Κυριακή 26 Μαΐου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ [:Πράξ. 9,32-42] Γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου «Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ» - 5-5-1996] (Β335)


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ [:Πράξ. 9,32-42]

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 5-5-1996]

(Β335)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, τετάρτη Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης, μὲ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή. Βλέπομε τὸν Κύριον νὰ ἐλεεῖ τὸν 38 ὁλόκληρα χρόνια παράλυτον ἄνθρωπον καὶ νὰ τὸν θεραπεύει, ἀφοῦ ἐπερίμενε χρόνια ὁλόκληρα νὰ ἰαθεῖ, πεταμένος, τρόπον τινά, ἐκεῖ σὲ μία ἄκρη τῆς κολυμβήθρας τῆς Βηθεσδᾶ. Ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε ἀπὸ τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναστήνει ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τὴν ἐλεήμονα Ταβιθά. Παντοῦ προβάλλεται ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν συνάνθρωπό του.

Ἀπέραντο κεφάλαιον εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Αὐτὴ κατέβασε τὸν Θεὸν Λόγον ἀπὸ τὸν οὐρανὸ εἰς τὴν γῆ, αὐτὴ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπό τὴν γῆ εἰς τὸν οὐρανό. Τόση εἶναι ἡ δύναμις ὄντως, τόση εἶναι ἡ δύναμις τῆς ἐλεημοσύνης. Γιατί τὸ φάσμα της εἶναι εὐρύτατο. Εἶναι ἡ προσφορὰ ἐλέους ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο παιδὶ τῆς ἀγάπης. Κι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ τὸν ἄνθρωπο, γι᾿ αὐτὸ προσφέρει τὸ ἔλεός Του, τὴν ἐλεημοσύνη Του. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀγαπῶν ἄνθρωπος, πάντοτε στέκεται μὲ διάθεση ἐλεημοσύνης πρὸς τὸν ἄλλον ἄνθρωπον.

Ἀλλὰ ἂς δοῦμε μὲ πολὺ λίγα λόγια τὴν ἱστορία τῆς Ταβιθᾶ ἢ τῆς Δορκάδος, ὅπως μεταφράζει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ εἶναι ὁ συγγραφεὺς τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Σημειώνει λοιπὸν ὁ Λουκᾶς: «Ἐν Ἰόππῃ δὲ τίς ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ (ἡ ὁποία) διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει». Ὅτι στὴν Ἰόππη, ἡ σημερινὴ Γιάφα εἶναι, τὸ μοναδικὸ λιμάνι τοῦ Ἰσραήλ, ἐκεῖ, λέγει, ἦτο κάποια μαθήτρια ποὺ τὴν ἔλεγαν Ταβιθά· ἡ ὁποία διερμηνεύεται Ἑλληνικὰ Δορκάς. Ζαρκάδι. Δορκάς. Ζαρκάδι. Αὐτὴ ἦταν γεμάτη ἀπὸ ἀγαθὰ ἔργα καὶ ἀπὸ ἐλεημοσύνες ποὺ ἀσκοῦσε γύρω της. Καὶ ἐκεῖνον τὸν καιρό, ἡ ἐλεήμων αὐτὴ γυναῖκα, ἀρρώστησε καὶ πέθανε. Καὶ τότε προσεκάλεσαν τὸν Πέτρον καὶ αὐτὸς τὴν ἀνέστησε. Μάλιστα, ὅταν ὁ Πέτρος ἔφθασε εἰς τὴν Ἰόππη, σημειώνει πάλι ὁ Λουκᾶς: «Παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι (στάθηκαν μπροστά του, τοῦ ᾿καναν παράσταση, τοῦ ἐπέδειξαν) κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς». Ὅσον καιρὸν ἦταν μαζί τους, τοὺς ἐλεοῦσε πάρα πολύ, τίς χῆρες γυναῖκες. «Νά», λέγει, «αὐτὸ ἐκείνη μου τό ᾿φτιαξε, αὐτὸ ἐκείνη μου τὸ δώρισε». Καὶ ἔκλαιγαν οἱ γυναῖκες αὐτὲς οἱ χῆρες.

Ὥστε, ἀγαπητοί, ἡ ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης ἀναστήνει καὶ νεκρούς! Ναί. Τὴν ἀνέστησε καὶ τὴν χάρισε πάλι εἰς αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἦταν οἱ εὐεργετούμενοί της. Αὐτὸ στέκεται μία συμβολικὴ εἰκόνα, ὅτι ὁ ἀληθινὰ ἐλεήμων ἐγείρεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ νέκρωση εἰς ζωὴν αἰώνιον.

Πράγματι, τὸ περιεχόμενον τοῦ κριτηρίου εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Ὅταν Αὐτὸς ὁ Χριστὸς θὰ πεῖ: «Ἤμουν γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, πεινασμένος, διψασμένος, ξένος. Δηλαδὴ κάνετε ἐλεημοσύνη σὲ μένα». Καὶ μὲ τὰ λόγια Του αὐτὰ ὁ Κύριος θέλει νὰ δείξει ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι ἁπλῶς μία πράξη φιλανθρωπίας ἢ συμπαθείας, ἀλλὰ μία πράξη ἀγάπης, ποὺ οὐσιαστικὰ ἀποτείνεται σὲ αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τί εἶπε ὁ Κύριος; «Ἐμοὶ ἐποιήσατε». Σὲ μένα τὸ κάνατε. Εἶναι μία πράξη μὲ διάσταση ὀντολογικὴ καὶ θεολογική.

Ἡ ἐλεημοσύνη ἐξομοιώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεεῖ. Καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀσκεῖ τὴν ἐλεημοσύνη, γίνεται παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Γνήσιο παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Λέγει ὁ Κύριος: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν». Καὶ θὰ εἴσαστε παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ.

Καὶ πρώτιστα εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη μὲ ὑλικὴν διάστασιν. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Α΄του ἐπιστολή: «Ὃς δ᾿ ἂν ἔχῃ τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ;». «Ἐὰν κανεὶς ἔχει», λέει, «ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ κλείσει τὰ σπλάχνα του, δηλαδὴ δὲν ἀφήσει νὰ ἀναπτυχθοῦν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὸ συναίσθημα, ἡ βούλησις ποὺ θὰ ἐνεργήσει ὅ,τι τὸ συναίσθημα, ἀλλὰ καὶ ἡ διάνοια ἔχουν σκεφθεῖ, ἔχουν αἰσθανθεῖ, πῶς εἶναι δυνατόν», λέγει, «σὲ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο νὰ κατοικήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;». Δὲν εἶναι δυνατόν. Ἐδῶ προκύπτει ἡ ἀνάγκη νὰ κάνουμε τὸν πεινῶντα ἀδελφό μας συμμέτοχο τῶν ἀγαθῶν μας. Εἶναι ξέρετε, ὁ πιὸ γόνιμος συνεταιρισμός. Εἶναι αὐτὴ ἡ κοινωνικότητα ἡ καλῶς πάντοτε ἐννοουμένη.

Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Κοινωνία τὸ πρᾶγμα ἐστίν». «Τὸ πρᾶγμα», λέει, «εἶναι κοινωνία». Γίνομαι κοινωνὸς μὲ τὸν ἄλλον κι ὁ ἄλλος μὲ ἐμένα. Καὶ μάλιστα μία θαυμαστὴ κοινωνία, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ του: «Τῆς δὲ εὐποιΐας(εὐποιΐα εἶναι οἱ καλὲς πράξεις, ἀγαθὲς πράξεις) καὶ κοινωνίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε». Μὴν ξεχνᾶτε. Νὰ ἔχετε κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ τοὺς προσφέρετε τὰ ἀγαθά σας, καὶ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικά, ὅπως λίγο εὐρύτερα, θὰ τὸ δοῦμε λίγο πιὸ κάτω. «Τοιαύταις γὰρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός». Γιατί ὁ Θεὸς μὲ τέτοιες θυσίες εὐαρεστεῖται. Ναί. Διότι εἶναι θυσία νὰ προσφέρεις στὸν ἄλλον κάτι, εἴτε ἔχεις πολλά, εἴτε δὲν ἔχεις πολλά. Ἀκόμη περισσότερο γίνεται θυσία ἐὰν δὲν ἔχεις πολλά, ἔχεις λίγα ἀγαθά. Καὶ ἀκόμη νὰ ἀποδεχθεῖς τὸν ἄλλον ἄνθρωπο καὶ νὰ εἶσαι κοινωνός του. Κι ἐκεῖνος κοινωνός σου. Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα. Ξαναλέγω, εἶναι μία θυσία.

Μὴν ἰσχυριστεῖ κανεὶς ὅτι μὲ τὴν ἐλεημοσύνη θὰ φτωχύνει. Μὴν τὸ πεῖ κανεὶς ποτὲ αὐτό. Ὅτι ἂν κάνω ἐλεημοσύνη κάπου, θὰ φτωχύνω... Ὄχι. Λέει ὁ ψαλμωδὸς στὸν 36ο ψαλμὸν του: «Νεώτερος ἐγενόμην καὶ γὰρ ἐγήρασα καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον». Ἤμουνα παιδί, λέει, καὶ γέρασα, καὶ δὲν εἶδα εὐσεβῆ ἄνθρωπο, ποὺ ἀσκοῦσε τὴν ἐλεημοσύνη, νὰ ἐγκαταλειφτεῖ· «οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν ἄρτους». Οὔτε τὰ παιδιά του νὰ γίνονται ψωμοζητιάνοι. Ζητοῦν ἄρτους.

Ὅλη τὴν ἡμέρα ἐλεεῖ καὶ δανείζει ὁ δίκαιος. Δανείζει χωρὶς τόκο. Κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες». Ἀπελπίζω θὰ πεῖ ἀπό+ἐλπίζω· δηλαδὴ νὰ πάρω τὸν τόκο. Ἡ ἐλπίδα μου εἶναι ὁ τόκος ἀπὸ τὸ κεφάλαιον. Δηλαδὴ δῶστε χρήματα στὸν ἔχοντα ἀνάγκη. Θὰ σᾶς τὰ ἐπιστρέψει. Ἀλλὰ μὴ ζητήσετε τόκον. Ἔτσι λοιπὸν ὅλη τὴν ἡμέρα εὐλογεῖ καὶ δανείζει ὁ δίκαιος «καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ -οἱ ἀπόγονοί του- εἰς εὐλογίαν ἔσται». Ἔχουν ὅλη τὴν εὐλογία. Δὲν στεροῦνται τίποτε. Ἔχουν ὅλα τὰ ἀγαθά. Καὶ ὅταν βεβαιώνει ἡ Γραφὴ ὅτι μὲ τίς Παροιμίες 19,17: «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν». Δανείζει τὸν Θεὸς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐλεεῖ τὸν πτωχόν. Τί ἔχομε νὰ φοβηθοῦμε; Ὅτι ὁ Θεὸς ἀφοῦ σὲ Ἐκεῖνον δανείζουμε, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ πληρώσει τὰ χρέη Του; Αὐτὸ φοβόμαστε;

Νὰ μὴν πεῖ κανεὶς λοιπὸν ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω χρήματα. Τὸν ἐλέγχει ἡ χήρα μὲ τὰ δύο λεπτὰ ποὺ κατέθεσε εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τοῦ ναοῦ. Καὶ τὴν ἐπήνεσε ὁ Κύριος. Δύο λεπτά! Τὸν ἕνα πέμπτον τῆς δεκάρας. Δύο λεπτά... Ἀλλὰ τὸν ἐλέγχει καὶ ἡ χήρα εἰς τὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας, ποὺ δὲν εἶχε τίποτε, μάλιστα ὅταν βγῆκε νὰ μαζέψει δύο ξυλάρια, λέγει, καὶ νὰ κάνει, νὰ ψήσει ἕνα λίγο ἀλευράκι, νὰ φάει αὐτὴ καὶ τὰ παιδιά της, κι ὅπως εἶπε εἰς τὸν προφήτη Ἠλία: «Καὶ μετὰ θὰ πεθάνουμε, δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο». Εἶχε πέσει λιμός. Κι ἐκεῖνο τὸ φοβερόν... Τῆς λέει ὁ προφήτης: «Ἄντε, πήγαινε, ψῆσε τὸ ψωμάκι καὶ κοίταξε, πρῶτα θὰ φέρεις σὲ μένα καὶ μετὰ θὰ φᾷς ἐσὺ καὶ τὰ παιδιά σου». Πρόκλησις! Πρόκλησις! Μὲ συγχωρεῖτε ποὺ θὰ πῶ τὴ φράση. Θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ ἀντείπει: «Ἄ, παλιόγερε, θὲς νὰ φᾷς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν μου;». Δὲν εἶπε τέτοιο πρᾶγμα. Τὸ ἔκανε. Καὶ μέχρι ποὺ πέρασε ὁ λιμός, τὸ σταμνάκι της μὲ τὸ ἀλεύρι καὶ ὁ καμψάκης, λέει, ἐκεῖνο τὸ λαδικὸ μὲ τὸ λάδι, δὲν τελείωναν! Δὲν τελείωναν. Ὅταν εὐλογεῖ ὁ Θεός, ὅλα εἶναι παρόντα τὰ ἀγαθά.

Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴν ἔχουμε τὴ δικαιολογία ὅτι εἴμεθα πτωχοί. Μάλιστα πολλοὶ τσιγκουνεύονται ἂν καὶ ἡ ἐποχή μας ἔχει βεβαίως πτωχούς, κάθε ἐποχὴ ἔχει τοὺς πτωχούς, ὄχι ὅσους εἶχε κάποτε ἐδῶ, στὴν πατρίδα μας. Καὶ ἡ Εὐρώπη ἔχει πτωχοὺς καὶ κοιμῶνται κάτω ἀπὸ τὰ γιοφύρια τῶν ποταμῶν. Καὶ ἡ Ἀμερικὴ ἔχει πτωχούς. Ναί. Ναί. Πλούσιες χῶρες, ἀλλὰ ἔχουν καὶ πτωχούς. Ὡστόσο μὴν πεῖ κανεὶς ὅτι «νά... δὲν ἔχω πολλά». Πολλοὶ δὲν ἀνάβουν τὸ κανδήλι τους, μαλώνει φερειπεὶν ὁ σύζυγος τὴ σύζυγο, γιατί... , γιατί ...θὰ τελειώσει τὸ λάδι καὶ εἶναι ἀκριβό. Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἐκεῖ εἶναι μία ἄλλη περιοχή. Ἡ περιοχὴ τῆς θυσίας καὶ λατρείας. Τί εἶναι τὸ κανδήλι; Εἶναι λατρεία στὸν Θεό. Καὶ φοβᾶσαι νὰ λατρεύσεις τὸν Θεό, ὅτι θὰ φτωχύνεις, ἀδελφέ; Μὴν τὸ κάνεις αὐτό. Μὴν τὸ κάνεις.

Λέγει ὡραιότατα καὶ χαρακτηριστικότατα ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος σὰν ἀπάντηση: «Ἒχεις ὀβολόν; -ὁ ὀβολὸς εἶναι τὸ ἕνα λεπτόν-. Ἀγόρασον τὸν οὐρανόν». Μὲ ἐκεῖνον τὸν ὀβολόν, ἂν τὸν κάνεις ἐλεημοσύνη, θὰ ἀγοράσεις τὸν οὐρανόν, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Οὐκ ἔχεις ὀβολόν;». Δὲν ἔχεις ὀβολόν;  «Δὸς ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος». Δῶσε τοὐλάχιστον ἕνα ποτήρι κρύο νερό. Γιατί λέει «ψυχροῦ»; Μὴ βαρεθεῖς νὰ δώσεις ἀπὸ τὴ βρύση τῆς κουζίνας σου, πήγαινε στὸ πηγάδι, νὰ ἀντλήσεις, σήμερα ἔχομε τὸ ψυγεῖο, βγάλε ἀπὸ τὸ ψυγεῖο σου ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ καὶ δῶσε· ποὺ δείχνει φροντίδα, ἐπιμέλεια στὴν προσφορά. «Ἐμπορία καὶ πραγματεία ὁ οὐρανός». Τί νομίζεις; Ὁ οὐρανός; Εἶναι ἐμπορία καὶ πραγματεία. Πραγματεύεσαι ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ κερδίσεις τὸν οὐρανόν. «Δὸς ἄρτον καὶ λαβὲ Παράδεισον». «Δῶσε», λέγει, «ψωμὶ καὶ πᾶρε Παράδεισον». «Δὸς µικρὰ, καὶ λαβὲ µεγάλα· δὸς θνητὰ, καὶ λαβὲ ἀθάνατα. Λύτρον ψυχῆς ἐστιν ἐλεηµοσύνη. Μὴ πενίαν προβάλλου». Μὴν προβάλλεις τὴ φτώχεια. Γι᾿ αὐτό σᾶς εἶπα, εἶναι ἡ ἀπάντηση ποὺ δίνει ἐδῶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος.

«Μέγα οὖν πρᾶγµα ἐλεηµοσύνη· ἱκανὴ ἐστι καὶ ἄλλας ἁµαρτίας ἐξαλεῖψαι, καὶ τὴν κρίσιν ἀπελάσαι». Καὶ νὰ ἀπομακρύνει ἀκόμη καὶ τὴν κρίσιν. Γιατί τὸ λέει ἡ Καινὴ Διαθήκη: «ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος». Ἀλλὰ κατανικιέται, λέει, ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑπάρχει τὸ ἔλεος ἐκ μέρους σου, ἡ ἐλεημοσύνη. «Σοῦ σιωπῶντος ἕστηκε καὶ συνηγορεῖ». Ἐνῶ ἐσὺ σιωπᾷς, ἡ ἐλεημοσύνη σου στάθηκε καὶ γίνεται συνήγορός σου. «Μᾶλλον δὲ σοῦ σιωπῶντος µυρία στόµατα συνηγορεῖ ὑπὲρ σοῦ». «Μᾶλλον», λέει, «ἐνῶ ἐσὺ δὲν λὲς τίποτε, κατὰ τὴν κρίσιν, μύρια στόματα συνηγοροῦν γιὰ σένα». Ποιά εἶναι τὰ στόματα αὐτά; Ἐκείνων ποὺ ἐσὺ εὐεργέτησες καὶ ἐλέησες.

«Δὸς ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος· οὐκ ἔχεις τοῦτο;». Οὔτε αὐτὸ δὲν ἔχεις; Οὔτε ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ δὲν ἔχεις; «Συμπένθησον τῷ θλιβομένῳ, καὶ ἔξεις μισθόν». Δεῖξε τὴ λύπη σου μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ λυπᾷται καὶ θὰ ἔχεις μισθόν. Δηλαδὴ τὰ ἐλάχιστα παίρνει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, γιατί καὶ ὁ Χριστὸς πῆρε τὰ ἐλάχιστα. Ἕνα ποτήρι νερό. Δὲν ἔχεις ἕνα ποτήρι νερό; Καὶ συμπληρώνει: «Διατὶ οὖν ποτηρίου ἐμνημόνευσε ψυχροῦ;». Γιατί, λέει, ὁ Κύριος εἶπε γιὰ ποτήρι κρύο νερό; «Ἀδάπανον εἶπεν τὴν ἐλεημοσύνην». Γιατί ἡ ἐλεημοσύνη δύναται νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἀδάπανος. Μπορεῖς ἂν κάνεις ἐλεημοσύνη, χωρὶς νὰ ξοδεύεις τίποτα, ἂν δὲν ἔχεις τίποτα.

Καμία λοιπὸν δικαιολογία δὲν ὑπάρχει, γιὰ νὰ μὴν ἀσκηθεῖ, ἀγαπητοί μου, ἡ ἐλεημοσύνη. Πρέπει πάντοτε νὰ ἐλεοῦμε καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον. Ποὺ λέγει πάλι ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὣσπερ τὸ ἰμάτιον ἀεὶ μεθ᾿ ἡμῶν ἐστίν, οὕτω καὶ ἡ ἐλεημοσύνη». Ὅπως πάντοτε φορᾶμε τὰ ροῦχα μας, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴ φορᾶμε τὰ ροῦχα μας. Ὅπως πάντοτε, λέγει, φορᾶμε τὰ ροῦχα μας, ἔτσι πάντοτε πρέπει νὰ ἐλεοῦμε. Ξαναλέγω, δὲν εἶναι μόνο ἡ ὑλική, δὲν εἶναι μόνο νὰ δώσω χρήματα. Εἶναι πολλὰ πράγματα. Νὰ ποιήσω ἔλεος μετὰ τοῦ πλησίον. Νὰ ἀσκήσω τὸ ἔλεός μου, τὴν ἀγάπη μου στὸν κοντινό μου.

Ἴσως νὰ ὑπάρξει ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι αὐτὸς ποὺ σήμερα δυστυχεῖ, ὑπῆρξε ἄσωτος. Καὶ τώρα πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ. Ἄν ἔτσι ἐσκέπτετο ὁ Κύριος, τότε θὰ ἔπρεπε τὸν σημερινὸ παραλυτικὸ στὸ θαῦμα τὸ καταπληκτικὸ αὐτό, νὰ τοῦ πεῖ: «Δὲν σὲ κάνω καλά. Στάθηκες παλιάνθρωπος». Ποῦ τὸ ξέρομε; Τὸ εἶπε ἀργότερα ὁ Κύριος. Διότι ὅπως λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δῶσε τὴν ἐλεημοσύνη σου καὶ μετὰ νὰ τὸν θεραπεύσεις αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἂν δὲν στάθηκε σωστά». Ὅταν τὸν εἶδε εἰς τὸν ναόν, τί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος; «Πρόσεξε, μὴν ξαναμαρτήσεις, μήν σοῦ γίνει κάτι χειρότερο». Ἄρα λοιπὸν κατέληξε νὰ γίνει παράλυτος ἀπὸ τὴν παράλυτη ζωὴ ποὺ ἔκανε, ἀπὸ τὴν ἀσωτία ποὺ ἔκανε. Ἀλλὰ τί; Τὸν θεραπεύει. Καὶ νὰ πεῖ, νὰ σχολιάσει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος κάτι ποὺ καὶ μένα μὲ ἔχει βγάλει αὐτὴ ἡ θέσῃ τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ μία δυσκολία... Φερειπεὶν νὰ δώσω σὲ φυλακισμένους. Λαμβάνουμε πάρα πολλὰ γράμματα ἀπὸ φυλακισμένους. Ἀκόμα καὶ ἀπὸ Μουσουλμάνους, κι ἀπό... ὅ,τι θέλετε, ὅ,τι θέλετε. Τέλος πάντων... Στέλνουν ἐπιστολὲς καὶ ζητοῦν χρήματα. Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μὴ ὃπου φιλανθρωπίας καιρὸς ἐξετάζωμεν πονηρίαν· μὴ τὴν κακίαν ἀλλὰ τὴν συμφορὰν ἐλεοῦμεν». Μὴν ἐξετάζουμε, λέει, τὴ φιλανθρωπία, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νὰ τὴν ἀσκήσουμε. Καὶ νὰ ποῦμε... «Αὐτὸς ἦταν παλιάνθρωπος...».... Ὄχι. Θὰ ἐπαναλάβω τὴ φρασούλα του: «Μὴ τὴν κακίαν (δηλαδὴ δὲν θεραπεύουμε τὴν κακία), ἀλλὰ τὴν συμφορὰν ἐλεοῦμεν». Ἐλεοῦμε τὴ συμφορά, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ ἄλλος τώρα αὐτὴν τὴ στιγμὴ βρίσκεται. Εἶναι καταπληκτικό!

Ἀκόμη, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐτὸς ὁ κῆρυξ τῆς ἐλεημοσύνης, κάπου παραπονεῖται καὶ λέει: «Μοῦ λέτε συνεχῶς ὅτι μιλάω πάντα γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη». Ἔ, γιὰ τί ἄλλο νὰ μιλοῦσε; Εἶναι ὁ ἱεροκῆρυξ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἄφησε κανένα πρᾶγμα ἐπὶ τοῦ χώρου τοῦ ἐπιστητοῦ, πνευματικοῦ χώρου, ποὺ νὰ μὴν τὸ πεῖ, ποὺ νὰ μὴν τὸ ἀναλύσει. Κι ὅμως χαρακτηρίζεται ὁ ἱεροκῆρυξ τῆς ἐλεημοσύνης. Γιατί πάντοτε, συνεχῶς βέβαια μιλοῦσε γι᾿ αὐτήν. «Ποίαν ἀπόκρισιν», λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «θὰ δώσουμε στὸν Κριτή, ὅταν ντύνουμε τοὺς τοίχους μὲ πολύτιμα μάρμαρα καὶ χαλιὰ καὶ ἀφήνουμε γυμνὸ τὸν συνάνθρωπό μας;». Ἔτσι θὰ λέγαμε κι ἐμεῖς σήμερα, ἀγαπητοί μου. Πῶς μποροῦμε νὰ τρῶμε καὶ νὰ χορταίνουμε, εἶναι ἐποχὴ εὐημερίας, μιλᾶμε γιὰ φτώχεια, ἀλλὰ εἶναι ἐποχὴ εὐημερίας, πῶς μποροῦμε λοιπὸν νὰ τρῶμε καὶ νὰ χορταίνουμε καὶ ταυτόχρονα νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι ἄλλοι πεινοῦν; Ἄλλοι ζητοῦν χωνευτικὰ τῆς πολυφαγίας των, σόδες καὶ τέτοια καὶ ἄλλοι ζητοῦν τρόπους νὰ ἱκανοποιήσουν μόλις τὴν πεῖνα τους. Ἄλλοι νὰ ζητοῦν πῶς θὰ ἀδυνατίσουν -καὶ ἔχουν τόσο πληθύνει αὐτὰ τὰ κέντρα ἀδυνατίσματος...- κι ἄλλοι κοιτάζουν πῶς νὰ σταθοῦν στὰ πόδια τους ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς πείνας.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ἡ ὑλικὴ πεῖνα. Εἶναι καὶ ἡ πνευματικὴ πεῖνα, ἀγαπητοί. Ἄν ὑπάρχουν ἀδερφοί μας ποὺ πεινοῦν ἀπὸ ψωμί, ὑπάρχουν ὅμως ἀκόμη περισσότεροι ποὺ πεινοῦν ἀπὸ πνευματικὸ ψωμί. Πεινοῦν τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Πόσοι μέσα ἀκριβῶς στὰ ὑλικά τους ἀγαθὰ κολυμποῦν καὶ ταυτόχρονα λιμοκτονοῦν πνευματικά! Γιατί; Γιατί ζοῦν τὸ δρᾶμα τοῦ Ταντάλου. Δὲν ἑρμηνεύω ποιός ἦταν ὁ Τάνταλος. Καὶ σὲ αὐτοὺς ἔχουμε χρέος νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνη. Προπαντὸς σὲ αὐτοὺς ἔχουμε χρέος νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνη. Σὲ ἐκείνους ποὺ νομίζουν ὅτι ἔχουν πλούτη καὶ δὲν βλέπουν τὴ φτώχεια τους. Νομίζουν ὅτι τὰ ἔχουν ὅλα, ἀλλὰ αἰσθάνονται ἕνα κενὸ μέσ᾿ τὴν ψυχή τους. Ἀλλὰ λένε: «Εἶμαι πλούσιος...εἶμαι πλούσιος...».... Κι ὅπως ἀπαντάει ὁ Κύριος σὲ τέτοιους πλουσίους, ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι πλούσιοι, λέγει ὁ Κύριος, εἶναι στὸν 7ο ἄγγελο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας, τὰ ἑξῆς: «Καὶ οὐκ οἶδας(καὶ δὲν ξέρεις) ὃτι σὺ εἶ( ὅτι ἐσὺ εἶσαι) ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός». Δὲν ἔχουν ὅμως συνείδησιν. Οὐκ οἶδας. Δὲν γνωρίζεις. Γιατί ὑπάρχει ἡ πνευματικὴ φτώχεια. Γι᾿ αὐτό, ἂς τοὺς δώσουμε, ἀγαπητοί μου, ἕνα βιβλίο νὰ διαβάσουν· τὴν Ἁγία Γραφὴ πρώτιστα καὶ κυριότατα. Μία συμβουλή, μία χειραγώγηση στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, μία συζήτηση. Τὴ σύσταση ἀκόμη νὰ ἀκούσουν ἕνα κήρυγμα. Ἐπιτέλους καὶ μία προσευχὴ γι᾿ αὐτούς. Ἐξάλλου οἱ ἄνθρωποι σήμερα θέλουν πιὸ πολὺ τὴν καρδιά μας, παρὰ τὸ πορτοφόλι μας. Μήν μοῦ πεῖτε ὅτι ὑπάρχει ἡ κρατικὴ μέριμνα. Ὅσο κι ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι σὲ τίποτα δὲν ὑπολείπεται ἡ κρατικὴ μέριμνα, ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ καλύψει τίς ἀνθρώπινες ἀνάγκες. Ποτέ. Ὅσο καὶ ἂν εἶναι εὐημεροῦν τὸ κράτος...

Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι πάντοτε ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Παντοτινὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τῶν Χριστιανῶν. Προπαντὸς ἡ κάλυψις τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν. Ἀγαπητοί, οἱ φρόνιμοι ἄνθρωποι, φροντίζουν τίς οἰκονομίες τους νὰ τίς καταθέτουν στὴν Τράπεζα. Ὥστε ἐν καιρῷ νὰ μποροῦν νὰ ἀξιοποιήσουν τὸ κεφάλαιο ποὺ θὰ χρειαστοῦν. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη Τράπεζα· ποὺ ἐνῶ οἱ καταθέσεις σὲ αὐτὴν τὴν τράπεζα μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ μικρές. Ὅμως οἱ τόκοι εἶναι ἀφάνταστα μεγάλοι. Εἶναι ἡ Τράπεζα τῶν οὐρανῶν. Καταθέσεις μας; Οἱ ἐλεημοσύνες μας. Ὅσο μικρὲς καὶ ἂν εἶναι. Ἓν ποτήριον ψυχροῦ ὓδατος. Ὑπεύθυνος τραπεζίτης; Ἀλλὰ καὶ ἐγγυητής; Ὁ Θεός. Τόκος ἀσφαλής; Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μᾶς τὸ βεβαίωσε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν». Θὰ ἀποτίσει, θὰ πληρώσει, θὰ δώσει καὶ πολύ, πολύ, πολὺ παραπάνω. Ἀνάμεσα στὶς τράπεζες τῆς γῆς καὶ τὴν Τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, ἂς κρίνει, ἀγαπητοί μου, ὁ καθένας μας ποῦ πρέπει νὰ καταθέτει τίς οἰκονομίες του. Ὁ τρόπος τῆς ἐκλογῆς θὰ ἀποδείξει τὸν ἀληθινὰ ἔξυπνο καὶ φρόνιμο Χριστιανό.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 675.mp3

_______________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου