Το βράδυ που γεννήθηκε ο Χριστός έκανε πολύ κρύο.
Η σπηλιά ήταν κρύα
και η Παναγία δεν ήξερε τι να κάνει.
Τότε ο Ιωσήφ σκέφτηκε να ανάψει
φωτιά για να ζεσταθούν λίγο, μα δεν έβρισκε πουθενά ξύλα.
Βγαίνει έξω
από τη σπηλιά, κάνει μια βόλτα, μα τίποτα.
Ξαναμπαίνει πάλι μέσα,
παίρνει λίγα άχυρα από τη φάτνη και ανάβει φωτιά.
Μόλις τα είδε η
Παναγία δάκρυσε και είπε να είναι πάντα χρυσά.
Όμως ύστερα από λίγο τα άχυρα έσβησαν.