπευε κ.ὅ.κ.
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, ἐδῶ πρέπει νὰ μείνομε σὲ κάτι. Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἄνοιξε τελικὰ τὰ μάτια αὐτῶν τῶν δύο τυφλῶν; Ἦταν μία κραυγή. Μάλιστα μία συνεχὴς κραυγή. Λέγει ἐδῶ ὅτι οἱ τυφλοὶ ἔκραζαν. Καὶ μάλιστα ὁ Κύριος δὲν τοὺς πρόσεξε -σκοπίμως, ἐντὸς εἰσαγωγικῶν- γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ πλῆθος, ποὺ θὰ ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτό, κι ὅταν μπῆκε σὲ ἕνα σπίτι, οἱ τυφλοὶ αὐτοὶ μπῆκαν κι αὐτοὶ μέσα στὸ σπίτι κι ἐκεῖ ἀκόμη συνέχισαν νὰ κράζουν: «Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς!». Συνεπῶς ἔβλεπαν, εἶχαν μπροστά τους τὸν Ἰησοῦν, τοῦ Ὁποίου τὸ πρόσωπον δὲν ἀμφισβητοῦν, πρὸς τὸν Ὁποῖον ἀποτείνονται. Γι᾿ αὐτό σᾶς εἶπα, τὸ «Ἰησοῦς» δὲν τὸ ὀνομάζουν ἐδῶ ἀλλὰ προϋποτίθεται, Τὸν ἀποκαλοῦν «υἱὸν Δαυΐδ». Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους; Αὐτὴ ἡ ὁμολογία. Προσέξατέ την. «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ», σὺ ποὺ εἶσαι Κύριος, «ἐλέησέ μας».
Δηλαδὴ νὰ τὸ βάλω σὲ μία τάξη. «Κύριε»· γιατί τό «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβὶδ» θὰ πεῖ «Χριστέ», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας». Σᾶς λέει τίποτα αὐτό; Εἶναι ἡ γνωστὴ προσευχή. Ἡ γνωστὴ εὐχή. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς». Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐχή. Δὲν εἶναι λοιπὸν παρὰ ἡ καταγωγὴ τῆς εὐχῆς, τῆς γνωστῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ἢ «ἐλέησον ἡμᾶς» , ἡ καταγωγή της εἶναι ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Δὲν εἶναι ἐπινόησις τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς τὴν ἐδίδαξαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἀκόμα. Δὲν ἔχω τὸν χρόνο νὰ σᾶς πῶ πιὸ πολλά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ ἀναφέρονται ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐπίκλησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸ τὸ παντοδύναμο ὄνομα, γιατί πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομα εἶναι ἕνα παντοδύναμο πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, τοῦ τελείου Θεοῦ, τοῦ τελείου ἀνθρώπου· ποὺ ἔχει εἰδικὴν ἀποστολὴ ἀπὸ τὸν Πατέρα, γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου ὁλόκληρου. Αὐτὸ τὸ πρόσωπο εἶναι τὸ παντοδύναμο. Μπροστὰ στὸ ὁποῖο κάμπτει πᾶν γόνυ, ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων. Αὐτὸ λοιπὸν ἄνοιξε τὰ μάτια τῶν τυφλῶν.
Λοιπὸν κι ἐμεῖς... ὦ κι ἐμεῖς, μὴ ζητοῦμε... δέν μᾶς τὸ ἀπαγορεύει ὁ Θεὸς νὰ ζητήσομε καὶ τὴν θεραπεία τοῦ σώματός μας, ἀγαπητοί μου, δὲν μᾶς τὸ ἀπαγορεύει· εἶπε νὰ τὸ ζητοῦμε κι αὐτό. Πολλὲς φορὲς ὅμως ἡ ἀγάπη Του δὲν μᾶς δίνει τὴν θεραπεία σὲ μία σωματική μας ἀρρώστια. Πρέπει ὅμως νὰ γίνει καλὰ ἡ ψυχή μας ὁπωσδήποτε. Ὁπωσδήποτε. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, μὲ τὴν τύφλωση ποὺ ἔχομε καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεό, δὲν μποροῦμε νὰ νιώσομε τὴν παρουσία Του, δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν ἐγγίσομε, ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς κάνει νὰ Τὸν ἐγγίσομε, νὰ Τὸν πλησιάσομε, εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ἀλλὰ ἂς προσέξομε, ἀγαπητοί μου, κάτι ἐδῶ. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἡ τόσο μικρή, εὐμνημόνευτη, εἶναι πλήρης προσευχή. Ὅταν λέμε «πλήρης προσευχὴ» σημαίνει ἔχει ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα, γιὰ νὰ ἀποτελέσει μία προσευχή. Καὶ νὰ γίνει εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἄν ἔχετε προσέξει, στὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ πρότυπον εἶναι ἡ Κυριακὴ Προσευχή, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ὑπάρχουν δύο θέσεις ἢ καλύτερα, δύο τμήματα. Στὸ πρῶτο τμῆμα, τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ πρῶτον, προτάσσεται δηλαδή, ἀναφερόμεθα εἰς τὸν Θεὸν καὶ τίς ἰδιότητές Του. Στὸ δεύτερο τμῆμα ἀναφερόμεθα εἰς τὰ προβλήματά μας. Πᾶρτε τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Κοιτᾶξτε: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γενηθήτω τὸ θέλημά Σου». Αὐτὰ ὅλα ἀναφέρονται στὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ. Μετὰ στὰ δικά μας θέματα: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Αἰτήματα δικά μας. Σὲ κάθε, λοιπόν, προσευχὴ ἔχομε αὐτὰ τὰ δύο τμήματα. Τὴν θεολογία, δηλαδὴ ἀποτεινόμεθα στὸν Θεὸ καὶ στὰ ζητήματά μας. Ὅταν λέμε ὅμως «τὴν θεολογία» ἀναφερόμενοι στὴν θεολογία, ἀναφερόμεθα στὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅταν πῶ τὸν Θεὸ «Πατέρα», αὐτὸ εἶναι δόξα· διότι εἶναι Πατὴρ καὶ Τὸν ὁμολογῶ Πατέρα. Συνεπῶς εἶναι μία δόξα πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν πῶ «νὰ ἁγιασθεῖ», δηλαδὴ νὰ δοξαστεῖ τὸ ὄνομὰ Του, εἶναι μία δόξα στὸν Θεό. Ἔχω προσέξει, ὑπάρχουν εὐχές, καὶ μάλιστα λειτουργικές, ὅπως εἶναι ἡ εὐχὴ τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου, ποὺ λέμε στὴν Θεία Λειτουργία, τὰ τρία τέταρτα τῆς ὅλης εὐχῆς εἶναι δοξολογία πρὸς τὸν Θεό. Συνεπῶς εἶναι τὸ πρῶτο τμῆμα. Γι᾿ αὐτὸ λέγει κανεὶς μὲ ἕναν τόνο φωνῆς κατὰ τέτοιο τρόπο, ποὺ ἀποτείνεται βέβαια πρὸς τὸν Θεό, ἐκεῖ ἀλλάζει τὸν τόνο τῆς φωνῆς, γιὰ νὰ πάει στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ ὅλου μεγέθους τῆς εὐχῆς, ποὺ ἀποτείνεται στὸ νὰ μᾶς συγχωρεθοῦν οἱ δικές μας οἱ ἁμαρτίες καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς κι ἐμεῖς νὰ ψάλλομε τὸν Τρισάγιον Ὕμνον.
Ἔτσι κι ἐδῶ, αὐτὴ ἡ εὐχὴ εἶναι πλήρης. Ἀκούσατέ την. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ» εἶναι τὸ πρῶτον μέρος, τὸ θεολογικόν. «Ἐλέησόν με». Εἶναι τὸ δεύτερον μέρος. Ἐκεῖνο ποὺ ἀφορᾷ σὲ μένα, τὸν ἄνθρωπο. Ὥστε, λοιπόν, νὰ μία πλήρης προσευχή.
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, ἂς τὴν ἀναλύσομε. Ὅταν λέμε «Κύριε» στὸ δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, Τὸ ἀποκαλοῦμε «Θεόν». Διότι ὁ τίτλος «Κύριος» θὰ πεῖ Θεός. «Ἰησοῦ» θὰ πεῖ «ἄνθρωπος». Συνεπῶς ἐδῶ ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι καὶ Θεὸς εἶναι καὶ ἄνθρωπος πλήρης. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Τὸ «Χριστὲ» θὰ πεῖ Μεσσίας, ποὺ θὰ πεῖ τὸ εἰδικὸ ἔργο ποὺ ἀνέλαβε ὁ Ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἤτοι, ἡ Ἐνανθρώπησις, ὁ Σταυρός, ἡ Ἀνάστασις, ἡ Ἀνάληψις, ἡ Δευτέρα Του παρουσία. Ὅλα αὐτὰ εἶναι στὸν κύκλο τοῦ Μεσσίου. Συνεπῶς τὸ ἀπολυτρωτικὸν ἔργον τοῦ Μεσσίου γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴν Δημιουργία ὁλόκληρη. Ἄρα λοιπὸν κλείνεται στὸν κύκλο «Χριστὲ» ὅλο τὸ μυστήριον τῆς θείας Οἰκονομίας· τὸ ὁποῖον ἐδῶ ὁμολογοῦμε, καὶ μὲ τὴν ὁμολογία μας αὐτὴ δοξάζομε τὸν Θεό. Δοξάζομε ὄχι μόνον τὸ πρόσωπο τὸ δεύτερο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ καὶ τὸν ὅλον Ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν. Ὥστε λοιπὸν βλέπομε ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ μέρος αὐτό, τὸ πρῶτο εἶναι θεολογικό, δοξολογικὸ καὶ ἀναφέρεται εἰς τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμα. Εἴδατε ὅτι εἰς τὴν Λειτουργίαν λέμε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως. Εἶναι θεμελιῶδες αὐτό. Τί σημαίνει λέγω τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως; «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα Παντοκράτορα...καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν... καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον». Δηλαδή; Αὐτὸ ποὺ στὸ τέλος θὰ ποῦμε, συγγνώμη, στὴν ἀρχὴ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, γιὰ νὰ ὁμολογήσομε, «Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν». Δηλαδὴ τὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν. Εἶναι ἡ ὑψίστη ὁμολογία. Εἶναι ἡ ὑψίστη θεολογία. Πρέπει λοιπὸν νὰ ποῦμε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, γιὰ νὰ διακηρύξομε τὴν πίστη μας εἰς τὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν, διότι σὲ λίγο θὰ κοινωνήσομε, καὶ εἶναι βαρύτατο ἁμάρτημα νὰ κοινωνήσει κανεὶς τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν πιστεύει σὲ δύο πράγματα. Στὴν θεότητα, δηλαδὴ στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ δεύτερον εἰς τὸ μυστήριον τῆς θείας Οἰκονομίας. Βαρύτατο ἁμάρτημα. Μέχρι ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Γι᾿ αὐτὸ ἀρρωσταίνουν πολλοὶ καὶ κοιμῶνται (:πεθαίνουν) ἱκανοί». Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο ἁμάρτημα. Ἡ ἀπιστία. Λοιπόν, ἀνανεώνομε μὲ τὸ νὰ ποῦμε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὴν πίστη μας εἰς τὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸ μυστήριον τῆς Θείας Οἰκονομίας, δηλαδὴ τῆς Ἐνανθρωπήσεως.
Ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅταν λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἀκούσατέ το, ὅταν ποῦμε «Κύριε», στρεφόμεθα ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρετικῶν, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἄρειον, ποὺ ἀμφισβήτησαν τὴν θείαν φύσιν τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν λέμε «Ἰησοῦ», στρεφόμεθα ἐναντίον τῶν μονοφυσιτῶν οἱ ὁποῖοι ἀμφισβήτησαν... -καὶ τῶν Δοκητῶν, ποὺ ἀμφισβήτησαν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Ἰησοῦ. Ὅτι ἦτο κατὰ τὸ φαινόμενον ἢ ὅτι ἀπερροφήθῃ ἀπὸ τὴν θείαν φύσιν. Κι ὅταν λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὁμολογοῦμε ὅλο τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ καὶ στρεφόμεθα ἐναντίον ὅλων ἐκείνων τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα συγχρόνων αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ὁμολογοῦν τὸν Ἰησοῦν ὡς Χριστόν. Δηλαδή, ὡς λυτρωτήν. Ἀλλὰ ὡς ἀναμορφωτὴν τῆς ἀνθρωπότητος, ὡς φιλόσοφον, ὡς Γκουρού· τελευταία ἔχομε κι αὐτό, ὅτι εἶναι διδάσκαλος, μὲ μία ἰνδικὴ ὀνομασία, ἢ ὅ,τι ἄλλα θέλετε. Ὥστε ὅταν πῶ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ» ἔχω πλήρη ὁμολογία καὶ στρέφομαι ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρετικῶν μὲ αὐτήν μου τὴν ὁμολογία.
Ἄρα; Ἄρα εἶναι πλήρης προσευχή, πλήρης προσευχή. Γι᾿ αὐτό, ἂν κάνω μόνον αὐτὴν τὴν εὐχή, τὰ κάνω ὅλα. Γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορές, ἀσκηταὶ ποὺ δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα ἢ δὲν θὰ ἤθελαν, ἀπομονωμένοι, νὰ κάνουν ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν Ὄρθρο, τὸν Ἑσπερινό, μένουν στὴν εὐχὴ μόνη. Γιατί; Εἶναι πλήρης προσευχή, πλήρης.
Ἀλλὰ προσέξτε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Ἀφοῦ εἶναι πλήρης προσευχή, καὶ ἀναφερόμεθα εἰς τὸ «ἐλέησόν με», τὸ ὁποῖο θὰ σᾶς ἀναλύσω λίγο πιὸ κάτω, δὲν ἔχομε τί ἄλλο νὰ πετύχομε παρὰ περιεκτικότατα τὴν πρακτικὴν ἀρετὴν καὶ τὴν θεωρίαν. Δηλαδὴ νὰ πετύχομε τίς ἀρετὲς καὶ νὰ φθάσομε μὲ τὸν δρόμο τῆς προσευχῆς, αὐτῆς τῆς εὐχῆς, νὰ φθάσομε νὰ εἴδομε τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ προσέξτε ὅμως. Μερικοὶ θὰ ἔλεγαν τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν ἡμᾶς». Πολλοὶ ὅμως λέγουν «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Αὐτὸ σὲ τύπον πληθυντικὸ ἐκφράζει κάτι. Ἐδῶ οἱ δύο τυφλοὶ ἔλεγαν «ἐλέησον ἡμᾶς». Θὰ μποροῦσε ὁ καθένας νὰ ἔλεγε γιὰ λογαριασμό του, γιὰ τὸν ἑαυτό του «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὅπως λέμε στὸν στρατὸ πολλὲς φορές... ἀπαγορεύεται νὰ μιλήσομε σὲ ἕνα αἴτημά μας σὲ πληθυντικὸ ἀριθμό. «Θέλομε ψωμί. Εἴμαστε ἄρρωστοι. Εἴμαστε κουρασμένοι». Ἀπαγορεύεται. Γιατί θεωρεῖται στάσις. Θὰ πεῖς στὸν στρατό: «Θέλω ψωμί», ὄχι «θέλομε». «Εἶμαι κουρασμένος», «εἶμαι ἄρρωστος, δὲν μπορῶ», ὄχι «δὲν μποροῦμε». Ἐδῶ ἀντίθετα. Δὲν ὑπάρχει κανένας φόβος στάσεως, ἐπαναστάσεως καὶ ἀπειθαρχίας. Ὑπάρχει ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης. «Ἐλέησον ἡμᾶς». Ὁ κάθε τυφλὸς δὲν μένει στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ στὸν ἄλλον τυφλόν. Ἔτσι, ἅμα λέγουν «Ἐλέησον ἡμᾶς», θά ᾿θελαν καὶ οἱ δύο νὰ θεραπευθοῦν. Θά ᾿λεγε ἴσως ὁ καθένας ἀπὸ πλευρᾶς του: «Κύριε, ἂν θεραπεύσεις ἐμένα καὶ δὲν θεραπεύσεις τὸν ἄλλον, μὴν θεραπεύσεις οὔτε ἐμένα. Καὶ ἐμένα καὶ τὸν ἄλλον». Αὐτὸ ἐκφράζει πολλὴ ἀγάπη. Τὴν δεύτερη ἐντολή, τὴν μεγάλη, τὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Ὅταν λοιπὸν λέμε «ἐλέησον ἡμᾶς», ἀγκαλιάζομε ὅλους τοὺς φίλους καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ὁλόκληρη τὴν Δημιουργία. Κατὰ τὸν τύπον «Πάτερ ἡμῶν». Δὲν λέμε «Πατέρα μου» ἀλλὰ «Πάτερ ἡμῶν», Πατέρα μας. Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, ἔχομε μπροστά μας τὴν πλήρωση τῶν δυὸ ἐντολῶν. Τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, στὸν Ὁποῖον ἀποτεινόμεθα καὶ τὸν Ὁποῖον δοξάζομε καὶ ὁμολογοῦμε, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον μὲ τὸ νὰ συμπεριλάβομε στὴν προσευχή μας καὶ τὰ πρόσωπα τῶν πλαϊνῶν μας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλὰ ἀκόμα αὐτὸ τὸ «ἐλέησον», τί σημαίνει; Εἶναι περιεκτικὴ λέξις. Καὶ ἐκφράζει καὶ δοξολογία καὶ εὐχαριστία καὶ μετάνοια καὶ δέηση. Ὅλα τὰ ἐκφράζει, ὅλα, μὰ ὅλα. Εἶναι περιεκτικὴ αὐτὴ ἡ λέξις ὅπως σᾶς εἶπα. Νὰ γίνεις ἔλεος σὲ μένα. Νὰ μὲ βοηθήσεις. Νὰ μὲ ἐλεήσεις. Καὶ τί σημαίνει «ἐλέησέ με»; Σημαίνει, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης «τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος». Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος, στὴν Φιλοκαλία λέγει τὸ ἑξῆς περίφημο: «Ὅταν θέλεις νὰ ζητήσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔχεις στὸν νοῦ σου τὰ ἑξῆς-ἐπὶ λέξει ἔτσι τὰ γράφει. Μάλιστα τὰ μεταφράζει, εἶναι στὸν 5ο τόμο τῆς Φιλοκαλίας, πρὸς τὸ τέλος, τὰ μεταφράζει γιὰ νὰ γίνουν κατανοητὰ ἀπὸ ὅλους, γιὰ νὰ μὴν μείνει κανεὶς ποὺ νὰ μὴν κατανοεῖ αὐτὴν τὴν εὐχήν- Λυπήσου με καὶ δός μου- πρῶτον- πνεῦμα δυνάμεως. Δῶσε μου τὴν δύναμη, νὰ μὴν ἔχω δειλίαν». Διότι ἡ δειλία εἶναι ἴδιον τῶν μὴ Χριστιανῶν. Μὴν τὸ ξεχνᾶτε αὐτό. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ σατανᾶ ἔχουν δειλίαν. Ὁ πιστὸς δὲν ἔχει ποτὲ δειλίαν. Ἀκόμη κι ὅταν στέκομαι μπροστὰ στὸν ὄγκο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ λέγω ... τί θὰ κάνω ἐγώ; Κάποτε, ὅταν διαβάσομε ἕνα βιβλίο καὶ μᾶς πεῖ κάποιος πνευματικὸς ἢ ἕνα κήρυγμα γίνει, θεωροῦμε ὑπερβολικὰ αὐτά, πολὺ βαριὰ καί, εἴμαστε ἀνήμποροι ἐμεῖς νὰ τὰ πραγματώσομε. Ἀγαπητοί μου, μᾶς λείπει πνεῦμα δυνάμεως. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «δὲν μᾶς ἔδωκε ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ».
«Λυπήσου με καὶ δός μου -δεύτερον- πνεῦμα σωφρονισμοῦ. Νὰ ἔχω μυαλό. Νὰ μπορῶ». Γιατί ἡ σωφροσύνη ἔχει δύο σημασίες. Ἔχει τὴν σημασία νὰ σκέπτομαι σωστὰ ἀλλὰ καὶ ἀκόμη νὰ διατηρῶ μακριὰ ἀπὸ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα τὸ σκεῦος μου, ποὺ εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ τὸ σῶμα μου. «Λυπήσου με καὶ δός μου», τρίτον, «πνεῦμα φόβου Θεοῦ». Σήμερα προσπαθοῦμε νὰ βγάλομε ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ τῆς νεοτέρας γενεᾶς τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέμε ὅτι δημιουργεῖ συμπλέγματα κατωτερότητος ὁ φόβος. Δὲν εἶναι ὁ φόβος ποὺ δημιουργεῖ τὰ συμπλέγματα. Τὸ δεχόμαστε κι ἐμεῖς, ναί. Ὁ φόβος δημιουργεῖ συμπλέγματα κατωτερότητος. Εἶναι κακὸ πρᾶγμα ὁ φόβος. Εἶναι μεταπτωτικὸ φαινόμενο. Μὰ ὄχι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι γονιμοποιός. Γονιμοποιεῖ τὴν ψυχή. Διότι ὅταν λέγει ὁ Ἀπόστολος «μετὰ φόβου καὶ τρόμου κατεργαζόμενοι τὴν ἡμῶν σωτηρίαν», τί ἄλλο θέλει νὰ πεῖ; Μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο νὰ κατεργάζομαι τὴν σωτηρία μου, μήπως τὴν χάσω, μήπως χάσω τὸν Θεό. Αὐτὸς ὁ φόβος εἶναι γονιμοποιός. «Ἀρχὴ σοφίας -δηλαδὴ ἀρχὴ ἀρετῆς, σοφία στοὺς Ἑβραίους θὰ πεῖ ἀρετή- φόβος Κυρίου». Ἔβγαλες τὸν φόβον αὐτὸν τὸν γονιμοποιόν; Δὲν πρόκειται, ἀδελφέ μου, οὐδέποτε νὰ ἀποκτήσεις ἀρετή. Καὶ τότε, ἀπὸ σκαλοπάτι σὲ σκαλοπάτι θὰ κατεβαίνεις στὸ βάθος τῶν κακῶν καὶ τῆς ἀσεβείας. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς οἱ ἄνθρωποι πέταξαν τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο πέφτουν εἰς τὸν βυθὸν τῆς ἀσεβείας. Τί εἶπε ὁ ληστὴς ὁ ἕνας στὸν ἄλλον; «Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;». «Δὲν φοβᾶσαι τὸν Θεό; Καὶ βλασφημᾶς ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ;». Ὁ ἕνας ληστὴς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, στὸν ἄλλον ληστὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Δὲν φοβᾶσαι τὸν Θεό; Δός μου λοιπόν, Κύριε, λυπήσου με καὶ δῶσε μου φόβον Θεοῦ.
«Δὸς μου Κύριε πνεῦμα ἀγάπης. Νὰ σὲ ἀγαπῶ. Εἶναι ἡ κορυφὴ ὅλων. Νὰ σὲ ἀγαπῶ. Νὰ φθάνω ὅταν λέγω τὴν εὐχή, νὰ νιώθω ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο στὸν κόσμο πλήν Σου. Ὁ κόσμος παράγει. Ὁ κόσμος περνᾷ. Δὲν μένει τίποτα εἰς τὴν θέση του. Βοήθησέ μὲ λοιπὸν νὰ αἰσθάνομαι ὅτι τὸ μόνο σταθερὸν εἶσαι Σὺ καὶ μόνον Ἐσύ. Τὸ μόνον ἀξιαγάπητον πρόσωπον, τὸ ἀξιέραστον πρόσωπον, τὸ ἄκρως ἐφετὸν εἶναι τὸ πρόσωπό Σου. Βοήθησέ μέ, λοιπόν, δός μου τὸ ἔλεὸς Σου, δηλαδὴ βοήθησέ με νὰ Σὲ ἀγαπήσω. Ναί, Κύριε. Δὸς μου πνεῦμα εἰρήνης. Νὰ εἰρηνεύει ἡ ψυχή μου. Νὰ εἶμαι σὲ συνδιαλλαγὴ μαζί σου. Νὰ μὴν αἰσθάνομαι ἔνοχος ἀπέναντί Σου. Καὶ μέσ᾿ τὸν κόσμον αὐτὸν νὰ αἰσθάνομαι εἰρήνη. Ὅτι εἶμαι ἀσφαλισμένος μέσα στὸ χέρι τὸ δικό Σου. Ναί, Κύριε. Δὸς μου πνεῦμα καθαρότητος. Νὰ καθαρεύω σὲ ὅλα. Νὰ ἔχω εἰλικρίνεια, νὰ εἶμαι καθαρὸς στὴν ψυχή, καθαρὸς στὸ σῶμα. Λυπήσου με, Κύριε, ἐλέησέ με καὶ δῶσε μου πνεῦμα ταπεινοφροσύνης. Νὰ βλέπω ὅτι εἶμαι πολὺ μικρός. Ὅτι εἶμαι ἕνα μικρό Σου πλάσμα, πλὴν πλάσμα Σου. Ἀλλὰ πολὺ μικρὸ μέσα στὴν Δημιουργία. Νὰ αἰσθάνομαι ὅτι δὲν εἶμαι τίποτα, ὅτι τὸ πᾶν εἶσαι Ἐσύ».
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, θὰ ποῦν ὅλα αὐτὰ καὶ πλῆθος ὅλα τ᾿ ἄλλα, ὅ,τι δὲν εἴπαμε, τὰ παίρνω ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, σημαίνουν «ἐλέησον ἡμᾶς». Ἐλέησέ με. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Σύντομη εὐχή. Ἐπαναλαμβανομένη. Διαρκῶς. Πόσο διαρκῶς; Μᾶς τὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Μποροῦμε νὰ δουλεύομε καὶ νά ᾿χομε στὸν νοῦ μας τὸν Θεό. Νὰ ταξιδεύομε, νὰ διαβάζομε, κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν προχωρήσει στὴν εὐχή, τότε τὴν εὐχὴ τὴν λέγει κι ἡ καρδιά τους ὅταν κοιμῶνται. Παράξενο. Περίεργο. Κι ὅμως ἀληθινό, ἀγαπητοί. Ἀληθινὸ εἶναι. Μπορεῖ νὰ λέγει κανεὶς τὴν εὐχὴ ὅταν κοιμᾷται; Ναί, σᾶς λέγω, εἶναι ἀληθινό! Καὶ ἐπαληθεύει ἐκεῖνο ποὺ λέγει τὸ «Ἆσμα Ἀσμάτων»: «Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». Ἀγρυπνεῖ ἡ καρδία καὶ λέγει τὴν εὐχή. Ἀλλὰ μόνον γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν πάρα πολὺ προχωρήσει στὴν εὐχή. Ἔτσι, λοιπόν, ὅταν μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», στὸ ἐρώτημα «καὶ τί μποροῦμε ἀδιαλείπτως νὰ προσευχόμεθα», ἡ ἀπάντηση θὰ ἦταν: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Δὲν εἶναι λοιπὸν μία εὐχὴ ποὺ ἀφορᾷ τοὺς μοναχούς. Δὲν εἶναι μία εὐχὴ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ μοναστήρια. Ἁπλῶς καλλιεργεῖται στὰ μοναστήρια. Εἶναι μία εὐχὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Βλέπομε αὐτοὺς τοὺς τυφλοὺς νὰ λέγουν: «Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησον ἡμᾶς». Κύριε, υἱὲ Δαβίδ, Ἰησοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς. Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἔτσι μποροῦν νὰ τὴν λέγουν ὅλοι. Καθένας ποὺ βαφτίστηκε. Μικρὸς ἢ μεγάλος, μορφωμένος ἢ ἀμόρφωτος, μὲ πολλὴν σοφία κατὰ κόσμον ἢ μὲ ἁπλότητα ἄνθρωπος· ποὺ δὲν ἔχει πολλὰ πράγματα στὴ ζωή του νὰ ξέρει. Ὅλοι μποροῦν νὰ λέγουν τὴν εὐχή. Ὁπουδήποτε. Καὶ στὸ κρεβάτι ἅμα εἴμαστε ἄρρωστοι. Κι ὅταν εἴμαστε ὄρθιοι...[Δυστυχῶς, στὸ σημεῖο αὐτὸ τελείωσε ἡ κασέτα μαγνητοφώνησης τῆς ὁμιλίας τοῦ μακαριστοῦ γέροντα καὶ δὲν ὁλοκληρώθηκε ἡ ἠχογράφησή της].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 150.mp3
Πριν ξεκινήσω να ευχαριστήσω και την αγαπητή Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογο για τον κόπο της να αποθησαυρίσει αυτές τις ομιλίες του Μακαριστού πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣήμερα ακούς από τους ανθρώπους μία λέξη να βγαίνει συνεχώς από το στόμα τους:
ΔΕΝ ΈΧΩ ΧΡΌΝΟ.
Άμα τους πεις να ακούσουν ή να διαβάσουν κάτι πνευματικό θα σου πουν:
Πού να βρω χρόνο για αυτά, εγώ καίγομαι.
Ή άμα θέλουν να δικαιολογηθούν λένε, ωραία είναι όλα αυτά, αλλά πού να βρεις το χρόνο να καθίσεις για να τα παρακολουθήσεις.
Και ενώ λένε όλα αυτά, διαπιστώνουμε το αντίθετο.
Οι άνθρωποι από το πρωί που θα ξυπνήσουν, ως την ώρα που θα κοιμηθούν μιλάνε ακατάπαυστα…
Συνήθως, οι άνθρωποι που μιλούν πάρα πολύ, δεν περιμένουν και δεν ενδιαφέρονται για την απάντηση του άλλου…
Θέλουν να τα βγάλουν από μέσα τους.
Έχουν ανάγκη μιας ανθρώπινης συντροφιάς για να λένε τις σκέψεις τους συνέχεια.
Για αυτό βλέπουμε σε μία παρέα πέντε ατόμων να μιλούν ταυτοχρόνως και οι πέντε και να μην ακούει κανείς.
Ξεκινάει να μιλάει ο ένας πετάγεται ο άλλος και ο άλλος και άκρη δεν βγάζεις.
Αυτοί οι άνθρωποι που βγαίνουν στην τηλεόραση και χαχανίζουν κάνοντας σαματά όπως οι άδειοι τενεκέδες, είναι οι πιο δυστυχισμένοι ανθρώποι.
Αυτοί οι άνθρωποι φοβούνται και τρέμουν την μοναξιά, φοβούνται να μείνουν λεπτό μόνοι τους.
Για αυτό και αποφεύγουν να μένουν μόνοι τους για να μην γνωρίσουν τον πραγματικό εαυτό τους, τον φοβούνται, και τοποθετούν στην θέση του κάποιο αυτοείδωλο που ανταποκρίνεται στην ἀλλοτριωμένη ύπαρξή τους.
Όμως όλοι οι Απόστολοι, οι Άγιοι και οι Πατέρες της Ἐκκλησίας μας ποθούσαν την ησυχία, ποτέ δεν μαθαίνει ο άνθρωπος την δύναμη του Θεού, ούτε αντιλαμβάνεται αἰσθητῶς την άκτιστη ενέργειά Του, (το άκτιστο Φως), παρά μόνο σε τόπο ησυχίας, έρημο και ἀπαλλαγμένο από θορύβους και κοσμικούς περισπασμούς.
Μόνο όταν απαλλαγούμε από τους εξωτερικούς θορύβους θα μπορέσουμε να δούμε τι υπάρχει μέσα μας, και τότε θα τρομάξουμε.
«Μακάριοι οι καθαροὶ τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η καρδιά καθαρίζει μόνο με την ταπείνωση, για αυτό λένε και οι Αγιορείτες Γεροντάδες: πάρε τους πειρασμούς και ουδέν ο σωζόμενος.
Ναι Αδέρφια μου, όπως και στο προηγούμενο άρθρο του ευλογημένου Γιατρού, επιτρέπει ο Θεός τους πειρασμούς, δηλαδή τον πόλεμο από τον διάβολο για να ταπεινωθούμε.
Και όταν έρθει στον Χριστιανό η Αγία ταπείνωση..
Τότε θα έχουμε συνέχεια στο στόμα μας την ευχούλα:
Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με τον αμαρτωλό.
Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
Να βλέπουμε τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες πνευματικά σκαλοπάτια για να ανεβαίνουμε προς τον Ουρανό. Αμήν.
Υ.Γ. να ευχαριστήσω και τα Αδέρφια μας Παναγιώτη (που σε μερικές μέρες θα εορτάζει) και Καλλιρόη, για την δυνατότητα που μας δίνουν να ωφελούμαστε και να ωφελούμαι και τους άλλους πνευματικά, για τους χαλεπούς καιρούς που πολύ συντόμος έρχονται!