Γράφει ὁ Νώντας Σκοπετέας
Ἤθελε μόνο νὰ τὸν δεῖ! Νὰ ἐκπλαγεῖ τὸ μέσα του στὸ πρῶτο ἀντάμωμα τῆς ματιᾶς του! Νὰ δροσιστεῖ μὲ μιά του κουβέντα μόνο! Καλοκαιράκι ἦταν στὰ μέσα του! Μπορεῖ καὶ 12 τοῦ Ἀλωνάρη! Δὲν θυμᾶται ἀκριβῶς! Δὲν λησμονᾷ τὸ καταμεσήμερο στὰ μέρη τῆς Παναγούδας 40 χρόνια πρίν! Στάθηκε ἔξω στὴν αὐλὴ μαζὶ μὲ ἄλλους πολλούς! Ζωγραφισμένη ἡ ἀδημονία στὸ πρόσωπά τους! Βγῆκε μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ Γέροντας! Πὼς ἀγκάλιαζε τοὺς νιόφερτους!
-Καλῶς το παλληκάρι, εἶπε καὶ ὁ Ἀθανάσιος ἔνιωσε, πὼς αὐτὲς ἦταν οἱ πιὸ γλυκὲς λέξεις ποὺ εἶχε ποτέ του ἀκούσει! Σουρούπωνε πιά, ὅταν ἦρθε ἡ σειρὰ του νὰ δεῖ τὸν Γέροντα κατὰ μόνας! Ξεκίνησε νὰ τοῦ μιλᾷ γιὰ ὅσα τὸν ταλάνιζαν...
-Ἀθανάσιε γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ μοῦ λές, ἕνα εἶναι τὸ φάρμακο παιδάκι μου! Ἡ παστρικὴ ἐξομολόγηση! Τίποτε ἄλλο! Αὐτὸ θὰ σὲ λυτρώσει!
Δὲν τὸ κατάλαβε τὸ γιὰ πότε ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ γιὰ πότε ξαναβρέθηκε ὕστερα ἀπὸ λίγες μόνο μέρες στὴν αὐλὴ τοῦ Γέροντος Παϊσίου! Ἀκολούθησε τὴν συμβουλή του! Εἶχε ἐπιστρέψει μαζὶ μὲ ἕνα τετράδιο... παραμάσχαλα! Γεμᾶτο ἐκεῖνο ἀπὸ ἁμαρτίες! Ἐγκαύματα ἡδονῶν, τραύματα καὶ μώλωπες ἀπὸ τὰ ἀμείλικτα πάθη τῆς πειραστικῆς νεότητας... Σχεδὸν τὸ γέμισε ἐξιλεωτικὰ ὡς τὸ τέλος του! Μὰ δὲν ἀρκοῦσε μόνο αὐτό! Ἦταν ἕτοιμος καὶ ἀποφασισμένος ὅσο ποτέ του, νὰ μὴν παραλείψει οὔτε μιὰ λέξῃ μπροστὰ στὸν Γέροντα! Τοῦ τὸ ἔδειξε λοιπὸν μὲ λαχτάρα, μὰ ἡ ἀπάντησή του τοῦ ἔκοψε τὸν ἐνθουσιασμό!
-Δὲν ἐξομολογῶ ἐγὼ παιδάκι μου! Δὲν ἔχω ἱεροσύνη! Ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς μοναχός! Μὴν ἀπογοητεύεσαι! Δόξα τῷ Θεῷ! Ὑπάρχουν πνευματικοὶ ἐνάρετοι καὶ εὐλαβέστατοι! Θὰ σοῦ πῶ, πῶς νὰ πᾶς νὰ συναντήσεις τὸν δικό μου πνευματικὸ τὸν παπᾶ-Νικόδημο! Ἂν δώσει ὁ Θεὸς καὶ τὸν βρεῖς... θὰ σὲ ἀναπαύσει ὁ Γέροντας! Μακάριος καὶ πτωχός! Τὰ ἀρετῆς τέκνο ἐκλεκτό! Γιὰ νὰ καταλάβεις, κάποτε μοῦ παραπονιόταν ὅτι ἔκανε ἀγρυπνία καὶ δὲν εἶχε μιὰ στάλα λάδι γιὰ τὸ καντήλι! Θεοσκότεινα μέσα στὸ κελλὶ καὶ ἐκεῖνος μὲ ἕνα ἀποσωμένο κεράκι διάβαζε τὰ γράμματα τῶν ἀκολουθιῶν.
-Ξαφνικὰ Παΐσιε, ἄρχισε νὰ μοῦ περιγράφει, γέμισε μὲ Φῶς το κελλί! Ὦ πόσο Φῶς! Δὲν ξέρω ἂν χθὲς τὴ νύχτα τὸ ἀντιλήφθηκες καὶ ἐσύ! Ὅλη ἡ περιοχή μας ἦταν γεμάτη ἀπὸ Φῶς! Καὶ τὸ ἔλεγε ἔτσι ἁπλὰ σὰν νὰ σοῦ περιέγραφε κάτι τόσο καθημερινό! Καταλαβαίνεις παιδί μου ποιόν θὰ πᾶς νὰ συναντήσεις;
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελλάκι του! Ἔδωσε ὁ μακρόθυμος Κύριος καὶ ἦταν ἐκεῖ!
-Καλῶς το παλληκάρι, εἶπε καὶ ὁ Ἀθανάσιος ἔνιωσε, πὼς αὐτὲς ἦταν οἱ πιὸ γλυκὲς λέξεις ποὺ εἶχε ποτέ του ἀκούσει! Σουρούπωνε πιά, ὅταν ἦρθε ἡ σειρὰ του νὰ δεῖ τὸν Γέροντα κατὰ μόνας! Ξεκίνησε νὰ τοῦ μιλᾷ γιὰ ὅσα τὸν ταλάνιζαν...
-Ἀθανάσιε γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ μοῦ λές, ἕνα εἶναι τὸ φάρμακο παιδάκι μου! Ἡ παστρικὴ ἐξομολόγηση! Τίποτε ἄλλο! Αὐτὸ θὰ σὲ λυτρώσει!
Δὲν τὸ κατάλαβε τὸ γιὰ πότε ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ γιὰ πότε ξαναβρέθηκε ὕστερα ἀπὸ λίγες μόνο μέρες στὴν αὐλὴ τοῦ Γέροντος Παϊσίου! Ἀκολούθησε τὴν συμβουλή του! Εἶχε ἐπιστρέψει μαζὶ μὲ ἕνα τετράδιο... παραμάσχαλα! Γεμᾶτο ἐκεῖνο ἀπὸ ἁμαρτίες! Ἐγκαύματα ἡδονῶν, τραύματα καὶ μώλωπες ἀπὸ τὰ ἀμείλικτα πάθη τῆς πειραστικῆς νεότητας... Σχεδὸν τὸ γέμισε ἐξιλεωτικὰ ὡς τὸ τέλος του! Μὰ δὲν ἀρκοῦσε μόνο αὐτό! Ἦταν ἕτοιμος καὶ ἀποφασισμένος ὅσο ποτέ του, νὰ μὴν παραλείψει οὔτε μιὰ λέξῃ μπροστὰ στὸν Γέροντα! Τοῦ τὸ ἔδειξε λοιπὸν μὲ λαχτάρα, μὰ ἡ ἀπάντησή του τοῦ ἔκοψε τὸν ἐνθουσιασμό!
-Δὲν ἐξομολογῶ ἐγὼ παιδάκι μου! Δὲν ἔχω ἱεροσύνη! Ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς μοναχός! Μὴν ἀπογοητεύεσαι! Δόξα τῷ Θεῷ! Ὑπάρχουν πνευματικοὶ ἐνάρετοι καὶ εὐλαβέστατοι! Θὰ σοῦ πῶ, πῶς νὰ πᾶς νὰ συναντήσεις τὸν δικό μου πνευματικὸ τὸν παπᾶ-Νικόδημο! Ἂν δώσει ὁ Θεὸς καὶ τὸν βρεῖς... θὰ σὲ ἀναπαύσει ὁ Γέροντας! Μακάριος καὶ πτωχός! Τὰ ἀρετῆς τέκνο ἐκλεκτό! Γιὰ νὰ καταλάβεις, κάποτε μοῦ παραπονιόταν ὅτι ἔκανε ἀγρυπνία καὶ δὲν εἶχε μιὰ στάλα λάδι γιὰ τὸ καντήλι! Θεοσκότεινα μέσα στὸ κελλὶ καὶ ἐκεῖνος μὲ ἕνα ἀποσωμένο κεράκι διάβαζε τὰ γράμματα τῶν ἀκολουθιῶν.
-Ξαφνικὰ Παΐσιε, ἄρχισε νὰ μοῦ περιγράφει, γέμισε μὲ Φῶς το κελλί! Ὦ πόσο Φῶς! Δὲν ξέρω ἂν χθὲς τὴ νύχτα τὸ ἀντιλήφθηκες καὶ ἐσύ! Ὅλη ἡ περιοχή μας ἦταν γεμάτη ἀπὸ Φῶς! Καὶ τὸ ἔλεγε ἔτσι ἁπλὰ σὰν νὰ σοῦ περιέγραφε κάτι τόσο καθημερινό! Καταλαβαίνεις παιδί μου ποιόν θὰ πᾶς νὰ συναντήσεις;
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελλάκι του! Ἔδωσε ὁ μακρόθυμος Κύριος καὶ ἦταν ἐκεῖ!
-Σὲ περίμενα! τοῦ εἶπε σὰν τὸν εἶδε, μὲ τὸ ποὺ ἄνοιξε μὲ δυσκολία μιὰ σιδερένια μαγκωμένη ἀπὸ τὸν χρόνο πόρτα! Μὲ ἕνα χιλιομπαλωμένο ράσο, μὲ γένια καὶ μαλλιὰ ἀπεριποίητα καὶ κολλημένα ἀπὸ τὴν ἀλουσία! Μὰ μὲ ἕνα ἀσύλληπτο φῶς νὰ ξεβγαίνει ἀπὸ τὸ μέτωπο καὶ τοὺς κροτάφους... Καὶ εὐωδία! Ἀπερίγραπτη εὐωδία!
-Πήγαινε παιδί μου μέσα στὸν Ναὸ καὶ ἂν θέλεις διάβασε τὸν 50ο ψαλμό! Τὸν γνωρίζεις;
-Βέβαια πάτερ Νικόδημε! Νὰ εἶναι εὐλογημένο!
Πῆγε καὶ στάθηκε μέσα στὸ ἐκκλησάκι καὶ ξεκίνησε νὰ ἀπαγγέλει μεγαλοφώνως καὶ εὔηχα τὸ ἐλέησόν μὲ ὁ Θεός! Ἀργὰ καὶ καθαρά, νὰ ἀκούει καὶ ὁ Γέροντας ποὺ ἦταν ἀκόμα στὴν αὐλή. Μπῆκε ὕστερα ἀπὸ ἐλάχιστα καὶ πλησίασε τὴν ὡραία πύλη! Πῆρε στὰ χέρια του τὸ πετραχήλι ποὺ ἦταν σὲ ἕνα κρεμασταράκι πάνω ἀπ᾿ τὸ δεξὶ βημόθυρο σιμὰ στὸν ἀφέντη Χριστό. Ἐκεῖνον πλησίασε σέρνοντας ἀργὰ τὰ πόδια του ὁ πατὴρ Νικόδημος... Ὁ Ἀθανάσιος συνέχιζε νὰ ἀπαγγέλει μὲ ἀπαράλλαχτο τὸ ὕφος: -Κύριε τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου... Μὰ χαμήλωσε ἀπότομα ὅταν ἄκουσε τὸν παπᾶ μὲ τρεμάμενη φωνὴ νὰ συλλαβίζει τραυλίζοντας:
Κύ...κύ..ριε Ι...Ι..Ἰησού...ε...ε...ἐλέ...ησόν...με...Σὰν νὰ ἔβλεπε κάτι τρομερό, ποὺ τὸν ἔσπρωχνε πρὸς τὰ πίσω, συνέχιζε μὲ ἐντεινόμενη τὴ συστολή, σὰν φοβισμένο μωρό, νὰ μαζεύει τοὺς ὤμους του, στὴν κυριολεξία τρικλίζοντας, μὲ τὸ κεφάλι τελείως κατεβασμένο... Σταμάτησε τὴν ἀπαγγελία ὁ Ἀθανάσιος! Κατάλαβε ὅτι ὁ Γέροντας ἐκείνη τὴν ὥρα εἶχε τὴν αἴσθηση τῆς ὁλοζώντανης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μποροῦσε νὰ συνεχίσει νὰ ἀπευθύνεται στὸν Πανοικτίρμονα Πατέρα Θεό, μὲ τὸ πομπῶδες καὶ τὸ ἐπιτηδευμένο, ποὺ τοῦ φανέρωσε τόσο διακριτικὰ καὶ ἀληθινὰ ὁ Γέροντας; Διέκρινε αὐτὸς ὁ ἁγιασμένος, τὰ στομφάζοντα χείλη τῆς καρδιᾶς του... Σχεδόν ψιθυρίζοντας καὶ μὲ πρωτόγνωρο δέος πλέον, ψέλλισε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ ψαλμοῦ.
Ἦρθε καὶ στάθηκε δίπλα του ὁ παπᾶ Νικόδημος.
-Ὡραῖα εἶναι ἐδῶ Γέροντα! Μακάρι νὰ μποροῦσα καὶ ἐγὼ νὰ μείνω στὸ Ὅρος νὰ μονάσω!
-Ἐσὺ παιδί μου, θὰ κάνεις οἰκογένεια μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ! Πές μου τώρα τί σὲ βαραίνει;
Ξεκίνησε νὰ διαβάζει μὲ συντριβὴ ἀπὸ τὰ γραμμένα τοῦ τετραδίου! Στὴν ἀρχὴ ὁ πάτερ τὸν ἄκουγε σιωπηλός! Εἶχε περάσει ἀρκετὲς σελίδες, ὅταν τοῦ εἶπε νὰ συνεχίσει καὶ νὰ μὴν σταματήσει, ἐνῶ ἐκεῖνος βγῆκε ἔξω καὶ ἀπομακρύνθηκε στὸ τέρμα τῆς αὐλῆς, ὅπου ἄρχισε νὰ σκαλίζει κάτι λάχανα καὶ ζαρζαβάτια ποὺ εἶχε φυτεμένα! Τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση τοῦ Ἀθανασίου αὐτὸ τὸ γεγονός, ἀλλὰ ἔκανε ὑπακοὴ καὶ σὲ λίγη ὥρα εἶχε τελειώσει τὸ τετράδιο τῶν ἁμαρτιῶν του.
Ἔβαλε ὅμως λογισμὸ καὶ φυσικὸ ἦταν τοῦτο, ὅτι τὰ μισὰ καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀναγνώσει, δὲν τὰ εἶχε διόλου ἀκούσει ὁ Γέροντας ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν... Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ξαναμπῆκε μέσα καὶ τὸν κοίταξε κατάματα. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ τοῦ μιλᾷ καὶ νὰ τοῦ δίνει σοφὲς συμβουλές, γιὰ ὅλα ὅσα εἶχε διαβάσει... Κυρίως γιὰ ἐκεῖνα, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ποτέ του δὲν ἄκουσε!! Δὲν λησμονᾷ ποτὲ ἐκείνη τήν... παστρική ἡμέρα, τὴν γενέθλιά του, στὸ κελλίον τοῦ Γέροντα Νικοδήμου τοῦ πνευματικοῦ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου!
Στὸν Οὐρανὸ οἱ Ἅγιοι μαζὶ πρεσβεύουν γιὰ ὅλους μας καὶ γιὰ τὸν Ἀθανάσιο τὸ πνευματικοπαίδι τους! Θυμᾶται ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ πατὴρ Νικόδημος τοῦ ἔδωσε ἕνα μικρὸ κομμάτι βαμβακιοῦ μὲ λαδάκι ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ Χριστοῦ! -Πᾶρε Θανάση παιδί μου ἀπὸ τὸ λαδάκι αὐτὸ νὰ τὸ ἔχεις! Τὸ θυμήθηκε ὁ Ἀθανάσιος μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ σὲ μιὰ πολὺ δύσκολη στιγμή του! Τὰ φιλεπίστροφα πάθη τὸν εἶχαν περικυκλώσει! -Μόλις σταυρώθηκα ἀδελφέ μου, σὰν νὰ μὲ ξελευτέρωσε κάποιος ἀπὸ δεσμά! Τόση δύναμη εἶχε ἡ προσευχὴ αὐτοῦ τοῦ Γέροντα! Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή τους!
Παραμονὲς τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη γράφτηκε αὐτὸ τὸ διήγημα μὲ τίς μυρωμένες καὶ φωτοβόλες θύμησες. Στὸν Οὐρανό, νέφη ἀπειραρίθμων ἁγίων, ποὺ δὲν δοξάστηκαν ποτὲ στὴ γῆ, σὰν τὸν ταπεινὸ πατέρα Νικόδημο τὸν Κρήτα. Καὶ ἄλλα, ποὺ εὐδόκησε ὁ Κύριος νὰ μᾶς εἶναι γνωστὰ καὶ εὐλαβῶς νὰ τιμοῦμε κάθε χρόνο τὴν ἁγία τους μνήμη, σὰν τὸν ἀσκητὴ τῆς Παναγούδας τὸν πεφιλημένο. Ὅσο ὅλοι αὐτοὶ ἔζησαν ἐπὶ γῆς, συνέβαινε κάτι τὸ ἐκπληκτικό, ποὺ συνεχῶς πιστοποιεῖται ἀπὸ ὅσους εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ τοὺς ζήσουν! Εἶχαν τὴν αἴσθηση τοῦ Θείου ὑπεραισθητοῦ καὶ τὴν ἀσύληπτη ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός...
Παραμονὲς τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη γράφτηκε αὐτὸ τὸ διήγημα μὲ τίς μυρωμένες καὶ φωτοβόλες θύμησες. Στὸν Οὐρανό, νέφη ἀπειραρίθμων ἁγίων, ποὺ δὲν δοξάστηκαν ποτὲ στὴ γῆ, σὰν τὸν ταπεινὸ πατέρα Νικόδημο τὸν Κρήτα. Καὶ ἄλλα, ποὺ εὐδόκησε ὁ Κύριος νὰ μᾶς εἶναι γνωστὰ καὶ εὐλαβῶς νὰ τιμοῦμε κάθε χρόνο τὴν ἁγία τους μνήμη, σὰν τὸν ἀσκητὴ τῆς Παναγούδας τὸν πεφιλημένο. Ὅσο ὅλοι αὐτοὶ ἔζησαν ἐπὶ γῆς, συνέβαινε κάτι τὸ ἐκπληκτικό, ποὺ συνεχῶς πιστοποιεῖται ἀπὸ ὅσους εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ τοὺς ζήσουν! Εἶχαν τὴν αἴσθηση τοῦ Θείου ὑπεραισθητοῦ καὶ τὴν ἀσύληπτη ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός...
Κατόρθωσαν ὅμως καὶ γιὰ αὐτὸ τόσο μᾶς ἀναπαύει ἡ μνήμη τους, ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέρλογα, νὰ τὰ σμίξουν μὲ τὴν ταπείνωση τῆς αὐτομεμψίας τοῦ ἐσχάτου τῶν ἁμαρτωλῶν... Τούτη τὴν ὁδὸ τῆς Ἁγιότητας, καλούμαστε ὅλοι νὰ πορευθοῦμε! Ἀδύνατο αὐτό, θὰ ἀντιτάξουν καὶ πάλι οἱ πολλοὶ τούτου του κόσμου! Τίποτα τὸ ἀδύνατο γιὰ τὸν Ἅγιο Θεό, ποὺ πάντοτε ἐνισχύει! Ἀρκεῖ μόνο αὐτὴ ἡ ὁδὸς νὰ ξεκινήσει μὲ μιά... παστρική ἐξομολόγηση...
Νώντας Σκοπετέας
Ἀληθινὴ ἱστορία ὅπως διασκευάστηκε σὲ διήγημα.
Ἀπὸ καρδιᾶς εὐχαριστοῦμε τὸν ἀδελφό μας Ἀθανάσιο Α. ποὺ μὲ ἀγάπη Χριστοῦ μας διηγήθηκε πρὸς δόξαν Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὠφέλεια ψυχῶν.
Ἀληθινὴ ἱστορία ὅπως διασκευάστηκε σὲ διήγημα.
Ἀπὸ καρδιᾶς εὐχαριστοῦμε τὸν ἀδελφό μας Ἀθανάσιο Α. ποὺ μὲ ἀγάπη Χριστοῦ μας διηγήθηκε πρὸς δόξαν Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὠφέλεια ψυχῶν.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου