Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάν καὶ οἱ σύν αὐτῷ μαρτυρήσαντες


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
 
Ἡ δισχιλιόχρονη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸ μαρτύριο. Κι᾿ αὐτὸ διότι ὁ ἀντίδικος διάβολος προσπαθεῖ νὰ τὴν καταστρέψῃ, στρέφοντας ἐναντίον της τὰ ἐπὶ γῆς ὄργανά του. Οὐδέποτε ὑπῆρξε ἐποχὴ ποὺ νὰ μὴν χύνεται αἷμα χριστιανικό. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι καταγραμμένα στὰ συναξάρια μυριάδες μαρτύρια. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρα Βλασίου τοῦ Ἀκαρνᾶνα καὶ τῶν σὺν αὐτῷ μαρτυρησάντων πατέρων καὶ πολλῶν ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν.
 
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα. Κατάγονταν πολὺ πιθανὸν ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκλάβαινα Ξηρομέρου Ἀκαρνανίας, ὅπου βρέθηκε τὸ 1923 ὁ τάφος του καὶ τὰ τίμια λείψανά του καὶ ὅπου ἀναφέρεται ἡ χρονολογία 1006, ἔτος τοῦ μαρτυρίου του. Δυστυχῶς δὲ γνωρίζουμε σχεδὸν τίποτε γιὰ τὴν ζωή του, παρὰ μόνο γιὰ τὸ ἔνδοξο μαρτύριό του.
 
Ἀκολούθησε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ μόνασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Εἰσοδίων Θεοτόκου στὴν παλιὰ Κιάφα – Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας, τῆς σημερινῆς ἐπαρχίας Βονίτσης καὶ Ξηρομέρου. Μὲ τὸν καιρὸ ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία ποίμαινε θεοφιλῶς. Φαίνεται πὼς εἶχε τὴ φήμη ἁγίου καὶ ἐνάρετου ἄνδρα καὶ γι᾿ αὐτὸ συνέρρεαν στὴ Μονὴ χιλιάδες πιστοὶ ἀπὸ τίς γύρω περιοχές.
 
Ἀλλὰ ἔζησε σὲ ἐποχὴ δύσκολη, διότι τὴν περιοχὴ τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος, λυμαίνονταν φοβερὲς συμμορίες πειρατῶν. Ἔχοντας ὡς ὁρμητήρια τίς χῶρες τῆς βορείου Ἀφρικῆς ἔκαναν ἐπιδρομὲς σὲ ὅλη τὴ Μεσόγειο, ὅπου λήστευαν, σκότωναν καὶ κατέστρεφαν ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους. Ἰδιαίτερα προτιμοῦσαν τίς περιοχὲς τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος καὶ κυρίως την περιοχὴ τοῦ Ξηρομέρου, διότι ἦταν ἀπὸ τίς λιγότερο φυλασσόμενες ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς. Τὸ χωριὸ τοῦ ἁγίου Σκλάβαινα πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ κάποια ἐπιδρομὴ οἱ μπαρμπαρέζοι πειρατές, ἀφοῦ ἅρπαξαν ὅ,τι πολύτιμο ὑπῆρχε, πῆραν μαζὶ τους καὶ πολλοὺς χωριανοὺς ὡς σκλάβους!
 
Μιὰ ἀπὸ τίς πολλὲς ἐπιδρομές, οἱ Ἀγαρηνοὶ πειρατὲς προχώρησαν στὴν ἐνδοχώρα τῆς Ἀκαρνανίας καὶ ἔφτασαν στὰ Σκλάβαινα καὶ ἔβαλαν στὸ μάτι τὸ μοναστήρι τῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου, ὅπου μόναζε ὁ ἅγιος Βλάσιος μὲ τὴ συνοδεία του. Ὅταν ἔφτασαν στὴ Μονὴ τελοῦνταν Θεία Λειτουργία καὶ εἶχαν προσέλθει πολλοὶ προσκυνητές. Οἱ βάρβαροι Ἀγαρηνοὶ δὲν σεβάστηκαν οὔτε τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου οὔτε τὴν ἱερότητα τοῦ χρόνου. Ὅρμισαν σὰν μανιασμένα θηρία στὴ Μονὴ καὶ ἄρχισαν νὰ ἁρπάζουν ὅ,τι πολύτιμο ἔβρισκαν. Κατόπιν πῆγαν στὸ καθολικό τῆς Μονῆς ὅπου τελοῦνταν ἡ Θεία Λειτουργία. Μπῆκαν μὲ ἀλαλαγμοὺς καὶ φοβέρες στὸ ναὸ καὶ ἄρχισαν νὰ λεηλατοῦν τὸ χῶρο καὶ νὰ ἁρπάζουν τὰ πολύτιμα λατρευτικὰ σκεύη. Ὅταν ὁ ἅγιος Βλάσιος ἀντιστάθηκε τὸν σκότωσαν. Τὸν ἀποκεφάλισαν, ἀφοῦ ἔμπηξαν πρὶν γιὰ βασανισμό, πέντε καρφιὰ στὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔριξαν στὴ φωτιὰ νὰ τὸ κάψουν, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν κάηκε! Μαζὶ του σκότωσαν ἄλλους δύο ἱερομονάχους καὶ τρεῖς μοναχούς. Κατόπιν σκότωσαν καὶ πολλοὺς προσκυνητές, οἱ ὁποῖοι περιμάζεψαν τὰ λείψανα καὶ τὰ ἔθαψαν στὸν περίβολο τῆς Μονῆς. Ἄλλους τοὺς πῆραν αἰχμαλώτους νὰ τοὺς πουλήσουν δούλους στὴν Ἀραπιά! Ὅσοι σώθηκαν ἔθαψαν σὲ ὁμαδικὸ τάφο τοὺς σκοτωμένους προσκυνητές. Τέλος ἔβαλαν φωτιὰ καὶ κατέστρεψαν ὁλοσχερῶς τὴν Μονή, ἀφήνοντας ἐρείπια καὶ ἔφυγαν. Ἦταν 19 Δεκεμβρίου τοῦ 1006, ἡμέρα Κυριακή.
 
Τὸ φρικτὸ αὐτὸ γεγονὸς ἔμεινε βαθειὰ χαραγμένο στὴ μνήμη τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Γιὰ πολλοὺς αἰῶνες θυμοῦνταν καὶ τιμοῦσαν τὸν ἅγιο ἱερομάρτυρα Βλάσιο καὶ τοὺς ἄλλους μάρτυρες τῆς φοβερῆς ἐκείνης σφαγῆς. Ὅμως μὲ τὴν πάροδο των αἰώνων καὶ τίς ἐθνικὲς περιπέτειες τὸ γεγονὸς ἔγινε ἀμυδρὴ ἀνάμνηση, ἕνας μακρινὸς θρῦλος, ποὺ τὸν διηγοῦνταν οἱ παλιοὶ σὰν ἕνα παραμύθι. Γιὰ ἐννιακόσια χρόνια ὁ ἅγιος ἔμεινε στὴν ἀφάνεια. Ἄλλωστε καὶ ἡ πληθυσμιακὴ ἀλλοίωση ἐνέτεινε τὴ λησμονιά. Ἐπίσης ὁ χῶρος τῆς Μονῆς, μὲ τὸν καιρὸ μπαζώθηκε καὶ στὴ θέση της στήθηκαν ποιμνιοστάσια.
 
Αὐτὰ μέχρι τίς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα. Ὁ ἅγιος ἄρχισε νὰ ἀποκαλύπτει τὸ μαρτυρικὸ βίο, τὸ δικὸ του καὶ τῶν ἄλλων μαρτύρων, καθὼς καὶ τὸν τάφο του, σὲ πολλοὺς ἐνάρετους ἀνθρώπους, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Ἀπὸ τὸ 1915 καὶ ἑξῆς, ἄρχισε ὁ ἅγιος νὰ κάνει αἰσθητὴ τὴ παρουσία του στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ ἰδιαίτερα τῶν Σκλαβαίνων. Παρουσιάζονταν σὲ ὄνειρα ὡς ἐπιβλητικὸς ρασοφόρος, τοὺς ὁδηγοῦσε σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ τοὺς ἔλεγε τὸ στερεότυπο: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Βλάσιος. Νὰ σκάψετε στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ νὰ βγάλετε τὰ λείψανα μου». Ἐκεῖνοι ἔντρομοι πήγαιναν στὸν τόπο ποὺ τοὺς ὑποδείκνυε ὁ ἅγιος, ἀλλὰ ἐκεῖ ἦταν στάνες καὶ μαντριὰ καὶ δὲν ὑπῆρχε κάποιο στοιχεῖο ποὺ νὰ τοὺς βεβαιώνει ὅτι ἐκεῖ μπορεῖ βρίσκεται τάφος ἁγίου. Οἱ κάτοικοι ἀποροῦσαν γιὰ τὰ ὄνειρα καὶ τό μόνο ποὺ μπόρεσαν νὰ κάμουν ἦταν νὰ χτίσουν εἰκόνισμα τοῦ ἁγίου Βλασίου, τοῦ γνωστοῦ ἐπισκόπου Σεβαστείας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἁγίου ἔγιναν πιὸ συχνὲς καὶ ἐντονότερες, ὅμως οἱ κάτοικοι ἔπαψαν νὰ δίνουν σημασία.
 
Τὴ νύχτα, στὶς 23 Αὐγούστου τοῦ 1923, ὁ ἅγιος ἐμφανίστηκε ζωντανὸς στὴν εὐλαβῆ γερόντισσα Εὐφροσύνη Κατσαρά, κάτοικο τοῦ χωριοῦ, ἡ ὁποία φρόντιζε τὴν ἑτοιμοθάνατη κόρη της, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ τυφοειδῆ πυρετό. Ξαφνικὰ τὰ μεσάνυχτα ἀκούστηκε ἕνας δυνατὸς κρότος, ἄνοιξαν τὰ πορτοπαράθυρα καὶ ἕνα ἐκτυφλωτικὸ φῶς μπῆκε στὸ σπίτι της. Μέσα ἀπὸ τὸ φῶς πρόβαλε ἕνας ἱερέας, ντυμένος τὰ ἱερατικά του ἄμφια, ἐγκόλπιο καὶ κρατῶντας την ποιμενική του ράβδο. Ἡ εὐσεβὴς γυναῖκα φοβήθηκε καὶ σάστισε ἀπὸ τὸ παράδοξο συμβάν. Τότε ὁ ἱερωμένος τῆς εἶπε ὅτι εἶναι ὁ Ἅγιος Βλάσιος καὶ τῆς ζήτησε νὰ τὴν ἀκολουθήσει, γιὰ νὰ τῆς ὑποδείξει τὸν ἀκριβὴ χῶρο ποὺ βρισκόταν τὰ λείψανά του. Ἐκείνη τοῦ εἶπε ὅτι τῆς ἦταν ἀδύνατο, διότι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα περίμενε νὰ πεθάνει ἡ κόρη της. Τότε ἐκεῖνος σταύρωσε μὲ τὸ ἐγκόλπιό του τὴν ἀσθενῆ κόρη καὶ διαβεβαίωσε τὴν Εὐφροσύνη ὅτι δὲν θὰ πάθει τίποτε ἐν τῇ ἀπουσίᾳ της. Πράγματι ἡ γραῖα τὸν ἀκολούθησε καὶ ὁ ἅγιος τὴν ὁδήγησε στὸ σημεῖο ποὺ εἶχαν ἀνεγείρει τὸ εἰκονοστάσι οἱ χωριανοὶ καὶ τῆς παράγγειλε νὰ σκάψουν γιὰ νὰ βροῦν τὰ λείψανά του. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁδήγησε τὴν Εὐφροσύνη στὸ σπίτι της καὶ ἔγινε ἄφαντος. Ἡ γυναῖκα, γεμάτη δέος καὶ φόβο, μπῆκε στὸ σπίτι της καὶ βρῆκε τὴν κόρη της ἐντελῶς θεραπευμένη!
 
Τὸ ἄλλο πρωὶ διηγήθηκε τὸ περιστατικὸ στὸν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ καὶ μιὰ ὁμάδα χωριανῶν ἄρχισαν τὸ σκάψιμο. Ἔσκαβαν τρεῖς μέρες, χωρὶς νὰ βροῦν κάποιο στοιχεῖο καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τὰ παρατήσουν, ὥσπου μιὰ ἀξίνα χτύπησε σὲ μιὰ πέτρα. Ὅταν τὴν ἀνέσυραν βρῆκαν τὰ τίμια λείψανα καὶ πέντε καρφιὰ καὶ μιὰ ἄρρητη εὐωδία ξεχύθηκε ἀπὸ αὐτά. Ἡ εὐσεβὴς γερόντισσα τὰ περιμάζεψε μὲ εὐλάβεια καὶ τὰ μετέφερε στὸ ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κατόπιν ἡ ἴδια μὲ δικές της δαπάνες ἔχτισε ναὸ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο. Παράλληλα τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς μαθεύτηκε καὶ ἄρχισαν νὰ μαρτυροῦνται πολλὰ θαύματα.
 
Στὶς 6-12-1978 παρουσιάστηκε ξανὰ ὁ ἅγιος σὲ ὅραμα στὸν εὐλαβῆ κληρικὸ ἀρχιμανδρίτη Ἀρσένιο Τσαταλιὸ καὶ ἐπίσης παρουσιάστηκε στὸν εὐλαβέστατο μοναχὸ π. Παΐσιο, τὸν σημερινὸ ἅγιο, τὸ 1980, ὁ ὁποῖος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τὸν ἅγιο Βλάσιο.
 
Ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ ἁγίου Βλασίου ἔγινε τὸ 2016 καὶ ἡ μνήμη του ὁρίστηκε νὰ τιμᾶται στὶς 7 Ἰουλίου.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου