Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἀκάκιος, Μένανδρος καὶ Πολύαινος οἱ Μάρτυρες
Eις τον Πατρίκιον.
Ἐφεῦρε Πατρίκιος ἐκτμηθεὶς κλέος,
Eις τον Aκάκιον.
Kαλού μετέσχες Aκάκιε του τέλους,
Aθλητικόν γαρ τούτο σοι διά ξίφους.
Eις τον Mένανδρον και Πολύαινον.
Πολύαινος Mένανδρος εκτετμημένοι,
Πολλών επαίνων αξιούσθων αξίως.
Ἐννεακαιδεκάτῃ τάμε Πατρίκιον ξίφος ὀξὺ.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ἅγιος Πατρίκιος, λόγῳ τῆς βαθιᾶς θεολογικῆς μορφώσεώς του, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔνθερμου ζήλου του πρὸς τὴ Χριστιανικὴ πίστη, ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Προύσσης, ὅπου βοηθούμενος ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους Ἀκάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο, ἐκύρηττε τὸ Εὐαγγέλιο και ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπό τήν πλάνη τῶν εἰδώλων πολλῶν ἀνθρώπων.
Αὐτὸ ὅμως ἐξόργισε τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατήγγειλαν στὸν ἄρχοντα Ἰουλιανὸ τὸν Ὑπατικό, καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του διέταξε τὴ σύλληψή τους. Ὁ ἄρχοντας προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς μὲ φιλοσοφικὲς συζητήσεις νὰ πείσει τὸν Πατρίκιο καὶ τοὺς ἄλλους Ἁγίους ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός. Ὁ Ἅγιος δὲν δείλιασε καὶ μὲ τὴν ρητορική του δεινότητα, τὴν ἄριστη θεολογική του κατάρτιση καὶ τὴν πλούσια ἁγιολογική του ἐπιχειρηματολογία ἐνέτρεψε ὅλα τὰ σαθρὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τὴν ἰδεολογική του συντριβή, τοὺς καταδίκασε σὲ θάνατο καὶ διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τετρὰς θεοφόρητος, Ἱεραρχῶν ἱερῶν, Τριάδα τὴν ἄκτιστον, κατ’ ἐναντίον ἐχθρῶν, πανσόφως ἐκήρυξε, Πατρίκιος ὁ τῆς Προύσης, θεηγόρος ποιμάντωρ, Ἀκάκιος σὺν Μενάνδρῳ, καὶ Πολύαινος ἅμα· διὸ καὶ ὡς ἀθλήσαντες, δόξης ἠξιώθησαν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερεῖς θεόφρονες, καὶ Ἀθληταὶ ἀήττητοι, τὴν Ἐκκλησίαν ὑψόθεν φρουρήσατε, εὐχαῖς ὑμῶν πρὸς Κύριον, Πατρίκιε θεόφρον, σὺν Ἀκακίῳ Μένανδρε καὶ Πολύαινε, γεραίρουσαν ἐκ πόθου, τὰ θεῖα ὑμῶν παλαίσματα.
Μεγαλυνάριον.
Τοὺς Ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, Ἀκάκιον ἅμα, καὶ Πατρίκιον τὸν κλεινόν, καὶ σὺν τῷ Μενάνδρῳ, Πολύαιανον τὸν θεῖον, ᾀσματικοῖς ἐπαίνοις ἐγκωμιάσωμεν.
Όσιος Μέμνων ο Θαυματουργός
Ὑπνοῖ τι μικρόν, ἁρπαγὴν τὴν ἐσχάτην,
Τὴν εἰς ἀπαντὴν τοῦ Θεοῦ, Μέμνων μένων.
Ο Όσιος Μέμνων από νεαρή ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και αφιέρωσε τον εαυτό του στον Θεό. Εκάρη μοναχός και με τους ασκητικούς του αγώνες υπέταξε τη σάρκα στο πνεύμα. Η θεία χάρη, αντάμειψε την αρετή του Οσίου Μέμνων και τον αξίωσε να θαυματουργεί.
Συνέβη κάποτε να κατακλύσουν τους αγρούς των χωρικών σμήνη ακριδών. Αυτοί χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα, κλαίγοντας έβλεπαν την καταστρεπτική αυτή μάστιγα. Ο Όσιος Μέμνων λυπήθηκε τους οικογενειάρχες εκείνους και ένοιωσε την απόγνωση τους. Προσευχήθηκε λοιπόν θερμά στο Θεό και πέτυχε την απαλλαγή του τόπου από τα ολέθρια σμήνη. Και όσες φορές οι γεωργικοί πληθυσμοί της περιοχής του έπεφταν σε μεγάλη στενοχώρια, ο Μέμνων τους πήγαινε βοήθεια από τις οικονομίες του μοναστηριού, του οποίου αναδείχτηκε και ηγούμενος. Πήγαινε μάλιστα και σ' άλλες πόλεις που μάζευε συνδρομές, με τις οποίες συμπλήρωνε την ανακούφιση των πασχόντων.
Κατά το θάνατο του, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν και συνόδευσαν την κηδεία του, με τα θερμότερα δάκρυα και τις εγκαρδιότερες ευχές.
Σε μερικούς συναξαριστές η μνήμη του Οσίου επαναλαμβάνεται και στις 19 Μαΐου.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὡς ἀστέρα σε πάντες φωτοειδῆ, ἀρετῶν καὶ θαυμάτων μααρμαρυγαῖς, τὸν κόσμον φωτίζοντα, εὐφημοῦμεν μακάριε, κοινωνὸς γὰρ θείας, λαμπρότητος γέγονας, καὶ πρὸς φέγγος Μέμνων, μετέβης τὸ ἄδυτον· ὅθεν τὴν φωσφόρον, καὶ ἁγίαν σου μνήμην, τιμῶμεν ἑκάστοτε, τὸν Σωτῆρα δοξάζοντες, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμέν σοι· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Ἅγιος Ἀκόλουθος ὁ Μάρτυρας
O Mάρτυς Aκόλουθος ως προς παστάδα,
Eπηκολούθει τοις άγουσι προς φλόγα.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Ἀκόλουθος καταγόταν ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου καὶ μαρτύρησε τὸ 303 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἔνθερμος Χριστιανὸς κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ πρῶτα βασανίσθηκε ἀνηλεῶς, στὴ συνέχεια ρίχθηκε ἐπὶ τῆς πυρᾶς, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Αγία Θεοτίμη η Μάρτυρας
Tιμή Θεός πέφυκε τη Θεοτίμη,
Hν τιμίαν τίθησι Mάρτυρα ξίφος.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θεοτίμη τελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ἡ Ἁγία Κυριακὴ ἡ Μάρτυς
Aιώνιον φεύγουσα πυρ εχεφρόνως,
Kυριακή πρόσκαιρον ηδέως φέρει.
Η Αγία Μάρτυς Κυριακή μαρτύρησε μαζί με άλλες έξι Χριστιανές νέες στη Νικομήδεια το 307 μ.Χ., αφού τις έκαψαν ζωντανές, επί Μαξιμιανού Γαλερίου.
Οἱ Ἅγιοι Βαρνάβας, Γεννάδιος, Γεράσιμος, Γερμανός, Θεόγνωστος, Θεόκτιστος, Ἱερεμίας, Ἰωάννης, Ἰωσήφ, Κόνων, Κύριλλος, Μάξιμος καὶ Μάρκος οἱ Ὁσιομάρτυρες
Ἡ Κυπριακὴ Ἐκκλησία διατήρησε τὴ λυχνία τῆς Πατρίδος καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας σταθερὰ ἀκοίμητη καὶ σὲ χρόνους κατὰ τοὺς ὁποίους χωρίς τὴν Ἐκκλησία ἡ λυχνία θὰ εἶχε πρὸ πολλοῦ σβεσθεῖ.
Μέσα ἀπὸ τὸ φωτόλαμπρο νέφος τῶν δαδοφόρων ἡρωικῶν ἀθλητῶν τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ὁλόφωτες προβάλλουν οἱ μορφὲς τῶν ἁγίων δεκατριῶν Μοναχῶν καὶ Ὁμολογητῶν τῆς ἱερὰς μονῆς Παναγίας Καντάρας.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Ὁσιομάρτυρες ἔζησαν τὸ 13ο αἰώνα μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ ἡ νῆσος τῆς Κύπρου εὐρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν φράγκικη κυριαρχία. Οἱ κατακτητὲς ἔκαναν τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ὑποτάξουν τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Ἡ προσπάθειά τους ἂρχισε ἀπὸ τὸ 1220. Σὲ ἕνα συνέδριο, ποὺ ἔγινε στὴν πόλη τῆς Λεμεσοῦ καὶ στὸ ὁποῖο ἔλαβαν μέρος ἀντιπρόσωποι τοῦ κλήρου τῶν Λατίνων καὶ τῆς ἄρχουσας τάξεως, ἀποφασίσθηκε νὰ ἐπιβληθοῦν καταπιεστικὰ μέτρα γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπικράτηση τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας. Μπροστὰ στὰ μέτρα αὐτὰ ἡ στάση τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου καὶ τῶν μοναχῶν ὑπῆρξε πραγματικὰ ὑπέροχη καὶ ἀξιοθαύμαστη.
Περὶ τὸ 1228 οἱ ἀσκητὲς Ἰωάννης καὶ Κόνων, ποὺ ἐγκαταβιοῦσαν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Καλοῦ Ὄρους τῆς Σίδης (Ἀλλαγιᾶς) τῆς Μικρασιατικῆς Παμφυλίας καὶ ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους, ἄφησαν τὸ μοναστήρι τους καὶ ἦλθαν στὴν Κύπρο. Στὴν ἀρχὴ πῆγαν στὴ μονὴ Μαχαιρᾶ. Ἀργότερα ἀποσύρθηκαν ἀπὸ ἐκεῖ μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο ἀσκητὴ, τὸν Θωμᾶ, στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Χρυσοστόμου. Μὰ καὶ ἐδῶ δὲν εὐρῆκαν ἀνάπαυση. Ἔτσι ἐγκαταστάθηκαν στὸ ἀπόμερο μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Καντάρας καὶ ἄρχισαν τὴν ἄσκησή τους.
Ἡ εὐλάβεια τῶν ἀσκητῶν μαζὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τους δραστηριότητα, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς πάσχοντες ἀδελφούς, ἔκαμαν ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ προστεθοῦν καὶ ἂλλοι μοναχοὶ στὴν ἀσκητική τους παλαίστρα. Ἡ φήμη τῆς εὐλάβειας καὶ τῆς ἀρετῆς τῶν ταπεινῶν Ὁσίων ἔφθασε καὶ στὰ αὐτιὰ τῶν Λατίνων. Στὸ ἄκουσμα τῆς φήμης αὐτῆς ὁ φθόνος ἄναψε στὴν καρδιὰ τῶν Λατίνων. Ὁ Φράγκος Ἀρχιεπίσκοπος Εὐστόργιος, ποὺ ἔμενε στὴν Λευκωσία, ἀμέσως κάλεσε κοντά του τὸν ἱεροκήρυκά του Ἀνδρέα καὶ τὸν διέταξε νὰ πάρει τὸ βοηθό του, κάποιον Ἡλίερμο, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι τῆς Καντάρας. Ἔπρεπε οἱ ἴδιοι νὰ δοῦν καὶ νὰ πιστοποιήσουν τὰ λεγόμενα, μὰ καὶ νὰ παρασύρουν τοὺς Ὁσίους στὸ δικό τους δόγμα. Ὅμως αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατόν. Οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Εὐστοργίου ἔφυγαν ἀπὸ τὴ μονὴ ἄπρακτοι καὶ προσβεβλημένοι.
Οἱ πατέρες τῆς Καντάρας κλήθηκαν νὰ λογοδοτήσουν στὸν Λατίνο Ἀρχιερέα στὴ Λευκωσία. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Οἱ Ὅσιοι, ἐνώπιον τοῦ Εὐστοργίου, ἔμειναν ἀμετάθετοι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ὑπερασπίσθηκαν τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ συλληφθοῦν, νὰ μαστιγωθοῦν καὶ νὰ ριχθοῦν στὴ φυλακή, ὅπου παρέμειναν ἔγκλειστοι ἐπὶ τρία χρόνια. Στὶς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1231 οἱ ἀβάσταχτες κακουχίες προκάλεσαν τὸ θάνατο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Θεογνώστου. Οἱ Λατίνοι πῆραν τὸ τίμιο λείψανο, τὸ ἔσυραν στοὺς δρόμους τῆς Λευκωσίας καὶ στὴ συνέχεια τὸ ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ τὸ ἔκαψαν.
Ὁ Φράγκος Ἀρχιεπίσκοπος, ὄντας ὑποχρεωμένος νὰ ἀπουσιάσει ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἔγραψε στὸν Πάπα τῆς Ρώμης Γρηγόριο Θ’ (1227 – 1241) καὶ ζήτησε ὁδηγίες τὶ νὰ κάνει μὲ τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς Καντάρας. Καὶ αὐτὸς συμβούλεψε νὰ κληθοῦν γιὰ τρίτη φορὰ οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ ἐρωτηθοῦν τὶ πιστεύουν. Ἐὰν ἐπιμένουν στὴ γνώμη τους, τότε νὰ τιμωρηθοῦν ὡς αἱρετικοί.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ὑπόδειξη αὐτή, ὁ Εὐστόργιος ἀνέθεσε τὴν ὑπόθεση τῶν Ὁσίων Πατέρων στὸν ἀντιπρόσωπό του Ἀνδρέα. Οἱ Ἅγιοι ὁμολόγησαν καὶ πάλι τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους καὶ διεκήρυξαν τὸ Συνοδικὸν τῆς Ζ’ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι κάηκαν, κατόπιν πολλῶν βασανιστηρίων, «ράβδοις ἀνηλεῶς τυπτόμενοι καὶ τὴν σάρκα κατατεμνόμενοι», ὅπως λέγει ἀνώνυμος χρονογράφος, ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὸ 1231, ἐπειδὴ ἐνέμεναν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀρνούμενοι τὶς καινοτομίες τῶν Λατίνων.
Άγιος Ιωάννης «Αρναουτογιάννης» ο Δραγάτης ο Νεομάρτυρας
Ο Αλβανικής καταγωγής στρατιώτης Ιωάννης, ο επονομαζόμενος «Αρναουτογιάννης» (οι Αλβανοί στα Τούρκικα, ονομάζονται Αρναούτ), βαπτίστηκε χριστιανός, με το όνομα Ιωάννης. Βρήκε κατοικία στο χωριό Άγιος Ιωάννης Φαιστού και ζούσε βίο ευσεβή και ευλαβικό, ασκώντας το επάγγελμα του δραγάτη (του αγροφύλακα), προκειμένου να εξασφαλίζει τα προς το ζην.
Κάποιοι επαναστάτες σκότωσαν δυο Τουρκόγυφτους. Οι οθωμανοί που μισούσαν τον Ιωάννη επειδή απαρνήθηκε τη θρησκεία τους, βρήκαν την ευκαιρία να τον εκδικηθούν. Τον κατήγγειλαν στην κοσμική εξουσία της περιοχής ότι αυτός ήταν ο φονιάς των δύο Τουρκόγυφτων, κατηγορώντας τον μάλιστα ότι μετά την αλλαγή του θρησκεύματός του είχε διάθεση εξόντωσης Μουσουλμάνων.
Ο Ιωάννης συνελήφθη και στάλθηκε στο Ηράκλειο σε δίκη, όπου αποδείχθηκε η αθωότητά του. Όμως ο δικαστής Ρεχίτ - Εφέντης, του ζήτησε να αλλάξει θρησκεία και πάλι για να φανεί ότι δεν σκότωσε λόγω θρησκευτικής αντιπαλότητας, διαφορετικά θα τον καταδίκαζε σε θάνατο. Ο Ιωάννης με θάρρος ομολόγησε το Χριστό. Για τρεις ημέρες βασανίστηκε με φρικτά μαρτύρια.
Μεταξύ των άλλων πύρωσαν ένα σιδερένιο δοχείο και του το έβαλαν στο κεφάλι.
Όταν ο Άγιος Ιωάννης παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό, ο Πασάς έδωσε διαταγή να δοθεί το σώμα του στους Χριστιανούς και να ταφεί. Το πήραν και το έθαψαν στα «Σπιτάλια» (η περιοχή είναι γύρω από την παλιά Υγειονομική Υπηρεσία στο Ηράκλειο).
Ο μαρτυρικός θάνατος του Ιωάννη σκόρπισε θλίψη και αγανάκτηση στους χριστιανούς του Ηρακλείου. Το ημερολόγιο έδειχνε ημέρα Σάββατο 5 Μαΐου 1845 μ.Χ. Και όπως αναφέρει ο Στέφανος Νικολαΐδης στα βιογραφικά του σημειώματα «…έγινε φοβερά στάσις των Χριστιανών εναντίον της Κυβερνήσεως δια Αρναουτογιάννην θανατωθέντα δια φρικωδεστάτων βασάνων». Και για να ικανοποιηθεί ο λαός, εξορίστηκε ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ρεχίτ – Εφέντης και αντικαταστάθηκε από τον Κουλουκτζή – Μεϊμουρή.
Μετά από καιρό, έγινε η ανακομιδή και τα λείψανά του βρέθηκαν ηγιασμένα. Τα πήρε ο Πρόξενος της Ρωσίας και τα έστειλε στο Κίεβο, όπου και φυλάσσονται, μαζί με άλλα αγιασμένα λείψανα.
Την εύρεση του Αγίου μας την οφείλουμε στην εμπεριστατωμένη χρόνια έρευνα του Πανοσιολ. Πρωτοσυγκέλλου της Μητροπόλεως Γορτύνης πατρός Χρυσοστόμου Παπαδάκη, ο οποίος μάλιστα συνέγραψε θαυμάσιο βιβλίο για το βίο του Αγίου, αλλά και για το ίδιο το χωριό τον Άγιο Ιωάννη.
Την Ακολουθία του Αγίου έγραψε ο Μ. Υμνογράφος της Αλεξανδρινής Εκκλησίας κ. Χαραλάμπης Μπούσιας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐθαρσῶς ἀποῤῥίψας πατρῴαν πλάνην σου εὐθύς ὡς ἔγνως τήν πίστιν ἐν Μεσαρᾷ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητῶν χοροῖς ἐνδόξοις συνηρίθμησαι˙ φύλαξ ἀγρῶν θεοφιλές, νεομάρτυς πεφηνώς γενναῖος τής εὐσεβείας πρεσβεύειν εἴληφας χάριν ὑπέρ ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μετανοίας εδείχθης ιερόν ακροθίνιον, την μεταστροφήν θείου Παύλου, Ιωάννη μιμούμενος. Και πίστιν αποπτύσας μιαράν, εδέξω χάριν άνωθεν σοφέ. Και Χριστόν ομολογήσας, κατηξιώθης στέφους εναθλήσεως. Δόξα τω δωρησαμένω σοι το φως, δόξα τω σε ενισχύσαντι, Δόξα τω αναδείξαντί σε, εν παντί μάρτυρα νεόαθλον.
Άγιος Ιωάννης της Σάντα Κρουζ ο Ιερομάρτυρας
Ο Άγιος Νεομάρτυρας πάτερ Ιωάννης της Σάντα Κρούζ γεννήθηκε το 1937 μ.Χ. στο χωριό Αποίκια της νήσου Άνδρου και λεγόταν Καρασταμάτης. Σε ηλικία 20 ετών πηγαίνει στην Αμερική και δημιουργεί οικογένεια. Χειροτονείται ιερέας και για 10 χρόνια εργάζεται με ιεραποστολικό ζήλο στην Αλάσκα. Αφού διακόνησε την Εκκλησία σε πολλούς Ναούς, το 1981 μ.Χ. πήγε στην Σάντα Κρουζ στον Ναό του Προφήτη Ηλία, τον οποίο και τελειοποίησε και τον εγκαινίασε για να γίνει κέντρο ορθόδοξης ομολογίας σε όλη την περιοχή όπου οι άνθρωποι ήταν απομακρυσμένοι από τον Θεό και την Εκκλησία.
Ο πατήρ Ιωάννης ήταν απλός στην συμπεριφορά του, αγαπούσε τους ενορίτες του και η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή, μέρα και νύχτα. Τα κηρύγματα του ήταν πύρινα, αγαπούσε τον Θεό και ήθελε όλοι να Τον αγαπήσουν. Πήγαινε στα πάρκα και μιλούσε με νέους ανθρώπους που δεν γνώριζαν τίποτε για τον Θεό ή ήταν σε άλλα δόγματα.
Στην Άνδρο συμβαίνει ένα θαύμα με τους κρίνους της Παναγίας. Όταν ανθίζουν οι κρίνοι τους πηγαίνουν στην Εικόνα της. Αργότερα, όπως είναι φυσικό, ξεραίνονται και πέφτουν τα φύλλα τους και μένει το ξερό κοτσάνι. Τ' αφήνουν έτσι ξερά τα κοτσάνια στην Εικόνα Της και όταν έρθει η γιορτή της, κάθε χρόνο, αυτά ανθίζουν και βγάζουν μπουμπούκια. Ο πατήρ Ιωάννης μια και ήταν από μικρός μεγαλωμένος στο νησί γνώριζε το θαύμα αυτό. Επισκέφτηκε λοιπόν το νησί και πήγε στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου και ζήτησε από τον Γέροντα Δωρόθεο κρίνους της Παναγίας. Πήρε μερικά ξερά κοτσάνια και τα πήγε στην Αμερική. Τα έβαλε στην Εικόνα της Παναγίας και αυτά άνθισαν ξανά. Άρχισε σιγά - σιγά ο κόσμος να θερμαίνεται στην πίστη και να προσκυνούν την Παναγία.
Ήταν μία ευαίσθητη και όμορφη ψυχή ο πατήρ Ιωάννης. Έγραφε και θρησκευτικά ποιήματα και τον συγκινούσαν πολύ τα θαύματα της Παναγίας και οι βίοι των Αγίων. Ζητούσε από τον Γέροντα Δωρόθεο να του στέλνει βιβλία για να κάνει κηρύγματα. Το ιεραποστολικό του έργο όμως, ενόχλησε κάποιους και άρχισαν να του κάνουν απειλητικά τηλεφωνήματα και να του στέλνουν απειλητικά γράμματα για να σταματήσει το κήρυγμα. Όμως τότε εκείνος έγινε πιο φλογερός και έλεγε: «Όσο τα μάτια μου έχουν νερό εγώ θα κηρύττω τον Χριστό και την Ορθοδοξία».
Όταν μάλιστα συνέστησε στους χριστιανούς να προφυλαχθούν από τις παγίδες του αντιχρίστου και να μην πάρουν το χάραγμα, άρχισαν πιο έντονα τ' απειλητικά τηλεφωνήματα για την ζωή του.
Στις 17 Μαΐου του 1985 μ.Χ. το βράδυ, πήρε τηλέφωνο τον Γέροντα Δωρόθεο στην Άνδρο και του ζητούσε πληροφορίες για τα θαύματα της Παναγίας της Μυροβλύτισσας γιατί ήθελε να κάνει κήρυγμα την Κυριακή. Την άλλη μέρα στις 18 Μαΐου ο πατήρ Ιωάννης ήταν μόνος του στο σπίτι μαζί με τον γιο του Φώτιο. Η πρεσβυτέρα είχε πάει στο σπίτι της κόρης τους Μαρίας.
Το αγόρι βγήκε για λίγο έξω με τους φίλους του και ο πατήρ Ιωάννης πήγε στην Εκκλησία να την ετοιμάσει και να γράψει το κήρυγμα. Το αγόρι γύρισε αργά στο σπίτι, είδε ότι ο πατέρας του έλειπε και πήγε ανήσυχο να τον βρει στην Εκκλησία. Και τότε αντίκρισε το φοβερό θέαμα. Τον πατέρα του κατακρεουργημένο και αγνώριστο. Τον είχαν βρει μόνο του και τον βασάνισαν χτυπώντας τον στο κεφάλι με σφυρί, και το σώμα του το κατακρεούργησαν με το μαχαίρι. Και όπως διαπίστωσε η αστυνομία, επειδή εκείνος σπαρταρούσε, πήραν τον σταυρό του με την αλυσίδα και τον έπνιξαν. Το αίμα του που χύθηκε από τις πληγές του και πλημμύρισε το δάπεδο του Ιερού Ναού το χρησιμοποίησαν για να γράψουν δικά τους συνθήματα στους τοίχους του Ιερού Ναού και το 666. Ήταν σατανιστές.
Επειδή το Λείψανο του Αγίου ήταν παραμορφωμένο και το πρόσωπό του δεν μπορούσαν να το αντικρίσουν, αφού του φορέσανε την καλή του χρυσοκέντητη στολή, σφραγίσανε το φέρετρο στην νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο Άγιος ιερέας μαρτύρησε στο σημείο που φωτογραφήθηκε με τον σταυρό στο χέρι, ίσως να ήταν μία πρόρρηση για το τι θα επακολουθούσε. Συνέβησαν, δε, προ του θανάτου του τρία θαυμαστά γεγονότα:
1) Οι ανθισμένοι κρίνοι της Παναγίας, μία βδομάδα πριν μαρτυρήσει, πέσανε όλοι ξαφνικά και από τότε δεν έχουν ξανανθίσει.
2) Η Εικόνα της Παναγίας δάκρυσε και το δάκρυ υπάρχει ακόμα πάνω στην Εικόνα, και
3) επί τρεις συνεχείς Κυριακές προ του μαρτυρίου του, κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, έλαμπε το πρόσωπό του και σκορπούσε αχτίνες και το παιδί, που του έδινε το ζέον και είδε το παράδοξο αυτό φαινόμενο, επιτιμήθηκε αυστηρά για να μην φανερώσει τίποτα.
Η αστυνομία ερεύνησε για τους δολοφόνους του Αγίου και βρήκαν τρία άτομα ένα ανδρόγυνο και τον γιο του άνδρα από άλλη γυναίκα. Ήταν ιερείς του σατανά και όταν τους συνέλαβαν οι δύο αυτοκτόνησαν ενώ ο τρίτος έχασε τα λογικά του.
Όταν έμαθε ο Γέροντας Δωρόθεος για τον μαρτυρικό θάνατο του πατρός Ιωάννη έγραψε στην πρεσβυτέρα να του στείλει στην Άνδρο τ' άμφια του Αγίου που είχαν συλλειτουργήσει στο Μοναστήρι στην γιορτή του Αγίου Δωροθέου το 1981 μ.Χ. Πέρασε καιρός και απάντηση δεν έλαβε. Στις 4 Ιουλίου του 1986 μ.Χ. και ενώ είχε τελειώσει η λειτουργία στο Μοναστήρι, άρχισαν μόνες τους να χτυπούνε οι καμπάνες πανηγυρικά. Σταμάτησαν για λίγο οι καμπάνες και άρχισαν πάλι να χτυπούνε τόσο αρμονικά που όλοι εξέστησαν, έκαναν παράκληση στον Άγιο Νικόλαο και περίμεναν να φανερωθεί κάτι θαυμαστό. Και έτσι έγινε, αφού το απόγευμα πήρε τηλέφωνο τον Γέροντα Δωρόθεο η κόρη του πατρός Ιωάννη η Μαρία, που είχε έρθει ειδικά στην Άνδρο, για να φέρει τ' άμφια του πατέρα της. Τα έφερε στο Μοναστήρι και τα υποδέχτηκαν με χαρά. Οι καμπάνες χτυπούσαν στο Μοναστήρι το πρωί ακριβώς την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι το καράβι με τ' άμφια του Νεομάρτυρα.
Οι εμφανίσεις του ιερομάρτυρα Ιωάννου μετά τον θάνατό του είναι πάρα πολλές. Παραμονές του Αγίου Νικολάου το 1986 μ.Χ. και ο Γέροντας Δωρόθεος ετοίμαζε το Μοναστήρι μαζί με μερικές γυναίκες που τον βοηθούσαν από το χωριό εκεί. Κάποια στιγμή είδαν τον μακαριστό Ιωάννη να περπατά στην αυλή και να έρχεται προς το μέρος τους από την ανοιχτή πόρτα στην τράπεζα. Έβαλαν όλοι τις φωνές γιατί όλοι τον ήξεραν στο χωριό και τον έλεγαν: παπά - Γιάννη. Και τότε χάθηκε από μπροστά τους. Ώσπου να συνέλθουν από το ξάφνιασμα ήρθε ο ταχυδρόμος μ' ένα δέμα από την Ελβετία όπου μέσα ήταν μία Εικόνα του Αγίου σκαλιστή σε ξύλο από Ορθόδοξους Ρώσους που τον τιμούν ως Άγιο. Ο πατήρ Ιωάννης ζήτησε να μοιραστεί παντού η Εικόνα Του και να γίνει γνωστό το μαρτύριό του, η Ορθόδοξη ομολογία του.
Τον Φεβρουάριο του 1987 μ.Χ. ο Γέροντας Δωρόθεος πήγε στην Ελβετία για εγχείρηση. Ενώ μιλούσε με τους πιστούς εκεί για τον Άγιο και το μαρτύριό του, τον είδαν να τους ευλογεί και να χάνεται. Όταν είχαν λειτουργήσει μαζί με τον Γέροντα Δωρόθεο και όταν εξομολογήθηκε ο πατήρ Ιωάννης δώρισε το πετραχήλι του εκεί στο Μοναστήρι. Όταν πήγε στην Ελβετία ο Γέροντας Δωρόθεος ένα τμήμα από το πετραχήλι του Αγίου εσκόρπιζε άρρητη ευωδία στους παρευρισκομένους εκεί.
Στην Αμερική και στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς τιμάται ως Άγιος και έχουν εκδώσει και ασματική ακολουθία στον Άγιο. Τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου του τ' ανέφερε όλα στον Γέροντα Δωρόθεο η κόρη του Μαρία. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου και είναι παραμονή της εορτής της ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Νικολάου.
Επίσης, θα συνεορτάζεται μαζί με τον Άγιο Νικόλαο γιατί από παιδί τον αγαπούσε πολύ. Την Ευλογία Του να έχουμε όλοι μας. Αμήν.
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος τοῦ Κόμελ γεννήθηκε στὴν πόλη Ροστὼβ τῆς Ρωσίας τὸ 1455 καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν εὐγενὴ οἰκογένεια Κριούκωφ τῶν βογιάρων. Ὁ ἀδελφός του Λουκιανὸς ὑπηρετοῦσε στὸ δικαστήριο τοῦ μεγάλου πρίγκιπος τῆς Μόσχας Βασιλείου Βασίλεβιτς Τέμνυϊ. Ὅταν ὁ Λουκιανὸς ἀποφάσισε νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τῆς Λευκῆς Λίμνης, αὐτὸ ἐπηρέασε καὶ τὸν Κορνήλιο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε πολύ τὸ μοναχικὸ βίο. Τὸν ἀκολούθησε, λοιπόν, στὴ μονή, ὅπου ἄρχισε τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση.
Ἀκόμη καὶ στὸ ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, ὅπου διακονοῦσε, φοροῦσε βαριὲς ἁλυσίδες, γιὰ νὰ ἀσκεῖται περισσότερο, ἐνῷ ἠσχολεῖτο καὶ μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Λίγο ἀργότερα ὁ Ὅσιος Κορνήλιος κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γενναδίου στὸ Νόβγκοροντ, ἀλλὰ προτιμώντας νὰ ζήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο κατέφυγε τελικά στο δάσος τοῦ Κομέλ τὸ 1497. Ἐδῶ, τὸ 1501, ἀνήγειρε ἕνα ξύλινο ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου καὶ λίγο ἀργότερα ὁ Μητροπολίτης Σίμων τὸν ὅρισε ὡς ἱερομόναχο τῆς μονῆς. Σιγὰ – σιγὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν αὐξήθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Κορνήλιος οἰκοδόμησε καὶ νέο ναὸ καὶ συνέγραψε μοναχικὸ Κανόνα μὲ βάση τὸ Τυπικὸν τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ Βολοκολάμσκ καὶ τοῦ Ὁσίου Νείλου τῆς Σόρα.
Ὁ Ὅσιος διακρίθηκε γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πάσχοντες, τοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά. Ἐπίσης, ἔκτισε ναὸ πρὸς τιμὴν Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, πρὸς τὸν ὁποῖο ἔτρεφε ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ τὸν ὁποῖο ἀξιώθηκε νὰ βλέπει σὲ ὁράματα.
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1537.
Ὁ Ἅγιος Δουνστάνος Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Ο Άγιος Δουνστάνος (Dunstan) γεννήθηκε το 909 μ.Χ. στην πόλη Γκλαστένμπουρυ της Αγγλίας από ευγενείς και εύπορους γονείς. Ευτύχησε να έχει ως διδασκάλους διαπρεπείς μοναχούς από την Ιρλανδία, οι οποίοι διέμεναν τότε στην πόλη. Εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο του Ουίνσεστερ Ελφεγίου. Εξελέγη αρχικά Επίσκοπος της πόλεως Ουίνσεστερ και κατόπιν, το 961 μ.Χ., Αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας. Επέβαλε μεγάλη πειθαρχία και επανέφερε την κοσμιότητα και ιεροπρέπεια πιο κληρικούς και μοναχούς.
Επίσης, επέβαλε πειθαρχία πιο λαϊκούς, ιδίως όσον αφορά στο οικογενειακό δίκαιο. Η προσπάθειά του για την επιβολή τάξεως ήταν αναγκαία, διότι κατά την περίοδο που επακολούθησε τις Δανικές εισβολές, παρατηρείτο μεγάλη έκλυση των ηθών.
Ο Άγιος Δουνστάνος κοιμήθηκε με ειρήνη το 988 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος τοῦ Παλεοστρὸβ γεννήθηκε στὴν πόλη Πσκὼφ τῆς Ρωσίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸ 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ νῆσο Πάλι τῆς λίμνης Ὀνέγκα, ὅπου ἵδρυσε μοναστικὴ κοινότητα καὶ ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου. Γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση ὁ Ὅσιος ἔζησε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο κοντὰ στὴ μονή, ὅπου προσευχόταν ἀδιάλειπτα.
Ἐκεῖ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη το 1420.
Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος
Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος, κατὰ κόσμον Ἰωάννης, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ 1477 καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπος Ἀνδρέου Βασίλεβιτς Μπλαγκοβέρνογκο καὶ τῆς Ἑλένης. Σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰγνάτιος.
Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1522 καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του τὸ τίμιο λείψανό του εὐωδίαζε.
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες ἐν Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες τῆς περιοχῆς Σλομπόντσκαγια τῆς Οὐκρανίας, κοντὰ στὸ Χάρκωβ, εἶναι:
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαρσανούφιος, κατὰ κόσμον Βαλεντίνος Μιχαήλοβιτς Μάμτσιτς. Ἦταν ἱερομόναχος στὴ μονὴ τοῦ Τόλγκα, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Γιαροσλάβλ, καὶ μαρτύρησε τὸ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κυπριανός, κατὰ κόσμον Λέων Νικολάεβιτς Γιανκόβσκϊυ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1897 στὸ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸ 1938.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰάκωβος Ἰβάνοβιτς Ρεντοζούμπωφ, πρωτοπρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴν πόλη Κούγκουεβ, στὴν ἐπαρχία τοῦ Χάρκωβ, καὶ μαρτύρησε τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος Μιχαήλοβιτς Ζαγκορόφασκϊυ, πρωτοπρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὸ 1872 στὴν πόλη Ἀχτύρκα, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸ 1841.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πέτρος Βερθολομέεβιτς Ντοροσένκο, πρωτοπρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴν πόλη Κούγκουεβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Θέντοροφ, διάκονος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ τοῦ Κρασνοκούτσκ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε τὸ 1941.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἱλαρίων Νικολάεβιτς Ζούκωφ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Καμπάνοβκα τοῦ Σταρομπέλσκ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σέργιος Παύλοβιτς Ζίπουλιν, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 21 Δεκεμβρίου 1872 στὴν πόλη Μπέλσκ καὶ μαρτύρησε τὸ 1940.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀντώνιος Ἀρτέμοβιτς Γκόρμπαν, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 22 Ἰανουαρίου 1866 στὸ χωριὸ Γκόρμπαν τῆς ἐπαρχίας Πολτάβα καὶ μαρτύρησε τὸ Νοέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Βασίλεβιτς Τίμονωφ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κερνγιάνσκ τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Κοὺρσκ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βλαδίμηρος Νικολάεβιτς Βασιλέφσκϊυ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε 6 Ἰανουαρίου 1892 στὴν πόλη τῆς Τασκένδης καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος Τιμοφέεβιτς Μιγκούλιν, διάκονος, ο ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 4 Δεκμβρίου 1872 στὸ χωριὸ Μαλάγια Βόλκα τῆς ἐπαρχίας Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βίκτωρ Νικολάεβιτς Γιαβόρκσϊυ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 2 Ἀπριλίου 1873 στὸ χωριὸ Κοροσίνο καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Διονύσιος Ἀντρέεβιτς Καγκόβετς, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ντεργκάτσι τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Στέφανος Ἀλεξάντροβιτς Ἀντρόνωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 15 Σεπτεμβρίου 1867 στὸ χωριὸ Ζολόκεφ τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Πέτροβιτς Θεοντόρωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σεσλαβίνο τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπὼφ καὶ μαρτύρησε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Λουκιανὸς Πέτροβιτς Θεντότωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1895 στὴν πόλη Ἰζγιοὺμ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χαρκὼβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξιος Νικολάεβιτς Ταταρίνωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 30 Μαρτίου 1885 στὸ χωριὸ Κοῦνε τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰάκωβος Ἰλίτς Ματυνένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 4 Ἰανουαρίου 1878 στὸ χωριὸ Κορότιτς τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παῦλος Μιχαήλοβιτς Κρασνοκούτσκϊυ, ὁ ὁποῖος φυλακίσθηκε τὸ 1930.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παΐσιος Γρηγόρεβιτς Μόσκοτ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 8 Δεκεμβρίου 1869 στὸ χωριὸ Πέσκι Ραντκόφσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος Σεργκέεβιτς Ἐφίμωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 3 Φεβρουαρίου 1890 στὸ χωριὸ Βέρχνϊυ Σάτωφ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ Ἀλεξάντροβιτς Προτόποπωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 26 Μαρτίου 1880 στὸ χωριὸ Πετσενέγκι καὶ μαρτύρησε τὸν Μάρτιο τοῦ 1938.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σπυρίδων Μακάροβιτς Ἐβτουσένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1883 στὸ χωριὸ Σολοχισέβκα τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Μάρτιο τοῦ 1938.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Ἀντρέεβιτς Κονονένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 7 Ἰανουαρίου 1880 στὸ χωριὸ Σολόχι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1938.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φίλιππος Μιχαήλοβιτς Ὀρντίνετς, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὴν 1η Ἰουνίου 1888 στὴν Μυρόπολη καὶ μαρτύρησε τὸν Μάρτιο τοῦ 1938.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρέας Νικήτοβιτς Μισένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1893 στὸ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1938.
Μνήμη Εἰσόδου τῆς Ἁγίας Νίνας τῆς Ἰσαποστόλου στὴν Γεωργία
Ἡ Ἑκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Νίνας στὶς 14 Ἰανουαρίου.
Δὲν ἒχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Πούδης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Πούδης ἦταν συγκλητικὸς καὶ μαρτύρησε τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν Ἀπόστολο Πούδη ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα († 14 Ἀπριλίου).
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίων Ἰουλίου Πρεσβυτέρου καὶ Ἰουλιανοῦ Διακόνου
Ὅπως ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι τους, ὁ μὲν Ἰουλιανὸς γεννήθηκε τὸ 319 μ.Χ., ὁ δὲ Ἰούλιος τὸ 330 μ.Χ. ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, ποὺ τοὺς ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἔμαθαν τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴν Αἴγινα καὶ στὴ συνέχεια σπούδασαν στὴν Ἀθήνα, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Βασίλειο καὶ Γρηγόριο. Ἀφοῦ ἐπανέκαμψαν στὴν Αἴγινα, ἀποφάσισαν νὰ μιμηθοῦν τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο καὶ νὰ κηρύξουν τὸν Χριστό. Ἔτσι πῆραν ἀποστολικὲς ράβδους καὶ παρέδωσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν Κύριο.
Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν χειροτόνησε τὸν Ἰούλιο πρεσβύτερο καὶ τὸν Ἰουλιανὸ διάκονο. Κοσμημένοι μὲ τὴν χάρη τῆς ἱεροσύνης ἐξῆλθαν γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Στὴν Κόρινθο προκάλεσαν τὴν ὀργὴ τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωξαν τὸ θάνατό τους. Οἱ Ἅγιοι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, διαφυλάχθηκαν καὶ ἀναχώρησαν σὲ ἔρημο τόπο γιὰ νὰ ἀσκηθοῦν στὴν προσευχή. Τὸ 337 μ.Χ. ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν Κόρινθο γιὰ τὴν Ἰταλία. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε διαφορετικὰ τὰ πράγματα καὶ τὰ τῆς ἀποστολικῆς τους διακονίας. Ἔτσι, βρέθηκαν στὶς παραδουνάβιες χῶρες κηρύττοντας τὸν Χριστὸ στὴν σημερινὴ Βοημία, Πολωνία καὶ Οὑγγαρία. Μάλιστα σὲ κάποια πόλη θεράπευσαν ἕνα νέο ἀπὸ δαιμόνιο καὶ ὁδήγησαν πλήθη εἰδωλολατρῶν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ 379 μ.Χ. ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας, ὁ ὁποῖος πολέμησε τὶς κακοδοξίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στήριξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Μόλις πληροφορήθηκαν αὐτὸ οἱ Ἅγιοι, ἦρθαν στὴ Ρώμη, ὅπου προσκύνησαν τοὺς τάφους τῶν Μαρτύρων καὶ ἔλαβαν γραπτὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Δαμάσου Α’ νὰ περιοδεύουν τὴν αὐτοκρατορία καὶ νὰ κηρύττουν τὸν Χριστό. Τὸ 338 μ.Χ. ὁ Πάπας Δάμασος Α’ ἀπέστειλε τοὺς Ἁγίους στὸ Μιλάνο, πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου. Ἐκεῖνος τοὺς ἀνέθεσε τὴν ἐκκλησία τῆς Ναβάρας ποὺ ἦταν περικυκλωμένη ἀπὸ εἰδωλολάτρες. Οἱ Ἅγιοι ἐπεδόθησαν στὴν ἵδρυση Ἐκκλησιῶν καὶ ὁδήγησαν στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ πολλοὺς ἀνθρώπους.
Στὰ τέλη τοῦ βίου τους χώρισαν γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν ἀπόφασή τους νὰ διέλθουν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους ἀσκητικὰ καὶ ἡσυχαστικά. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναχώρησαν ὁ μὲν Ἅγιος Ἰουλιανὸς στὸ Γκοτσάνο τῆς λίμνης Μαντζόρε, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 7 Ἰανουαρίου τοῦ 391 μ.Χ., ὁ δὲ Ἅγιος Ἰούλιος στὸ Κούσιον τῆς λίμνης Ὄρτα, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Ἰανουαρίου τοῦ 401 μ.Χ. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτῶν τελεῖται στὶς 19 Μαΐου στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Αἴγινας.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ μεγάλος Πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος Ντονσκόι γεννήθηκε τὸ 1350. Τὴν πνευματικὴ ἀνατροφή του εἶχε ἀναλάβει ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Μόσχας Ἀλέξιος. Ἡ εὐσέβεια τοῦ Δημητρίου συνδιαζόταν μὲ τὴν ἱκανότητά του στὴ διοίκηση. Ἔτσι ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτὸ του στὴν ἕνωση τῆς Ρωσικῆς γῆς καὶ στὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῶν Ταταρομογγόλων, ὡς στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ μάχη μὲ τὶς ὀρδὲς τοῦ Μαμάι, ὁ Ἅγιος Δημήτριος ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Ὅσιος Γέροντας ἐνθάρρυνε τὸν πρίγκιπα καὶ τοῦ ἔστειλε ὡς συμπαραστάτες τοὺς μοναχοὺς Ἀλέξανδρο (Περεσβιάτ) καὶ Ἀνδρέα (Ὀσλιάμπι). Γιὰ τὴ νίκη του στὸ πεδίο τῆς μάχης Κουλικὼφ (μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ντὸν καὶ Νεπριάντβα), κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ὁ πρίγκιπας Δημήτριος πῆρε τὸ ὄνομα Ντονσκόι.
Ὁ Ἅγιος οἰκοδόμησε τὴ μονὴ Οὐσπένσκι στὸν ποταμὸ Ντουμπένκα καὶ ἔκτισε τὸ ναὸ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου στὸ κοιμητήριο, ὅπου εἶχαν ἐνταφιασθεῖ οἱ στρατιῶτες ποὺ ἒπεσαν στὴ μάχη.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1389 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων τοῦ Κρεμλίνου τῆς Μόσχας.
Οἱ Ὅσιοι Ρωμύλος, Ρωμανός, Νέστωρ, Σισώης, Γρηγόριος, Νικόδημος καὶ Κύριλλος οἱ Σιναΐτες
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Ρωμύλος, Ρωμανὸς, Νέστωρ, Σισώης, Γρηγόριος, Νικόδημος καὶ Κύριλλος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Σερβία καὶ ἦσαν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὅταν αὐτὸς ἐπισκέφθηκε τὴν χώρα τους τὸ 1326. Ἀνεδείχθησαν οἱ διδάσκαλοι τοῦ ἡσυχασμοῦ μὲ κέντρο τὴ μονὴ Ραβάνιτσα, ἀλλὰ κήρυξαν στὸ Κόσοβο, τὴ Βοσνία καὶ ἄλλα σερβικὰ ἐδάφη.
Ὁ Ὅσιος Ρωμύλος γεννήθηκε στὸ Βιδίνιο ἀπὸ πατέρα ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μητέρα ἀπὸ τὴ Βουλγαρία. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ζαγορᾶς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ρωμαῖος. Ἀσκήτεψε σὲ σπήλαιο κοντὰ στὴ μονὴ Ραβάνιτσα καὶ ἔλαβε τὸ μεγάλο καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ρωμύλος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του εἶναι ἀποθησαυρισμένα στὴ μονὴ Ραβάνιτσα.
Οἱ Ὅσιοι Ρωμαῖος καὶ Νέστωρ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴν πόλη Ντγιούνις τῆς Σερβίας.
Ὁ Ὅσιος Σισώης ἔζησε ὡς μοναχὸς στὴ μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ διετέλεσε ἡγούμενος αὐτῆς. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἀσκήτεψε θεοφιλῶς ὡς μοναχὸς στὸ χωριὸ Τοῦμαν τῆς Σερβίας. Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ Μίλος Ὄμπιλιτς, Σέρβος ἥρωας, ποὺ νίκησε τοὺς Τούρκους στὴ μάχη τοῦ Κοσόβου τὸ 1389, καὶ ἐλευθέρωσε τὴ Σερβία γιὰ ἑβδομήντα καὶ πλέον ἔτη, εἶχε πάει γιὰ κυνήγι, φόνευσε, κατὰ λάθος, μὲ βέλος τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ. Στὴ θέση ὅπου ὁ Ὅσιος πέθανε, ὁ Μίλος ἀνήγειρε μονή, στὴν ὁποία μέχρι σήμερα φυλάσσεται ἄφθορο τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ὁ ἐπικαλούμενος «Εἰρηνικός», ἀλλὰ καὶ «Νέος», γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸν μεγάλο διδάσκαλό του Ὅσιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη, ἀσκήτεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του βρίσκονται στὴ μονὴ Γκορνγιὰκ τῆς Σερβίας καὶ τὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ἐπίσης, στὶς 7 Δεκεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος γεννήθηκε ἀπὸ πατέρα ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μητέρα ἀπὸ τὴν Σερβία. Ἔγινε μοναχός σὲ νεαρὴ ἡλικία καὶ ἀνέλαβε τὸ 1375 τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποστολὴ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰρηνικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶ Σερβίας.
Ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Πεκίου εἶχε μὲν ἐσωτερικὴ αὐτονομία, διατελοῦσε ὅμως ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἐξάρτηση αὐτὴ ἔπαυσε στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος, ὅταν ἀκριβῶς ὁ ἡγεμόνας τῶν Σέρβων Στέφανος Δουσὰν ἐξέτεινε τὸ κράτος αὐτοῦ καὶ ἵδρυσε τὸ μέγα Σερβικὸ κράτος. Ἔτσι ἀνηγόρευσε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Πεκίου Ἰωαννίκιο Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος τὸν ἔστεψε αὐτοκράτορα (τσάρο) στὶς 16 Ἀπριλίου 1346. Ταῦτα ἐπέφεραν ρήξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δὲ ἀποκατάσταση αὐτῶν ἐπῆλθε μετὰ τριακονταετία δι’ ἀμοιβαίων ὑποχωρήσεων.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Πεκίου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1418.
Ὁ Ὅσιος Σέργιος τῆς Σουχτόμα
Ὁ Ὅσιος Σέργιος, τῆς Σουχτόμα, κατὰ κόσμον Στέφανος, γεννήθηκε στὴν πόλη Καζὰν τῆς Ρωσίας ἀπὸ φιλόθεους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Γιὰ τρία ἔτη ταξίδεψε ὡς προσκυνητὴς σὲ ἱερὲς μονὲς τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τελικά, μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὸ Νόβγκοροντ, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει στὴ μονὴ Σολόφσκι. Τὸ 1603 ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἁγιογράφησε τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου.
Ἀμέσως μετὰ τὴν μοναχικὴ κουρά του ὁ Ὅσιος ἄρχισε τὸ σκληρὸ πνευματικὸ ἀγώνα καὶ ἐπιδόθηκε στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἔτσι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς προορατικότητας.
Ὁ Ὅσιος Σέργιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1609.
Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὀνούφριος κατὰ κόσμον Ἀντώνιος Μαξίμοβιτς, γεννήθηκε στὶς 2 Ἀπριλίου 1889 στὴν ἐπαρχία τοῦ Χόλμ. Τὸ 1915 τελείωσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ τὸ 1915 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τοποθετήθηκε ὡς ἐφημέριος σὲ μία ἐνορία. Στὶς 8 Ἰανουαρίου 1923 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ὀδησσοῦ καὶ ὠφέλησε πνευματικὰ τὸ λαὸ τῆς πόλεως καὶ ἰδιαίτερα τοὺς νέους. Συνελήφθη ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῶν Μπολσεβίκων τὸ 1924, ἀλλὰ ἀφέθηκε ἐλεύθερος, γιὰ νὰ περάσει καὶ πάλι τὴν δοκιμασία τῆς συλλήψεως τὸ 1927. Τὸ 1934 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κούρσκ. Τὸ 1935 μετατίθεται στὰ Οὐράλια καὶ τὸ 1938 δολοφονεῖται γιὰ τὴ δράση του ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ καθεστῶτος.
Ανάμνηση Θαύματος Αγίας Βαρβάρας στην Λευκάδα
Στην
Λευκάδα, εκτός από την 4η Δεκεμβρίου (οπότε τιμάται η μνήμη της Αγίας
Βαρβάρας), μεγάλη πανήγυρη γίνεται και την Γ' Κυριακή του Μαΐου. Τότε,
οι Λευκαδίτες ευχαριστούν την Αγία Βαρβάρα για τη διάσωση του νησιού από
την φοβερή μάστιγα της ευλογιάς στα 1922 μ.Χ. Τελείται μάλιστα και
λιτανεία, που ξεκινάει από τον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής και
περιέρχεται τους δρόμους της πόλης.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε τῆς Λευκάδος οἱ οἰκισταί, μέλψωμεν ἐν ὕμνοις , τήν Βαρβάραν τήν θαυμαστήν, τήν ἡμῶν προστάτιν, παρέχουσαν ἰάσεις, τοῖς πόθῳ τῷ τεμένει αὐτῆς προστρέχουσιν.
Μετακομιδή τμημάτων των Ιερών Λειψάνων των Αγίων Φανέντων
Από το 2013 μ.Χ. καθιερώθηκε η επίσημη τέλεση ετήσιας λαμπράς
αρχιερατικής πανηγύρεως προς τιμήν των Αγίων Φανέντων, των τριών
ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλληνίας την Κυριακή των
Μυροφόρων (Γ΄ Κυριακή από του Πάσχα) εις ανάμνηση της μετακομιδής
τμημάτων ιερών λειψάνων και των τριών Αγίων από τη Βενετία στη Σάμη
Κεφαλληνίας το Σάββατο των Μυροφόρων 2 Μαΐου 2009 μ.Χ., κατόπιν
συντονισμένων ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κεφαλληνίας κ.
Σπυρίδωνος, Ποιμενάρχου της Τοπικής Εκκλησίας από τις 3 Ιουνίου 1984
μ.Χ., προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Τα επιστραφέντα ιερά λείψανα των
Αγίων Φανέντων φυλάσσονται σε περίτεχνη αργυρή λειψανοθήκη στον ιερό
ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης, όπου βρίσκεται προς προσκύνηση
και η αριστουργηματική εφέστια εικόνα των τριών Αγίων. Η παλαιά αυτή
εικόνα, η οποία αποδίδει αριστουργηματικά τις μορφές των τριών Αγίων,
προέρχεται από το τέμπλο του καθολικού της μονής, ιστορήθηκε το 1654
μ.Χ. και απεικονίζει τον Άγιο Γρηγόριο ως σεβάσμιο γέροντα, τον Άγιο
Θεόδωρο ως μεσήλικα και τον Άγιο Λέοντα ως νεαρό.
Άγιος Γεώργιος ο Πρεσβύτερος και οι συν αυτώ Δώδεκα Νεομάρτυρες Γέργερης
Στις 25 Μαρτίου 1828 μ.Χ., εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, κατά τη
διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Γέργερης,
εισήλθαν άγριοι οθωμανοί με τα σπαθιά τους γυμνά. Το εκκλησίασμα έντρομο
έτρεξε για να σωθεί αλλά δώδεκα άνθρωποι παρέμειναν εντός του Ιερού
Ναού μαζί με τον λειτουργούντα Ιερέα Γεώργιο Κυριακίδη, για να τον
υπερασπισθούν. Οι οθωμανοί, τελικά, κατέσφαξαν τον λειτουργούντα
Πρεσβύτερο Γεώργιο και τούς δώδεκα ανθρώπους που παρέμειναν στον Ιερό
Ναό Μεταμορφώσεως Γέργερης.
Ο λόγιος Μενέλαος Παρλαμάς, σε άρθρο του με τίτλο: «Ἱστορικά καί Βιογραφικά Σημειώματα τοῦ Στεφ. Νικολαΐδου» αναφέρει τα εξής για το γεγονός: «1828, Μαρτίου 25. Ὑπῆγον 1300 Τοῦρκοι εἰς χωρίον Γέργερη ἀπροσδοκήτως, ὅπου εὑρόντες ἕως 50 Ἕλληνας συναγμένους εἰς τήν ἐκκλησίαν καθ᾽ ἥν ὥρα ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία, ἐφόνευσαν 12 Ἕλληνας ὁμοῦ μέ τόν ἱερουργοῦντα ἱερέα, ἐνδεδυμένον τήν ἱερατικήν στολήν, ἔλαβον δέ καί 5 αἰχμαλώτους ἑλληνίδας, οἱ δέ λοιποί ὁρμήσαντες μέ τάς μαχαίρας ἔφυγον ἐκ τοῦ μέσου τῶν Τούρκων».
Η εορτή των Αγίων μαρτύρων τελείται κάθε χρόνο κατά την Κυριακή των Μυροφόρων (ο πρώτος εορτασμός έγινε στις 26 Απριλίου 2015 μ.Χ.), επειδή η 25η Μαρτίου, ημέρα του μαρτυρίου τους είναι ημέρα της Θεομήτορος, αλλά και ημέρα εκδηλώσεων της Εθνικής εορτής. Την Ασματική ακολουθία των Αγίων έχει γράψει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος.
Ο λόγιος Μενέλαος Παρλαμάς, σε άρθρο του με τίτλο: «Ἱστορικά καί Βιογραφικά Σημειώματα τοῦ Στεφ. Νικολαΐδου» αναφέρει τα εξής για το γεγονός: «1828, Μαρτίου 25. Ὑπῆγον 1300 Τοῦρκοι εἰς χωρίον Γέργερη ἀπροσδοκήτως, ὅπου εὑρόντες ἕως 50 Ἕλληνας συναγμένους εἰς τήν ἐκκλησίαν καθ᾽ ἥν ὥρα ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία, ἐφόνευσαν 12 Ἕλληνας ὁμοῦ μέ τόν ἱερουργοῦντα ἱερέα, ἐνδεδυμένον τήν ἱερατικήν στολήν, ἔλαβον δέ καί 5 αἰχμαλώτους ἑλληνίδας, οἱ δέ λοιποί ὁρμήσαντες μέ τάς μαχαίρας ἔφυγον ἐκ τοῦ μέσου τῶν Τούρκων».
Η εορτή των Αγίων μαρτύρων τελείται κάθε χρόνο κατά την Κυριακή των Μυροφόρων (ο πρώτος εορτασμός έγινε στις 26 Απριλίου 2015 μ.Χ.), επειδή η 25η Μαρτίου, ημέρα του μαρτυρίου τους είναι ημέρα της Θεομήτορος, αλλά και ημέρα εκδηλώσεων της Εθνικής εορτής. Την Ασματική ακολουθία των Αγίων έχει γράψει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος αʹ. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐωδέστατον θῦμα, τῷ Θεῷ προσενήνεξαι, ἐν ἱερουργίας τῇ ὥρᾳ, θεομάκαρ Γεώργιε, ἐχθρῶν μὴ πτοηθεὶς ἐπιδρομήν, καὶ ἔνδον τοῦ Ναοῦ σφαγιασθείς, σὺν υἱῶν σου δωδεκάδι πνευματικῶν, μεθ᾿ ὧν τὸν Χριστὸν δυσώπει, σώζεσθαι ἐκ κινδύνων χαλεπῶν, Γέργερην τήν τιμῶσάν σε, καὶ δόξῃ καυχωμένην εὐσεβῶς, τοῦ μαρτυρίου σου.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δʹ. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσία ὑπέρτιμος, θύων Θεοῦ τὸν ἀμνόν, ἐγένου Γεώργιε, ἐν τῷ Ναῷ τὴν σφαγήν, ἀνδρείως δεξάμενος· ὅθεν τῇ οὐρανίῳ, ἐντυγχάνων τραπέζῃ, μνείαν ποιοῦ ἀπαύστως, τῶν πιστῶς σε τιμώντων, καὶ σκέπε ταῖς εὐχαῖς σου ἀεί, τήν ποίμνην σου Ἅγιε.
Ἦχος αʹ. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐωδέστατον θῦμα, τῷ Θεῷ προσενήνεξαι, ἐν ἱερουργίας τῇ ὥρᾳ, θεομάκαρ Γεώργιε, ἐχθρῶν μὴ πτοηθεὶς ἐπιδρομήν, καὶ ἔνδον τοῦ Ναοῦ σφαγιασθείς, σὺν υἱῶν σου δωδεκάδι πνευματικῶν, μεθ᾿ ὧν τὸν Χριστὸν δυσώπει, σώζεσθαι ἐκ κινδύνων χαλεπῶν, Γέργερην τήν τιμῶσάν σε, καὶ δόξῃ καυχωμένην εὐσεβῶς, τοῦ μαρτυρίου σου.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δʹ. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσία ὑπέρτιμος, θύων Θεοῦ τὸν ἀμνόν, ἐγένου Γεώργιε, ἐν τῷ Ναῷ τὴν σφαγήν, ἀνδρείως δεξάμενος· ὅθεν τῇ οὐρανίῳ, ἐντυγχάνων τραπέζῃ, μνείαν ποιοῦ ἀπαύστως, τῶν πιστῶς σε τιμώντων, καὶ σκέπε ταῖς εὐχαῖς σου ἀεί, τήν ποίμνην σου Ἅγιε.
Αγία Ταμάρα η βασίλισσα
Η Αγία Ταμάρα η Μεγάλη, βασίλισσα της Γεωργίας, γεννήθηκε περί το 1165
μ.Χ. και καταγόταν από την αρχαία γεωργιανή δυναστεία των Μπαγκραντίντ.
Το 1178 μ.Χ. συνεβασίλευσε με τον πατέρα της Γεώργιο τον Γ'. Η βασιλεία
της Ταμάρας έμεινε γνωστή στη Γεωργιανή Ιστορία ως Χρυσή Εποχή. Η Αγία
διακρινόταν για την μεγάλη ευλάβειά της και το ιεραποστολικό της έργο.
Συνεχίζοντας το έργο του παππού της, Αγίου Δαβίδ (τιμάται 26 Ιανουαρίου),
διέδωσε τον Χριστιανισμό σε όλη την Γεωργία και ανήγειρε ναούς και
μονές. Το 1204 μ.Χ., ο κυβερνήτης του σουλτανάτου Ρούμα, ο
Ρουκν-εν-Ντιν, έστειλε μία διαταγή στη βασίλισσα Ταμάρα, σύμφωνα με την
οποία η Γεωργία έπρεπε να αρνηθεί την πίστη στον Χριστό και να ασπασθεί
τον Μουσουλμανισμό.
Η Αγία Ταμάρα αρνήθηκε και σε μία ιστορική μάχη, κοντά στη Βασιανή, ο γεωργιανός στρατός νίκησε τους Μουσουλμάνους. Η σοφή και δίκαιη βασιλεία της Αγίας Ταμάρας της χάρισε την αγάπη του λαού της. Η Αγία διήλθε τα τελευταία χρόνια του βίου της στο μοναστήρι των Σπηλαίων της Μπάρζια. Το κελί της συνδεόταν με την εκκλησία με ένα παράθυρο, διά μέσου του οποίου μπορούσε να προσεύχεται στον Θεό κατά την διάρκεια των ιερών Ακολουθιών. Κοιμήθηκε με ειρήνη το 1213 μ.Χ. και συγκαταριθμήθηκε στη χορεία των Αγίων.
Η Αγία Ταμάρα αρνήθηκε και σε μία ιστορική μάχη, κοντά στη Βασιανή, ο γεωργιανός στρατός νίκησε τους Μουσουλμάνους. Η σοφή και δίκαιη βασιλεία της Αγίας Ταμάρας της χάρισε την αγάπη του λαού της. Η Αγία διήλθε τα τελευταία χρόνια του βίου της στο μοναστήρι των Σπηλαίων της Μπάρζια. Το κελί της συνδεόταν με την εκκλησία με ένα παράθυρο, διά μέσου του οποίου μπορούσε να προσεύχεται στον Θεό κατά την διάρκεια των ιερών Ακολουθιών. Κοιμήθηκε με ειρήνη το 1213 μ.Χ. και συγκαταριθμήθηκε στη χορεία των Αγίων.
Σύναξη των εν Μεσσηνία Αγίων
Την Κυριακή των Μυροφόρων (την Κυριακή μετά του Θωμά), η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη των εν Μεσσηνία Αγίων. Οι 12 Άγιοι που εορτάζουν είναι:
1) Αγιος Απόστολος Καίσαρας πρώτος επίσκοπος Κορώνης (βλέπε 8 Δεκεμβρίου)
2) Αγιος Αθανάσιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εξ Ανδρούσης (λείψανό του φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ανδρούσης - βλέπε 28 Οκτωβρίου)
3) Αγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (βλέπε 11 Αυγούστου)
4) Αγιος Αθανάσιος επίσκοπος Μεθώνης (βλέπε 10 Δεκεμβρίου)
5) Αγιος Αγαθοκλής επίσκοπος Κορώνης (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου)
6) Αγιος Ιωάννης Επίσκοπος Μεσσήνης (βλέπε 13 Ιουλίου ή την πρώτη επόμενη Κυριακή)
7) Αγία Μεγαλομάρτυς Ξενία η Καλαματιανή (βλέπε 3 Μαΐου)
8) Οσιομάρτυς Ηλίας ο Αρδούνης (λέπε 31 Ιανουαρίου και Κυριακή των Μυροφόρων)
9) Οσιομάρτυς Θεοφάνης (βλέπε 8 Ιουνίου)
10) Οσιος Θεόδωρος εκ Κορώνης (βλέπε 12 Μαΐου)
11) Οσιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιβηρίτης (βλέπε 13 Σεπτεμβρίου)
12) Οσιος Λέων εν Μεθώνη (βλέπε 12 Μαΐου)
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Μεσσηνία ἐν τῷ Χριστῷ, δώδεκα Ἁγίους, ἐξανθήσασα θαυμαστούς, οὕς περ νυχθημέρως, πλουτεῖς πρέσβεις ἐνθέρμους, σοῖς τέκνοις οὐρανόθεν, χάριν παρέχοντας.
Σύναξη πάντων των εν Λαγκαδά Αγίων
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός.
Σύναξη της Παναγίας της Ατταλειώτισσας στον Ταύρο
Οι Ατταλειώτες αρχικά γιόρταζαν την θαυματουργή εικόνα την 8η Σεπτεμβρίου, ημέρα του Γενεθλίου της Θεοτόκου. Κάποια χρονιά όμως, ξημερώματα Κυριακής των Μυροφόρων, ενώ γινόταν αγρυπνία στον ναό του Αγ. Νικολάου της Αττάλειας, η Παναγία θεράπευσε θαυματουργικά και κατέστησε απόλυτα υγιή μια κοπέλα εκ γενετής παράλυτη. Έκτοτε οι χριστιανοί την γιόρταζαν δύο φορές τον χρόνο. Μία φορά στις 8 Σεπτεμβρίου και άλλη μία την Κυριακή των Μυροφόρων, σε ανάμνηση του τελεσθέντος θαύματος. Από τότε, κάθε χρόνο οι Ατταλειώτες πανηγύριζαν την Επέτειο του Θαύματος, στον Ιερό Ναό Αγ. Νικολάου Αττάλειας, όπου φυλασσόταν επί αιώνες η θαυματουργή Εικόνα.
Κατά τον διωγμό του 1922 μ.Χ., ως πολύτιμο θησαυρό, οι πρόσφυγες με πολλές προφυλάξεις και πολλή ευλάβεια την έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα, μερίμνησαν για την ανέγερση ναού προς τιμή της, και έκτοτε έχει αποθησαυρισθεί στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Ταύρου.
Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι
Αδελφὰ Θεόχαρες σὺν ̓Αποστόλῳ
̓Εν γῇ ἐν πόλῳ τε φρονεῖτε σωφρόνως.
Θεόχαρες τέρφθητι χαρὰν τὴν θείαν
Σὺν ̓Αποστόλῳ ἐν πόλῳ σελασφόρῳ
Θεοχάρους τε Αποστόλοιο ἀθλοσύνην ἀείδω.
Σε
κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει αγίους ανθρώπους οι οποίοι αν και ζουν
στις ίδιες συνθήκες ζωής με όλους τους άλλους συνανθρώπους τους, οι
ίδιοι «αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα της πίστεως», φωτίζουν ως
πνευματικοί φάροι τον κόσμο τον οποίο και διακονούν εν ονόματι του
Κυρίου μας.
Σε
μια εποχή δύσκολη για όλο το γένος μας (τέλος του 18ου αρχές του 19ου
αιώνα μ.Χ.) ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην πόλη της Άρτας να
γεννηθούν, να ζήσουν, να ασκηθούν, να διδάξουν και να αγιάσουν δύο κατά
σάρκα αδέλφια οι όσιοι Θεοχάρης και Απόστολος.
Οι
Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος ήταν παιδιά του ευσεβή ιερέα
Γεωργίου Ντούϊα, εφημέριου του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Άρτας, και
της ενάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινής. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γιους (ο
τρίτος λεγόταν Κωνσταντίνος), τους οποίους ανάθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ
νουθεσίᾳ Κυρίου».
Φρόντισαν
πρώτα απ’όλα να γίνουν άνθρωποι του Θεού και η πορεία της επίγειας ζωής
τους να είναι και πορεία προς τον ουρανό και τον αγιασμό τους.
Παράλληλα ενδιαφέρθηκαν να μορφώσουν τα παιδιά τους με την όποια
καλύτερη παιδεία υπήρχε στην πόλη την εποχή εκείνη.
Ο
μεγαλύτερος γιος τους ο Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760 μ.Χ.) διέθετε
μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Διδάχθηκε την «θύραθεν σοφία» στην
περίφημη τότε σχολή της Άρτας, τη σχολή Μανολάκη Καστοριώτη. Εκεί την
εποχή εκείνη δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος και ιεροψάλτης, Δημήτριος
Οικονομόπουλος Βενδραμής από το Μεσολλόγι. Στη σχολή διδάσκονταν ο όσιος
Θεοχάρης, αλλά ο ίδιος με την αγία του ζωή και τις θεόπνευστες
παραινέσεις δίδασκε τους συμμαθητές του, πολλοί από τους οποίους
παρακινήθηκαν και έγιναν ιερείς και μοναχοί. Από την ηλικία αυτή
φανερώθηκε η δύναμη και η πειθώ του λόγου του Αγίου, αφού έβγαινε φυσικά
από μια καρδιά που τη φλόγιζε η αγάπη του Θεού.
Τον δε «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Απόστολο ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας του.
Τα
δύο αδέλφια ο Θεοχάρης και ο Απόστολος είχαν ιδιαίτερη έφεση και αγάπη
προς την εκκλησιαστική ζωή και με ιδιαίτερη ταπείνωση και επιμέλεια
διακονούσαν τον ιερέα πατέρα τους στα λειτουργικά του καθήκοντα.
Παράλληλα όλη η οικογένεια ήταν ανεξάντλητη πηγή αγάπης και προσφοράς,
υλικής και πνευματικής προς τους συνανθρώπους και τους ενορίτες τους.
Η
χαρά των γονιών ήταν μεγάλη για την πρόοδο και την καλλιέργεια των
παιδιών τους. Η καρδιά του ευλαβέστατου ιερέα σκιρτούσε από την επιθυμία
και την προσδοκία να δει και να απολαύσει τους δυο γιους του
λειτουργούς στο άγιο και υπερουράνιο θυσιαστήριο. Τέτοια άγια φιλοδοξία
είχε ο ενάρετος ιερέας! Πραγματικά με πολλή προσοχή έκανε την πρόσκληση
στα δυο του παιδιά να γίνουν ιερείς ό,τι πιο ευλογημένο και άγιο μπορεί
να υπάρξει επί της γης. Πλήρωσε μάλιστα και τα εμβατίκια (χρηματικά ποσά
προς τον Αρχιερέα, για την χειροτονία και τοποθέτηση σε ιερέα σε
συγκεκριμένο ναό) στην Μητρόπολη Άρτης για να χειροτονηθούν τα παιδιά
του ιερείς στον ναό της Αγίας Σοφίας που και ο ίδιος ιερουργούσε.
Η
απάντηση των σοφών νέων ήταν: «Μη βιάζεσαι πατέρα. Έχει ο Θεός».Έβλεπαν
οι Άγιοι το ύψος και το μεγαλείο της Ιερωσύνης του Χριστού και δεν
έσπευδαν, αλλά όπως και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας απέφευγαν
με δέος και ευλάβεια τη μεγάλη αυτή τιμή.
Ο
ευλογημένος ιερέας ήθελε ο πρώτος γιος του ο Θεοχάρης να νυμφευθεί
πρώτα και μετά να ιερωθεί. Ο Θεός όμως είχε άλλα αποφασίσει γι' αυτόν. Ο
Θεοχάρης είχε ήδη πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το αγγελικό
πολίτευμα, δηλαδή το δρόμο της ασκήσεως και της μοναχικής πολιτείας και
αντέλεγε με πολύ σεβασμό: «επιθυμώ όταν τελειοποιήσω τις σπουδές μου και
έλθω στη νόμιμη ηλικία, εκείνο το οποίο η Θεία Πρόνοια με φωτίσει,
εκείνο και θα πράξω».
Μαζί
με τους γονείς καμάρωνε και ο Μητροπολίτης την πρόοδο των νέων αυτών
και προσδοκούσε να λαμπρύνουν την τοπική Εκκλησία με την απόφασή τους να
ιερωθούν.
Όταν
τελείωσε τις σπουδές του ο Θεοχάρης, η οικογένεια του σεβαστού Ιερέα
Γεωργίου Ντούϊα, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε. Εκοιμήθησαν εν Κυρίῳ
και οι δύο γονείς, ο ιερέας Γεώργιος και η πρεσβυτέρα Φωτεινή. Έφυγαν
όμως ειρηνικοί απ' τον κόσμο αυτό γιατί όσο μπόρεσαν έκαναν το χρέος
τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους αφήνοντας πίσω στα παιδιά
τους μια σημαντική περιουσία και κληρονομιά.
Και
η περιουσία αυτή, που μπόρεσαν και μετέδωσαν στα παιδιά τους, ήταν η
αληθινή και γνήσια πίστη τους, η αγία ζωή τους και η κατά Θεόν πορεία
πάνω στις αξίες της πίστεως και της πατρίδας.
Ο
Θεοχάρης και ο Απόστολος, σαν μεγαλύτεροι αδελφοί, μετά τον θάνατο των
γονέων τους φρόντισαν τον μικρότερο αδελφό τους Κωνσταντίνο. Όταν
ανδρώθηκε φρόντισαν να νυμφευθεί. Από το γάμο αυτό με την Σωσσάνη
απέκτησε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Θεοχάρη. Οι ίδιοι, αφού
αποκατέστησαν τον αδελφό τους Κωνσταντίνο στο πατρικό τους σπίτι,
αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας
«απαρνηθέντες τα εγκόσμια».
Τα
δύο αδέλφια απερίσπαστα πια από τα του κόσμου, ρίχνονται με θάρρος και
γενναιότητα σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Η αδιάλειπτη προσευχή, η
μελέτη του λόγου του Θεού, η ολονύκτια στάση, η ψυχοτρόφος νηστεία, η
σιωπή και η εγκράτεια, η μετάνοια και η ολόθερμη αγάπη προς τον Θεό ήταν
η καθημερινή τους πράξη και ζωή.
Η
τροφή τους ήταν λιτή αποτελούμενη από ψωμί και νερό που έπιναν μετά τη
δύση του ηλίου. Μερικές φορές έτρωγαν και λίγα φρούτα. Ο πρώτος
βιογράφος τους, αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κάτω
Παναγιάς, αναφέρει ότι το ψωμί το έβαζαν σε ένα πήλινο σκεύος με μικρό
άνοιγμα (ίσα που να χωρεί το ένα χέρι) για να υπογραμμίσει το λιτόν της
τροφής τους. Αλλά και όταν κάποιοι ευσεβείς και ελεήμονες χριστιανοί
τους πήγαιναν φαγητά, αυτοί με ευχαρίστηση, ευγένεια και πολλές ευχές τα
δέχονταν, όχι για να τα γευτούν οι ίδιοι - ούτε κατ΄ελάχιστον - αλλά
για να ελεήσουν πολλούς συνανθρώπους τους που βρίσκονταν σε ανέχεια και
δύσκολη θέση. Μάλιστα για να τους πείσουν να τα πάρουν τους έλεγαν ότι
αυτοί έφαγαν αρκετά και αυτά που τους προσφέρουν ήταν τα υπόλοιπα.
Φυσικά όλους τους υποχρέωναν να μην αναφέρουν πουθενά την πράξη τους
αυτή.
Ενώ
δεν είχαν μοναχικό σχήμα και δεν είχαν καρεί μοναχοί έκαναν και
τηρούσαν με ακρίβεια τον κανόνα του μεγαλόσχημου μοναχού. Κοινωνούσαν
των αχράντων μυστηρίων μία φορά την εβδομάδα και ακολουθούσαν τη ζωή και
το παράδειγμα των πατέρων και ασκητών της εποχής τους το πνεύμα των
οποίων πέρασε σ' αυτούς και με τη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του
Αιτωλού.
Από
το μικρό σπιτάκι τους δεν έβγαιναν παρά μόνο όταν είχαν απόλυτη ανάγκη
και όταν η αγάπη προς τον πλησίον τους, υποχρέωνε σε διακονία και
προσφορά. Έτσι ο Θεοχάρης δίδασκε τα πρώτα γράμματα στα Αρτηνόπουλα στο
μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι της Παναγίας της Κασσοπίτρας (Κασσιόπης)
μέχρι το 1818 μ.Χ. Εκεί δεν τους μάθαινε μόνο ξερά γράμματα και δεν τους
μετέδιδε μονάχα στείρες γνώσεις αλλά έπλαθε κυρίως την ψυχή τους
ποτίζοντάς τα με το καθάριο νερό της πίστεως και του Ευαγγελίου και
ανάβοντας μέσα τους την αγάπη προς την έρμη και δούλα πατρίδα. Δεν είναι
τυχαίο ότι απ΄αυτόν τον δάσκαλο βγαίνει σπουδαίος μαθητής, ο εθνεγέρτης
και αρχηγός της Φιλικής Ετερείας, ο εκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς.
Αλήθεια ποιος μπορεί να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς δασκάλου και
μαθητή μέσα στη διαδικασία μετάγγισης ζωής; Ποιος μπορεί να
σκιαγραφήσει, έστω και κατ΄ολίγον, τι συνέβαινε στην ψυχή του νεαρού
Σκουφά, ακούγοντας το φλογερό δάσκαλο;
Σημαντικό
το έργο του οσίου Θεοχάρη και μεγάλη η πνευματική ωφέλεια του Αρτηνού
λαού από τις θεόπνευστες επίσης ομιλίες του στο μονύδριο των Αγίων
Αναργύρων.
Ο
Όσιος Θεοχάρης προσέφερε αφιλοκερδώς και ακούραστα τις υπηρεσίες του
στην Μητρόπολη Άρτης όταν Αρχιερατικός επίτροπος ήταν ο ηγούμενος της
Ιεράς Μονής Θεοτοκίου Βενέδικτος «ο μεγαλοπρεπής και ελεήμων». Ο
Βενέδικτος εκτιμώντας την μεγάλη αυτή και αγία προσωπικότητα τον κάλεσε
να εργαστεί ως γραμματέας του. Ο Θεοχάρης παρά το φόρτο και τον κόπο της
εργασίας αυτής ουδέποτε παραπονέθηκε και αρνήθηκε κάτι, παρά μόνο σε
περιπτώσεις διαζυγίου, αφωρισμού και τιμωρίας ιερέα. Η αγία του ψυχή και
η συνείδησή του δεν το άντεχε, γι' αυτό προσποιούνταν τον άρρωστο και
κατέφευγε στο αγαπητό του κελλί όπου έβρισκε παρηγοριά στην προσευχή του
Ιησού και στις πολυάριθμες μετάνοιες.
Ο
Βενέδικτος μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγίου, κατάλαβε ότι ο
Θεοχάρης δεν ήταν γι' αυτή τη δουλειά και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά
του δίνοντας το χρόνο όλο για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού και
των αγίων Πατέρων.
Στην ασκητική αυτή πορεία, συνοδοιπόρος και συνασκητής ο άγιος Απόστολος αδελφός κατά σάρκα και πνεύμα του Οσίου Θεοχάρη.
Οι
Αυτάδελφοι όσιοι αγάπησαν πλήρως τώρα τον μονήρη βίο. Μόνο ο Απόστολος
έβγαινε από το μικρό ασκηταριό που βρίσκονταν στην καρδιά της πόλης για
να ψωνίσει τα αναγκαία και να καλλιεργήσει το μικρό αμπέλι τους.
Αναφέρεται
επίσης ότι οι άγιοι είχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεία) για νερό. Κατά τη
νύκτα πήγαιναν τη μία στάμνα στο πηγάδι που τη γέμιζαν οι γυναίκες την
ημέρα. Το βράδυ πήγαινε ένας απ΄αυτούς την έπαιρνε και άφηνε για γέμισμα
την άλλη στάμνα. Κι αυτό το έκαμαν γιατί ήταν εραστές της ησυχίας και
της προσευχής. Με αυτή τους τη στάση και προσευχή συμπαραστάθηκαν
δυναμικά στο λαό της πόλης κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων
επιδημιών πανώλης (πανούκλας) που ενέσκυψαν στην Άρτα, η πρώτη στις 2
Μαΐου του 1816 μ.Χ. και η δεύτερη το 1823 μ.Χ.
Οι
δύο αδελφοί δεν απομακρύνθηκαν από την πόλη αλλά νυχθημερόν κλεισμένοι
στο ερημητήριό τους προσεύχονταν μέχρι που ο Θεός και διά πρεσβειών του
Αγίου Βησσαρίωνος, του οποίου την κάρα έφεραν και λιτάνευσαν οι Αρτηνοί,
απομάκρυναν το θανατικό και ο λαός ξαναγύρισε στα σπίτια τους. Με τη
στάση τους αυτοί οι άγιοι αυτάδελφοι έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους
κατοίκους της πόλης οι οποίοι πλέον με πολύ σεβασμό τιμούσαν αυτούς.
Οσίας και φιλόθεας ζωής και το τέλος οσιακό και ειρηνικό έρχεται.
Ο
Θεοχάρης προγνωρίζει την ώρα του θανάτου και παρακαλεί τον αυτάδελφό
του και συναθλητή Απόστολο να ειδοποιήσει τον ιερέα να έλθει να τον
κοινωνήσει την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ιερέας
με θλίψη και σεβασμό έρχεται στο μικρό σπιτάκι όπου ο όσιος Θεοχάρης με
ιδιαίτερη ευλάβεια κοινωνεί για τελευταία φορά τα Άχραντα Μυστήρια. Μετά
δίνει τις τελευταίες οδηγίες και επιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ
ψυχῇ Ἀπόστολον».
Τον
παρακαλεί πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την ίδια φιλόθεη
και φιλάνθρωπη ασκητική ζωή. Επιθυμία του είναι στην κηδεία του να
παραστεί ο Μητροπολίτης Άρτης, να ενταφιασθεί στον ναό των Αγίων
Αναργύρων και ουδέποτε να γίνει ανακομιδή των λειψάνων του. Την οικεία
του τέλος δωρίζει στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας όπου εφημέρευε ο
πατέρας του και όπου εκεί ο ίδιος είχε τις πρώτες και σημαντικές
πνευματικές εμπειρίες.
Η
αγγελία του θανάτου του την Μεγάλη Παρασκευή του 1828 μ.Χ. προκάλεσε
οδύνη και θλίψη στον αρτηνό λαό που με σεβασμό και ευλάβεια έτρεξαν
άπαντες στην εξόδιο ακολουθία του στην οποία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Άρτης Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος με λόγια απλά και συγκινητικά
εκφώνησε επικήδειο λόγο, ανέφερε τις αρετές, την πίστη και την ασκητική
ζωή του Θεοχάρους και προέτρεψε τους πιστούς να μιμηθούν την αγία του
ζωή. Ο ίδιος ευχήθηκε για τον εαυτό του να τύχει τέτοιας μεγάλης
ευλογίας και να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικά την άλλη χρονιά,
το 1829 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή εξεδήμησε προς Κύριον και ο σεμνός
αυτός Ιεράρχης.
Στην
κηδεία του Οσίου συνέβησαν «εξαίσια και μεγάλα θαύματα». Οι τέσσερις
λαμπάδες του νεκροκρέβατου κατά την νεκρική πομπή ενώ ήταν σβησμένες,
άναψαν, και άρρητη ευωδία σκόρπισε το άγιο σκήνωμά του. Η ευωδία αυτή
πλημμύρισε και το ναό των αγίων Αναργύρων αλλά και το μικρό σπιτάκι που
ζούσε ο Άγιος. Άλλη μαρτυρία επίσης αναφέρει, ότι κατά την ώρα της
εξοδίου ακολουθίας, άναψαν από μόνα τους τα κεριά του πολυελαίου των
Αγίων Αναργύρων, θαύμα και πιστοποίηση από το Θεό της αγίας και φωτεινής
ζωής του.
Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, στο χώρο μπροστά από την είσοδο της νότιας πλευράς του ναού.
Κατά
το 1866 μ.Χ. όταν ηγούμενος του μονυδρίου ιερομόναχος Κορνήλιος,
ανακαίνισε το μονύδριο, βρήκε στο χώρο αυτό κάτω από μια πλάκα
σκεπασμένη την «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄρρητον εὐωδίαν». Αφού
την προσκύνησε ευλαβικά την κάλυψε όπως αρχικά ήταν, σεβόμενος την
επιθυμία του Αγίου. Έτσι ο χώρος της ταφής του αγίου παραμένει μέχρι
σήμερα απείρακτος.
Ο
Απόστολος συνέχισε να ζει σύμφωνα με τις τελευταίες υποθήκες του
μεγαλυτέρου αδελφού του. Μοναχικά, ασκητικά, φιλάνθρωπα και
εκκλησιαστικά. Καθημερινά φρόντιζε να συμπαρίσταται στους πάσχοντας
συναθρώπους και η ελεημοσύνη προς όλους ήταν υποδειγματική. Κοντά του οι
κατατρεγμένοι, τα ορφανά και οι φτωχοί έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα.
Δεκαεπτά
χρόνια ζει μετά την κοίμηση του αγίου αυταδέλφου του Θεοχάρη, κοντά
στον άλλο τους αδελφό Κωνσταντίνο την ίδια θεοφιλή ζωή.
Όταν
και ο ίδιος προείδε το τέλος του παρακάλεσε τον αδελφό του να ταφεί
χωρίς τιμές στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας. Πραγματικά όταν παρέδωσε
την ψυχή του στον Κύριο κατά το έτος 1845 μ.Χ., το λέιψανό του
ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας στο χώρο πίσω από το ιερό
Βήμα του ναού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Οσίου Αποστόλου ευσεβείς
γυναίκες πήγαν στον τάφο - όπως είναι συνήθεια μέχρι σήμερα - να ρίξουν
νερό και να τον καλλωπίσουν. Έκπληκτες βρέθηκαν μπροστά σ΄ένα απρόσμενο
θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος
ἐκπέμπον ἄρρητον εὐωδίαν», πράγμα που φανέρωνε εκ Θεού την αγιότητα του
οσίου Αποστόλου.
Η
μνήμη των οσίων αυταδέλφων παρέμεινε ανεξάληπτη στους κατοίκους της
πόλεως της Άρτας οι οποίοι από την ημέρα του θανάτου τους, τους τιμούσαν
ως Αγίους μνημονεύοντάς τους κατά την Τετάρτη της Διακαινησίμου
Εβδομάδος (Πάσχα).
Με
τις ενέργειες του αειμνήστου ιερέως Σταύρου Παπαχρήστου, Εφημερίου του
ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή τους.
Η μνήμη τους σήμερα τελείται πάνδημα και μεγαλόπρεπα την Κυριακή των Μυροφόρων στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν
κλεινῶν αὐταδέλφων τὴν δυάδα τιμήσωμεν, τὸν θεοειδῆ Θεοχάρην καὶ τὸν
σύμπνουν ̓Απόστολον· ὁσίαν γὰρ ἀνύσαντες ζωήν, ̔Αγίων ἠριθμήθησαν
χοροῖς, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα
τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δοξασθέντι δι ̓ ὑμῶν,
ἐσχάτοις ἔτεσιν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεἶα
θρέμματα ὢφθητε Ἄρτης, καί κειμήλια ἠθῶν ὁσίων, ὧ Θεόχαρες σοφὲ καὶ
Ἀπόστολε· ἐν ἀρεταῖς γὰρ ἐνθέοις ἐμπρέψαντες, τῆς τῶν Ἁγίων τιμῆς
ἠξιώθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Αὐτάδελφοι παμμακάριστοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ
μέγα ἕλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν
αὐταδέλφων τὴν ὁσίαν δυάδα, ἀνευφημήσωμεν ἐν ὕμνοις ἐνθέοις, σὺν
Θεοχάρει τὸν κλεινὸν ̓Απόστολον· οὗτοι γὰρ βιώσαντες, τῶν ̔Αγίων τὸν
βίον, ῞Αγιοι ἐδείχθησαν, καὶ Χριστοῦ κληρονόμοι· οἷς καὶ βοῶντες εἴπωμεν
πιστοί· χαίρετε ῎Αρτης, βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν
ἀγαπήσαντες, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν, ζωήν ἀνεπίληπτον, ὁμοφωνίᾳ ψυχῆς,
πιστῶς ἐβιώσατε· ὅθεν τῷ ούρανίῳ μεταστάντες νυμφῶνι, Θεόχαρες Θεοφόρε·,
καῖ Ἀπόστολε μάκαρ, πρεσβεύσατε ἡμῖν δοῦναι, χάριν καὶ ἒλεος.
Ὁ Οἶκος
Εὐαγγελίου
τοῦ Χριστοῦ. τοὺς νόμους ἐκπληροῦντες, ᾶγίαν ἔζησαν ζωὴν, ἐν μέσῳ
τύρβης κοσμικῆς, αὐτάδελφοι οἰ θεῖοι· τὸ ἓν γὰρ Φρονήσαντες μιᾷ προθέσει
ἀληθεῖ, ὅσα εὔφημα καί σεμνὰ, ὅσα δίκαια καί ἁγνὰ, ἐνεκολπώθησαν
προθύμως. ἅπαν πρόσολον καί γεῶδες νόημα ἀποβάλλοντες· ἐντεῦθεν ἐν
νηστείᾳ διηνεκεῖ, καὶ ἀγρυπνίᾳ συντόνῳ καὶ εὐχῇ ἀκαταπαύστῳ, ἡσύχως
διαβιοῦντες, τὸν ἐν Αγίοις ἀναπαυόμενον, ἁγιοπρεπῶς ἐδόξασαν Λόγον ᾧ καί
πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν βοώντων αὐτοῖς συμφώνως· χαίρετε Ἄρτης
βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.
Μεγαλυνάριον
Σύμψυχοι
ὁμότροποι ἀδελφοί, Θεόχαρες μάκαρ Καὶ Ἀπόστολε ἀληθῶς, ῶφθητε ἐν Ἄρτῃ,
βιώσαντες ὁσίως· διὸ τῆς τῶν Ἁγίων δόξης ἐτύχετε.
Σύναξη πάντων των εν Θεσσαλονίκη αγίων
Την Κυριακή των Μυροφόρων, η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη όλων των εν
Θεσσαλονίκη Αγίων. Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για το γεγονός.
Ανακομιδή Ιερών λειψάνων του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη και Ομολογητή
Ο αρχαιότερος γνωστός Ερημίτης Άγιος της Κρήτης είναι ο Άγιος Κοσμάς ο Ομολογητής (βλέπε 2 Σεπτεμβρίου),
ο οποίος κοιμήθηκε το έτος 658 μ.Χ. Η βιογραφία του μας είναι γνωστή
από την παλαίτυπη σειρά «Acta Sanctorum», καθώς και από άλλες πηγές.
Όπως αναφέρει η παραπάνω πηγή, ο Κρητικός Νότος δεν ήταν τόσο φημισμένος τα χρόνια εκείνα για τον πλούτο, όσο για το πλήθος των ανδρών που ασκούνταν στην πίστη του Χριστού.
Ο Άγιος Κοσμάς ανήκει στην κατηγορία των ασκητών που αφιερώθηκαν στον Θεό με βαθιά άσκηση και τέλεια αποταγή εκ του κόσμου, μέσα σε σπήλαιο που βρισκόταν στα νότια παράλια της Κρήτης. Οι πνευματικοί του αγώνες έγιναν πολύ γνωστοί. Όπως συνάγεται από τον βίο του έζησε με θεϊκή φλόγα και ασκήθηκε με μεγάλο πόθο ψυχής, αντιμαχόμενος το κοσμικό φρόνημα.
Ο εν λόγω Άγιος στο σπήλαιο όπου αθλήθηκε πνευματικά αποκτώντας μεγάλες αρετές, στο ίδιο σπήλαιο ενταφιάσθηκε με αφάνεια. Οι γειτονικοί κάτοικοι της ερημιάς μέσα στην οποία έζησε δημιούργησαν λατρεία για αυτόν και επειδή ήταν δύσκολη η πρόσβαση στον Τόπο του σπηλαίου του, μετέφεραν το σκήνωμά του σε πόλη, στολίζοντάς το με ιδιαίτερο τρόπο.
Παρατήρησαν όμως ότι όσο χρονικό διάστημα, περίπου για τρία χρόνια και έξι μήνες, το σώμα του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη, βρισκόταν στην πόλη αυτή, μακριά από τον τόπο της άσκησής του, επικράτησαν ξηρασίες, χάθηκαν τεράστιες σοδειές σιτηρών και σταμάτησε ο ουρανός να δίδει βροχή. Την κατάσταση αυτή οι άνθρωποι την αιτιολόγησαν εξ αιτίας της μεταφοράς του λειψάνου του ερημίτη στον κόσμο, γι’ αυτό και αποφάσισαν να επιστρέψουν το λείψανό του στο σπήλαιο της άσκησής του. Τότε σταμάτησε η ξηρασία, έπεσε άφθονη βροχή και η γη χόρτασε από νερό. Στο σπήλαιο αυτό το σώμα του Αγίου έμεινε μέσα σε ταφικό μνημείο, τιμώμενο από όλους με περισσή ευλάβεια.
Το έτος 1058 μ.Χ., Βενετσιάνοι έμποροι ήλθαν με πλοίο στα νότια παράλια της Κρήτης, πέρασαν τα δύσβατα μέρη που οδηγούσαν στον τόπο της σπηλιάς που ήταν θαμμένος ο Άγιος το 658 μ.Χ., έκλεψαν το σώμα του και το μετέφεραν στη Βενετία, στο γνωστό Νησί του Αγίου Γεωργίου του Μείζονος. Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν στο βιβλίο «DELLE INSCRIZIONI VENEZIANE». Το άφθαρτο σκήνωμα του Αγίου παρέμενε στη Βενετία, στον παραπάνω αναφερόμενο Ναό, μέσα σε μια λάρνακα.
Περί το 2000 μ.Χ., το Μοναστήρι της Παναγίας του Κουδουμά, της Ιεράς Μητρόπολεως Γορτύνης και Αρκαδίας, άρχισε να μελετά και να ασχολείται με τον Άγιο Κοσμά τον Ερημίτη. Το Μοναστήρι αυτό σε ένδειξη σεβασμού προς τον Άγιο Κοσμά, ανακαίνισε ένα από τα σπήλαια της Ιεράς Μονής, αφιέρωσε Ιερό Ναό στο όνομά του, και κάθε χρόνο γιορτάζει τη μνήμη του, που είναι στις 2 Σεπτεμβρίου, στο συγκεκριμένο σπήλαιο.
Στο διάβα του χρόνου, η Ιερά Μονή Κουδουμά ήρθε, κατά την εκκλησιαστική τάξη, σε επαφή με το παραπάνω Μοναστήρι στη Βενετία, παρακαλώντας να δοθεί τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου.
Μετά από επισκέψεις των πατέρων της Ιεράς Μονής Κουδουμά μαζί με ειδικούς ερευνητές και μετά από μια μακρά ιστορία συνεννοήσεων, στην τελευταία επίσκεψη της Αντιπροσωπίας της Ιεράς Μονής του Κουδουμά στη Βενετία, αφού προηγήθηκαν μελέτες, εγκρίσεις των Ιταλικών αρχαιολογικών υπηρεσιών, με άδεια του Ρωμαιοκαθολικού Πατριαρχείου Βενετίας, στις 16 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ., έγινε η τελευταία φάση της αποσφράγισης του ιερού λειψάνου του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη.
Τελικά, δόθηκε στη Ιερά Μονή Κουδουμά από τους Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς της Μονής Αγίου Γεωργίου του Μείζονος της Βενετίας και το Ρωμαιοκαθολικό Πατριαρχείο Βενετίας, ικανό μέρος από τα ιερά λείψανα του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη, μέρος από το ύφασμα που κάλυπτε τον Άγιο, τέσσερα μεγάλα τμήματα από τη ζωγραφική επιφάνεια της εικονομαχικής λάρνακας του 8ου αιώνα μ.Χ. που κάλυπτε τον Άγιο καθώς και οι αρχαίες κλειδαριές της, για να φιλοξενηθούν για πάντα στο Μοναστήρι του Κουδουμά. Η λάρνακα ξανακλείσθηκε και σφραγίσθηκε με βουλοκέρι.
Στις 17 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ. η αποστολή της Ιεράς Μονής Κουδουμά αναχώρησε με πλοίο από τη Βενετία, τα εν λόγω ιερά λείψανα έφθασαν στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας, στις 20 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ. και από εκεί κατέφθασαν στο Μοναστήρι του Κουδουμά όπου έγινε η υποδοχή τους και ακολούθησε ιερά αγρυπνία.
Η Εκκλησία Κρήτης χαιρετίζει με βαθιά πνευματική αγαλλίαση, την έλευση του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη στον τόπο της άσκησής του, τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Η επανακομιδή τμήματος του ιερού λειψάνου Του στην Κρήτη αποτελεί, από πλευράς αρχαιότητας, το δεύτερο σπουδαιότερο γεγονός επιστροφής τιμίου λειψάνου, στη Μεγαλόνησο Κρήτη, μετά την επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αγίου Αποστόλου Τίτου, Πρώτου Επισκόπου της Αποστολικής Εκκλησίας Κρήτης.
Όπως αναφέρει η παραπάνω πηγή, ο Κρητικός Νότος δεν ήταν τόσο φημισμένος τα χρόνια εκείνα για τον πλούτο, όσο για το πλήθος των ανδρών που ασκούνταν στην πίστη του Χριστού.
Ο Άγιος Κοσμάς ανήκει στην κατηγορία των ασκητών που αφιερώθηκαν στον Θεό με βαθιά άσκηση και τέλεια αποταγή εκ του κόσμου, μέσα σε σπήλαιο που βρισκόταν στα νότια παράλια της Κρήτης. Οι πνευματικοί του αγώνες έγιναν πολύ γνωστοί. Όπως συνάγεται από τον βίο του έζησε με θεϊκή φλόγα και ασκήθηκε με μεγάλο πόθο ψυχής, αντιμαχόμενος το κοσμικό φρόνημα.
Ο εν λόγω Άγιος στο σπήλαιο όπου αθλήθηκε πνευματικά αποκτώντας μεγάλες αρετές, στο ίδιο σπήλαιο ενταφιάσθηκε με αφάνεια. Οι γειτονικοί κάτοικοι της ερημιάς μέσα στην οποία έζησε δημιούργησαν λατρεία για αυτόν και επειδή ήταν δύσκολη η πρόσβαση στον Τόπο του σπηλαίου του, μετέφεραν το σκήνωμά του σε πόλη, στολίζοντάς το με ιδιαίτερο τρόπο.
Παρατήρησαν όμως ότι όσο χρονικό διάστημα, περίπου για τρία χρόνια και έξι μήνες, το σώμα του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη, βρισκόταν στην πόλη αυτή, μακριά από τον τόπο της άσκησής του, επικράτησαν ξηρασίες, χάθηκαν τεράστιες σοδειές σιτηρών και σταμάτησε ο ουρανός να δίδει βροχή. Την κατάσταση αυτή οι άνθρωποι την αιτιολόγησαν εξ αιτίας της μεταφοράς του λειψάνου του ερημίτη στον κόσμο, γι’ αυτό και αποφάσισαν να επιστρέψουν το λείψανό του στο σπήλαιο της άσκησής του. Τότε σταμάτησε η ξηρασία, έπεσε άφθονη βροχή και η γη χόρτασε από νερό. Στο σπήλαιο αυτό το σώμα του Αγίου έμεινε μέσα σε ταφικό μνημείο, τιμώμενο από όλους με περισσή ευλάβεια.
Το έτος 1058 μ.Χ., Βενετσιάνοι έμποροι ήλθαν με πλοίο στα νότια παράλια της Κρήτης, πέρασαν τα δύσβατα μέρη που οδηγούσαν στον τόπο της σπηλιάς που ήταν θαμμένος ο Άγιος το 658 μ.Χ., έκλεψαν το σώμα του και το μετέφεραν στη Βενετία, στο γνωστό Νησί του Αγίου Γεωργίου του Μείζονος. Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν στο βιβλίο «DELLE INSCRIZIONI VENEZIANE». Το άφθαρτο σκήνωμα του Αγίου παρέμενε στη Βενετία, στον παραπάνω αναφερόμενο Ναό, μέσα σε μια λάρνακα.
Περί το 2000 μ.Χ., το Μοναστήρι της Παναγίας του Κουδουμά, της Ιεράς Μητρόπολεως Γορτύνης και Αρκαδίας, άρχισε να μελετά και να ασχολείται με τον Άγιο Κοσμά τον Ερημίτη. Το Μοναστήρι αυτό σε ένδειξη σεβασμού προς τον Άγιο Κοσμά, ανακαίνισε ένα από τα σπήλαια της Ιεράς Μονής, αφιέρωσε Ιερό Ναό στο όνομά του, και κάθε χρόνο γιορτάζει τη μνήμη του, που είναι στις 2 Σεπτεμβρίου, στο συγκεκριμένο σπήλαιο.
Στο διάβα του χρόνου, η Ιερά Μονή Κουδουμά ήρθε, κατά την εκκλησιαστική τάξη, σε επαφή με το παραπάνω Μοναστήρι στη Βενετία, παρακαλώντας να δοθεί τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου.
Μετά από επισκέψεις των πατέρων της Ιεράς Μονής Κουδουμά μαζί με ειδικούς ερευνητές και μετά από μια μακρά ιστορία συνεννοήσεων, στην τελευταία επίσκεψη της Αντιπροσωπίας της Ιεράς Μονής του Κουδουμά στη Βενετία, αφού προηγήθηκαν μελέτες, εγκρίσεις των Ιταλικών αρχαιολογικών υπηρεσιών, με άδεια του Ρωμαιοκαθολικού Πατριαρχείου Βενετίας, στις 16 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ., έγινε η τελευταία φάση της αποσφράγισης του ιερού λειψάνου του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη.
Τελικά, δόθηκε στη Ιερά Μονή Κουδουμά από τους Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς της Μονής Αγίου Γεωργίου του Μείζονος της Βενετίας και το Ρωμαιοκαθολικό Πατριαρχείο Βενετίας, ικανό μέρος από τα ιερά λείψανα του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη, μέρος από το ύφασμα που κάλυπτε τον Άγιο, τέσσερα μεγάλα τμήματα από τη ζωγραφική επιφάνεια της εικονομαχικής λάρνακας του 8ου αιώνα μ.Χ. που κάλυπτε τον Άγιο καθώς και οι αρχαίες κλειδαριές της, για να φιλοξενηθούν για πάντα στο Μοναστήρι του Κουδουμά. Η λάρνακα ξανακλείσθηκε και σφραγίσθηκε με βουλοκέρι.
Στις 17 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ. η αποστολή της Ιεράς Μονής Κουδουμά αναχώρησε με πλοίο από τη Βενετία, τα εν λόγω ιερά λείψανα έφθασαν στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας, στις 20 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ. και από εκεί κατέφθασαν στο Μοναστήρι του Κουδουμά όπου έγινε η υποδοχή τους και ακολούθησε ιερά αγρυπνία.
Η Εκκλησία Κρήτης χαιρετίζει με βαθιά πνευματική αγαλλίαση, την έλευση του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη στον τόπο της άσκησής του, τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Η επανακομιδή τμήματος του ιερού λειψάνου Του στην Κρήτη αποτελεί, από πλευράς αρχαιότητας, το δεύτερο σπουδαιότερο γεγονός επιστροφής τιμίου λειψάνου, στη Μεγαλόνησο Κρήτη, μετά την επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αγίου Αποστόλου Τίτου, Πρώτου Επισκόπου της Αποστολικής Εκκλησίας Κρήτης.
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/19/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου