Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Εὐαγγελία Λάππα: Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Δωρόθεος Γ΄ Κοτταράς (1888 − †26 Ἰουλίου 1957)


 
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Κυρὸς Δωρόθεος Γ΄ (κατὰ κόσμον Ἰωάννης Κοτταρᾶς τοῦ Γεωργίου) γεννήθηκε στὴν Ὕδρα τὸ 1888. Ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα στὸν τόπο καταγωγῆς του, ἀλλὰ σὲ μικρὴ ἡλικία ἡ οἰκογένειά του μετακόμισε στὸν Πειραιᾶ, ὅπου καὶ τελείωσε τίς σπουδές του, κάτω ἀπὸ πολὺ δύσκολες οἰκονομικὲς συνθῆκες.
 
Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐργάστηκε ὡς δάσκαλος στὸ Ξηροκάμπη της Σπάρτης. Τὸ 1909, τελείωσε ἀριστοῦχος τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, χειροτονήθηκε Διάκονος μὲ τὸ ὄνομα Δωρόθεος, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ὕδρας καὶ Σπετσῶν Ἰωάσαφ καὶ τοποθετήθηκε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρύτση. Παράλληλα, ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος στὸ Γενικὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ταμεῖο καὶ φοιτοῦσε στὴν Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπ᾿ ὅπου ἀπεφοίτησε ἀριστοῦχος, τὸ 1921. Τὸ 1920, ἐδιορίσθη καθηγητὴς στὴν Μέση Ἐκπαίδευση.
 
Κατὰ τὴν ὑπηρεσία του ὡς Διάκονος στὸν ἅγιο Γεώργιο Καρύτση ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς ἐνορῖτες, ἐνῶ συνέβαλε στὴν δημιουργία ἑνὸς νέου Ἱερατικοῦ Συνδέσμου, μὲ τὸν τότε ἀρχιδιάκονο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν Ἀθηναγόρα Σπύρου1 καὶ τὸν Δαμασκηνὸ Παπανδρέου2.
 
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1921, μετέβη στὴν Λειψία τῆς Γερμανίας, ὅπου παρακολούθησε μαθήματα Θεολογίας καὶ Νομικῆς καὶ εἰδικεύθηκε στὸ ἐκκλησιαστικό, τὸ κανονικὸ καὶ τὸ διοικητικὸ δίκαιο. Τὸ 1922, μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἑλλάδα, διετέλεσε καθηγητὴς μέχρι τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους.
 
Στὶς 18 Δεκεμβρίου 1922, χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ὕδρας Προκόπιο, Πρεσβύτερος καὶ στὶς 20 Δεκεμβρίου, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κυθήρων, ἀπὸ τοὺς Μητροπολῖτες Φθιώτιδος Ἀμβρόσιο, Σύρου Ἀθανάσιο καὶ Ἀργολίδος Ἰερόθεο.
 
Στὶς 15 Ἰανουαρίου 1935, μετατέθηκε στὴν Μητρόπολη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος. Ὡς Μητροπολίτης Λαρίσης, ὁ Δωρόθεος ἐξέδωσε τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, Ἀρχιεπισκόπου καὶ πολιούχου τῆς Λαρίσης καὶ ὁ ἴδιος ἔγραψε τὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο ψάλλεται ἕως σήμερα.
 
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου τοῦ 1940 –'41, ἡ Λάρισα ἦταν ἕνας σημαντικὸς σταθμὸς ἀνεφοδιασμοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ καὶ ὁ Μητροπολίτης Δωρόθεος ὑπῆρξε πολύτιμος συμπαραστάτης του. Στοὺς στρατιῶτες καὶ στὸ ποίμνιό του ἔδινε θάρρος μὲ τὴν πατρικὴ ἀγάπη του. Ὅταν οἱ βόμβες τῶν Ἰταλῶν εἰσβολέων ἄρχισαν νὰ πέφτουν στὴ πόλη, χτύπησαν τὸ σπίτι του. Θραύσματα τὸν βρῆκαν, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν σκέφτηκε τὸν ἑαυτό του, γιατί εἶχε νὰ τρέξει πρὸς βοήθεια τῶν τραυματισμένων καὶ πρὸς παρηγοριὰ τῶν ἑτοιμοθάνατων. Οἱ πιστοὶ φοβήθηκαν ὅτι θὰ τὸν βροῦν νεκρὸ κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια καὶ τὸν ἀναζητοῦσαν ἐναγωνίως. Μὲ ἀνακούφιση τὸν βρῆκαν στὶς ἐξόδους τῆς πόλεως μὲ καμμένα τὰ ράσα του, ἀλλὰ μὲ ἰσχυρότατο φρόνημα, νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς στρατιῶτες ξεπροβοδίζοντάς τους, ἐνῶ πήγαιναν στὸ μέτωπο.
 
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Κατοχῆς, ὁ Δωρόθεος συνέχισε νὰ ἀγωνίζεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ὑπῆρξε σύμβουλος σὲ διαφόρους ἐκκλησιαστικοὺς ὀργανισμούς, οἰκονομικὸς ἐπίτροπος τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰδικὸς στὸ Δίκαιο τῶν Κανόνων. Λόγῳ τῆς ρητορικῆς του ἱκανότητας καὶ τῆς ἰδιαίτερης ἐπιστημονικῆς του καταρτίσεως, τῆς δυνατῆς καὶ συγκροτημένης σκέψεώς του καὶ τῆς γνώσεώς του γύρω ἀπὸ ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ἡ δράση του ἐκτιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
 
Στὶς 21 Μαρτίου 1956 ἀπεβίωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων3 καὶ διεξήχθη ψηφοφορία, στὴν ὁποία ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης Δωρόθεος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος.
 
16 Ἀπριλίου 1956. Τὸ πρωινό της Δευτέρας ἐκείνης συνῆλθε σὲ συνεδρίαση ἡ Ἱερὰ Σύνοδος μὲ τὴν νέα της σύνθεση, σὲ πρώτη συνεδρίαση κάτω ἀπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Δωροθέου. (Πηγὴ: dimitriskrasonikolakis.blogspot.com)

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πλέον Δωρόθεος, στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του, δὲν δίστασε, μεταξὺ ἄλλων, νὰ ἀναφερθῇ στὴν Κύπρο, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Αὐτὴν τὴν στιγμὴν στρέφομεν τὴν σκέψιν ἡμῶν πρὸς τὴν ἑλληνικὴν Κύπρον, ὁ ἀγὼν τῆς ὁποίας μετὰ συγκινήσεως καὶ εὐλαβείας παρακολουθεῖται καὶ ὑπὲρ τῆς ὁποίας τὴν στοργὴν καὶ τὰ ἐνδιαφέρον διὰ τὴν ἱκανοποίησιν τῶν ἀπαραγράπτων αὐτῆς δικαιωμάτων ἐπιθυμῶ νὰ ὑπογραμμίσω».
 
Ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τίς ἀποδοχές του ὡς Ἀρχιεπισκόπου γιὰ νὰ διοχετευθοῦν αὐτὰ τὰ χρήματα γιὰ τὴν ἵδρυση νοσοκομείου τῶν Κληρικῶν, ἀφοῦ εἶχε ἐξασφαλίσῃ προηγουμένως τὸν χῶρο στὸν ὁποῖο θὰ οἰκοδομεῖτο – οἰκοδομοῦσαν τὸ νοσοκομεῖο. Ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν βελτίωση τῶν ὅρων διαβίωσης τῶν κληρικῶν, συγκρότησε τὸ πρῶτο Συνέδριο τῶν Ἱεροκηρύκων, συνέβαλε μέσῳ τῆς ἐπισκέψεώς του στὴν Γιουγκοσλαβία στὴν σύσφιξη τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καὶ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν ὀργανωτικῶν καὶ διοικητικῶν θεμάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
 
Ἀποκατέστησε στὸν βαθμὸ τῆς ἀρχιερωσύνης δύο Μητροπολῖτες ποὺ εἶχαν καθαιρεθεῖ γιὰ συνεργασία μὲ τὸ Ε.Α.Μ., τοὺς Κοζάνης Ἰωακεὶμ καὶ Ἠλείας Ἀντώνιο, ἀφοῦ πρῶτα οἱ τελευταῖοι ἀποκήρυξαν τὸν Κομμουνισμό.
 
Ὁ Δωρόθεος, ὡς πρόεδρος τῆς Πανελλήνιας Ἐπιτροπῆς Ἑνώσεως Κύπρου (ΠΕΕΚ), παρεῖχε ἠθικὴ ἐνίσχυση στὸν ἀγῶνα τῆς ΕΟΚΑ, ὁ ὁποῖος τότε βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ κατήγγειλε τοὺς ἀγγλικοὺς βανδαλισμούς, τοὺς ἀπαγχονισμοὺς τῶν Καραολὴ καὶ Δημητρίου, καθὼς καὶ τὸ κλίμα τρομοκρατίας ποὺ εἶχε ἐπιβληθῇ στὴν Κύπρο.
 
Μιὰ ἄποψη τοῦ συλλαλητηρίου κατὰ τῆς ἐκτελέσεως τοῦ Καραολὴ εἰς τὴν πλατεῖαν Ὁμονοίας, κατὰ τὸ ὁποῖον ὡμίλησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Δωρόθεος. (Πηγὴ: Ἕξι νεκροὶ καὶ 193 τραυματίαι τὰ θύματα χθὲς Ἐφημερίδα «Ἐλευθερία», 10 Μαΐου 1956, σελίδα 3.)

Στὶς 9 Μαΐου 1956, ὁ Δωρόθεος ἦταν ὁμιλητὴς στὸ πάνδημο συλλαλητήριο στὴν Ὁμόνοια, ποὺ εἶχε ὀργανωθῇ ἀπὸ τὴν ΠΕΕΚ μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπικείμενη ἐκτέλεση τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ΕΟΚΑ Μιχαὴλ Καραολὴ καὶ Ἀνδρέα Δημητρίου. Μετὰ τὸ πέρας τοῦ συλλαλητηρίου, ὅμως, ὁ Δωρόθεος, παρὰ τίς συστάσεις του νὰ κατευνάσουν τὰ πνεύματα, ἔγινε μάρτυρας συγκρούσεων τῶν ἀστυνομικῶν μὲ τοὺς διαδηλωτὲς καὶ τῆς δολοφονίας τριῶν ἀπὸ τοὺς τελευταίους.
 
Στὶς 24 Μαΐου 1956 σὲ ἕνα σχετικὸ μήνυμά του τόνιζε μεταξὺ ἄλλων: «...Ἂς προσέξωμεν ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες νὰ δείξωμεν διὰ τῶν πραγμάτων ὅτι γνωρίζομεν νὰ τιμῶμεν τοὺς ἥρωας καὶ τοὺς μάρτυρας. Καὶ ἡ καλυτέρα τιμὴ εἶναι ἕνα πένθος πραγματικὸν ὑπὲρ αὐτῶν. Πρὸς τοῦτο προτρέπομεν ὅλους τοὺς Ἕλληνες νὰ σταματήσουν κάθε κοσμικὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς Ἄγγλους, οἱ ὁποῖοι δὲν διαμαρτύρονται διὰ τὰ ἐγκλήματα τοῦ Χάρντιγκ. Συγχρόνως, ὅμως, καλοῦμεν ὅσους δίδουν δεξιώσεις, γεύματα καὶ ὅ,τι παρόμοιον, εἰς ἐκδήλωσιν πένθους, νὰ διαθέτουν τὰ ποσὰ ποὺ ἀπαιτοῦνται διὰ τὴν ὀργάνωσιν κοσμικῶν συγκεντρώσεων, διὰ τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ Κυπριακοῦ ἀγῶνος. Διότι χρειάζονται πολλὰ διὰ τὸ ἔργον τῆς διαφωτίσεως, ποὺ πρέπει νὰ συνεχισθῇ καὶ νὰ ἐνταθῇ εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ ὅσον ὁ Δυνάστης ἐπαυξάνει τὴν τρομοκρατία καὶ τὰ πιεστικά του μέτρα, τόσον πρέπει νὰ ἐντείνωμεν καὶ ἡμεῖς τὴν διαφώτισιν τῆς παγκοσμίου γνώμης.»
 
Ἐπίσης, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν τότε ἀρχιμανδρίτη Ἱερώνυμο Κοτσώνη4, διαφώτισε τὸν Βασιλέα Παῦλο γιὰ τὸ σκάνδαλο ποὺ εἶχε προκληθῆ στὸν Ἑλληνορθόδοξο λαό, λόγῳ τῆς ὑπογραφῆς βασιλικοῦ διατάγματος περὶ νομιμοποιήσεως τῆς μασονίας καὶ κατάφερε νὰ ἀκυρωθῇ τὸ τελευταῖο.
 
Ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες τῆς Ἀρχιεπισκοπίας του, προέκυψε τὸ ζήτημα συνάψεως κονκορδάτου5 μὲ τὸ Βατικανό, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ἡ τότε κυβέρνηση τοῦ Κωνσταντίνου Καραμανλῆ κατέβαλε παρασκηνιακὲς προσπάθειες γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, πιεζόμενος ἀπὸ τίς ἐξελίξεις, καὶ γιὰ νὰ προλάβει τὰ τεκταινόμενα, συνεκάλεσε ἄμεσα ἐνδημοῦσα Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας στὶς 18 Ἰουλίου 1956. Ὅλοι οἱ παριστάμενοι Ἀρχιερεῖς ὁμόφωνα ἀντέδρασαν στὶς τότε κυοφορούμενες ἐξελίξεις καὶ συνέγραψαν ὀλιγόλογο ἀνακοινωθὲν: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος μετὰ τῶν παρεπιδημούντων Σεβασμιωτάτων Ἱεραρχῶν, ἐπικροτοῦσα ἐμμένει εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους παραδόσεων καὶ ἀποκρούει πᾶσαν σύναψιν διπλωματικῶν σχέσεων καὶ κονκορδάτου μετὰ τοῦ Βατικανοῦ.»
 
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνεδριάσεως, ὁ τότε Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδας, Εὐάγγελος Ἀβέρωφ – Τοσίτσας, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸ ἀντίθετο, ἐπικοινώνησε καὶ ζήτησε νὰ προσέλθει τὴν ἑπόμενη ἡμέρα στὴν Σύνοδο, προκειμένου προφανῶς νὰ μεταπείσῃ τοὺς Ἱεράρχες. Πράγματι, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἡ συνεδρίαση ἐπανελήφθη καὶ ὁ Ἀβέρωφ, ὄντας παρών, ἐπιστράτευσε διάφορα ἐπιχειρήματα μὲ ἐπίκεντρο τὸ Κυπριακὸ ζήτημα, μὲ σκοπὸ νὰ ἐκμαιεύσει τὴν συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος ὅμως ἦταν καταλυτικὸς στὴν ἀπάντησή του:
 
«Ἠκούσαμεν μετὰ πολλῆς προσοχῆς, κύριε Ὑπουργέ, τὰ ὑφ᾿ ὑμῶν ἐκτεθέντα. Τὸ Κυπριακὸν συμπαθέστατα βλέπει ἡ Ἐκκλησία καὶ δονεῖται βαθέως ἡ καρδία πάντων ἡμῶν, εὐχομένων ὑπὲρ τῆς αἰσίας αὐτοῦ λύσεως. Παρὰ ταῦτα, ἔχουσα ὑπ᾿ ὄψιν ἡ παροῦσα Σύναξις ἐκ τῆς ἱστορίας τὰς ἐπιβουλὰς τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ὡς καὶ τὰ δεινὰ τά ὁποῖα συνεσώρευσε καὶ συσσωρεύει μέχρι σήμερον εἰς τὴν Ἑλλάδα ἡ ρωμαιοκαθολικὴ προπαγάνδα καὶ ἰδίως ἡ Οὐνία, βλέπει ὅτι εἶναι ἀδύνατος ἡ σύναψις τοιούτων σχέσεων. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐμμένει εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν τῶν ἱερῶν αὐτῆς καὶ τοῦ Ἔθνους παραδόσεων. Ἄλλωστε φοβᾶται τὸν Ἑλληνικὸν Κλῆρον καὶ λαόν, ὅστις δὲν θὰ ἀνεχθῇ μίαν τοιαύτην μετὰ τοῦ Πάπα συμφωνίαν καὶ ζωντανὸν παράδειγμα ἔστω τὸ τῆς ἀλλαγῆς ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖον τόσον ἀπησχόλησε τὴν Ἐκκλησίαν6. Βεβαιωθεῖτε ὅτι θὰ γίνει σχίσμα καὶ θὰ ἀντιμετωπίσωμεν σοβαρὰ ζητήματα. Ἐκτὸς αὐτοῦ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἀποσχισθῶμεν ἀπὸ τὰς ἄλλας ἀδελφὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δυσπιστεῖ ἀκόμη ἡ Ἱεραρχία, βασιζόμενη εἰς τὰ ἱστορικὰ δεδομένα, ἐὰν ὁ Πάπας καὶ μετὰ τὴν μελετωμένην ὑπὸ τῆς Κυβερνήσεως συμφωνία, θὰ βοηθήσει τὴν Ἑλλάδα εἰς τὸ Κυπριακόν. Εἴμεθα πάντα εἰς τὸ πλευρόν σας, πλὴν ὅμως λόγοι ἀφορῶντες τὴν οὐσίαν, τὸ περιεχόμενον, ἀφορῶντες αὐτὴν ταύτην τὴν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγκάζουν ἡμᾶς νὰ μὴν συμφωνήσωμεν, μολονότι πάσχομεν διὰ τὸ Κυπριακόν. Ἕνεκα τῶν ἀνωτέρω σοβαρῶν λόγων ἡ παροῦσα Ἱερὰ Σύνοδος ἀποφαίνεται ὅτι δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ σύναψις σχέσεων μετὰ τοῦ Βατικανοῦ»7.
 
Τελικά, ἡ σύναψη κονκορδάτου ἀποσοβήθηκε μὲ τὴν ἀποφασιστικὴ στάση τοῦ Δωροθέου, συμπαρισταμένων ὅλων τῶν Μητροπολιτῶν. Πράγματι, θὰ ἦταν ἀφελὲς νὰ περιμένῃ κανεὶς ὅτι ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Πάπα θὰ ἦταν τέτοια ποὺ θὰ βοηθοῦσε στὴν θετικὴ ἔκβαση τοῦ Κυπριακού8.
 
Μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δωροθέου ἑτοιμάστηκαν τὰ σχέδια γιὰ τὰ ἐκπαιδευτήρια «Ἡ Θεομήτωρ» στὴν Ἠλιούπολη Ἀττικῆς, στὸ ὑπάρχον παλαιὸ κτίριο καὶ γιὰ τὴ Μονὴ στὸ κτῆμα μὲ Ἐκκλησία τὸν Προφήτη Ἠλία, τὸ ὁποῖο εἶχε παραχωρήσει ὁ Ἐνοριακὸς Ἱερὸς Ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἠλιουπόλεως.
 
Στὴν Ποιμαντορικὴ Πασχάλιο Ἐγκύκλιο τοῦ 1957, πρὸς τὸ ποίμνιο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, θέλοντας νὰ ὑπενθυμίσει τὸ ζήτημα τῆς Κύπρου, τόνισε τὰ ἑξῆς: «Καὶ νέον βαρὺ νέφος σκεπάζει σήμερον τὸν οὐρανὸν τῆς Ἑλλάδος. Εἶναι τὸ νέφος τῆς ἀγωνίας τῶν Κυπρίων ἀδελφῶν μας, διὰ τοὺς ὁποίους συνεχίζεται τῶν Ἐθνικῶν παθῶν ἡ ἑβδομάς. Καὶ ἀδυνατοῦσαν νὰ τοὺς περιπτυχθῶμεν εἰς τὰς ἀδελφικάς μας ἀγκάλας ἐλευθέρους καὶ ἀδουλώτους. Καὶ ναὶ μὲν ἡ παρουσία ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν τοῦ Ἐθνάρχου τῶν Μακαρίου ὑπογλυκαίνει πὼς καὶ καθιστᾷ ὀλιγώτερον καταθλιπτικήν τὴν πικρίαν μας9. Ὁπωσδήποτε, ὅμως, βαρύφορτος ἀπὸ σκιὰν καὶ ἀπὸ ὁμίχλην εἶναι ὁ γλυκὺς οὐρανός μας. Καὶ σκιάζει τὴν ἀναστάσιμον χαράν μας ἡ ἀνάμνησις τῶν φρικτῶν ἀγχονῶν, ποὺ στήνονται ἐν συνεχείᾳ εἰς τὴν μεγαλόνησόν μας»
 
Στὶς 13 Ἰουνίου 1957 συναντήθηκε μὲ τὸν τότε πρέσβη τῆς Ἑλλάδος στὸ Λονδῖνο, Γεώργιο Σεφεριάδη, -τὸν γνωστὸ ποιητὴ Σεφέρη- τὸν ὁποῖο καὶ ἐνημέρωσε γιὰ ὅλα τὰ νεώτερα γεγονότα10. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ πρέσβη, αἰσθάνθηκε ἄσχημα καὶ εἶχε συμπτώματα ἀτονίας καὶ σκοτοδίνης11. Δὲν παρουσίαζε κάτι συγκεκριμένο καὶ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἀνακοινώθηκε ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶχε ἀσθενήση λόγῳ ὑπερκοπώσεως12. Στὶς 22 Ἰουνίου 1957, ἀφοῦ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐπιδεινωνόταν, εἰσήχθη στὸ νοσοκομεῖο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπου, ὕστερα ἀπὸ τίς ἀπαραίτητες ἐξετάσεις, διαπιστώθηκε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ ὄγκο στὸν ἐγκέφαλο.
 
Ἡ εἴδηση τῆς ἀσθένειας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ὑπῆρξε κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους ποὺ γνώριζαν ἀπὸ πολὺ κοντὰ τὴν ἐντατικὴ δράση του καὶ τὴν ἀκούραστη ἐργασία του. Ἤξεραν ὅτι κατὰ τὸ ἀμέσως προηγούμενο διάστημα τῆς ἀσθένειάς του, ποτὲ δὲν ἀναφέρθηκε σὲ σοβαρὲς ἐνοχλήσεις τῆς ὑγείας του.
 
Στὶς 5 Ἰουλίου 1957, ἀνεχώρησε ἀεροπορικῶς γιὰ τὴν Στοκχόλμη της Σουηδίας, μὲ σκοπὸ τὴ χειρουργικὴ ἀφαίρεση τοῦ ὄγκου στὸ νοσοκομεῖο «Karolinska». Ἐκεῖ, στὶς 8 Ἰουλίου, ὑποβλήθηκε σὲ χειρουργικὴ ἐπέμβαση ἀλλὰ κατὰ τὴν μετεγχειρητικὴ περίοδο ἀνέβασε ὑψηλὸ πυρετό, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀντιμετωπισθῇ. Στὶς 26 Ἰουλίου 1957, ὁ Δωρόθεος ἀπεβίωσε13.

 2 Αὐγούστου 1957. Λαϊκὸ προσκύνημα στὴν σορό του ἀποβιώσαντος Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Δωροθέου στὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν.(Πηγή: dimitriskrasonikolakis.blogspot.com)

Τὸ σεπτό του σκήνωμα τοποθετήθηκε στὸν ἱερὸ ὀρθόδοξο ναὸ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Στοκχόλμης, ὅπου καὶ ἐψάλλη νεκρώσιμος Ἀκολουθία. Κατὰ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στὸ ἀεροδρόμιο, πῆγαν ἐκεῖ καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι διέμεναν στὴν Στοκχόλμη καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἐπισήμων ἀρχῶν τῆς Σουηδίας. Στὶς 1 Αὐγούστου 1957 ἡ σορὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἔφθασε μὲ τιμὲς στὴν Ἀθήνα καὶ ἐκτέθηκε σὲ προσκύνημα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῶν Ἀθηνῶν. Ἐκτὸς ἀπὸ ὅλη τὴν Ἱεραρχία, χιλιάδες λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἐπίσημοι ἐκπρόσωποι τοῦ κράτους, ὅπως καὶ διάφοροι φορεῖς καὶ σύλλογοι ἀσπάσθηκαν τὸ σεπτὸ σκήνωμα δίνοντας τὸν ὕστατο φόρο τιμῆς στὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ποὺ τόσο ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸ ποίμνιό του.
 
5.8.1957. «Ἐκηδεύθη μὲ ἐπισημότητα ὁ ἐκλιπὼν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Δωρόθεος. Μὲ ἐκδηλώσεις πανδήμου θλίψεως καὶ ἐπισημότητοςεκηδεύθή ἐκ τοῦ Ἱεροῦ ναοῦ τῆς Μητροπόλεως, ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Δωρόθεος. Τὴν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν παρηκολούθησαν ὁ Βασιλεὺς μετὰ τοῦ Διαδόχου, ὁ Πρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως μετὰ τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ Ἐθνάρχης Μακάριος, ἀντιπρόσωποι τῶν Ξένων Δογμάτων, τὰ μέλῃ τῆς Ἱεραρχίας, ξένοι Πρεσβευταί, ἡγήτορες τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων καὶ ἄλλοι ἐπίσημοι».(Πηγή: dimitriskrasonikolakis.blogspot.com)

Ἡ κηδεία του ἔγινε στὶς 3 Αὐγούστου 1957. Τὸν ἐπικήδειο λόγο ἐξεφώνησε ὁ Μητροπολίτης Μαντινείας καὶ Κυνουρίας Γερμανός, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος στὴν προσωπικότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δωροθέου, εἶπε μεταξὺ ἄλλων:
 
«...Ἡ ἀπὸ νεανικῆς ἡλικίας ἀγάπη πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ἐπιστημονικὴ αὐτοῦ μόρφωσις, ἡ εἰδίκευσις αὐτοῦ ἐπὶ ζητημάτων τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν καθηκόντων τοῦ πνευματικοῦ Ποιμένος, αἱ συγγραφικαὶ αὐτοῦ ἐνασχολήσεις ἐπὶ τῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας, πάντα ταῦτα ἦσαν πεποιθήσεις αὐτοῦ καὶ δεδηλωμέναι γνῶμαι ἐν ταῖς ποικίλαις αὐτοῦ συγγραφικαῖς ἐργασίαις. Μετὰ τῶν πεποιθήσεων τούτων ἀνῆλθεν εἰς τὴν κορυφὴν τῆς πυραμίδος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ φιλοτιμία καὶ ἡ εὐσυνειδησία αὐτοῦ ὑπηγόρευον τὴν ἐφαρμογὴν τῶν ἀρχῶν καὶ πεποιθήσεων αὐτοῦ.
 
Αἱ περιστάσεις ὅμως καὶ αἱ κρατοῦσαι συνθῆκαι ἀνήγειρον ἀνυπέρβλητα κωλύματα εἰς τὰς προσπαθείας αὐτοῦ. Αἱ ἀνὰ τὸν κόσμον διαδεδομέναι ἀντιθρησκευτικαὶ ἰδέαι τοῦ ψευδοπολιτισμοῦ, τῶν ἀπολαύσεων, καὶ τῆς ἐκκλίσεως τῶν ἠθῶν, τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν καὶ οἰκογενειακῶν ἀνατροπῶν, ἀνυψοῦντο ἐνώπιον αὐτοῦ ὡς ἀνυπέρβλητα Σινικὰ τείχη. Τὰ εἰσορμήσαντα ἔξωθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν κακόδοξα καὶ καινοφανῆ διδάγματα, αἱ διχογνωμίαι καὶ διαιρέσεις ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, αἱ ἀπείθειαι καὶ αἱ παραβάσεις, ἔπληττον καθ᾿ ἡμέραν τὰς πύλας τῆς συνειδήσεως αὐτοῦ καὶ τὰς ἐκ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νόμων ἀρχὰς καὶ πεποιθήσεις αὐτοῦ καὶ ἐδημιούργουν ἐν αὐτῶ ψυχικὰς πιέσεις καὶ ἀναστατώσεις αἵτινες καὶ καθ᾿ ἠμέραν ἐπληθύνοντο. Οὕτω καὶ τὸ ἄλλοτε δοκιμασθὲν ὑπὸ ἀσθενείας σῶμα αὐτοῦ ἐν τέλει ἐκάμφθη ὑπὸ ἐμφανοῦς καὶ ἀδυσωπήτου νόσου. Καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Δωρόθεος ἔφθασεν ὡς ἄνθρωπος εἰς τὸ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεθὲν πᾶσιν ἀνθρώποις κοινὸν πέρας τοῦ βίου. Ἔκλεισε τὴν Ἐκκλησιαστικὴν αὐτοῦ σταδιοδρομίαν ἀγωνισθεῖς ἐν ἡ ἐτάχθη θέσει ὡς καλός τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης...»
 
Ὁ ἀπροσδόκητος θάνατος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δωρόθεου ἔφερε μεγάλη λύπη σὲ ὁλόκληρο τὸν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὸ κόσμο καὶ ὑπῆρξε βαρύτατο πλῆγμα γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ ὅλους ὅσους ἔβλεπαν στὸ πρόσωπό του ἕναν ἱεράρχη ποὺ δημιουργοῦσε μεγάλες προοπτικὲς γιὰ τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.
 
Ὁ Δωρόθεος μὲ τὴν διαθήκη του ἄφησε τὴν περιουσία του στὸ Ἄσυλο Ἀνιάτων, ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ μείνει ἀνώνυμη ἡ δωρεά του, διότι πίστευε ὅτι ἡ φιλανθρωπία δὲν πρέπει νὰ διατυμπανίζεται.
 
Ἔργα του τά ὁποῖα ἐξεδόθησαν αὐτοτελῶς εἶναι τὰ ἀκόλουθα:
 
1)    Νομοκανονικαὶ Έρευναι, Ἀθῆναι 1951 – 52.
2)    Ἡ ἐξέλιξις τοῦ ἀναπαλλοτριώτου τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας μέχρι σήμερον, Ἀθῆναι 1951.
3)    Ἐκκλησιαστικά κηρύγματα, τόμος α΄, «Λόγοι εἰς τὰ κατὰ Κυριακὴν Εὐαγγέλια», Ἀθῆναι 1949.
4)    Ἐκκλησιαστικά κηρύγματα, τόμος β΄. «Λόγοι περιστατικοὶ», 1955 – 56.
5)    Ὀνοματοδοσία – Ἀναβαπτισμός, Ἀθῆναι 1953.
6)    Ἀκολουθία εἰς τὸ Ἅγιον Ἀχίλλειον, Πολιοῦχον Λαρίσης, Ἀθῆναι 1953.
7)    Ὁμοία εἰς τὸν Ἅγιον Γεδεῶν τὸν ἐν Τυρνάβω Ἀθλήσαντα, Ἀθῆναι 1936.
8)    Τινά περὶ μοναχικῆς κουρᾶς καὶ ἡ ὑπ᾿ ἀριθμὸν 1000/1954 γνωμοδότησις τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους, Ἀθῆναι 1955.
 
Τὸν Δωρόθεο τὸν διεδέχθη στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο ὁ μέχρι τότε Μητροπολίτης Πατρῶν Θεόκλητος Παναγιωτόπουλος, ὁ ὁποῖος λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι «θέλων εὐάρεστος νὰ εἶναι τῇ Πολιτείᾳ»14, δημιούργησε ἐκκλησιαστικὴ κρίση, γιὰ τὴν ἔκταση τῆς ὁποίας ἔφερε μεγάλη εὐθύνη καὶ ὁ τότε πρωθυπουργὸς Κωνσταντῖνος Καραμανλής15.

Πηγές
 
1.    9 Μαΐου 1956: Αἱματοχυσία στὴν Ἀθήνα ὑπὲρ τῶν Κυπρίων ἀγωνιστῶν /https://ellada.cy/2020/05/09/9-μαΐου-1956-αιματοχυσία-στην-αθήνα-για-την/
2.    Ἀτέση Βασιλείου Μητροπολίτου πρώην Λήμνου, Ἐπίτομος Ἐπισκοπικὴ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, τόμος Β΄, Ἐν Ἀθήναις 1952
3.    Βιογραφική Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ 1830 -2010, Ἀρχεῖα Ἑλληνικῆς Βιογραφίας, Α' τόμος, Α – Ι, Ἐκδόσεις Μέτρον, Ἀθήνα 2011
4.    Βιογραφική Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ 1830 -2010, Ἀρχεῖα Ἑλληνικῆς Βιογραφίας, Β΄ τόμος, Κ – Ο, Ἐκδόσεις Μέτρον, Ἀθήνα 2011
5.    Βιογραφική Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ 1830 -2010, Ἀρχεῖα Ἑλληνικῆς Βιογραφίας, Γ' τόμος, Π – Ω, Ἐκδόσεις Μέτρον, Ἀθήνα 2011.
6.    Ἕξι νεκροὶ καὶ 193 τραυματίαι τὰ θύματα χθὲς Ἐφημερίδα «Ἐλευθερία», 10 Μαΐου 1956, σελίδα 1, 3, 6.
7.    Εργασία τοῦ Κωνσταντίνου Α. Μουρτζάνου, Δωρόθεος Κοτταράς. Ὀαπὸ Λαρίσης, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ὑποβληθεῖσα στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας, Τομέας Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας
8.    Ἱστορικό Λεύκωμα, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος 1941 – 2007, Ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὸ στὸν Χριστόδουλο, κείμενα – ἐπιμέλεια: Δημοσθένης Κούκουνας, Ἐκδόσεις Μέτρον, Ἀθήνα Αὔγουστος 2007
9.    Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος ἀπεβίωσεν χθὲς Ἐφημερίδα «Ἐλευθερία», 27 Ἰουλίου 1957, σελίδα 1
10.    Παπαγεωργίου Σπύρου, Καραμανλῆς καὶ Κυπριακόν, ντοκουμέντο, Ἐκδόσεις Νέα Θέσις, Ἀθήνα 1988, Β΄έκδοσις
11.    Πρίντζιπα Γιώργου – Καραγιάννη Γιώργου, Ἐκκλησία καὶ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι σήμερα, ἱστορικὴ ἐπισκόπηση, πρόλογος: Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλος, Ἐκδόσεις Προσκήνιο, Ἀθήνα 2005
12.    Στράγκα Θεοκλήτου Ἀρχιμανδρίτου, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν 1817 -1967, Δ΄ τόμος, Ἀθῆναι 2001, Γ΄έκδοσις
13.    Στράγκα Θεοκλήτου Ἀρχιμανδρίτου, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν, 1817 – 1967, Ε' τόμος, Ἀθῆναι 2001, Γ΄ ἔκδοσις
14.    Χατζηδάκη Μάνου Ν., Ἀνοίγουμε τὸν φάκελο τῆς Κύπρου, τόμος Α', πὼς χάθηκε ἡ Ἕνωση, 1950 – 1967, οἱ μεγάλες εὐκαιρίες καὶ τὰ τραγικὰ λάθη, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2017


________________________________________                         

1 Μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης
 
2 Ὁ Δαμασκηνὸς Παπανδρέου γεννήθηκε στὴ Δορβιτσὰ Ναυπακτίας. Σπούδασε Νομικὴ καὶ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Στὴ συνέχεια, χειροτονήθηκε διάκονος καὶ λίγο ἀργότερα πρεσβύτερος καὶ ἀρχιμανδρίτης, ὑπηρετῶντας ὡς διευθυντὴς τοῦ Γραφείου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Πεντέλης. Τὸ 1922 ἐξελέγη Μητροπολίτης Κορίνθου, ὅπου ἀνέπτυξε σημαντικὸ ποιμαντικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο. Τὸ 1930 ὡς ἔκτακτος Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος ἐπισκέφθηκε τίς ΗΠΑ, προκειμένου νὰ διευθετήσῃ ἐκκλησιαστικὰ θέματα ποὺ εἶχαν ἀνακύψη στοὺς κόλπους τῆς ἐκεῖ Ὀρθόδοξης Μητρόπολης καὶ ταυτόχρονα νὰ ἐπιζητήσῃ τὴ συνδρομὴ τῶν ὁμογενῶν γιὰ οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τῶν σεισμοπαθῶν τῆς Κορίνθου. Τὸ 1938 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν. «Ἡ ἐκλογή του στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο ἦταν ἀποτέλεσμα μεμαρτυρημένης πολλῆς ἐνεργοῦ δράσεως ἐξουσίας κοσμικῆς καὶ οὐχὶ καθαρῶς ἐκκλησιαστικῆς» (Πηγὴ: Στράγκα Θεοκλήτου Ἀρχιμανδρίτου, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν 1817 -1967, Δ΄ τόμος, Ἀθῆναι 2001, Γ΄ ἔκδοσις, σελ 2187 – 2188). Ἡ συγκεκριμένη κοσμικὴ ἐπιρροὴ προερχόταν ἀπὸ τὸν τότε ὑπουργὸ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων Κωνσταντῖνο Γεωργακόπουλο. Τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἔκρινε ἀντικανονικὴ τὴν ἐκλογή του, ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς Κυβέρνησης Μεταξᾶ, πρὸς χάριν τῆς ἐκκλησιαστικῆς γαλήνης. Μετὰ τὰ τελευταῖα γεγονότα, Ἀρχιεπίσκοπος ἐξελέγη ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος Χρύσανθος. Ὁ Δαμασκηνὸς ἀρνήθηκε νὰ δεχθῇ τὴν ἀκύρωση τῆς ἐκλογῆς του καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ Φανερωμένης στὴ Σαλαμῖνα μονάζοντας. Στὶς 5 Ἰουλίου 1941 καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψη τῆς κατοχικῆς Κυβέρνησης ἀπὸ τὸν στρατηγὸ Τσολάκογλου, ὁ Δαμασκηνὸς ἔγινε Ἀρχιεπίσκοπος, ἀντικαθιστῶντας τον Ἀρχιεπίσκοπο Χρύσανθο ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νὰ ὁρκίσει κατοχικὴ κυβέρνηση. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Κατοχῆς, ἀνέπτυξε ἀξιόλογη ἐθνικὴ καὶ κοινωνικὴ δράση, ἱδρύοντας μεταξὺ ἄλλων τὴν ἀντιστασιακὴ ὀργάνωση ΕΟΧΑ, ὀργανώνοντας τὴν κοινωνικὴ προσφορὰ καὶ προβάλλοντας πρὸς τίς Ἀρχὲς Κατοχῆς τὰ ἐθνικὰ θέματα, ἐνῶ γιὰ ἕνα διάστημα εἶχε τεθῆ ὑπὸ περιορισμὸ στὴν κατοικία του. Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1944, μὲ παρουσίᾳ τοῦ Τσώρτσιλ στὴν Ἀθήνα, ἀποφασίσθηκε ἡ ἀνάθεση τῆς ἀντιβασιλείας στὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ὁ ὁποῖος διετέλεσε γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα καὶ πρωθυπουργὸς (17.10.45-1.11.45) μέχρι τὴ διεξαγωγὴ τῶν ἐκλογῶν καὶ τοῦ δημοψηφίσματος 1946. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1946, μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Γεωργίου Β΄ στὴν Ἑλλάδα, ὁ Δαμασκηνὸς περιορίστηκε στὰ ἐκκλησιαστικά του καθήκοντα. (Πηγὴ: Βιογραφικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ 1830 -2010, Ἀρχεῖα Ἑλληνικῆς Βιογραφίας, Γ' τόμος, Π – Ω, Ἐκδόσεις Μέτρον, Ἀθήνα 2011)
 
3 Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Σπυρίδων Βλάχος γεννήθηκε στὴ Χηλή τῆς Βιθυνίας, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Ρουψιὰ τοῦ Πωγωνίου Ἰωαννίνων. Σπούδασε στὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ καὶ τὸ 1895 εἰσῆλθε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπεφοίτησε τὸ 1899. Χειροτονήθηκε διάκονος καὶ διορίσθηκε θεολόγος καθηγητὴς καὶ ἱεροκήρυκας στὸν Γαλατᾶ τῆς Πόλης, ἐνῶ ἀργότερα ὑπηρέτησε ὡς Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Καβάλας. Ἐκεῖ ὀργάνωσε τὴν περιοχὴ καὶ ἀνεμίχθη στὸν Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα. Στὴν Καβάλα συνεργάσθηκε μὲ τὸν Ἴωνα Δραγούμη καὶ δύο ἄλλους διπλωμάτες ποὺ ἡ Ἑλλάδα εἶχε στείλει γιὰ νὰ ὀργανώσουν τὴν ἀντίδραση στοὺς Βούλγαρους κομιτατζῆδες, τὸν Εὐθύμιο Κανελλόπουλο καὶ τὸν Νικόλαο Μαυρουδή. Τὸν Αὔγουστο 1906, ὁ Σπυρίδων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Βελλὰς καὶ Κονίτσης. Ἐκεῖ, στὴ Βελλά, ἵδρυσε τὸ ὁμώνυμο ἱεροδιδασκαλεῖο καὶ ταυτόχρονα συνέβαλε στὴν ἵδρυση στὴν Ἀθήνα τῆς «Ἠπειρωτικῆς Ἑταιρείας». Κατὰ τὸν ἀπελευθερωτικὸ πόλεμο 1912-13 ἔδρασε ἐθνικὰ στὴν Κόνιτσα, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τὸν στρατηγὸ Τζαβὶτ πασᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν παρέπεμψε στὸ στρατοδικεῖο. Ὁ Σπυρίδων καταδικάσθηκε σὲ θάνατο γιὰ τὴν δράσῃ του καὶ ἡ ἐκτέλεσή του ἀπετράπη μόνον ὕστερα ἀπὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ τότε διαδόχου καὶ ἀρχιστρατήγου τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ Κωνσταντίνου. Ὁ Σπυρίδων, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ἐκλήθη στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς Συνοδικός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Συνέβαλε στὴν ὀργάνωση τοῦ κινήματος στὴν Βόρειο Ἤπειρο καὶ ἔπεισε τὸν τότε πρωθυπουργὸ Ἐλευθέριο Βενιζέλο νὰ ἀναθέσει τὴν ἀρχηγία τῆς προσωρινῆς κυβερνήσεως τῆς Βορείου Ἠπείρου στὸν Γεώργιο Χρ. Ζωγράφο καὶ τὸ ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν στὸν Ἀλέξανδρο Καραπάνο, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀνέλαβε ὑπουργὸς Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Παιδείας. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγῶνα, ὁ Σπυρίδων ἐπανῆλθε στὴν Κόνιτσα, περιοριζόμενος στὰ θρησκευτικά του καθήκοντα μέχρι τὸ 1916, ὁπότε ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἰωαννίνων. Ὅταν πραγματοποιήθηκε ἡ ἰταλικὴ ἐπίθεση τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940, ὁ Σπυρίδων ἐνθάρρυνε πολλαπλῶς τοὺς μαχόμενους στρατιῶτες τοῦ Μετώπου καὶ εἶδε τὴ Βόρειο Ἤπειρο νὰ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ Στρατό. Τὸν Ἀπρίλιο 1941, ὅταν ἡ ἀντίσταση ποὺ προέβαλλε ἡ Ἑλλάδα κατὰ τῶν Γερμανῶν ἐξαντλήθηκε, ἐτάχθη ὑπὲρ τῆς ἀνακωχῆς καὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἑλληνικῆς κυβέρνησης. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Κατοχῆς, ὁ Μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σπυρίδων ὑπῆρξε πρόεδρος τοῦ «Ὀργανισμοῦ Δημοσίας Ἀντιλήψεως Κοινωνικῆς Προνοίας Ἠπείρου» καὶ ἀπετέλεσε τὸ στήριγμα γιὰ κάθε διωκόμενο καὶ δοκιμαζόμενο Ἠπειρώτη. Γιὰ τὴ γενικότερη ἐθνικὴ δράση του, καταδικάσθηκε ἐρήμην σὲ θάνατο ἀπὸ ἰταλικὸ στρατοδικεῖο τοῦ Ἀργυροκάστρου, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς ἐτέθη σὲ περιορισμό. Μόνο χάρη στὴν προσωπικὴ παρέμβαση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ πρὸς τὸν Γερμανὸ πρεσβευτῆ στὴν Ἀθήνα, ἤρθη ὁ περιορισμὸς του καὶ οἱ τυχὸν περαιτέρω ἐνέργειες σὲ βάρος του. Πολλαπλῆ ἦταν ἡ συμμετοχή του στὴν Ἐθνικὴ Ἀντίσταση κατὰ τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς καὶ καθοριστικῆς σημασίας ἡ συμπαράστασή του τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πρὸς τὸν στρατηγὸ Ναπολέοντα Ζέρβα, ἀρχηγὸ τοῦ ΕΔΕΣ, ὅπως καὶ ἡ στάση του κατὰ τὰ Δεκεμβριανὰ καὶ ἀργότερα στὸν Ἀντισυμμοριακὸ Ἀγῶνα. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ (20 Μαΐου 1949), ὁ Σπυρίδων ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του, δραστηριοποιήθηκε δημιουργικά. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἧττα τῶν ἀνταρτῶν, ἐνδιαφέρθηκε μὲ θέρμη γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν θυμάτων τοῦ Ἀντισυμμοριακοῦ πολέμου καὶ ἵδρυσε τὴν «Ἐπιστράτευση τῆς ἀγάπης» καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ «Δέματος ἐπαναπατρισμοῦ». Μὲ διαμαρτυρία του πρὸς τοὺς ἀρχηγοὺς κρατῶν καὶ ἐκκλησιῶν κατήγγειλε τὸ «παιδομάζωμα» τοῦ ΕΛΑΣ καὶ ζήτησε τὴν παλιννόστηση τῶν ἑλληνόπουλων ποὺ εἶχαν ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἦταν ἡ συμπαράστασή του πρὸς τὸν ἑνωτικὸ ἀγῶνα τῶν Κυπρίων, στὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος πρωτοστάτησε. Βρέθηκε μὲ ἐξαιρετικὴ δραστηριότητα στὴν πρώτη γραμμή, ἀναλαμβάνοντας καὶ ἐπίσημα τὴν προεδρία τῆς Πανελληνίου Ἐπιτροπῆς Ἑνώσεως Κύπρου. Κοιμήθηκε στὶς 21 Μαρτίου 1956. (Πηγὴ: Βιογραφικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ 1830 -2010, Ἀρχεῖα Ἑλληνικῆς Βιογραφίας, Α' τόμος, Α – Ι, Ἐκδόσεις Μέτρον, Ἀθήνα 2011)
 
4 Ὁ Ἱερώνυμος Κοτσώνης γεννήθηκε στὰ Ὑστέρνια Τήνου. Σπούδασε ἀρχικὰ στὴ Ριζάρειο Σχολή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε ἀριστοῦχος. Τὸ 1924 γράφηκε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπὸ ὅπου ἀπεφοίτησε ἐπίσης ἀριστοῦχος τὸ 1928. Ἔπειτα ὑπηρέτησε ὡς ἰδιαίτερος γραμματέας τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου καὶ συνδέθηκε μὲ τὴν ὀργάνωση «Ζωὴ», τῆς ὁποίας ὑπῆρξε στέλεχος στὰ ἑπόμενα χρόνια. Στὴν περίοδο αὐτὴ (1927-34) ἦταν βοηθὸς διευθυντὴς καὶ στὴ συνέχεια διευθυντὴς τοῦ Παιδικοῦ Τμήματος τῆς Χριστιανικῆς Ἀδελφότης Νέων (ΧΑΝ), γεγονὸς ποὺ εὐνόησε τὴν ἀνάπτυξη σχέσεων μὲ παρόμοιες ὀργανώσεις ἄλλων δογμάτων διεθνῶς. Τὸ 1934 μετέβη στὴ Γερμανία γιὰ μεταπτυχιακὲς σπουδές. Ἐκεῖ παρέμεινε ἐπὶ ἕξι ἑξάμηνα στὸ Μόναχο, τὸ Βερολῖνο καὶ τὴ Βόννη, στὴ συνέχεια δὲ ἐπὶ ἕνα ἑξάμηνο στὴν Ἀγγλία. Στὰ τέλη τοῦ 1937 ἐπανῆλθε στὸ Βερολῖνο, ὅπου εἶχε κληθῆ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Λίτσμαν γιὰ νὰ τοῦ ἀναθέσει τὴ γραμματεία γιὰ τὴν ἔκδοση τῶν χριστιανικῶν ἐπιγραφῶν τῆς Ἑλλάδος. Τὸ 1939, μετὰ τὴν ἀνάρρηση τοῦ ἀπὸ Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο, προσελήφθη ὡς γραμματέας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τῶν Συνοδικῶν Δικαστηρίων. Ἤδη ἀπὸ τίς 4 Ἰανουαρίου 1939 εἶχε χειροτονηθεῖ σὲ διάκονο ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Σάμου Εἰρηναῖο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τὸν τοποθέτησε ὡς διάκονο στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης (Αἰόλου). Στὶς 23 Ἰουνίου 1940 χειροτονήθηκε σὲ πρεσβύτερο καὶ χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης, ἐνῶ τοποθετήθηκε ὡς ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κηφισιάς. Λίγο ἀργότερα ἀνέλαβε γενικὸς Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος τῆς Κηφισιᾶς, ποὺ τότε ὑπαγόταν στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν. Τὴν ἴδια χρονιὰ ἀναγορεύθηκε διδάκτορας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου 1940-41, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος τὸν τοποθέτησε ἐπί κεφαλῆς στὴν Ὑπηρεσία Προνοίας Στρατευομένων, στὴν ὁποία ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Ὅταν ἄρχισε ἡ Κατοχή, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἱερώνυμος Κοτσώνης διορίσθηκε ἀπὸ τὸν Χρύσανθο, ποὺ παρέμενε γιὰ ἕνα διάστημα ἀκόμη Ἀρχιεπίσκοπος, ὡς ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ τοῦ Νοσοκομείου «Εὐαγγελισμός». Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1941 ὁ Ἱερώνυμος ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν θέση τοῦ γραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐνῶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς Κατοχῆς παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέσῃ του ὡς ἐφημερίου τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ». Ἔλαβε μέρος τὸ 1950 στὴν ἵδρυση τῆς Πανελλήνιας Ἐπιτροπῆς Ἑνώσεως Κύπρου (ΠΕΕΚ) ὡς γραμματέας της. Στὴ δεκαετία τοῦ 1950 διορίσθηκε ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος (στὸ Στάδιο) καὶ πρόεδρος τοῦ Συλλόγου Ἐσωτερικῆς Ἱεραποστολῆς «Ἀπόστολος Παῦλος». Τὸ 1958 ἀπεχώρησε ἀπὸ τὴ «Ζωὴ» καὶ κατέστη μέλος τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἐξελέγη τακτικὸς καθηγητὴς στὴν ἕδρα τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καὶ τῆς Ποιμαντικῆς στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τὸ 1959. Μετὰ τὴν ἐγκαθίδρυση τοῦ στρατιωτικοῦ καθεστῶτος τῆς 21ης Ἀπριλίου, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος ἀπὸ ἀριστίνδην Σύνοδο καὶ κατόπιν ἐντολῆς τοῦ τότε Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Κωνσταντίνου τὸν Μάϊο τοῦ 1967 (Πηγὴ: Πρίντζιπα Γιώργου – Καραγιάννη Γιώργου, Ἐκκλησία καὶ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι σήμερα, ἱστορικὴ ἐπισκόπηση, πρόλογος: Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλος, Ἐκδόσεις Προσκήνιο, Ἀθήνα 2005, σὲλ 152 – 153). Μία ἀπὸ τίς πρῶτες του κινήσεις ὡς Ἀρχιεπισκόπου ἦταν νὰ ἐνδιαφερθῇ γιὰ τὴν πλήρωση τῶν κενῶν μητροπολιτικῶν ἑδρῶν. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἔγιναν πολλὲς δημιουργικὲς κινήσεις στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ μεταξὺ ἄλλων παρεδόθη ὁ Καταστατικὸς Χάρτης της, ἱδρύθηκε τὸ Νοσηλευτικὸ Ἵδρυμα Κληρικῶν, ἐνῶ ὀργανώθηκε ἡ περίθαλψη τῶν ἡλικιωμένων καὶ τῶν ἀδυνάμων. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1973 παραιτήθηκε καὶ ἀπεσύρθη στὴν Τῆνο, ὅπου συνέχισε νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ φιλανθρωπικό του ἔργο. Κοιμήθηκε στὶς 15 Νοεμβρίου 1988. (Πηγὴ: Βιογραφικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ 1830 -2010, Ἀρχεῖα Ἑλληνικῆς Βιογραφίας, Β΄ τόμος, Κ – Ο, Ἐκδόσεις Μέτρον, Ἀθήνα 2011)
 
5 Κονκορδάτο: Πρόκειται γιὰ μία συμφωνία μεταξὺ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑνὸς κυρίαρχου κράτους καὶ ἀφορᾷ θρησκευτικὰ ζητήματα, ὅπως τὴν ἀναγνώριση καὶ τὰ προνόμια γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία σὲ μιὰ συγκεκριμένη χώρα. Τὰ προνόμια αὐτὰ περιλαμβάνουν τὸ δικαίωμα νὰ ὑπάρχουν καθολικὰ σχολεῖα, νομικὰ θέματα, διαδικασίες, καὶ ζητήματα ὅπως ἡ φορολογία. Ἐπίσης, τὸ δικαίωμα ἑνὸς κράτους νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν ἐπιλογὴ Ἐπισκόπου μέσα στὸ ἔδαφός του. Τὰ κονκορδάτα ἔχουν ἐπικριθεῖ γιὰ τρεῖς λόγους: γιὰ τὸν ἀντιδημοκρατικὸ τρόπο ποὺ ἐπιβάλλονται, γιὰ τὰ οἰκονομικὰ βάρη ποὺ ἐνδέχεται νὰ ἐπιβάλλουν καὶ γιὰ τὸ ἀσυμβίβαστο ὁρισμένων ρητρῶν τους μὲ τοὺς κανόνες τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. (Πηγὴ: Ἐργασία τοῦ Κωνσταντίνου Α. Μουρτζάνου, Δωρόθεος Κοτταράς. Ὁ ἀπὸ Λαρίσης, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὑποβληθεῖσα στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας, Τομέας Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σελ 66)
 
6 Ὁ Δωρόθεος, στὴν μελέτη τοῦ «Νομοκανονική θέσις τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος» διατυπώνει ἀπόλυτα καὶ τεκμηριωμένα ὅτι οἱ παλαιοημερολογῖτες ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν, χωρὶς νὰ κατατάσσονται στοὺς ἀλλόδοξους ἡ ἀλλόθρησκους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἰσχύει ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία καὶ τὴν ἐλεύθερη τέλεση τῆς λατρείας τους, ὡς πρὸς τίς συνταγματικὲς διατάξεις. Ἑπομένως, αὐτοὶ ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ ὑπάγονται στὶς διατάξεις τῶν νόμων τοῦ Κράτους, οἱ ὁποῖοι προστατεύουν τὰ δικαιώματά της.
 
7 Ἱστορικὸ Λεύκωμα, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος 1941 – 2007, Ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὸ στὸν Χριστόδουλο, κείμενα – ἐπιμέλεια: Δημοσθένης Κούκουνας, Ἐκδόσεις Μέτρον, Ἀθήνα Αὔγουστος 2007, σὲλ 54-55
 
8 Ἂν κρίνει κανεὶς τὴν πολιτικὴ τῆς Κυβερνήσεως Καραμανλῆ ἐκείνη τὴν περίοδο στὸ Κυπριακό, κάθε ἄλλο παρὰ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον ὑπῆρχε γιὰ τὴν λύσῃ τοῦ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος (βλ. Παπαγεωργίου Σπύρου, Καραμανλῆς καὶ Κυπριακόν, ντοκουμέντο, Ἐκδόσεις Νέα Θέσις, Ἀθήνα 1988, Β΄ ἔκδοσις).
 
9 Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος εἶχε ἐξοριστῆ στὶς Σεϋχέλλες στὶς 21 Μαρτίου 1956 καὶ ἀπελευθερώθηκε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1957. Εἶχε προηγηθῆ ἡ συνάντηση καὶ ἰδιαίτερη συνομιλία μὲ τὸν πράκτορα τῶν Ἄγγλων καὶ προδότη Κίμωνα Τορναρίτη, στὶς 21 Δεκεμβρίου 1956. Τὸ περιεχόμενο τῆς συνομιλίας παραμένει ἄγνωστο. Τὸ μόνο γνωστὸ ὅμως εἶναι ὅτι ἔκτοτε ὁ Μακάριος ἐγκατέλειψε τὸ ὅραμα τῆς Ἑνώσεως καὶ ἐστράφη πρὸς τὴν Ἀνεξαρτησία. Ἐπίσης, ἔκτοτε ἐπιθυμοῦσε νὰ εἶναι ὁ ἰσόβιος ἀνώτατος ἄρχων ἑνὸς ἀνεξαρτήτου Κυπριακοῦ Κράτους. (Πηγὴ: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Ἀνοίγουμε τὸν φάκελο τῆς Κύπρου, τόμος Α', πὼς χάθηκε ἡ Ἕνωση, 1950 – 1967, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2017, σὲλ 61-62, 64)
 
10 Ὁ Σεφέρης, γιὰ ἄγνωστο λόγο, δὲν ἀναφέρει αὐτὴν τὴν συνάντηση στὸ προσωπικὸ ἡμερολόγιό του, παρ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὴ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ πολλὲς καὶ ἀξιόπιστες πηγές.
 
11 Ἱστορικὸ Λεύκωμα, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος 1941 – 2007, Ἀπὸ τὸν Δαμασκηνὸ στὸν Χριστόδουλο, κείμενα – ἐπιμέλεια: Δημοσθένης Κούκουνας, Ἐκδόσεις Μέτρον, Ἀθήνα Αὔγουστος 2007, σὲλ 55. Ἐργασία τοῦ Κωνσταντίνου Α. Μουρτζάνου, Δωρόθεος Κοτταράς. Ὁ ἀπὸ Λαρίσης, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὑποβληθεῖσα στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας, Τομέας Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σὲλ 10.
 
12 Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος ἀπεβίωσεν χθὲς Ἐφημερίδα «Ἐλευθερία», 27 Ἰουλίου 1957, σελίδα 1.
 
13 Σχετικὰ μὲ τὸν θάνατό του Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεόκλητος Στράγκας γράφει: «Καθ᾿ ὅν χρόνον ἤρξατο τὴν κάθαρσιν καὶ ἐξυγίανσιν τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἀθηνῶν Δωρόθεος, ὡς αὐτὸς τὴν ἠννόει, δηλαδὴ μονομερῶς ἐκκαθάρισιν τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ θεωρουμένων ὡς ἐπιβλαβῶν κληρικῶν, δυστυχῶς πέριξ αὐτοῦ εὑρίσκοντο, ὡς σύμβουλοι καὶ ἄνθρωποί του, κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ οὐχὶ οἱ πρέποντες, οἱ καὶ ἴσως συντελέσαντες εἰς τὴν ἐπιτάχυνσιν τοῦ κατόπιν ἀποτόμου βαρυτάτης ἀσθενείας θανάτου του, ἐπελθόντος ἐν Στοκχόλμῃ τῆς Σουηδίας τῇ 26 Ἰουλίου 1957.» (Πηγὴ: Στράγκα Θεοκλήτου Ἀρχιμανδρίτου, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν, Δ΄ τόμος, Γ΄ ἔκδοσις, Ἀθῆναι 2001, σὲλ 2770)
 
14 Στράγκα Θεοκλήτου Ἀρχιμανδρίτου, «Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν, 1817 – 1967, Ε' τόμος», Ἀθῆναι 2001, Γ΄ ἔκδοσις, σελ 3383. «Στὶς 26 Ἰουλίου 1957, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος πέθανε στὴ Στοκχόλμη, ὅπου εἶχε ὑποβληθῆ σὲ ἐγχείρηση τοῦ ἐγκεφάλου, καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ μητροπολίτης Πατρῶν Θεόκλητος Παναγιωτόπουλος, ἱεράρχης ἐλάχιστων ἱκανοτήτων ποὺ ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν τότε ὑπουργὸ Παιδείας Ἀχιλλέα Γεροκωστόπουλο, βουλευτὴ Ἀχαΐας. Ὁ στόχος της, μετὰ τὴν ἐμπειρία μάλιστα Σπυρίδωνος καὶ Δωροθέου, ἦταν νὰ ἐκλεγῇ ἀρχιεπίσκοπος ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ τὴν κεντρικὴ ἐξουσία». (Πηγὴ: Πρίντζιπα Γιώργου – Καραγιάννης Γιώργου, Ἐκκλησία καὶ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι σήμερα, ἱστορικὴ ἐπισκόπηση, πρόλογος: Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλος, Ἐκδόσεις Προσκήνιο, Ἀθήνα 2005, σὲλ 135)
 
15 Στράγκα Θεοκλήτου Ἀρχιμανδρίτου, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν, 1817 – 1967, Ε' τόμος, Ἀθῆναι 2001, Γ΄ ἔκδοσις, σελ 3391, 3398 – 3400. «Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1959 ἑπτὰ συνοδικοὶ μητροπολῖτες, δηλαδὴ ἡ πλειοψηφία τῶν μελῶν τῆς Συνόδου, ἀπαίτησαν τὴν πλήρωση τῶν κενῶν μητροπολιτικῶν θέσεων. Ὁ Θεόκλητος ἀρνήθηκε ὑποστηρίζοντας ὅτι ἔπρεπε νὰ προηγηθῇ ἡ ψήφιση νέου Καταστατικοῦ Χάρτη. Ἦταν ἡ θέση ποὺ ὑποστήριζε ἡ κυβέρνηση. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν οἱ διαφωνοῦντες νὰ προχωρήσουν μόνοι τους σὲ ἐκλογές, νὰ προκληθῇ μεγάλος σάλος στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ δοθῇ ἡ εὐκαιρία στὴν Κυβέρνηση Καραμανλῆ νὰ ἐπέμβει κατὰ τρόπο προσβλητικὸ γιὰ τίς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές, νὰ τροποποιήσῃ αὐθαίρετα τὸν Καταστατικὸ Χάρτη καὶ νὰ θέσῃ ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴν αὐτοτέλεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀφοῦ μποροῦσε πλέον νὰ διαλύσῃ ἢ νὰ ἀναστείλῃ τὴ λειτουργία τῆς Συνόδου. Τελικὰ καὶ μετὰ ἀπὸ σφοδρὰ ἐπεισόδια, ἡ κυβέρνηση ἀποφάσισε νὰ μὴν ἐφαρμόσει τὸν νόμο αὐτὸν καὶ νὰ συστήσῃ ἐπιτροπή, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, γιὰ τὴ μελέτη τοῦ θέματος καὶ τὴ σύνταξη νέου Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπιτροπὴ αὐτὴ δὲν συνεδρίασε ἐπειδή, μετὰ ἀπὸ λίγο, πέθανε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεόκλητος (8 Ἰανουαρίου 1962). Στὸ μεταξύ, ἡ κυβέρνηση μὲ νομοσχέδιο ποὺ κατέθεσε στὴ Βουλὴ ὑλοποίησε τὸν συμβιβασμὸ ποὺ εἶχε ἐπέλθει στὶς συζητήσεις. Τροποποίησε τὸν Καταστατικὸ Χάρτη στὰ ἐπίμαχα σημεῖα καὶ ἀπαγόρευσε τὸ μεταθετό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν καὶ τίς Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Πατρῶν καὶ Πειραιῶς.» (Πηγὴ: Πρίντζιπα Γιώργου – Καραγιάννης Γιώργου, Ἐκκλησία καὶ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι σήμερα, ἱστορικὴ ἐπισκόπηση, πρόλογος: Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλος, Ἐκδόσεις Προσκήνιο, Ἀθήνα 2005, σὲλ 136 – 137)
 
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

3 σχόλια:

  1. Η Ευαγγελία Λαπα που έγραψε το κείμενο, γνωρίζει εκκλησιαστική ιστορία;

    Γνωρίζει τι έγινε το 1924 κ πως εκδίωξαν από την εκκλησία της Ελλάδος τους πιο ευλαβεις ιερείς κ λαϊκούς πιστούς για να προχωρήσουν χωρίς αντιδράσεις τα σχέδια τους;
    Τι στάση κράτησε τότε ο Αρχιεπίσκοπος που εκθειάζει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρετε!

      Κανείς στην επιστήμη της ιστορίας δεν μπορεί υποστηρίξει ότι κατέχει την απόλυτη γνώση.
      Η εγκυρότητα των γραφόντων ενός ιστορικού κείμενου καθορίζεται από την ορθότητα των πηγών και την απόδοση των πληροφοριών που εκπορεύονται από τις πηγές αυτές. Ως εκκολαπτόμενη ιστορικός ερευνητής δεν μπορώ παρά να παραθέσω τις γνώσεις που αποκόμισα μετά από πολύμηνη ερευνά μου γύρω από το πρόσωπο του αρχιεπισκόπου Δωροθέου χωρίς κανένα συναισθηματικό ή ιδεολογικό κίνητρο.

      Σχετικά με τη στάση του Αρχιεπισκόπου Δωροθέου για το θέμα του παλαιού ημερολογίου, αναφέρεται στην 6η υποσημείωση. Αν έχετε κάποια επιπλέον ή διαφορετική πληροφορία για την στάση του, παρακαλώ να την παραθέσετε τεκμηριωμένως και με έγκυρες πηγές.

      Με σεβασμό

      Ευαγγελία Κ. Λάππα

      Διαγραφή
    2. Χαίρεται, είμαι αυτός που έγραψα το αρχικό σχόλιο.

      Είναι φανερό ότι η εργασία σας είναι επιστημονικώς ορθή και τεκμηριωμένη.
      Κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό αφού τεκμηριώνεται με άφθονες αναφορές.

      Ενδεικτικά αναφέρεται και σε ζητήματα οικουμενισμού «συνάψεως κονκορδάτου μὲ τὸ Βατικανό», και στο θέμα της Κύπρου (προσπάθειες Ένωσης με την Ελλάδα μέσω του αγώνα της ΕΟΚΑ).

      Δεν είδα κάποια εκτενέστερη αναφορά όπως θα περίμενα σε επίμαχα ζητήματα όπως στο θέμα της μασονίας -Βασιλέως Παύλου,
      στο ζήτημα του πατρίου ημερολογίου (πέρα από την μελέτη του «Νομοκανονική θέσις τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος», τι έκανε στην πράξη; Ενδεχομένως και στο ζήτημα του θανάτου του, δηλαδή η ασθένειά του αμέσως μετά από μια επίσκεψη που δέχθηκε (όπως ακριβώς έγινε κ με τον Μεταξά ..)
      Δεν έβλεπε τις διώξεις των παλαιοημερολογιτών;
      Δεν ήταν ουσιαστικό το θέμα -πέρα από την θεωρητική νομοκανονική του προσέγγιση).
      Εξασφάλιζε πράγματι το Ελληνικό κράτος τα θρησκευτικά δικαιώματα και την ανεμπόδιστη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας των παλαιοημερολογιτών;
      Σίγουρα κάθε εποχή έχει χαρακτηριστικά που 100 χρόνια μετά δεν είναι εύκολο να τα συναισθανθούμε.

      Φυσικά υπήρξαν χειρότεροι αρχιεπίσκοποι, και πριν και μετά. Το μόνο σίγουρο ..
      Πράγματι οι θεματικές που αναφέρετε μάλλον τον επαινούν ως γενική εικόνα και μάλλον φωτίζουν αρκετά την εικόνα του -σε σχέση με τους υπόλοιπους του αιώνα του.

      Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι αν φτάσαμε εδώ που φτάσαμε (να αισθάνεται αλλά και να έχει βιώσει ο πιστός λαός την προδοσία των ποιμένων του), είναι ακριβώς επειδή κάποιοι ποιμένες, 100 χρόνια τώρα, δεν συναισθάνθηκαν την υψηλή τους ευθύνη στην ποιμαντική τους αποστολή.

      Ευχαριστώ πραγματικά για την φιλοξενία. Θα ήμουν άδικος αν δεν αναγνώριζα την πολύπλευρη προσέγγισή σας και την απαραίτητη επιστημονική σας ουδετερότητα στην παρουσίαση της προσωπικότητας του -άγνωστου στους περισσότερους από εμάς- αρχιεπισκόπου αυτού.

      Εύγε για τον κόπο και την εργασία σας,
      εύχομαι να εστιάσετε και να μας ενημερώσετε και στις πιο επίμαχες θεματικές στο μέλλον.
      Μ.Σ.

      Διαγραφή