ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
[Ὑπομνηματισμὸς τῶν ἐδαφίων: Ματθ. 26,47-56]
«Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ (:καὶ ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς μιλοῦσε ἀκόμη, ἰδού, ἦλθε ὁ Ἰούδας, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα. Καὶ μαζί του ἦλθε κι ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀπὸ ἀνθρώπους ὁπλισμένους μὲ μαχαίρια καὶ μὲ ρόπαλα, τοὺς ὁποίους εἶχαν στείλει οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ)» [Ματθ. 26,47].
Καλὰ βέβαια εἶναι τὰ σκεύη τῶν ἱερέων, ὅμως αὐτοὶ ἔρχονται ἐναντίον Του μὲ μαχαίρια καὶ ξύλινα ρόπαλα. Καὶ «ἰδοὺ Ἰούδας (:ἰδοὺ ἦλθε ὁ Ἰούδας)» λέει «εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε (:ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα)». Πάλι τὸν ἀναφέρει ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς καὶ δὲν ντρέπεται.
«Ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς σημεῖον λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτὸς ἐστι· κρατήσατε αὐτόν. καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ εἶπε· χαῖρε, ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν (:ἐκεῖνος μάλιστα ποὺ τὸν παρέδωσε, εἶχε δώσει σ᾿ αὐτοὺς συνθηματικὸ λέγοντας: ''Ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι· πιάστε τον προσέχοντας καλὰ μὴ σᾶς φύγει''. Καὶ ἀμέσως πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε: ''Χαῖρε, διδάσκαλε''. Καὶ τὸν φίλησε μὲ προσποιητὴ ἐγκαρδιότητα)» [Ματθ. 26,48].
Πῶ, πῶ! Πόση πονηρία καὶ κακία δέχτηκε ἡ ψυχὴ τοῦ προδότη! Διότι μὲ ποιούς ὀφθαλμοὺς ἀντίκρυσε τότε τὸν Διδάσκαλο; Μὲ ποιό στόμα Τὸν φιλοῦσε; Πόσο μολυσμένη σκέψη! Τί σκέφτηκε; Τί τόλμησε νὰ κάνει; Ποιό γνώρισμα τῆς προδοσίας Τοῦ ἔδωσε; «Ὃν ἂν φιλήσω (:ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω)», λέει. Εἶχε ἐμπιστοσύνη στὴν ἐπιείκεια τοῦ Διδασκάλου, αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ὁποία περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἦταν ἱκανὴ νὰ τὸν κάνει νὰ ντραπεῖ καὶ νὰ τὸν στερήσει ἀπὸ κάθε συγγνώμη, διότι πρόδωσε Αὐτὸν ποὺ ἦταν τόσο πρᾶος.
Καὶ γιατί τὸ εἶπε αὐτό; Ἐπειδὴ ἐνῶ πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος κρατιόταν ἀπὸ αὐτούς, τοὺς διέφυγε περνῶντας ἀνάμεσά τους χωρὶς νὰ Τὸν ἀναγνωρίζουν. Ἀλλὰ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ τότε, ἐὰν δὲν ἤθελε Ἐκεῖνος νὰ συλληφθεῖ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἤθελε νὰ τὸν διδάξει αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πρᾶγμα, τύφλωσε καὶ τότε τοὺς ὀφθαλμούς τους καὶ ὁ ἴδιος ρωτοῦσε «τίνα ζητεῖτε; (:ποιόν ζητεῖτε;)» [Ἰω. 18,4]. Καὶ δὲν Τὸν γνώριζαν ἂν καὶ ἦταν μὲ φανάρια καὶ δᾶδες καὶ εἶχαν καὶ τὸν Ἰούδα μαζί τους.
Ἔπειτα ὅταν Τοῦ εἶπαν ὅτι ζητοῦν τὸν Ἰησοῦ, λέγει «ἐγὼ εἰμι (:Ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ποὺ ζητᾶτε)» [Ἰω. 18,5] καὶ ἐδῶ πάλι προσθέτει «ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πάρει; (:φίλε, ἄφησε τὸ φίλημα καὶ κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦλθες καὶ βρίσκεσαι τώρα ἐδῶ)» [Ματθ. 25,50]. Διότι ἀφοῦ ἔδειξε τὴν δύναμη Του, τὸν συγχώρησε. Ὁ Λουκᾶς μάλιστα λέει ὅτι καὶ μέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα προσπαθεῖ νὰ τὸν διορθώσει λέγοντας «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; (:Ἰούδα, μὲ φίλημα, ποὺ ὡς τώρα ἦταν δεῖγμα τῆς ἀγάπης μας, προδίδεις Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας σύμφωνα μὲ τοὺς προφῆτες;)» [Λουκᾶ 22,48]. «Οὔτε τὸν τρόπο τῆς προδοσίας δὲν ντρέπεσαι», λέει. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οὔτε αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε, καταδέχθηκε καὶ νὰ φιληθεῖ, καὶ παρέδωσε θεληματικὰ τὸν ἑαυτὸ Του καὶ Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν κράτησαν κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία ἔφαγαν τὸ πασχαλινὸ δεῖπνο· τόσο πολὺ ἔβραζαν καὶ ἦταν κυριευμένοι ἀπὸ μανία. Ἀλλὰ ὅμως τίποτε δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν ἐὰν δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεπε Ἐκεῖνος.
Τοῦτο ὅμως δὲν ἀπαλλάσσει τὸν Ἰούδα ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορη κόλαση, ἀντιθέτως μάλιστα τὸν καταδικάζει περισσότερο, διότι ἂν καὶ εἶχε λάβει τόσο μεγάλη ἀπόδειξη τῆς δύναμης καὶ τῆς ἐπιείκειας καὶ τῆς πραότητας τοῦ Διδασκάλου του, ἔγινε χειρότερος ἀπὸ κάθε θηρίο.
Γνωρίζοντας λοιπὸν αὐτὰ ἂς ἀποφύγουμε τὴν πλεονεξία. Διότι ἐκείνη, ναί, ἐκείνη τὸν ἔκανε τότε τὸν Ἰούδα νὰ μαίνεται. Ἐκείνη προγυμνάζει ὅσους κυριεύσει, στὴν ἔσχατη σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπιά. Διότι ὅταν τοὺς κάνει νὰ ἀπογοητευθοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τὴν δική τους, πολὺ περισσότερο τοὺς κάνει νὰ παραβλέπουν τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων. Καὶ τόσο πολὺ τυραννικὸ εἶναι τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, ὥστε νὰ ὑπερισχύει ἐνίοτε καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρότατου πάθους τῆς πορνείας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σκεπάζω τὸ πρόσωπό μου ἀπὸ ντροπή, διότι πολλοί, ἐπειδὴ λυποῦνται τὰ χρήματα, δὲν θέλησαν νὰ ζήσουν σωφρόνως καὶ μὲ σεμνότητα γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἂς ἀποφεύγουμε τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο δὲν θὰ πάψω νὰ σᾶς τὸ τονίζω διαρκῶς.
«Καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν μετὰ ᾿Ιησοῦ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπέσπασε τὴν μάχαιραν αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον (:καὶ ξαφνικά, ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ ἔβγαλε τὸ μαχαίρι του. Καὶ ἀφοῦ χτύπησε τὸν δοῦλο τοῦ ἀρχιερέα, τοῦ ἔκοψε τὸ αὐτὶ) τότε λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται (:Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: ''Βάλε τὸ μαχαίρι ξανὰ πίσω στὴ θήκη του· διότι ὅλοι ὅσοι πῆραν μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου τους, μὲ μαχαίρι θὰ πεθάνουν'')· ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων; (:Ἢ νομίζεις ὅτι δὲν μπορῶ τώρα νὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα μου καὶ νὰ παρατάξει στὸ πλευρό μου περισσότερες ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων;)· πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι; (:Ἀλλὰ ἐὰν ζητήσω τὴ βοήθεια τῶν ἀγγέλων, πῶς λοιπὸν θὰ ἐκπληρωθοῦν καὶ θὰ ἐπαληθευτοῦν οἱ προφητεῖες τῶν Γραφῶν; Διότι αὐτὲς λένε ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνει καὶ ἔτσι πρέπει ὁ Μεσσίας νὰ θανατωθεῖ)» [Ματθ. 26,51-54].
Ποιός ἦταν αὐτὸς ὁ ἕνας ὁ ὁποῖος ἔκοψε τὸ αὐτί; Ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι ἦταν ὁ Πέτρος: «Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτήν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος (:ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνοι πῆραν θάρρος ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ προχωροῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Σίμων Πέτρος, ὁ ὁποῖος συνέβῃ τὴ στιγμὴ ἐκείνη νὰ ἔχει πάνω του ἕνα μαχαίρι, τὸ ἔσυρε καὶ χτύπησε μὲ αὐτὸ τὸν δοῦλο τοῦ ἀρχιερέα καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ δεξὶ αὐτί. Ὁ δοῦλος αὐτὸς ὀνομαζόταν Μάλχος)» [Ἰω. 18,10], διότι αὐτὴ ἦταν ἐνέργεια τῆς ἰδιοσυγκρασίας του.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ πρέπει νὰ ἐρευνήσουμε εἶναι γιατί κρατοῦσαν μαχαίρια· διότι τὸ ὅτι κρατοῦσαν φαίνεται ὄχι μόνο ἀπὸ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶπαν ὅταν ρωτήθηκαν, ὅτι δηλαδὴ εἶπαν τότε: «Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο (:Κύριε, νά, ἐδῶ ὑπάρχουν δύο μαχαίρια)» [Λουκᾶ 22,38]. Γιατί ὅμως τοὺς ἐπέτρεψε ὁ Χριστὸς νὰ ἔχουν; Διότι αὐτὸ τὸ ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς, ὅτι «εἶπεν αὐτοῖς· ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μὴ τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός (:προαναγγέλλοντας στοὺς μαθητὲς ὅτι στὸ μέλλον ἡ πίστη ὅλων θὰ δοκιμαζόταν, τοὺς εἶπε: ''Ὅταν στὴν πρώτη σας περιοδεία σᾶς ἔστειλα χωρὶς χρήματα καὶ χωρὶς ταξιδιωτικὸ σάκο καὶ ὑποδήματα, μήπως στερηθήκατε τίποτε;''. Καὶ αὐτοὶ ἀπάντησαν: ''Ὄχι, δὲν στερηθήκαμε τίποτε'')» [Λουκᾶ 22,35] καὶ ὅταν ἀπάντησαν ὅτι δὲ στερήθηκαν τίποτε, τοὺς εἶπε: «ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω, ὁμοίως καὶ πῆραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν (:τώρα ὅμως τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Καὶ πρέπει νὰ ὁπλιστεῖτε μὲ σύνεση καὶ νὰ ἔχετε πάντοτε στὸ νοῦ σας ὅτι περικυκλώνεστε ἀπὸ ἐχθρούς. Τώρα ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πορτοφόλι ἂς τὸ πάρει μαζί του, γιὰ νὰ ἔχει χρήματα νὰ ἀγοράσει τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή του. Τὸ ἴδιο ἂς κάνει κι αὐτὸς ποὺ ἔχει σάκο· ἂς τὸν πάρει μαζί του γεμᾶτο μὲ τρόφιμα. Δὲν θὰ βρεῖτε πλέον τὴν πρόθυμη φιλοξενία καὶ ὑποδοχὴ ποὺ συναντήσατε στὴν πρώτη περιοδεία σας. Κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει μαχαίρι, ἂς πουλήσει καὶ τὸ ἴδιο τὸ ροῦχο του κι ἂς ἀγοράσει. Δὲν θέλω νὰ πῶ μὲ αὐτὸ ὅτι σᾶς ἐπιτρέπω νὰ ἀντιτάσσετε βία στὴ βία· οὔτε ὅτι ἔχετε δικαίωμα μὲ τὸ μαχαίρι νὰ ἐπιδιώξετε τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἁπλῶς μὲ ζωηρὴ εἰκόνα θέλω νὰ σᾶς παραστήσω ὅτι ὁ καιρὸς αὐτὸς εἶναι καιρὸς διωγμοῦ καὶ ὅτι θὰ ἀντιμετωπίσετε θανατηφόρες ἐπιβουλὲς καὶ ἐχθρότητες)» [Λουκᾶ, 22,36]. Καὶ ὅταν Τοῦ ἀπάντησαν ὅτι «Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο (:Κύριε, νά, ἐδῶ ὑπάρχουν δύο μαχαίρια)» [Λουκᾶ 22,38]», τοὺς εἶπε: «ἱκανὸν ἐστι (:Δὲν καταλαβαίνετε τί σᾶς λέω. Φτάνει λοιπόν. Ἄς μὴν ἐκτεινόμαστε σὲ περισσότερη συζήτηση)» [Λουκᾶ, 22,38].
Γιατί λοιπόν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ ἔχουν; Γιὰ νὰ τοὺς βεβαιώσει ὅτι θὰ παραδοθεῖ. Καὶ γι᾿ αὐτὸ τοὺς λέει «ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει μαχαίρι, ἂς ἀγοράσει», ὄχι γιὰ νὰ ὁπλιστοῦν, ἀλίμονο, ἀλλὰ θέλοντας μὲ αὐτὸ νὰ φανερώσει τὴν ἐπικείμενη παράδοσή Του. Καὶ γιατί τοὺς λέει νὰ ἔχουν καὶ σάκο; Τοὺς συνήθιζε νὰ εἶναι ψύχραιμοι καὶ νὰ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ εἶναι πλέον ἕτοιμοι νὰ καταβάλλουν πολλὴ καὶ δική τους προσπάθεια. Διότι στὴν ἀρχὴ μὲν ἐπειδὴ ἦταν ἄπειροι, τοὺς περιέβαλλε μὲ πολλὴ δύναμη, τώρα ὅμως, σὰν μικρὰ πτηνὰ ποὺ τὰ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φωλιά, τοὺς προτρέπει νὰ χρησιμοποιήσουν καὶ τὰ δικά τους φτερά.
Ἔπειτα γιὰ νὰ μὴν νομίζουν ὅτι ἀπὸ ἀδυναμία τοὺς ἀφήνει, τοὺς προτρέπει καὶ αὐτοὺς νὰ κάνουν ὅ,τι μποροῦν, τοὺς ὑπενθυμίζει τὰ προηγούμενα, λέγοντας: «ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μὴ τινος ὑστερήθητε; (:ὅταν στὴν πρώτη σας περιοδεία σᾶς ἔστειλα χωρὶς χρήματα καὶ χωρὶς ταξιδιωτικὸ σάκο καὶ ὑποδήματα, μήπως στερηθήκατε τίποτε;)» [Λουκ. 22,35]. Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο θέλει νὰ μάθουν τὴ δύναμή Του καὶ σὲ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ἦταν ἐπικεφαλής, καὶ σὲ αὐτὰ τώρα ποὺ τοὺς ἐγκαταλείπει σιγὰ σιγά.
Ἀλλὰ ποῦ βρέθηκαν ἐκεῖ μαχαίρια; Ἀπὸ δεῖπνο καὶ ἀπὸ τράπεζα εἶχαν ἐξέλθει. Ἦταν φυσικὸ νὰ ὑπάρχουν καὶ μαχαίρια ἐκεῖ γιὰ τὸ ἀρνί, κι ἔτσι αὐτοί, ὅταν ἄκουσαν ὅτι θὰ ἔλθουν κάποιοι ἐναντίον Του, τὰ πῆραν ὡς βοηθητικὰ γιὰ νὰ πολεμήσουν ὑπὲρ τοῦ Διδασκάλου· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ δική τους μόνο σκέψη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπικρίνεται ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος τὸ χρησιμοποίησε καὶ μάλιστα μὲ μεγάλη ἀπειλή. Διότι ἀπέκρουσε τὸν ὑπηρέτη ὅταν ἦρθε μὲ ὁρμή, ἀλλὰ ὄχι γιὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τὸ ἔκανε αὐτὸ χάριν τοῦ Διδασκάλου.
Ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Χριστὸς νὰ γίνει καμία βλάβη. Διότι τὸν θεράπευσε καὶ ἔκανε μεγάλο θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀρκετὸ νὰ φανερώσει καὶ τὴν δική Του ἐπιείκεια καὶ δύναμη καὶ τοῦ μαθητῆ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἠπιότητα, ἀφοῦ καὶ ἐκεῖνο τὸ ἔκανε ἀπὸ στοργὴ καὶ σὲ αὐτὸ ἔδειξε πειθαρχία. Διότι ὅταν ἄκουσε «εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ· βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό; (:ἀμέσως λοιπὸν μετὰ ἀπὸ τὸ συμβὰν αὐτό, εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸν Πέτρο: ''Βάλε τὸ μαχαίρι στὴ θήκη του. Θέλεις νὰ μὴν πιῶ τὸ ποτήρι τοῦ Πάθους μου, ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Πατέρας μου νὰ πιῶ, καὶ νὰ τὸ ἀποφύγω, παρακούοντας ἔτσι τὸν Πατέρα μου;'')» [Ἰω. 18,11], ἀμέσως πείστηκε καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δὲν τὸ ἐπανέλαβε πουθενά.
Ἄλλος μάλιστα εὐαγγελιστής, ὁ Λουκᾶς, λέει ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ εἶδαν αὐτὸ ποὺ γινόταν, ὅτι δηλαδὴ σκόπευαν νὰ Τὸν συλλάβουν καὶ νὰ Τὸν πάρουν μαζί τους, Τὸν ρώτησαν: «Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ; (:''Κύριε, μᾶς ἐπιτρέπεις νὰ τοὺς χτυπήσουμε μὲ μαχαίρι;'')» [Λουκᾶ 22,49], Ἐκεῖνος τοὺς ἐμπόδισε καὶ θεράπευσε τὸν δοῦλο [«ἐᾶτε ἕως τούτου· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου αὐτοῦ ἰάσατο αὐτόν (: ''Ἀφῆστε. Φτάνει, ἕως ἐδῶ. Μὴν ἀντιστέκεστε περισσότερο''. Ὕστερα ἄγγιξε τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου καὶ τὸν θεράπευσε)»] καὶ ἐπέκρινε τὸν μαθητὴ καὶ τὸν ἀπείλησε γιὰ νὰ τὸν πείσει, λέγοντας : «ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται (:τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: ''Βάλε τὸ μαχαίρι ξανὰ πίσω στὴ θήκη του· διότι ὅλοι ὅσοι πῆραν μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου τους, μὲ μαχαίρι θὰ πεθάνουν'')». Καὶ πρόσθεσε καὶ τὸν ἑξῆς συλλογισμὸ «ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοὶ πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων; (:ἢ νομίζεις ὅτι δὲν μπορῶ τώρα νὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα μου καὶ νὰ παρατάξει στὸ πλευρό μου περισσότερες ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων;) πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι; (:ἀλλά, ἐὰν ζητήσω τὴ βοήθεια τῶν ἀγγέλων, πῶς λοιπὸν θὰ ἐκπληρωθοῦν καὶ θὰ ἐπαληθευθοῦν οἱ προφητεῖες τῶν Γραφῶν; Διότι αὐτὲς λένε ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνει κι ἔτσι πρέπει ὁ Μεσσίας νὰ θανατωθεῖ)» [Ματθ. 26,52-53].
Μὲ αὐτὰ καταπράϋνε τὸν θυμό τους, δείχνοντας ὅτι αὐτὸ εἶναι σύμφωνο καὶ μὲ τίς Γραφές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσευχήθηκε ἐκεῖ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ γεγονὸς μὲ πραότητα, ἀφοῦ πληροφορήθηκαν ὅτι αὐτὸ γίνεται μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὰ δύο αὐτὰ τοὺς παρηγόρησε, καὶ μὲ τὴν ἐπικείμενη τιμωρία ἐκείνων ποὺ μελετοῦν τὸ κακό, διότι «ὅλοι ὅσοι πῆραν μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου τους» εἶπε, «μὲ μαχαίρι θὰ πεθάνουν» καὶ μὲ τὸ ὅτι δὲν τὰ ὑφίσταται αὐτὰ χωρὶς τὴν θέληση Του· διότι λέει: «Ἢ νομίζεις ὅτι δὲν μπορῶ τώρα νὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα μου καὶ νὰ παρατάξει στὸ πλευρό μου περισσότερες ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων;».
Καὶ γιατί δὲν εἶπε «ἢ νομίζετε ὅτι δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ τοὺς ἀφανίσω ὅλους;». Διότι λέγοντας αὐτό, γινόταν μάλιστα πιὸ πιστευτός, διότι δὲν εἶχαν ἀκόμη τὴν γνώμη ποὺ ἔπρεπε περὶ Αὐτοῦ. Ἄλλωστε καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχε πεῖ ὅτι «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου (:ἡ ψυχή μου εἶναι τόσο πολὺ λυπημένη, ὥστε νὰ κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὴ λύπη)» [Ματθ. 26,38] καὶ «πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο (:Πατέρα μου, ἂς φύγει ἀπὸ μένα τὸ ποτήρι αὐτὸ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου, ἐὰν εἶναι δυνατὸν νὰ συμβιβαστεῖ αὐτὸ μὲ τὸ σχέδιό Σου γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων)» [Ματθ. 26,39] καὶ φάνηκε νὰ ἀγωνιᾷ καὶ νὰ ἱδρώνει καὶ νὰ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸν ἄγγελο. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶχε δείξει πολλὰ ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά, δὲν θὰ φαίνονταν ὅτι λέγει πράγματα πιστευτά, ἐὰν βεβαίως ἔλεγε: «νομίζετε ὅτι δὲν μπορῶ νὰ τοὺς ἀφανίσω;».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέει στὸν Πέτρο: «Ἢ νομίζεις ὅτι δὲν μπορῶ τώρα νὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα μου καὶ νὰ παρατάξει στὸ πλευρό μου περισσότερες ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων;». Καὶ αὐτὸ πάλι τὸ ἀναφέρει μὲ μετριοφροσύνη, ὅταν λέει: «καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων (:καὶ νὰ παρατάξει στὸ πλευρό μου περισσότερες ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων)». Διότι ἐὰν ἕνας ἄγγελος καὶ μόνο φόνευσε κάποτε ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες ὁπλισμένους Ἀσσυρίους: «Καὶ ἐγένετο ἕως νυκτὸς καὶ ἐξῆλθεν ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐπάταξεν ἐν τῇ παρεμβολῇ Ἀσσυρίων ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας· καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ πάντες σώματα νεκρά (:Καὶ ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἔγινε, διότι κατὰ τὴ νύκτα ἐκείνη ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν Θεὸ τιμωρὸς ἄγγελος, ὁ ὁποῖος θανάτωσε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τῶν Ἀσσυρίων ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες ἄντρες. Οἱ ὑπόλοιποι ξύπνησαν τὸ πρωὶ καὶ εἶδαν ὅλα τὰ νεκρὰ σώματα)» [Δ΄ Βασιλ. 19,35], γιατί νὰ χρειάζονταν δώδεκα λεγεῶνες γιὰ χίλιους μόλις ἀνθρώπους; Τὸ κάνει ὅμως αὐτὸ προσαρμόζοντας τὸν λόγο Του στὸν φόβο καὶ τίς ἀδυναμίες τους, διότι διαφορετικὰ θὰ πέθαιναν ἀπὸ τὸν φόβο.
Γι᾿ αὐτὸ προβάλλει καὶ τίς Γραφὲς λέγοντας «πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι; (:ἀλλά, ἐὰν ζητήσω τὴ βοήθεια τῶν ἀγγέλων, πῶς λοιπὸν θὰ ἐκπληρωθοῦν καὶ θὰ ἐπαληθευθοῦν οἱ προφητεῖες τῶν Γραφῶν; Διότι αὐτὲς λένε ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνει κι ἔτσι πρέπει ὁ Μεσσίας νὰ θανατωθεῖ)», φοβίζοντας αὐτοὺς καὶ μὲ αὐτό. Διότι «ἐὰν αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ ἐκεῖνες, ἐσεῖς γιατί ἐναντιώνεστε πολεμῶντας νὰ τὸ ἀποτρέψετε;».
Καὶ πρὸς μὲν τοὺς μαθητὲς Του αὐτὰ εἶπε. Πρὸς ἐκείνους ὅμως ποὺ εἶχαν ἔρθει γιὰ νὰ Τὸν συλλάβουν, λέει: «Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς ὄχλοις· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με (:ἐκείνη τὴν ὥρα στράφηκε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς ὄχλους καὶ τοὺς εἶπε: ''Σὰν νὰ ἤμουν λῃστής, βγήκατε μὲ μαχαίρια καὶ μὲ ρόπαλα νὰ μὲ πιάσετε. Κάθε μέρα καθόμουν κοντά σας διδάσκοντας μέσα στὸ ἱερὸ καὶ δὲν μὲ συλλάβατε'')» [Ματθ. 26,55]. Κοίταξε πόσα κάνει τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ τοὺς συνεφέρουν ὥστε νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ μὴ χάσουν τὴν ψυχή τους: τοὺς ἔριξε κάτω ὑπτίους, θεράπευσε τὸ αὐτὶ τοῦ ὑπηρέτη, τοὺς ἀπείλησε μὲ σφαγὴ ὅταν τοὺς εἶπε ὅτι «ὅλοι ὅσοι πῆραν μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου τους, μὲ μαχαίρι θὰ πεθάνουν», μὲ τὴν θεραπεία τοῦ αὐτιοῦ τὰ βεβαίωσε αὐτά, ἀπὸ παντοῦ μὲ τὰ παρόντα καὶ μὲ τὰ μέλλοντα ἐμφανίζει τὴ δύναμή Του καὶ δείχνει ὅτι ἡ σύλληψή Του δὲν ἦταν ἔργο τῆς δικῆς τους δύναμης.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσθέτει «Κάθε μέρα καθόμουν κοντά σας διδάσκοντας μέσα στὸ ἱερὸ καὶ δὲν μὲ συλλάβατε» καὶ μὲ αὐτὸ δηλώνει ὅτι ἡ σύλληψή Του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς Του παραχώρησης. Παρασιωπῶντας τὰ θαύματα ἀναφέρει τὴν διδασκαλία, γιὰ νὰ μὴν δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι καυχιέται. «Ὅταν δίδασκα δὲν μὲ συλλάβατε, τώρα ποὺ σιώπησα ἤρθατε ἐναντίον μου; Ἤμουν στὸ ἱερὸ καὶ κανεὶς δὲν μὲ συνέλαβε, τώρα ὅμως τόσο ἀργὰ καὶ μέσα στὴν νύχτα ἤρθατε μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα; Τί χρειάζονται αὐτὰ τὰ ὅπλα ἐναντίον Ἐκείνου ποὺ ἦταν συνεχῶς μαζί σας;». Μὲ αὐτὰ διδάσκει ὅτι ἐὰν δὲν παραδιδόταν μὲ τὴν θέλησή Του, οὔτε τότε θὰ μποροῦσαν νὰ Τὸν συλλάβουν. Οὔτε ἦταν δυνατὸ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ συλλάβουν Αὐτὸν ποὺ ἦταν καθημερινὰ μέσα στὰ χέρια τους καὶ νὰ Τὸν πάρουν ἀπὸ τὸ μέσο καὶ νὰ ὑπερισχύσουν, καὶ τώρα νὰ μπορέσουν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, ἐὰν Ἐκεῖνος δὲν τὸ ἤθελε.
Ἔπειτα λύνει καὶ τὴν ἀπορία, γιατί τότε θέλησε. Διότι «τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν (:ὅμως ὅλο αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν καὶ νὰ ἐπαληθευτοῦν ὅσα προφητικῶς ἔγραψαν οἱ προφῆτες)». Εἶδες μὲ ποιό τρόπο ἀκόμα καὶ τὴν τελευταία στιγμή, ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν παράδοσή Του, ἔκανε τὰ πάντα γιὰ τὴν διόρθωση ἐκείνων, θεραπεύοντας, προφητεύοντας, ἀπειλῶντας (διότι λέει: «μὲ μαχαίρι θὰ πεθάνουν κι αὐτοί») δείχνοντας ὅτι ὑποφέρει μὲ τὴν θέληση Του (διότι λέει: «κάθε μέρα ἤμουν μαζί σας διδάσκοντας»), δείχνοντας τὴν συμμόρφωσή Του πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Πατρός Του, μὲ τὸ «γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν καὶ νὰ ἐπαληθευτοῦν ὅσα προφητικῶς ἔγραψαν οἱ προφῆτες».
Γιατί ὅμως δὲν Τὸν συνέλαβαν ὅταν ἦταν στὸ ἱερό; Διότι δὲν τολμοῦσαν στὸ ἱερὸ ἐξαιτίας τοῦ ὄχλου. Γι᾿ αὐτὸ ἐξῆλθε ἔξω, δίνοντας τὴν εὐκαιρία σὲ αὐτοὺς καὶ μὲ τὸν τόπο καὶ μὲ τὸν καιρό, καὶ μέχρι τελευταίας στιγμῆς ἀνατρέποντας τίς δικαιολογίες τους· διότι Αὐτὸς ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ πειθαρχήσει στοὺς προφῆτες, παραδίδει καὶ τὸν ἑαυτό Του, πῶς θὰ δίδασκε τὰ ἀντίθετα;
«Τότε οἱ μαθηταὶ πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον (:τότε ὅλοι οἱ μαθητὲς Τὸν ἄφησαν κι ἔφυγαν)» [Ματθ. 26,56]· διότι ὅταν μὲν συνελήφθῃ ἔμειναν κοντά Του, ὅταν ὅμως εἶπε αὐτὰ πρὸς τὸ πλῆθος, ἔφυγαν, διότι εἶδαν ὅτι δὲν ὑπῆρχε δυνατότητα νὰ διαφύγει, ἀφοῦ μὲ τὴν θέλησή Του παρέδωσε σὲ αὐτοὺς τὸν ἑαυτὸ Του καὶ ἔλεγε ὅτι αὐτὸ γίνεται σύμφωνα μὲ τίς Γραφές.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΠΓ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 231-255.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 69, ὁμιλία ΠΓ΄, σελ. 101-103.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου