Μεγάλο Σάββατο - Η ταφή του Κυρίου
Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον, κουστωδία.
Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν.
Το
Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στο Πόντιο
Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες
διότι, καθώς έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού κλέψουν
την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα κηρύξουν έπειτα στο λαό ως αληθινή
την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμη ζούσε· και
τότε θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη της πρώτης». Αυτά αφού είπαν
στον Πόντιο Πιλάτο και αφού πήραν την άδεια του, έφυγαν και σφράγισαν
τον τάφο τοποθετώντας εκεί για ασφάλεια του κουστωδία, δηλαδή
στρατιωτική φρουρά.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ὁ
εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι
καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ταῖς
Μυροφόροις Γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα·Τὰ μύρα τοῖς
θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστός, δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος.
Κοντάκιον
Ἦχος β'.
Τὴν
ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος,
ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον
μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ
ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ὁ Οἶκος
Ὁ
συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον
βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε,
καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ
συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ
πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει,
καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ
Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς
ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ Μάρτυς
Βοὸς τὸ χαλκούργημα πῦρ φανὲν φλέγον,
Βληθεῖσαν ἔνδον τὴν Πελαγίαν φλέγει.
Ἀμφὶ τετάρτῃ Πελαγίη καύθη βοῒ χαλκῷ.
Ἡ Ἁγία Πελαγία γεννήθηκε στὴν πόλη Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Μεγάλωσε σὲ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον.
Ὅμως, σὲ νεαρὴ ἡλικία, εἶδε σέ ὅραμα τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Λίνο, ὁ ὁποῖος βάπτιζε καὶ ἐπέστρεφε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἐπιθύμησε νὰ τὸν δεῖ καὶ ἀφοῦ ζήτησε ἄδεια ἀπὸ τὴν μητέρα της μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι θὰ μεταβεῖ στὴν τροφό της, ποὺ ζοῦσε σὲ ἄλλη πόλη, προσῆλθε στὸν Ἐπίσκοπο καὶ βαπτίσθηκε.
Ἀφοῦ παρέδωσε τὰ πολυτελὴ ἐνδύματά της, ντύθηκε μὲ φτωχικὰ ροῦχα καὶ παρουσιάσθηκε στὴν μητέρα της. Ὃταν ἡ μητέρα της ἀντίκρισε τὴν θυγατέρα της μὲ αὐτὴ τὴν ἐνδυμασία καὶ ἄκουσε γιὰ τὴν μεταστροφή της στὸν Χριστό, τὴν κατήγγειλε στὸν υἱὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ στὴν συνέχεια στὸν ἴδιο τὸν Διοκλητιανό. Ὁ αὐτοκράτορας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πυρώσουν ἕνα χάλκινο βόδι μέσα στὸ ὁποῖο ἔριξαν τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία βρῆκε ἔτσι μαρτυρικὸ θάνατο.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Πελαγίας ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριον αὐτῆς κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κόνωνος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ ἐπιγνώσει, ζόφον ἔλιπες, τῆς ἀγνωσίας, Πελαγία Χριστοῦ, καλλιπάρθενε· οὗ τὴν ἀείζωον δρόσον πλουτήσασα, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Καταλιποῦσα μνηστῆρα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ἐμφρόνως νενύμφευσαι, καὶ τούτῳ ὡς προῖκα προσέφερες, ἁγνείαν ἅμα καὶ πόνους ἀθλήσεως· διό σε Πελαγία γεραίρομεν.
Μεγαλυνάριον.
Πλήρης θυμηδίας πνευματικῆς, τῷ πυρακτωθέντι, χαλκουργήματι ἐμμανῶς, εἰσελθοῦσα Μάρτυς, πρὸς ὕδωρ ἀφθαρσίας, θεόφρον Πελαγία, χαίρουσα ἔδραμες.
Ὁ Ὅσιος Ἱλάριος ὁ Θαυματουργός
Ἔγνων τὸν Ἱλάριον ἱλαρὸν φύσει,
Ὃς θαυματουργεῖ ἐν τάφῳ τεθειμένος.
Η θερμότητα της πίστης και η καθαρότητα της ζωής του, τον ανέδειξαν πολύ νωρίς άξιο εργάτη του Ευαγγελίου. Ο Θεός μάλιστα, τον αξίωσε και να θαυματουργεί. Θεράπευσε παραλυτικούς και χωλούς, έλυσε με την προσευχή του την ανομβρία και πολλούς δαιμονισμένους απάλλαξε από τη μάστιγα τους, εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού. Για κάποιο χρονικό διάστημα αποσύρθηκε σε ερημικό τόπο, όπου ζούσε μέσα σε μια καλύβη. Εκεί μελετούσε και προσευχόταν, αγωνιζόμενος να καταρτίσει πνευματικότερα τον εαυτό του, μακριά από το θόρυβο του κόσμου. Έπειτα εμφανίστηκε και πάλι μέσα στην κοινωνία, εξακολουθώντας τη διδασκαλία και τις θεραπείες. Μετά από κοινή απαίτηση, δέχτηκε να χειροτονηθεί Ιερέας.
Στο νέο αυτό Ιερό υπούργημα, εξετέλεσε ευσυνείδητα όλα τα καθήκοντα του κάλου πρεσβυτέρου. Υπήρξε πατέρας και διδάσκαλος, φίλος της αλήθειας, εργάτης του Ευαγγελίου, υπόδειγμα πνευματικής γλώσσας, συναναστροφής, και ζωής αμέμπτου. Αναπαύθηκε εν Κυρίω, καταγινόμενος μέχρι τέλους της ζωής του, με τέτοια θεάρεστα έργα.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἡγούμενος τῆς μονῆς Μηδικίου
Tης αρετής το θείον ήρατο στέφος,
O θείος αρθείς εκ βίου Nικηφόρος.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἔζησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία πόθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ βλέποντας τὴν εἰκονομαχία νὰ αὐξάνει κατέφυγε σὲ κάποια μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ διῆγε τὸν βίο του μὲ προσευχὴ καὶ ἄσκηση. Ὅταν δὲ ἐπῆλθε σχετικὴ γαλήνη στὴν Ἐκκλησία, οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς τοῦ Μηδικίου τῆς Τριγλίας τὸν ζήτησαν ἡγούμενο. Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἦταν προσκείμενος στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη, κλείσθηκε στὴν φυλακὴ καὶ ἐξορίσθηκε. Κοιμήθηκε στὴν ἐξορία, ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ (813 – 820 μ.Χ.).
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου, ἡγούμενος τῆς μονῆς Μηδικίου ἐξελέγη ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς († 3 Ἀπριλίου).
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ ἐν Ἄθῳ ἀσκήσας
Σοι χάριν ίσμεν ω Πάτερ Nικηφόρε,
Tέχνης προσευχής, ην αφήκας τω βίω.
Ο όσιος αυτός έζησε κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. ως ησυχαστής στα ερημικότερα μέρη του Άθω. Διακρίθηκε μεταξύ των ασκητικότερων ανδρών του Αγίου Όρους και ασχολήθηκε με πολύ ζήλο στα ζητήματα της άκρας εγρήγορσης του νου, της υπερκόσμιας ύψωσης της ψυχής και της μεταρσίου και απερίσπαστου προσευχής. Τις κατάλληλες μεθόδους γι' αυτό το τελευταίο, συμπεριέλαβε στο έργο του περί νοεράς προσευχής (Φιλοκαλία).
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἐπίσκοπος Κορίνθου
Aθανασίω προσφέρειν αίνον πρέπον.
Aξίαν αίνου αρετήν γαρ είλετο.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, Ἐπίσκοπος Κορίνθου, ἀφοῦ ἔζησε μὲ εὐσέβεια, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέως Βασιλείου Β’ καὶ Κωνσταντίνου Η’ (976 – 1028), κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Ἀντωνίνος, Ἀφροδίσιος, Βαλεριανός, Λεόντιος, Μακρόβιος καὶ Μίδας οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες
Eις τον Aφροδίσιον.
Tίς ούτος ο τράχηλον εκτείνων ξίφει;
Aφροδίσιος, Aφροδίσιος λέγει.
Eις τον Λεόντιον, Aντωνίνον και Mέλη.
O Λεόντιος και συναθληταί δύω,
Λέοντες οίον έδραμον προς το ξίφος.
Eις τον Oυαλλεριανόν και Mακρόβιον.
Yπέρ κεφαλάς Mαρτύρων αρθέν δύω,
Aθλητικήν έπηξε πυρ αυτοίς στέγην.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴ Σκυθόπολη, ὅταν παρουσιάσθηκαν αὐτόκλητοι στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας καὶ τὸν ἔλεγξαν γιὰ τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη καὶ τοὺς ἀπάνθρωπους τρόπους. Συνέτριψαν μάλιστα καὶ τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων, ποὺ τοὺς ἔριξαν στὴ γῆ. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἐξόργισε τοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέθηκαν ἐναντίων τους μὲ ρόπαλα καὶ πέτρες καὶ τούς φόνευσαν.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων περισυνέλεξαν εὐλαβεῖς Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι τὰ ἐνταφίασαν καὶ ἀνήγειραν ναὸ πάνω στοὺς τάφους τους. Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἐτελεῖτο στὸ Ἀποστολεῖο τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Χαλκοπραττείων.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου καὶ τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς τῆς Μυροφόρου
Eις την Mαγδαληνήν (Ανακομιδή).
Συ και νεκρά ζης· ει σιγάς δε τη πόλει,
Έχει τις ως πριν έκστασίς σε Mαρία.
Eις την Mαγδαληνήν (Κατάθεσις).
Φάσκει, ραβουνί, Mαρία Xριστώ πάλιν.
Λέγει, τι; Xριστός. Θάψαν άστυ με σκέπε.
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, σύμφωνα μὲ τὰ ὑπομνήματα τῶν Συναξαριστῶν, Ἑορτολογίων καὶ Τυπικῶν, ἄγονται δύο περιστατικά: ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου. Στὰ διάφορα ὑπομνήματα γίνεται μνεία καὶ στὴν ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὁ βασιλέας Λέων ὁ Σοφὸς (886 – 912 μ.Χ.) καὶ τὰ ἀποθησαύρισε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, σὲ ἀργυρὴ θήκη.
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι τὸ βάρος τὴ ἑορτῆς πέφτει στὴν ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λαζάρου. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, τὸ βάρος, ὄχι ἁπλῶς μετατίθεται στὴν ἐπιτέλεση τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ἡ τελετὴ τῶν ἐγκαινίων ἦταν ποὺ ξαναέφερε στὴν ἐπιφάνεια καὶ τὴ μετακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου στὴν Βασιλεύουσα. Ἔτσι, ὁρίσθηκε κατ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ γίνεται μνεία καὶ τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὴν Κωνσταντινούπολη, κτίσθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 900 – 912 μ.Χ., στὴν τοποθεσία «Τόποι», μὲ δαπάνες τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος. Τὰ ἐγκαίνιά του ἔγιναν στὶς 4 Μαΐου τοῦ 912 μ.Χ., λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος († 11 Μαΐου 912). Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ἀναφέρεται, ἐπὶ Λέοντος, ὁ Εὐθύμιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος.
Στὴ μονὴ εἶχε καθορισθεῖ αὐτοκρατορικὴ προσέλευση κατὰ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
Ἡ Ἁγία Μόνικα μητέρα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου
Ἡ Ἁγία Μόνικα, μητέρα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου († 15 Ἰουνίου), γεννήθηκε τὸ 332 μ.Χ. στὴν πόλη Ταγάστη τῆς βόρειας Ἀφρικῆς ἀπὸ γονεῖς Χριστιανούς, εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους.
Νυμφεύθηκε τὸν ἐθνικὸ διοικητὴ Πατρίκιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐντελῶς διαφορετικὸ χαρακτήρα ἀπὸ τὴν Ἁγία. Αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή της, ἔβρισκε τὴν φιλανθρωπική της διάθεση ὑπερβολική, ἀδυνατοῦσε νὰ κατανοήσει τὴν διάθεσή της νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς ἀσθενεῖς. Ἡ Ἁγία Μόνικα ἀντιμετώπιζε ὅλη αὐτὴν τὴν κατάσταση μὲ προσευχὴ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ ἀναθρέψει τοὺς δύο υἱούς της καὶ τὴ θυγατέρα της μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν συμφωνοῦσε στὴν βάπτιση τῶν παιδιῶν του.
Ἡ Ἁγία δὲν ἀντιστεκόταν στὴ βίαιη ἰδιοσυγκρασία καὶ τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ Πατρικίου. Γνώριζε ὅτι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἦταν πολὺ διακριτικὴ καὶ ὑπομονετική. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἁγίας εἰσακούσθηκε καὶ ὁ Θεὸς φώτισε τὴν καρδιὰ τοῦ Πατρικίου καὶ μετὰ ἀπὸ δεκαέξι χρόνια βαπτίσθηκε Χριστιανός, γιὰ νὰ κοιμηθεῖ μὲ εἰρήνη τὸ 371 μ.Χ. Λίγα χρόνια ἀργότερα, τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα στὶς 25 Ἀπριλίου τοῦ 387 μ.Χ., ὁ Αὐγουστίνος βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων καὶ ἡ Ἁγία ἦταν παροῦσα στὴν βάπτιση τοῦ υἱοῦ της. Γράφει γιὰ τὴν στάση τῆς μητέρας του Μόνικας ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος στὶς «Ἐξομολογήσεις» του:
«Ἡ μητέρα μου ἔχυνε γιὰ ἐμένα περισσότερα δάκρυα ἀπὸ ὅσα χύνουν οἱ μητέρες ἐπάνω στὰ νεκρὰ τέκνα τους. Μὲ τὴν θέρμη τῆς πίστης, ἡ ὁποία τῆς χάριζε ἡ μεγάλη της εὐσέβεια, μὲ ἔβλεπε ἠθικῶς νεκρό. Καὶ Σὺ Κύριε εἰσάκουσες τὴν δέησή της καὶ δὲν περιφρόνησες τὰ δάκρυά της, μὲ τὰ ὁποῖα πότισε τὸ ἔδαφος, παντοῦ ὅπου προσευχόταν. Οἱ πόνοι της νὰ μὲ ἀναγεννήσει διὰ τοῦ Πνεύματος ἦταν σκληρότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁποίου ὑπέφερε νὰ μὲ γεννήσει διὰ τῆς σαρκός».
Ἡ Ἁγία Μόνικα, αἰσθανόμενη ὅτι εἶχε ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐπέστρεψε στὴν Ἀφρικὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, στὴν πόλη Ὄστια. Πράγματι εἶχε ἐκπληρώσει τὸν ἱερὸ σκοπό της καὶ τὴν μαρτυρία της ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἐνταφιάσθηκε στὴν Ὄστια καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακομίσθηκε μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια στὴ Ρώμη, στὶς 9 Ἀπριλίου.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς «Παλαιᾶς» ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θετόκου τῆς «Παλαιᾶς» ἐμφανίσθηκε τὸ 1570 στὴν περιοχὴ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ εἰκόνα παρέμεινε στὴν πόλη Τιχβὶν μέχρι τὸ 1888 καὶ στὶς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἀποδόθηκε στὴν πόλη Στάργια Ρούσα. Ἡ παλαιορωσικὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ὀνομάσθηκε ἔτσι ἐπειδὴ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ἦταν στὴν Παλαιὰ Ρωσία, ὅπου τὴν εἶχαν φέρει Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ὀλβία κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴ Ρωσία.
Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος ἐκ Ρωσίας
Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος Ἀλφάνωφ ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἔζησαν κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὸ Νόβγκοροντ. Τὸ 1389 ἵδρυσαν τὸ μοναστήρι τοῦ Σοκολνίτσκι καὶ ἀσκήτεψαν ἐκεῖ θεοφιλῶς. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Λόγω μιᾶς πυρκαγιᾶς, ποὺ κατέστρεψε τὸ μοναστήρι τοῦ Σοκολνίτσκι, τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετακομίσθηκαν στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀντώνιεβ τὸ 1775.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 17 Ἰουνίου.
Ὁ Ἅγιος Νεποτιανὸς ὁ πρεσβύτερος
Ὁ Ἅγιος Νεποτιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἅγιο Ἡλιόδωρο († 3 Ἰουλίου), Ἐπίσκοπο Ἀλτίνου τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 395 μ.Χ. Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος († 15 Ἰουνίου) ἀφιέρωσε μία πραγματεία του στὸν ἱερατικὸ βίο τοῦ Ἁγίου Νεποτιανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Φλωριανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φλωριανὸς γεννήθηκε στὴν πόλη Ἒμς τῆς Αὐστρίας. Ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν πόλη Νόρικουμ τῆς Αὐστρίας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ διοικητοῦ Ἀκυλίνου καὶ βασανίσθηκε σκληρά. Στὸ τέλος, τοῦ ἔδεσαν μία πέτρα στὸν λαιμὸ καὶ τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Ἔμς, ὅπου τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὸ 303 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Φλωριανὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προστάτες Ἁγίους τῆς Αὐστρίας.
Όσιος Γεώργιος ο εκ Γοματίου
Ο
Όσιος Γεώργιος έζησε στο Γομάτι της Χαλκιδικής στις αρχές του 19ου
αιώνος μ.Χ., τότε που η Ελλάδα ήταν σκλαβωμένη στους Τούρκους. Είχε
οικογένεια με παιδιά και εξασκούσε το επάγγελμα του μυλωνά. Η αγάπη και
φιλανθρωπία του ήταν γνωστή σ’ όλη την περιοχή. Σε φτωχούς άλεθε το
σιτάρι δωρεάν και έδινε αλεύρι σε ανήμπορους. Μέχρι σήμερα φαίνοντα τα
ερείπια του μύλου του.
Κατά
τη δύσκολη εκείνη περίοδο της Τουρκοκρατίας και των συνεχών
επαναστατικών κινημάτων στη Χαλκιδική έχασε την οικογένειά του και
αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τον κόσμο.
Ανέβηκε στο βουνό που ήταν επάνω από το μύλο του, για να ζήσει την ασκητική ζωή, μόνος, μαζί με τον Θεό.
Η
παράδοση αναφέρει ότι επρόκειτο να περάσει από την περιοχή Τούρκικο
ασκέρι (στρατιωτικό απόσπασμα). Επειδή φοβήθηκε ότι οι Τούρκοι σίγουρα
θα περάσουν από το μύλο, για να αρπάξουν αλεύρι και σιτάρι, συμβούλευσε
τη γυναίκα και τα παιδιά του, να πάνε να μείνουν μέσα στο χωριό για
ασφάλεια.
Εκείνη
όμως δεν υπάκουσε και όταν πέρασε ο Τουρκικός στρατός, βρήκε την
οικογένεια και την αιχμαλώτισε. Όταν επέστρεψε ο Άγιος, βρήκε το μύλο
κατεστραμμένο, το αλεύρι κλεμμένο και την οικογένεια χαμένη.
Πόνεσε
ψυχή του από την καταστροφή της οικογένειας και της περιουσίας του.
Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση της αφιερώσεώς του στον Θεό. Για παλαίστρα
της ασκήσεως και των πνευματικών αγώνων του διάλεξε ένα σπήλαιο.
Εκεί
περνούσε τη ζωή του με αδιάλειπτη προσευχή, με τέλεια νηστεία και
αυστηρότατη άσκηση. Τα χόρτα του βουνού ήταν μόνη τροφή του. Υποθέτουμε
ότι έζησε ως ερημίτης, χωρίς να λάβει το σχήμα του μοναχού.
Και
σ’ αυτή τη φάση της ζωής του, δεν παρέλειπε να επιδεικνύει αγάπη και
συμπόνια στους συνανθρώπους του, στους Χριστιανούς του χωριού του.
Κατέβαινε κρυφά από το ασκητήριό του τη νύχτα, και άφηνε έξω από τις
πόρτες των σπιτιών των εγκύων γυναικών, των ασθενών και φτωχών ξύλα και
χόρτα. Περιποιείτο κήπους και αμπέλια φτωχών συγχωριανών του και φύλαγε
τα ζώα εκείνων που είχαν ανάγκη.
Όταν
κάποτε χάθηκαν τα ίχνη του, τον αναζήτησαν οι γνωστοί του βοσκοί.
Ανέβηκαν στο ασκητήριό του και εκεί τον βρήκαν μέσα στο σπήλαιό του
νεκρό, εξαϋλωμένο και ευωδιάζοντα.
Είχε
λιώσει από την άσκηση και τη νηστεία και ευωδίαζε όλος ο τόπος. Πήγαν
και άλλοι Χριστιανοί και ο ιερέας του χωριού και σήκωσαν το Άγιο λείψανό
του με σεβασμό, για να το μεταφέρουν στο κοιμητήριο του χωριού για
ενταφιασμό. Καθ’ οδόν, το τίμιο σκήνωμα έγινε ασήκωτο. Τόσο, ώστε να μη
μπορούν πλέον να το μετακινήσουν. Ο ιερέας είπε ότι αυτό είναι σημάδι
και θα πρέπει εδώ να ενταφιασθεί. Πραγματικά το ενταφίασαν στον τόπο,
που είναι σήμερα κτισμένο το εκκλησάκι του Αγίου· στο δρόμο προς Γομάτι.
Αργότερα, επάνω από τον τάφο έκτισαν με ξερολιθιά ένα εκκλησάκι. Μετά κτίσθηκε ο νέος μικρός ναός.
Μετά
την κοίμησή του ο Όσιος άρχισε να κάνει πολλά θαύματα, απόδειξη και
αυτό της αγιότητός του. Ο Θεός έδωσε στον Άγιο ειδικό χάρισμα να
θεραπεύει τον πόνο των αυτιών των μικρών παιδιών.
Όσιος Γερβάσιος o εκ Γοματίου o Αθωνίτης και διά Χριστόν σαλός
Ο
Όσιος Γερβάσιος γεννήθηκε στο Γομάτι της Χαλκιδικής, αλλά ασκήτευσε ως
μοναχός στην ιερά μονή Καρακάλλου του Αγίου Όρους. Έζησε περί τα τέλη
του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνος μ.Χ. και έλαβε από τον Θεό το
σπάνιο χάρισμα του διά Χριστόν σαλού. Έτσι περιερχόταν όλο το Άγιον
Όρος.
Σε χειρόγραφο κώδικα του μακαριστού Δοσιθέου Κωνσταμονίτου του Λεσβίου το 1845 μ.Χ., αναφέρονται τα εξής·
«῎Ας
ὑπάγωμεν καί εἰς τήν σεβασμίαν μονήν τοῦ Καρακάλλου. Καί ἐδῶ εὑρίσκομεν
τόν ῞Οσιον Γερβάσιον, ὅστις ἐκατάγετο ἀπό τά πλησιόχωρα χωρία τοῦ
῾Αγίου ῎Ορους, ἀπό ἕνα χωρίον καλούμενον Γομάτι, ἐν ἐπαρχίᾳ τοῦ ἁγίου
῾Ιερισσοῦ. Οὗτος λοιπόν ὁ Γερβάσιος, καταλιπών τόν κόσμον καί τά ἐν τῷ
κόσμῳ, πηγαίνει εὐθύς εἰς τήν ἄνωθεν Μονήν τοῦ Καρακάλλου, καί κόπτει
τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς του, μέ τάς ὁποίας μαζί ἔκοψε καί ὅλα τά κοσμικά
φρονήματα, καί ἐκδυθείς τά κοσμικά φορέματα, ἐνεδύθη τό ᾿Αγγελικόν Σχῆμα
τῶν Μοναχῶν, ὁ ὁποῖος καθώς ἔλαβεν αὐτό τό σχῆμα, δέν ἐστάθη ἕως αὐτοῦ,
καθώς κάμνουν τήν σήμερον οἱ περισσότεροι, ἀλλά καθώς ἔλαβε τό σχῆμα τό
᾿Αγγελικόν, ἐσπούδαζε μέ κάθε τρόπον καί ἠγωνίζετο, νά φυλάττῃ καί τά
ἔργα τοῦ σχήματος. ῞Οθεν μιμούμενος τόν Συμεών καί ᾿Ανδρέαν τούς Σαλούς,
ἔκαμε καί αὐτός τόν Σαλόν περιτριγυρίζοντας ὅλον τό ῎Ορος, ὡσάν
τρελλός.
῾Οπόταν
δέ ἐκοιμήθη, τότε ἐγνώρισαν τήν ἁγιότητα αὐτοῦ, ἀπό τήν θείαν χάριν καί
εὐωδίαν ὁποῦ εἶχε τό ἅγιον καί σεβάσμιον λείψανόν του».
Η αναφορά αυτή του Δοσιθέου είναι μόνη πηγή από την οποία πληροφορούμεθα τα περί της ζωής του Οσίου Γερβασίου.
Ανάμνηση Θαύματος Αγίου Σπυρίδωνα
Στην
Κέρκυρα, το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος λιτανεύεται το Μεγάλο Σάββατο
σε ανάμνηση της απαλλαγής του νησιού από την μεγάλη καταστροφή της
σοδιάς των σιτηρών το 1533 μ.Χ.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου