Ο δρόμος από την Τιφλίδα μέχρι τη Μονή Σαμταβρό δεν είναι μακρύς, όχι πάνω από μια ώρα. Ο Βαχτάγκ, καλός μου φίλος που ανέλαβε το έργο της απλόχερης γεωργιανής φιλοξενίας και περιήγησής μου, αναφώνησε: «Είναι δυνατόν να έρθεις στη Γεωργία και να μην επισκεφτείς τον Γαβριήλ; Γρήγορα στο αυτοκίνητο!»
Ο Βαφτάγκ κατάφερε με μαεστρία να αποφύγει το επικοινωνιακό στιλ μιας ενθουσιώδους περιγραφής διάφορων θαυμάτων, του τύπου: «Μπορώ να σου διηγηθώ ένα τέτοιο πράγμα, ένα τέτοιο θαύμα που θα πέσεις κάτω. Αλλά μετά συνέβη κάτι πολύ πιο συναρπαστικό!». Ευτυχώς, δεν προέκυψε κυνηγητό θαυμάτων που δεν επαληθεύονται. Ο φιλόξενος φίλος μου μού διηγήθηκε κάτι σαν το «θαύμα του Αγίου Γεωργίου με το δράκο». Μόνο που ο δράκος είναι το μεθύσι.
Η Τιφλίδα δεν είναι μεγάλη πόλη. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και οι σχέσεις των ανθρώπων είναι σχεδόν συγγενικές. Τη δεκαετία του 1990 σε μια περιοχή ζούσε κάποιος ονόματι Γεώργιος. Ε, πώς ζούσε: ήταν άστεγος και μεθούσε χωρίς σταματημό. Διανυκτέρευε πάνω σε χαρτόνι, ανάμεσα στα γκαράζ, και όταν έβρεχε, βολευόταν κάτω από ένα ξύλινο τραπέζι έξω, εκεί όπου οι γέροι έπαιζαν σκάκι ή έπιναν κρασί τα βράδια. Κανένας δεν τον ενοχλούσε. Περισσότερο τον λυπούνταν ή τον περιφρονούσαν υποτιμητικά και δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να μπλέξουν σε καυγάδες. Οι θειές της αγοράς, που πούλαγαν πολύ κακής ποιότητας «μπόμπες» στο σταυροδρόμι, τον ήξεραν από καιρό και του έδιναν καμιά φορά βερεσέ αλκοόλ, μέχρι που να το εξοφλήσει από την ελεημοσύνη που είχε καταφέρει να μαζέψει.
Λίγοι είναι εκείνοι που γνώριζαν την ιστορία της μεταμόρφωσής του σε απεγνωσμένο αλήτη. Μερικά χρόνια πριν, η γυναίκα του έδιωξε τον Γεώργιο από το ίδιο του το σπίτι για να φέρει έναν άλλον άνδρα, που «ήξερε να βγάζει χρήματα». Ο Γεώργιος δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την προδοσία που τον συγκλόνισε. Ένας ακίνδυνος και φιλήσυχος αλκοολικός, που ντρεπόταν τον εαυτό του, έγινε συνηθισμένο στοιχείο του τοπίου της πόλης.
Μια φορά, ο δρόμος με είχε φέρει να περάσω από εκείνη την γειτονιά, όπου σύχναζε ο Γεώργιος. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Εκείνος με ρώτησε: «Ρογκοροχάρ, μπιτζό;» («Τι κάνεις, νεαρέ;»). Του απάντησα: «Καργκάτ, μαντλόμπ» («Καλά, ευχαριστώ»). Τον κοίταξα με ιδιαίτερη προσοχή. Στο βλέμμα του υπήρχε τόσος πόνος, δεν μπορείς να φανταστείς. Αποφάσισα να αναβάλω όλες τις δουλειές μου και να περάσω εκείνη την ημέρα με αυτόν τον άνθρωπο που δεινοπαθούσε και να μάθω περισσότερα για τη ζωή του. Ένιωθα ότι θέλει να μιλήσει για τη ζωή του, να αποτινάξει από πάνω του τα βάσανά του και ότι ταλαιπωρείται από την ντροπή. Και πώς θα επικοινωνούσαμε, σκέφτηκα; Βεβαίως, με τον παραδοσιακό γεωργιανό τρόπο: πήγα στις θειές στο σταυροδρόμι, πήρα «μπόμπα», γύρισα στην αυλή, κάλεσα τον Γεώργιο στο τραπέζι «του» και αρχίσαμε μια μακρά συζήτηση.
Αυτή η συζήτηση, να σου πω, εξελίχτηκε σε πραγματική εξομολόγηση ενός βασανισμένου ανθρώπου. Δε μου διηγήθηκε μόνο τη φοβερή ιστορία της προδοσίας από τη γυναίκα του, αλλά και άλλες εξίσου τρομερές: όπως ήταν και η ιστορία με τον αδελφό του, δολοφόνο, τον οποίο έπρεπε να καλύπτει, και πολλές άλλες. Αποδείχτηκε ότι ο Γεώργιος δεν γνώριζε τίποτα για το Χριστό. Κάτι είχε ακούσει, αλλά θεωρούσε τις αναφορές για Αυτόν κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού. Όμως, ένιωθα το ενδιαφέρον του, μάλλον, όχι ενδιαφέρον, αλλά ερευνητικό ερώτημα: τι κι αν «όλα αυτά» είναι αλήθεια, τι κι αν ο Χριστός όχι μόνο υπάρχει, αλλά και πραγματικά με αγαπάει; Όταν ο Γεώργιος άκουσε ότι εγώ σοβαρά πιστεύω στον Θεό, γέλασε με ανακούφιση: «Άρα, τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα, ε; Ο Χριστός υπάρχει, έτσι δεν είναι;» Μετά, άρχισε να μου διηγείται τις αμαρτίες του. Εγώ αντέδρασα:
– Μην μου μιλάς για τις αμαρτίες σου, εγώ έχω ένα σωρό δικές μου. Μίλησε για αυτές στον Θεό παρουσία ιερέα, ζήτησε συγχώρεση από τον Χριστό.
– Και θα με συγχωρέσει;
– Τότε για ποιο λόγο ήρθε!;
– Άρα, στ’αλήθεια υπάρχει. Ξέρεις τι: θέλω να πάω σε Αυτόν. Μην δίνεις σημασία που βρωμάω, θέλω να Του μιλήσω.
Ο ίδιος ο Χριστός, όπως ξέρουμε, δε μιλούσε πάντοτε με πολίτες που μύριζαν «Σανέλ». Παίρνω τηλέφωνο έναν παιδικό μου φίλο, τον πατέρα Δαβίδ Κβλιβίτζε: «Πατέρα Δαβίδ, συγγνώμη που σε παίρνω αργά. Έχω εδώ τον Γεώργιο που θέλει να βαπτιστεί». – «Ποιος Γεώργιος; Α, εκείνος! Ωραία. Ας έρθει στην εκκλησία μας σε δύο μέρες. Μόνο που, Βαχτάγκ… να έχεις το νου σου μη και…» - «Θα έχω το νου μου! Δε θα μεθύσει, θα έρθει νηφάλιος». Έτσι, κανονίσαμε με τον Γεώργιο ότι αυτές τις μέρες, πρώτον, δε θα μεθάει, και δεύτερον, θα σκεφτεί καλά τι θέλει να πει στον Θεό.
Τις επόμενες μέρες ο συνομιλητής μου ήταν αγνώριστος: κυκλοφορούσε με μια κάποια μεγαλοπρέπεια, μυστικότητα και έμπνευση, πλησίαζε τους γέρους που κάθονταν στο τραπέζι, τις θειές στην αγορά και, σαν αγγελιαφόρος, τους ενημέρωνε ότι «Σύντομα, πολύ σύντομα, θα πάω στον Θεό! Θα βαπτιστώ!» Οι γέροι του έσφιγγαν το χέρι, οι θειές, βλέποντας ότι ο πρώην «πελάτης» τους είναι απασχολημένος με τελείως διαφορετικά πράγματα, έμεναν έκπληκτοι. Κάποιοι σκούπιζαν τα δάκρυά τους, καθώς έβλεπαν τον Γεώργιο που απομακρυνόταν βαδίζοντας με ασυνήθιστο σταθερό βήμα: «Συμβαίνουν θαύματα στον κόσμο. Δόξα τω Θεώ!».
Έγινε η βάπτιση. Την επόμενη μέρα αποφάσισα να επισκεφτώ τον Γεώργιο. Στην αυλή και δίπλα στα γκαράζ δεν τον βρήκα. Είδα μόνο τους γέρους που συζητούσαν κάτι καθισμένοι πίσω στο αιώνιο τραπέζι τους. Με φώναξαν:
– Ο Γεώργιός μας πέθανε σήμερα το πρωί. Τον πήρε η «Άμεση βοήθεια». Σαν ήρθε χτες από την εκκλησία, κοιμήθηκε, και το πρωί πέθανε.
Κοκάλωσα. Τι θάνατος ήταν αυτός! Χτες ο άνθρωπος συνειδητά πίστεψε στον Θεό, ο Χριστός του συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες του και σήμερα αυτός, καθαρός, νηφάλιος, με φωτεινά ιμάτια πήγε σε Αυτόν. Και ποιος είμαι εγώ για να κρίνω-κατακρίνω τον Γεώργιο; Τάχα ήταν άχρηστος άστεγος και αλκοολικός; Αν με βρουν έστω ορισμένες μόνο από τις δοκιμασίες που είχε εκείνος, τι θα γίνω εγώ; Είχε δίκιο ο Όσιος Γαβριήλ Ουργκεμπάτζε: «Ο Κύριος μας δείχνει τα δεινά των άλλων για να μαλακώσουν οι καρδιές μας». Παρεμπιπτόντως, να και η Μονή Σαμταβρό, φτάσαμε.
Είχαμε τι να σκεφτούμε και για ποια να σωπάσουμε στον Όσιο Γαβριήλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου