Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητής
Τῷ κυματώδει μικρὸν ἐμπρέψας βίῳ,
Λύῃ Μιχαήλ, οἷα κούφη πομφόλυξ.
Εἰκάδι ἐν τριτάτῃ Μιχαὴλ ἀναδέδραμεν ἐκ γῆς.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ καταγόταν ἐκ Συνάδων τῆς Φρυγίας ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ἔζησε δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.). Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶχε ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἔτυχε εὐρείας καὶ ἐπιμελοῦς μορφώσεως, συγκαταλεγόταν μεταξὺ τῶν διαπρεπῶν ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς του. Ἐπί Πατριάρχου Παύλου Δ’ τοῦ Κυπρίου (780 – 784 μ.Χ.) μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, λόγῳ τοῦ ἀδαμάντινου χαρακτῆρος καὶ τῆς μεγάλης μορφώσεώς του κατέλαβε περιφανὲς ἀξίωμα στὰ ἀνάκτορα.
Συνδέθηκε μὲ στενότατη φιλία μὲ τὸν Ἅγιο Θεοφύλακτο († 8 Μαρτίου), ποὺ ἦταν ἄνδρας ἐπίσης ἐνάρετος καὶ μορφωμένος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀργότερα μετέβησαν στὴ μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο στὸν Εὔξεινο Πόντο, ὅπου ἐκάρησαν μοναχοὶ. Γιὰ τὴν μεγάλη τους ἀρετὴ καὶ τὴν βαθύτατη θεολογικὴ κατάρτιση πείσθηκαν καὶ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὸν Ταράσιο κατ’ ἀρχὰς μὲν ἱερεῖς, στὴ συνέχεια δὲ ὁ μὲν Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, ὁ δὲ Μιχαὴλ Ἐπίσκοπος Συνάδων.
Καὶ στὴ νέα αὐτὴ θέση του διέλαμψε γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο τους, διδάσκοντας ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀλλὰ ὁ ἱερὸς ζῆλος τοῦ Μιχαὴλ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καταφάνηκε, ὅταν ἐνέσκηψε ὁ πόλεμος κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου. Μὲ ἀνυπέρβλητο θάρρος καὶ παρρησία δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει δημόσια αὐτὸν γιὰ τὸν ἄθεο καὶ ἀσεβὲς διάταγμά του καὶ νὰ ἀναθεματίσει ἐκείνους ποὺ δὲν προσκυνοῦσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Ὅταν ἀποφασίσθηκε νὰ ζητηθεῖ ἡ γνώμη καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ κρίθηκε ὡς ὁ καταλληλότερος καὶ ἐστάλη πρὸς τοῦτο στὴ Ρώμη. Ὁ Πάπας Λέων Γ’ (795 – 816 μ.Χ.) κατεδίκασε τὴν εἰκονομαχία καὶ ἐνθάρρυνε τὸν Πατριάρχη στὸν ἀγώνα του, ἀφοῦ γνωστοποίησε τὶς ἀποφάσεις του καὶ δι’ ἐπιστολῆς, τὴν ὁποία παρέδωσε στὸν Ἅγιο Μιχαήλ. Παρὰ ταῦτα ὁ αὐτοκράτορας παρέμενε ἀμετάθετος στὰ ἀσεβὴ φρονήματά του καὶ ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν ἀντιτιθεμένων κληρικῶν. Ἔτσι, ἀφοῦ συνελήφθη καὶ ὁ Ἅγιος Μιχαήλ, κατ’ ἀρχὰς ἐξορίσθηκε στὸ φρούριο τῆς Ἀνατολῆς Εὐδοκιάς, στὴ συνέχεια δὲ σὲ διάφορα μέρη, καταταλαιπωρούμενος καὶ στερούμενος τὰ πάντα, ἀλλὰ διατηρώντας ἀκμαῖο τὸ φρόνημα καὶ ἐξακολουθώντας, μὲ τοὺς ἐμπνευσμένους λόγους του, νὰ ὑπερασπίζεται τὴ Ὀρθόδοξη πίστη.
Κατὰ τὴν ὑπερδεκαετὴ αὐτὴ ἐξορία του ἐξ’ αἰτίας τῶν κακουχιῶν καὶ τῆς μεγάλης ἡλικίας, ἀφοῦ ἀσθένησε, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Γράφοντας ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης πρὸς τὸν Μητροπολίτη Νικαίας Πέτρο, ἱστορεῖ τὶς τελευταῖες στιγμὲς καὶ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου τὶς ἀρετὲς ἐπαινεῖ: τὴν ἁγνεία, τὴ φιλοξενία, τὴν ταπείνωση, τὴ μετριοφροσύνη.
Ἡ ἁγία κάρα αὐτοῦ εἶναι ἀποθησαυρισμένη στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοῦ δωρήθηκε ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ ἀναθεμένος, τὴν σὴν ζωὴν ἐκ παιδός, ποιμὴν ἀνηγόρευσαι, καὶ Ἱεράρχης σεπτός, Χριστοῦ ἱερώτατε· ὅθεν τὴν τοῦ Δεσπότου, ὡς τιμήσας Εἰκόνα, θλίψεις ἐν ἐξορίαις, Μιχαὴλ καθυπέστης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις ἡμῖν, ῥεῖθρα ἰάσεων.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος ἐξανατείλας, καταυγάζεις ἅπαντας, τῶν ἀρετῶν σου τῷ φωτί, καὶ τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, θαυματοφόρε Ἀγγέλων ὁμώνυμε.
Μεγαλυνάριον.
Κλῆσιν ἀγγελώνυμον ἐσχηκώς, ἰσάγγελος ὤφθης, ἐν τῷ κόσμῳ μετὰ σαρκός, ὡς ἱερομύστης, καὶ στῦλος Ἐκκλησίας· ἔνθεν ὦ Μιχαήλ σε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μυροφόρος τοῦ Κλωπᾶ
Ψυχήν φέρει νυν ουκ άρωμα Mαρία,
Aρωμάτων σοι Σώτερ ευωδεστέραν.
Η Αγία Μαρία ήταν σύζυγος του Κλωπά και μια από τις γυναίκες, που ακολούθησαν τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και υπηρετούσαν στο έργο Του. Όταν γινόταν η φρικτή θυσία του Γολγοθά και οι μαθητές κρύβονταν και διασκορπίζονταν, αυτή συμπαρακολουθούσε στον τόπο της καταδίκης και συμπαραστεκόταν στην σταυρική αγωνία και την ταφή έπειτα του Ιησού. Αλλά ήταν και μια από τις μυροφόρες, που ευτύχησε ν' ακούσει το πρωί της Κυριακής, το χαρμόσυνο άγγελμα της Ανάστασης.
Γιοι της Μαρίας αυτής, ήταν ο Ιωσής και ο Ιάκωβος. Ο τελευταίος συγκαταλέχθηκε μεταξύ των 12 αποστόλων, ονομαζόταν μάλιστα Μικρός για να διακρίνεται από τον άλλο Ιάκωβο τον αδελφό του Ιωάννη του Θεολόγου.
Η Αγία Μαρία, ήταν επίσης παρούσα και κατά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στο υπερώο. Όταν σχηματίστηκε η πρώτη Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ, η Μαρία εξακολούθησε να προσφέρει σ' αυτή τις υπηρεσίες της, για την επέκταση της αληθινής πίστης και για κάθε καλό και φιλάνθρωπο έργο.
Όσιος Ευμένιος ο νέος ο Θεοφόρος (Σαριδάκης)
Λεπρῶν καὶ νοσούντων λοιμικῶς ἀκέστωρ
πιστῶν, Εὐμένιε, ποδηγέτα, ὤφθης.
Η
Εθιά, η πατρίδα του Οσίου Ευμενίου, είναι ένα ορεινό χωριό στα νότια
του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Βρίσκεται σε υψόμετρο 740μ. και απέχει από
το Ηράκλειο 38 χλμ. Είναι πολύ άγονο μέρος, γι’ αυτό και οι κάτοικοί του
μετοίκησαν σ’ ένα χαμηλότερο μέρος, στο χωριό Ροτάσι.
Στην Εθιά
υπάρχουν δύο εκκλησίες: Η κεντρική είναι αφιερωμένη στην Παναγία μας και
φυλάσσει θαυματουργό εικόνα της. Εκεί η Παναγία είχε εμφανισθεί σαν
γυναίκα ντυμένη στα μαύρα κάποια ημέρα, που ο Όσιος Ευμένιος, μικρό
παιδί τότε, άναβε τα κανδήλια του ναού, και του είπε: «Εσύ μια μέρα θα
γίνεις ιερεύς». Εκεί, στον αύλιο χώρο της, έμελλε να είναι και ο τάφος,
όπου αναπαύεται το σεπτό σκήνωμα του Οσίου Γέροντος μας. Η άλλη είναι
του Προφήτου Ηλιού. Εκεί κοντά υπάρχει και αγίασμα.
Υπάρχουν και πολλά μικρά εκκλησάκια, για την ανακαίνιση των οποίων ο Όσιος Ευμένιος έστελνε χρήματα.
Ο Όσιος Ευμένιος ήταν γόνος μιας πολυμελούς και πάμπτωχης οικογενείας. Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του έτους 1931 μ.Χ.
Οι
γονείς του, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, ήταν άνθρωποι ευσεβείς και
ενάρετοι. Είχαν οκτώ παιδιά. Το όγδοο και τελευταίο τους παιδί ήταν ο
Όσιος Ευμένιος, που στην βάπτιση του πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Τα
αδέλφια του, κατά σειρά ηλικίας, ήταν: Ελένη, Μιχαήλ, Αικατερίνη,
Βασίλειος, Αμαλία, Μαρία και Ευγενία.
Ο μικρός Κωνσταντίνος
ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία μόλις δύο ετών, δηλαδή η οικογένειά του
έχασε τον προστάτη της πολύ νωρίς. Ήταν που ήταν φτωχή, χάνοντας και το
στήριγμά της βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Η χήρα μάνα του με τι
δυνατότητες να θρέψη τόσα στόματα; Ξενοδούλευε για να τα φέρει κάπως
βόλτα. Μετά ήρθε και η γερμανική κατοχή, η οποία χειροτέρευσε κατά πολύ
τα πράγματα. Σ’ αυτό το περιβάλλον και με πολλές στερήσεις μεγάλωσε ο
Όσιος. Παπούτσια φόρεσε στα δώδεκα του χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, δηλαδή τις
στερήσεις, την πείνα και την ανέχεια, το ήθος και το φρόνημα του μικρού
αυτού παιδιού δεν αλλοιώθηκαν.
Για παράδειγμα, ο Ιερεύς του
χωριού τους ήθελε να του δίνει μια μικρή βοήθεια, επειδή πήγαινε και τον
βοηθούσε στον ναό. Ο μικρός Κωνσταντίνος, όμως, του έλεγε: «Όχι,
Παπα-Γιάννη, δεν παίρνουμε ποτέ χρήματα από την Εκκλησία». (Μαρτυρία
Αριστέας Σαριδάκη).
Ή, όταν του έδιναν μισή κουλούρα ψωμί για
κάποια δουλειά που έκανε, ποτέ δεν την έτρωγε μόνος του, αλλά την
πήγαινε στο σπίτι του και την έτρωγε με τ’ αδέλφια του, όλοι μαζί.
Χαρισματικό παιδί
Η
Εκκλησία αγάλλεται και καυχάται, διότι γέννησε και ανέδειξε ένα τέτοιο
λαμπρό αστέρι και κόσμημα της και η Κρήτη πρέπει να σεμνύνεται για το
ηγιασμένο τέκνο της. Ο Όσιος, από την νηπιακή του ηλικία, έδειχνε ότι
ήταν σκεύος εκλεκτόν του Κυρίου μας. Από την βρεφική του ηλικία, όταν
ακόμα δεν καταλάβαινε, προσπαθούσε να ευχαριστεί τον Κύριό μας, αφού δεν
θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή, αλλά κοιμόταν όλη την ημέρα, σύμφωνα με
την μαρτυρία της αδελφής του Ευγενίας, η οποία το είχε ακούσει από την
μητέρα τους να το ομολογεί.
Οίνον και μεθύσματα ουδέποτε γεύθηκε ο
Όσιος Ευμένιος, δηλαδή οινοπνευματώδη ποτά, μπύρα, κρασί και αλκοολούχα
ποτά δεν ήπιε ποτέ στην ζωή του. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν
λειτούργησε για πρώτη φορά μόνος του ως Ιερεύς, ζαλίστηκε λίγο από την
κατάλυση της Θείας Κοινωνίας και γι’ αυτό, μετά, έβαζε λιγότερο νάμα και
περισσότερο ζέον.
Ο Κωστάκης, όπως τον έλεγαν, ήταν ένα
χαριτωμένο και χαρισματικό παιδί, ακόμα και για τα κοσμικά δεδομένα, ενώ
δεν είχε μάθει σχεδόν καθόλου γράμματα.
Οι δυσκολίες, η Κατοχή,
κατά την διάρκεια της οποίας τα σχολεία υπολειτουργούσαν, δεν του
επέτρεψαν να γευθεί το αγαθόν της μαθήσεως. Παρ’ όλα αυτά μπορούσε, όπως
ο ίδιος έλεγε, να κάνη πράξεις μαθηματικές, λογαριασμούς δύσκολους, όλα
από μνήμης, γι’ αυτό οι χωριανοί του, όταν ήθελαν κάτι σχετικό, τον
φώναξαν: «Έλα, Κωστάκη, να μας πεις πόσο κάνει αυτό κι αυτό», η κάτι πιο
δύσκολο. Κι όταν τους τα έκανε, μετά τον γέμιζαν λουκούμια.
Κάποια
φορά, όταν ο Όσιος ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε στο χωριό τους ένα
κοριτσάκι οκτώ-εννέα ετών. Οι γονείς και οι συγγενείς του κοριτσιού
έκλαιγαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του παιδιού τους. Ο Όσιος έλεγε
σχετικά:
«Κάποτε, είχε πεθάνει ένα κοριτσάκι και περνούσε από
μπροστά μας η νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι από την δική μας αυλή.
Έτσι έκαναν τότε. Έκαναν την βόλτα, για να γίνει πιο επίσημη η κηδεία.
Έκλαιγαν όλοι κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, πολλά στολίδια, που είχε το
φέρετρο. Κι αυτοί έκλαιγαν. Κι εγώ έτρεχα κι έβλεπα τα στολίδια, που
είχε το φέρετρο. Ήμουν έξι-επτά χρόνων τότε. Δεν είχα δει καλύτερα και
ωραιότερα στολίδια. Οι άλλοι έκλαιγαν κι εγώ χαιρόμουν, που έβλεπα τα
στολίδια. Έβλεπα τα στολίδια και χαιρόμουν. Μου άρεσαν. Δεν ήταν
στολισμένα από τους ανθρώπους, όμως εγώ τα έβλεπα έτσι. Στολίδια....
στολίδια… όχι ότι τα έβαλαν οι άνθρωποι. Κι αυτοί έκλαιγαν, που έχασαν
το παιδί, κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, που είχε πάνω του, τα στολίδια του
Θεού, και χαιρόμουν».
Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος θυμάται,
σχετικά με την Χάρη, που από νωρίς είχε δοθεί στον Όσιο: «Ο πατήρ
Ευμένιος, όταν ήταν μικρός, είχε δει για πρώτη φορά την χάριν της
αρχιεροσύνης. Την είχε δει στο πρόσωπο ενός Αρχιεπισκόπου, που είχε πάει
στο χωριό του. "Έβλεπα", μου είπε, "το φως του Αγίου Πνεύματος πάνω στο
πρόσωπό του. Το φως της αρχιεροσύνης, την χάρη της αρχιεροσύνης. Την
έβλεπα και πήγαινα συνεχώς μπροστά του". Και είπε ο Αρχιεπίσκοπος: "Αυτό
το παιδί τι βλέπει;". Εγώ δεν έλεγα τι έβλεπα, αλλά μου άρεσε να βλέπω
την χάρι της αρχιεροσύνης».
Μοναχός Θεόκλητος δια φωτοφανείας
Ο
Όσιος Ευμένιος ήταν θεόκλητος στον μοναχισμό. Ο ίδιος μας έλεγε: «Εγώ,
δεκαεπτά χρόνων πήγα στο μοναστήρι. Ήμουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό μου.
Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια
μέρα μου λέει ο παπάς: "Έλα να σε κάνω νεωκόρο". Πήγα κι εγώ. Άναβα τα
καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ό,τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευμα, πήγα, άναψα τα καντήλια
στην εκκλησία και, μετά, πήγα στο σπίτι μας. Ήταν εκεί η αδελφή μου η
Ευγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες και μακαρόνες. Εκεί που τρώγαμε,
ήρθε μια λάμψη και με τύφλωσε και μπήκε μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Κι
αμέσως, την ίδια στιγμή, φώναξα της Ευγενίας: "Ευγενία, θα γίνω
καλόγερος". Την ίδια στιγμή. Εκείνη την στιγμή με φώτισε ο Θεός. Την
είδα με τα μάτια μου εκείνη την λάμψη, που μπήκε μέσα μου. Μόλις είδα
αυτή την λάμψη, είπα κατ’ ευθείαν: "Θα γίνω καλόγερος". Όταν ο άνθρωπος
έχει την κλήση από τον Θεό για να κάνη κάτι καλό, ο Θεός ενεργεί και τον
βοηθά».
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο Μιχαήλ Χατζηγεωργίου:
«Τόλμησα,
κάποτε, να τον ρωτήσω: "Γέροντα, είχες δίλημμα για το ποιόν δρόμο θα
ακολουθήσεις; Σκέφθηκες να γνωρίσεις κάποια γυναίκα, να την ερωτευθείς,
να κάνεις οικογένεια"; Τότε μου αποκάλυψε την απόλυτη απόφασή του να
ακολουθήσει την παρθενική ζωή, που την σηματοδότησε ένα εξαιρετικό
γεγονός.
"Χειμώνας του 1944, Κωστής τότε, δεκατριών ετών", μου
είπε. "Ήμουν στο πατρικό μου σπίτι. Ζεσταινόμαστε στο τζάκι. Τότε είδα
μια τεράστια φωτιά, που μπήκε μέσα μου. Και από εκείνη την στιγμή,
γεμάτος χαρά, έλεγα: Εγώ θα γίνω μοναχός. Θα γίνω μοναχός". Και μου
συμπλήρωσε: "Αν με πίεζαν αργότερα να παντρευτώ, θα πέθαινα, θα
πέθαινα"!».
Από το 1944 μ.Χ. η ψυχή του νεαρού Κωστή είχε ένα
μόνο προσανατολισμό: την αφιέρωσή στον Χριστό. Η κλήση υπήρχε. Η κλήση
με εμφατικό τρόπο συντελέστηκε και ο μικρός Κωστής βιαζόταν να
ενηλικιωθεί, να λάβει ζωή η επιθυμία της καρδιάς του.
Με ζήλο στον μοναχικό αγώνα
Σε
ηλικία δεκαεπτά ετών ο Κωνσταντίνος αφήνει τα εγκόσμια και οδεύει εκεί,
που τον οδηγεί η καρδιά του, η ψυχή του και όλο του το είναι. Εκεί, που
το Άγιο Πνεύμα, εν είδει λαμπρού φωτός, τον φωτίζει, στην πλήρη
αφιέρωσή του στον Χριστό, στον αγαπημένο του Ιησού, Τον οποίο από μικρός
λατρεύει και υπηρετεί, είτε στα εξωκλήσια του χωριού του, είτε κατά
μόνας.
Τα βήματά του τον οδηγούν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικήτα, στα
νότια της Κρήτης, κάπως κοντά στο χωριό του, αφού απέχει μόνο
δύο-δυόμισυ ώρες με τα πόδια.
Ο Κωνσταντίνος έγινε δεκτός από τον Ηγούμενο π. Ιερόθεο (Κωστομανωλάκη), στον οποίο έβαλε μετάνοια και άρχισε η δοκιμή του.
Στην
Μονή τότε υπήρχαν, εκτός του Ηγουμένου, και δύο υπερήλικες και τυφλοί
μοναχοί, τους οποίους ο Κωνσταντίνος φρόντιζε παντοιοτρόπως και
ποικιλοτρόπως, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αλλά, κυρίως και
πρωτίστως, λόγω της υπέρμετρου αγάπης που είχε.
Ως νέος, δόκιμος μοναχός, έκανε σχεδόν όλα τα διακονήματα της Μονής, ήταν πρόθυμος και φιλότιμος.
Μετά
την τριετή του δοκιμασία, το 1951 μ.Χ., εκάρη μοναχός, μετονομασθείς
Σωφρόνιος. Ως μοναχός, ο Σωφρόνιος έβαλε θεμέλιο της μοναχικής του ζωής
την ταπεινοφροσύνη, την υπακοή και την εργατικότητα. Επιδόθηκε σε νέους
αγώνες. Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύκτες παρέμενε άϋπνος και
προσευχόμενος. Αυτό το τυπικό το κράτησε μέχρι τέλους της ζωής του.
Καθημερινά
ο πατήρ Σωφρόνιος έδινε αγώνα σε όλα τα διακονήματα, σε όλες τις
εργασίες, στο ν’ ανοίξουν καλύτερους δρόμους για να διευκολυνθεί η
έλευση των προσκυνητών, στους κήπους, στο να καλλιεργούν τα κτήματα, στο
να φέρνουν νερό από μακριά, γιατί δεν επαρκούσε το υπάρχον.
Αυτά
έβλεπε ο διάβολος και εμηχανεύετο τρόπους για να ρίξει τον αγωνιστή.
Δεν αρκείτο μόνον στον πόλεμο των λογισμών, αφού μόνον με αυτούς δεν
μπορούσε να ανακόψει την αγωνιστικότητα του πατρός Σωφρονίου. Γι’ αυτό
του παρουσιαζόταν, και αισθητώς και οφθαλμοφανώς, και του μιλούσε.
Κάποια μέρα, μάλιστα, καθώς ο ίδιος ο Όσιος μας έλεγε, ο διάβολος
εμφανίσθηκε μπροστά του και του είπε: «Εγώ είμαι άγγελος και πέσε κάτω
να με προσκύνησης». Όταν, όμως, εκείνος τα έλεγε αυτά, ο πατήρ Σωφρόνιος
πρόσεξε ότι του έλειπε ένα δόντι και του λέει γελώντας και
κοροϊδευτικά: «Δεν είσαι άγγελος, δεν είσαι άγγελος, γιατί σου λείπει
ένα δόντι!». Τότε ο διάβολος γυρίζει εξαγριωμένος και του δίνει ένα
δυνατό χαστούκι και αμέσως εξαφανίζεται από μπροστά του.
Κάποια
άλλη μέρα, ο πατήρ Σωφρόνιος κατέβηκε κοντά στην θάλασσα, όπως ο ίδιος
έλεγε, και άκουσε μέσα από την θάλασσα την Παναγία μας να του μιλάει και
να του λέει, με την γλυκιά φωνή της: «Παιδί μου, μη φοβάσαι κι εγώ δεν
θα σε αφήσω να χαθείς». Σε ερώτηση, πως κατάλαβε ότι ήταν η Παναγία μας,
απάντησε πολύ φυσικά: «Ε, την Παναγία μας δεν γνωρίζω;».
Και άλλοτε πάλι, έλεγε ότι η Παναγία μας τον αγκάλιασε. «Η Παναγία μου έκανε μια αγκαλιά», μας έλεγε.
Είδε την Αγία Μαρίνα
Ο
Όσιος, επεδίωκε να μην ξενυχτάει ποτέ έξω από το μοναστήρι. Όταν,
κάποια φορά, αυτό στάθηκε αδύνατο και αναγκάσθηκε να παραμείνει στο
πατρικό του σπίτι, είδε στο εικονοστάσι να βγαίνει η Αγία Μαρίνα από την
εικόνα της, κρατώντας τον πειρασμό από τα κέρατα και δείχνοντάς του
τον, του είπε: «Αυτός σας βάζει τους λογισμούς, να μην τον ακούτε και να
νυστάζετε στις Ακολουθίες».
Στρατιωτική θητεία
Ο
πατήρ Σωφρόνιος, όταν έφθασε την ηλικία των εικοσιτριών ετών, έπρεπε να
πάει στρατιώτης, διότι τότε οι μοναχοί δεν απαλλάσσονταν των
στρατιωτικών τους υποχρεώσεων.
Η Μονή τον ετοίμασε σχετικά, τον κούρεψε, του έκοψε δηλαδή τα μαλλιά και τα γένια, και του τα φύλαξε, γιατί έτσι γινόταν τότε.
Παρουσιάσθηκε
στο Μεγάλο Πεύκο, στις 24 Ιανουαρίου του 1954 μ.Χ. Υπηρέτησε στο
Μηχανικό και ήταν βοηθός μαγείρου. Κατόπιν, πήρε μετάθεση για την
Θεσσαλονίκη.
Στον στρατό ο Γέροντας ήταν υπόδειγμα υπακοής και
εργατικότατος, γι’ αυτό τον αγαπούσαν όλοι, από τον Διοικητή έως τον πιο
απλό στρατιώτη. Ποτέ δεν θεώρησε αγγαρεία οποιαδήποτε εργασία του
ανέθεταν, αλλά την έκανε με αγάπη, σωστά και καλά. Ο αξιωματικός
υπηρεσίας τον σταματούσε πολλές φορές με το ζόρι, για να ξεκουρασθεί.
Το
ήθος και ο ακέραιος χαρακτήρας του πατρός Σωφρονίου έκανε ακόμη και τα
πειραχτήρια του στρατού να αργούν, παρ’ όλο που ξέρανε ότι είναι
καλόγερος.
Τις νηστείες τις κρατούσε όλες: Πάσχα, Χριστούγεννα,
15 Αυγούστου, Αγίων Αποστόλων και, φυσικά, Δευτέρα, Τετάρτη και
Παρασκευή. Πώς τα κατάφερνε; Ένας συνάδελφός του, μάγειρας, έλεγε
σχετικά: «Μέχρι και ελιές, ψωμί και κρεμμύδι έτρωγε μόνον, αρκεί να μη
χαλούσε τις διατεταγμένες νηστείες της Εκκλησίας μας».
Κάθε
ημέρα, ο Διοικητής του επέτρεπε να αποσύρεται για λίγο να προσεύχεται,
πέραν της γενικής Προσευχής, επειδή γνώριζε ότι ήταν καλόγερος. Τις
Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές του έδινε άδεια να πηγαίνει στον Ιερό
Ναό του Αγίου Ελευθερίου Θεσσαλονίκης, να εκκλησιάζεται και να ψέλνει.
Το
επίδομα των στρατιωτών, τότε, ήταν 53 δραχμές τον μήνα. Φυσικά, του
Οσίου αυτό το ελάχιστο ποσό όχι μόνο του έφθανε, αλλά με αυτό έκανε
ελεημοσύνες, «δάνειζε» τους συναδέλφους του, έδινε σ’ όποιον του
ζητούσε.
Στον στρατό ο πατήρ Σωφρόνιος αρρώστησε βαριά. Έκανε
υψηλό πυρετό 40°-41°, που δεν έπεφτε. Η κατάσταση του ήταν απελπιστική.
Τότε του έκαναν έφοδο χιλιάδες δαίμονες, για να τον τρομάξουν και να τον
τρομοκρατήσουν. Όμως, μόνο μέχρι γύρω-γύρω στο κρεββάτι μπορούσαν να
φθάσουν. «Αγγίζανε το κρεββάτι», όπως έλεγε ο ίδιος, «αλλά επάνω δεν
μπορούσαν να ανέβουν. Γύρω-γύρω μόνο».
Οι γιατροί δεν μπορούσαν
να βρουν την αιτία. Νοσηλεύθηκε στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο
Θεσσαλονίκης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η
κατάσταση του, αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε. Τον έφεραν στην Αθήνα
και νοσηλεύθηκε σε διάφορα νοσοκομεία. Τελικά, βρέθηκε ότι πάσχει από
την νόσο του Χάνσεν, την γνωστή λέπρα, και μεταφέρθηκε στον Αντιλεπρικό
Σταθμό Αθηνών.
Ο πατήρ Ευάγγελος Παπανικολάου, ο και ιατρός, θυμάται που του έλεγε ο Όσιος μας:
«Με
παίρνουν φαντάρο και με στέλνουν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί αρρώστησα κι
άλλο. Με πάνε στον στρατιωτικό γιατρό, μου λέει: "Έχεις αφροδίσια". "Τί
έχω;". "Αφροδίσια, τα κόλλησες από γυναίκα". Γελώ, Βαγγέλη μου, γελώ.
"Γιατρέ μου, άλλο πράγμα έχω", του λέω. "Δεν έχω αφροδίσια". Ακούς,
Βαγγέλη, αφροδίσια», και γέλαγε, γέλαγε. «Και τι έγινε, Γέροντα;»,
ρώτησα. «Είμαι στο λεωφορείο και έλεγα: "Παναγία μου, Καλυβιανή, τι
αρρώστια έχω εγώ;". Με πλησιάζει ένας άνθρωπος και μου λέει: "Πάτερ, να
σου πω, είσαι άρρωστος από λέπρα, να πας στο νοσοκομείο, στην Αθήνα.
Είμαι κι εγώ άρρωστος απ’ αυτό. Να πας στο νοσοκομείο στην Αγία
Βαρβάρα"». Πήγε ο Όσιος Ευμένιος στο νοσοκομείο, τον είδαν και του
άρχισαν την θεραπεία. Εκεί συνάντησε τον Όσιο Νικηφόρο (βλέπε 4 Ιανουαρίου), που ευωδιάζουν τα λείψανά του».
Και ο Μόρφου Νεόφυτος μας έλεγε:
«Υπήρχε
τότε ένας νόμος, που έλεγε ότι έπρεπε οι καλόγεροι, όταν ήταν σε
νεανική ηλικία, να πάνε στρατιωτικό. Και τον ξύρισαν. Φανταστείτε τώρα,
τον κούρεψαν. Κι αυτός πήγε. Πήγε στον στρατό, στην Θεσσαλονίκη, κι
εκεί, για πρώτη φορά, φάνηκε το πρόβλημα της ασθένειας του Χάνσεν, της
λέπρας.
«Και ήμουν», λέει, «ξαπλωμένος σ’ ένα κρεββάτι και είχα
πάρα πολύ πυρετό. Κι εκείνη την ώρα μου είπαν: «Άκουσε, πάτερ Σωφρόνιε,
είσαι άρρωστος, πολύ βαριά άρρωστος, και δεν μπορείς πια να επιστρέψεις
στο μοναστήρι σου. Αν πας, θα πρέπει να πας για λίγο και μετά θα πρέπει
να σε πάνε στο Νοσοκομείο».
Όταν έμαθε ότι έπασχε από λέπρα,
έλεγε: «Χάρηκα πάρα πολύ». «Χάρηκες;», του λέω. «Ναι, με γέμισε απέραντη
χαρά. Όσο πιο μεγάλη ασθένεια, τόσο πιο μεγάλος σταυρός, τόσο πιο
μεγάλη Ανάσταση. Και είπα: Πώ, πώ, πώ, μεγάλο δώρο μου έδωσες, Θεέ μου.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μου έδωσες μεγάλο σταυρό. Θα έχω μαζί Σου
μεγαλύτερη συμμετοχή στα πάθη Σου, αλλά και μεγαλύτερη συμμετοχή στην
Ανάσταση Σου". Άκου ο άνθρωπος! Και ήταν μόλις 20 χρόνων».
Αδιάλειπτος αγώνας
Στον
αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, ο Όσιος νοσηλεύτηκε επιτυχώς και θεραπεύτηκε
τελείως. Η ασθένεια δεν του άφησε καμία παραμόρφωση, ούτε το παραμικρό
σημάδι.
Μετά την θεραπεία του από αυτή τη σοβαρή ασθένεια,
παρέμεινε μέσα στον Αντιλεπρικό Σταθμό, από αγάπη για τους πάσχοντας
αδελφούς του. Η Διεύθυνση του Σταθμού, επειδή ήταν μοναχός, του
παρεχώρησε ατομικό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Στο
κελλάκι αυτό ο Όσιος πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Εκεί ξανάρχισε τους πνευματικούς αγώνες, που είχε στερηθεί λόγω του στρατού και της ασθενείας του.
Καθημερινές
ασχολίες του πατρός Σωφρονίου ήταν η φροντίδα για την ευπρέπεια του
Ναού, στον οποίο ανέλαβε και καθήκοντα ιεροψάλτου, και η περιποίηση
ασθενών, που ήταν παράλυτοι και δεν είχαν κανένα να τους φροντίσει.
Ακόμη, έφτιαχνε λιβάνι και το μοίραζε σε μοναστήρια και ναούς, και γέμισε τους θαλάμους με ιερές εικόνες και πνευματικά βιβλία.
Τα καλοκαίρια πήγαινε για μήνες στο Άγιο Όρος, στο οποίο αναπαυόταν πολύ.
Πήγαινε
επίσης στην Κρήτη, στην Μονή της μετανοίας του και στην Ιερά Μονή
Καλυβιανής, όπου συνδέθηκε με τον ιδρυτή της Μητροπολίτη Τιμόθεο,
μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κρήτης.
Όταν έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου, του έστειλε ο Άγιος Άνθιμος (βλέπε 15 Φεβρουαρίου)
τον Οσιότατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό και παράλυτο. Ο πατήρ Σωφρόνιος τον
υπηρέτησε με όλη του την ψυχή και καρδιά και τον είχε πνευματικό πατέρα
και οδηγό.
Ο αντίδικος, όμως, διάβολος φθόνησε την καλή πολιτεία
του αγωνιστού Σωφρονίου και τον πολέμησε με σφοδρότητα και τον
ταλαιπώρησε πολύ. Τον απάλλαξε διά παντός απ’ αυτόν η Χάρις του Θεού και
της Κυρίας Θεοτόκου.
Το 1975 μ.Χ., σε ηλικία σαραντατεσσάρων
ετών, ο μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και πήρε το όνομα
Ευμένιος. Ο Όσιος Ευμένιος συνέχισε τη ζωή του στο Λοιμωδών ως Ιερέας,
διακρίθηκε δε και ως άριστος πνευματικός.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ρωσία, πήγε Προσκυνηματικό ταξίδι στη Μόσχα, στην Πετρούπολη και στο Κίεβο.
Με
την επιστροφή από εκεί, άρχισαν τα άλλα μεγάλα προβλήματα υγείας:
σάκχαρο, ανεπάρκεια νεφρών, προβλήματα οράσεως και τα πόδια του, που
έλεγαν οι γιατροί να του τα κόψουν. Έμπαινε και έβγαινε συνεχώς σε
νοσοκομεία.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, έκανε ακόμη μερικά ταξίδια και
συνέχιζε τα ιερατικά του καθήκοντα εις το ακέραιον: Ιερές Ακολουθίες και
ατελείωτες επισκέψεις σε σπίτια πνευματικών του παιδιών για αγιασμούς,
ευχέλαια και εξορκισμούς.
Αυτό κράτησε πάνω από οκτώ-δέκα χρόνια,
οπότε μπήκε για τελευταία φορά στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου, στις
23 Μαΐου 1999 μ.Χ., απεδήμησε εις Κύριον σε ηλικία εξηνταοκτώ ετών.
Ακολουθούν κάποιες μαρτυρίες από τις τελευταίες εκείνες ώρες.
Στην ημέρα της εορτής τους....
Τον
Όσιος Ευμένιο, κάλεσε ο Κύριός μας κοντά του στις 23 Μαΐου του έτους
1999 μ.Χ., ημέρα Κυριακή, στην μνήμη των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, της
εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, γύρω στις τέσσερεις το απόγευμα, ενώ
βρισκόταν στο θεραπευτήριο Ευαγγελισμός.
Ας σημειωθεί, ότι ο
Πατήρ Ευμένιος ανήκε στην Μητρόπολη Νικαίας και είναι άξιον θαυμασμού το
ότι εφάνη ωσάν να ήλθαν οι Άγιοι προστάτες της μητροπολιτικής του
περιφέρειας να παραλάβουν το εκλεκτό και υπερευλογημένο τέκνο τους, την
ημέρα της εορτής τους.
Η εξόδιος Ακολουθία εψάλη εις τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, τον οποίο διακόνησε η αγιότητά του με περίσσια αυταπάρνηση.
Ο ενταφιασμός του έγινε την επομένη ημέρα στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, το χωριό Εθιά, του νομού Ηρακλείου.
Αποχαιρετισμός
«Δεν
μπορώ να περιγράψω την θλίψη, που είχε στο πρόσωπό του, όταν για
τελευταία φορά κλείδωνε την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, των γλυκύτατων
και αγαπημένων του Αγίων, όπως συνήθιζε να λέει, και αποχαιρετούσε το
άγιο κελλί του. Και τις τελευταίες ευχές για το Ίδρυμα: «Την ευχή μου να
έχετε όλοι, την ευχή μου να έχετε όλοι», επαναλάμβανε, ενώ τον έπνιγε
ένα βουβό κλάμα, καθώς περνούσαμε για τελευταία φορά τους δρόμους της
αγαπημένης του Αθήνας.
Ευλογούσε συνέχεια και έλεγε: "Ωραία που
είναι η Αθήνα! Ωραία Αθήνα, ευλογημένη Αθήνα! Τίποτε άλλο δεν υπάρχει
πιο ωραίο από την Αθήνα". Ευλογούσε τους δρόμους, την Ομόνοια, την
Αγορά, την Μητρόπολη, την Βουλή των Ελλήνων, τους πάντες και τα πάντα.
Ανεξίτηλα
έχουν μείνει στην μνήμη μου τα λόγια, που είπε την Πέμπτη 29 Απριλίου
του 1999 μ.Χ., τα μεσάνυκτα: "Σήμερα ήθελαν πάλι να μου κάνουν
αιμοκάθαρση δύο ώρες. Με τρύπησαν επτά-οκτώ φορές. Με τρύπαγαν αυτές, με
τρύπαγαν σαν τον Δεσπότη Χριστό. Μαρτύρησα, μαρτύρησα σαν τον Δεσπότη
Χριστό. Γιατί το κάνουν αυτές αυτό"; "Γέροντα", του απαντώ, "δεν θα
ήξεραν οι νοσοκόμες". "Θέλετε να αλλάξουμε γιατρούς και νοσοκομείο", του
πρότεινα. "Μπά, δεν χρειάζεται", μου απαντάει. "Μου αρέσει πολύ ο
Ευαγγελισμός....".».
Ο τελευταίος Εσπερινός
«Για τελευταία φορά ο Γέροντας εισήχθη στον Ευαγγελισμό στις 17 Δεκεμβρίου του 1997 μ.Χ. (εορτή του Αγίου Διονυσίου).
1η Μαΐου του 1999 μ.Χ. Δεν αισθάνεται καθόλου καλά.
2α
Μαΐου. Τον θυμάμαι το βράδυ εκείνο της Κυριακής, με το ραδιοφωνάκι στα
χέρια, να παρακολουθεί τον Εσπερινό του Αγίου Πέτρου, πολιούχου Άργους.
Ήταν ο τελευταίος Εσπερινός, που άκουγε.
3η Μαΐου, 4η Μαΐου, ο
Γέροντας χειροτέρευε. Από τους γιατρούς καμία βοήθεια. Έλεγε συνέχεια:
"Ελάτε, πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω....".
5η Μαΐου έως 23η Μαΐου, πονούσε φοβερά όλες αυτές τις ημέρες.
Στις 23 Μαΐου του 1999 μ.Χ., την Κυριακή των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων, στις 4:10 μ.μ., εκοιμήθη».
Μετά
την κοίμησή του επιτελεί πολλά και μεγάλα θαύματα, όπως το ομολογούν
άνθρωποι που ευεργετήθηκαν. Ο βίος του υπήρξε αρετή και η αρετή βίος.
Η αγιοκατάταξη
Η
διαδικασία για την αγιοκατάταξη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ευμενίου
του νέου (Σαριδάκη), ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2021 μ.Χ., όταν η Ι.
Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης αποδέχθηκε το αίτημα του
Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας Μακαρίου, για την εγγραφή στο
Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Αρχιμανδρίτου Ευμενίου Σαριδάκη,
με καταγωγή από την Εθιά και το προώθησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για
τις περαιτέρω Εκκλησιαστικές ενέργειες. Στις 14 Απριλίου 2022 μ.Χ. το
Οικουμενικό Πατριαρχείο έκανε δεκτό το αίτημα:
«Συνῆλθε σήμερον,
14ην τ.μ. Ἀπριλίου 2022, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν
συνεδρίαν τοῦ μηνός Ἀπριλίου, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος,
καθ᾿ ἥν:
α) εἰσηγήσει τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς, προέβη ὁμοφώνως
εἰς τήν ἀναγραφήν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς κατ᾿ Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Εὐμενίου τοῦ νέου
(Σαριδάκη),
β) ἐθεωρήθησαν ἅπαντα τά ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένα θέματα, ἐφ᾿ ὧν καί ἐλήφθησαν αἱ προσήκουσαι ἀποφάσεις.
Ἐν
τέλει, ἐπί ταῖς ἐγγιζούσαις ἁγίαις ἡμέραις τῶν Παθῶν καί τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Κυρίου, ἀντηλλάγησαν μεταξύ τῆς Α. Θ. Παναγιότητος καί τοῦ Σεβ.
Μητροπολίτου Γέροντος Πριγκηποννήσων κ. Δημητρίου, ἐκ μέρους τῶν μελῶν
τοῦ ἱεροῦ Σώματος, αἱ προσήκουσαι τῇ περιστάσει εὐχαί.
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας
τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Παρακλήτορα
θεῖον τῶν ἐν τοῖς κλύδωσι, τὸν ἀρωγὸν ἐν ἀνάγκαις καὶ ποδηγὸν ἀπλανῆ
πρὸς εὐσέβειαν λαοῦ ἐγκωμιάσωμεν ὕμνοις, Εὐμένιον, παθῶν ὡς ὁμόζηλον
Ἰώβ, πνευμάτων κακῶν διώκτην καὶ εὐμενέστατον πρέσβυν ἡμῶν πρὸς Κύριον
τὸν εὔσπλαγχνον.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν
ἀνεξίκακον, ἡσύχιον, ἐχέφρονα, ἁπλοῦν τε πρᾶον, ταπεινὸν καὶ
εὐσυμπάθητον, εὐλαβῆ ἱερομόναχον μελιῤῥύτοις ἀνυμνήσωμεν ᾠδαῖς, ὡς
ἀπλανέστατον κατευθύντορα πιστῶν πρὸς βίον κρείττονα, πόθῳ κράζοντες·
Χαίροις, μάκαρ Εὐμένιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις,
ὁ ἐκλάμψας ἀρτιφανῶς ἀρωγῇ πρὸς πέλας, ἐν τοῖς πόνοις ὑπομονῇ, ἄκρᾳ
ταπεινώσει καὶ ἀρετῇ, ἐχέφρον Εὐμένιε, πατέρων νέων ὑπόδειγμα.
Ὁ Οἶκος
Ἄνθρωπος
οὐρανόφρων καὶ ἰσάγγελος ὤφθης, Εὐμένιε, ἀρτίως ἐν κόσμῳ, Λοιμωδῶν
Νόσων στῦλε λαμπρὲ τοῦ Νοσοκομείου καὶ πιστῶν ἄριστε ἰθύντορ πρὸς
τελείωσιν· διὸ σοὶ ἐκβοῶμεν ταῦτα·
Χαῖρε, τῆς Κρήτης ὁ θεῖος γόνος·
χαῖρε, ἀγάπης ἀστράπτων λύχνος.
Χαῖρε, Νικηφόρου ἀγώνων ὁμόζηλε·
χαῖρε, φιλαρέτου βιώσεως πρόμαχε.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον θεοσδότων δωρεῶν·
χαῖρε, ῥόδον εὐωδέστατον συμπαθείας τῶν λεπρῶν.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὸν λαὸν ὁ εὐφράνας·
χαῖρε, τῶν χριστωνύμων τὴν πληθὺν ὁ στηρίξας.
Χαῖρε, ἠθῶν ἀμέμπτων κειμήλιον·
χαῖρε, σεπτὸν τῆς χάριτος ἔσοπτρον.
Χαῖρε, πιστῶν ἀπλανὴς ποδηγέτης·
χαῖρε, ἡμῶν πρὸς τὸν Κτίστην μεσίτης·
Χαίροις, μάκαρ Εὐμένιε.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Ὡς
ἄστρον νεαυγὲς ἐν Ἀθήναις ἐκλάμψας ἐλάμπρυνας βολαῖς, πάτερ, νουθεσιῶν
σου καὶ σοῦ παραδείγματος ἀστραπαῖς, χαριτόβρυτε, τοὺς προστρέχοντας σῇ
θείᾳ ποδηγεσίᾳ καὶ χρηστότητι σῶν τρόπων, πνευματοφόρε, τρισμάκαρ
Εὐμένιε.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β΄. Στιχολογίαν
Τῆς
Κρήτης ἐκβλάστημα καὶ μοναστὰ ἱερὲ Νικήτα τοῦ μάρτυρος τῆς σπηλαιώδους
Μονῆς, θεόφρον Εὐμένιε, ἔλαμψας ἰωβείου ὥσπερ πάμφωτος στῦλος ὑπομονῆς
καὶ βέλη πλάνου πεπυρωμένα συνέτριψας τῇ σῇ ἀγωγῇ καὶ ταπεινότητι.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον.
Ἐξευμενίζοντα
ἡμῖν τὸν Κύριον αὐτοῦ δεήσεσι λαμπρῶς ὑμνήσωμεν Νοσοκομείου Λοιμωδῶν ὡς
Νόσων, τοῦ ἐν Ἀθήναις, οἰκιστὴν καὶ ἔφορον καὶ πιστῶν ἀντιλήπτορα
τρυχομένων πάντοτε ἐν τοῦ βίου τοῖς κλύδωσι βοῶντες ἐν ψυχῆς κατανύξει·
Χαίροις, Εὐμένιε τρισμάκαρ.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Τὸν
κενώσαντα ἐν τῇ ἀγάπῃ πρὸς τοὺς κάμνοντας καὶ τρυχομένους ἑαυτὸν ὡς τῆς
ἀγάπης ἑπόμενον τοῦ ἑαυτὸν ἐπί Ξύλου κενώσαντα Λόγου Θεοῦ, εὐφημήσωμεν
κράζοντες· Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν ἀκλινῶς, Εὐμένιε, δυσώπει πέμψαι πᾶσι
θεῖον ἔλεος.
Ὁ Ἅγιος Σαλωνᾶς ὁ Μάρτυρας ὁ Ρωμαῖος
Σπονδάς απειθών προσφέρειν ειδωλίοις,
Tέμνη Σαλωνά, και Θεώ σπονδή γίνη.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαλωνᾶς τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σέλευκος ὁ Μάρτυρας
Φέρει Σέλευκος αστενακτί την πρίσιν,
Kαι τον πολυστένακτον εκλείπει βίον.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σέλευκος τελειώθηκε διὰ πριονισμοῦ.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰθακησίου
Ο Όσιος Ιωακείμ εκοιμήθη στις 2 Μαρτίου 1868 μ.Χ. και ετάφη πίσω από τον Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας, στον Σταυρό Ιθάκης. Η ανακομιδή των λειψάνων του πραγματοποιήθηκε στις 10 (23 με το Νέο Ημερολολόγιο) Μαίου 1992 μ.Χ. και η αγιότητά του διακηρύχθηκε επίσημα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1998 μ.Χ.
Περισσότερα για τον Όσιο Ιωακείμ μπορείτε να διαβάσατε στις 2 Μαρτίου.
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη τοῦ Πολώκ
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη, κατὰ κόσμον Πρεντισλάβα, γεννήθηκε περὶ τὸ 1105 στὴ Ρωσία. Ἦταν θυγατέρα τοῦ πρίγκιπος τοῦ Πολὼκ Σβιατοσλάβου Γεωργίου Βσελόντοβιτς, ἀνιψιὰ τοῦ βασιλικοῦ πρίγκιπος Βσέσλαν Μπραγιασλάβιτς καὶ ἐξαδέλφη τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Ἐμμανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.
Ζοῦσε μὲ τὸν πατέρα της στὴν αὐλὴ τοῦ πατρογονικοῦ της θείου Μπόρις Βσεσλάβιτς, στὸ Πολώκ. Ἤδη ἀπὸ νηπιακὴ ἡλικία ἡ Πρεντισλάβα ἄκουσε τὴν κλήση τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε στὴν ἡλικία ποὺ οἱ πριγκίπισσες συνήθιζαν νὰ παντρεύονται (12 χρονῶν), ἄρχισε νὰ ἀρνεῖται ὅλους ὅσοι τῆς προτείνονταν καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει σ’ ἕνα μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ἡ θεία της, μέχρι νὰ πάρει τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ μείνει στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.
Ἐπειδὴ ἦταν πολύ μορφωμένη, ἀφιερώθηκε στὴν ἀντιγραφὴ βιβλίων καὶ μὲ τὰ ἔσοδα βοηθοῦσε τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες καὶ τοὺς φτωχούς. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἠλίας τῆς ἐμπιστεύθηκε τὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος μαζὶ μὲ τὴν γειτονικὴ περιοχὴ, γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Σέλκο. Στὴν πράξη τῆς παραδόσεως ἦταν ἐπίσης παρὼν καὶ ὁ Μπόρις, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ πατέρα της, ποὺ πέθανε τὸ 1128.
Ἀμέσως ὁ Ὁσία ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση γυναικείας μονῆς στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ μονάσουν καὶ ἡ ἀδελφή της Γκορισλάβα ἢ Γκραντισλάβα, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα Εὐδοξία καὶ μία ἐξαδέλφη της. Ὁ παλαιὸς βιογράφος διέδωσε τὴν πνευματική της συνομιλία μαζί τους καὶ μαζὶ μὲ ἄλλες ποὺ εἶχαν τὴ μοναχικὴ κλήση. Ἀργότερα, ἔβαλε τὶς βάσεις γιὰ τὴν κατασκευὴ μιᾶς ἀνδρικῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὴ Θεοτόκο.
Τὴν ἴδια περίοδο, ὅμως, ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μία δραματικὴ στιγμὴ. Ἀφοῦ δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς Πολόφσκυ, φανατικοὺς ἐχθροὺς τῶν Ρώσων, ὁ μεγάλος πρίγκιπας Μστισλὰβ ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Πολώκ, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, προτιμοῦσαν νὰ ἀσκήσουν μία πολιτικὴ παρελκυστική. Ἀφοῦ βγῆκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν σύγκρουση, ὁ Μστισλάβ τιμώρησε τὴν οἰκογένεια τῆς Εὐφροσύνης ἐξορίζοντάς την στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1130. Μία ἀδελφή της, ὅμως, νυμφεύθηκε τὸν υἱὸ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἔτσι οἱ Ρῶσοι πρίγκιπες ἔγιναν δεκτοὶ μὲ εὔνοια στὴν πρωτεύουσα.
Καὶ γιὰ νὰ ἀντικρούσουν τὶς φῆμες περὶ ἀνανδρίας ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε ἀπὸ τὸν Μστισλάβ, συμμετεῖχαν μὲ ἀνδρεία σὲ ὁρισμένες μάχες κατὰ τῶν Ἀράβων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μστισλάβ, ὁ ἀδελφὸς τῆς Εὐφροσύνης Δαβὶδ καὶ ὁ πατέρας της Σβιατοσλάβος ἐπέστρεψαν στὸ Πολὼκ φέρνοντας μάλιστα καὶ δῶρα ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.
Ὁ πατέρας της, ἀπὸ τὴν πλευρά του, συνεισέφερε στὴν ὑλοποίηση τοῦ ὀνείρου του, νὰ μεταμορφώσει τὴν ξύλινη ἐκκλησία ποὺ ἡ Εὐφροσύνη εἶχε κτίσει γιὰ τὸ μοναστήρι της σὲ πέτρινη. Ὁ ναὸς ὀνομάστηκε Σπασγιούρεβιτς Μστισλὰβ καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Σωτήρα Χριστό. Οἱ ἐργασίες, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ ἀρχιτέκτονα Ἰβάν, ὁλοκληρώθηκαν τὸ 1160, ἔτος τὸ ὁποῖο ἀφιερώθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ τοποθετήθηκε σκόπιμα ἐκεῖ δήλωνε μὲ ἀρκετὰ λεπτομερειακὸ τρόπο τὰ ἔξοδα ποὺ χρειάστηκαν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο καθαγιάσθηκαν ἕνας Σταυρὸς μὲ ἕξι πλευρὲς, ἔργο τοῦ δασκάλου Λάζαρου Μπογκός.
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἔφερε πάντα μαζί της αὐτὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ περιεῖχε λείψανα Ἑλλήνων Ἁγίων, ὅπως ἐπίσης καὶ μία εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀποδιδόταν στὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ποὺ ἦταν μέρος τῶν δώρων τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀργότερα ἐμπιστεύθηκε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς μονῆς στὴν ἀδελφή της Γκορισλάβα, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό της ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους, διερχόμενη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Στὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπισκέφθηκε τὸ Ρωσικὸ μοναστήρι τῆς Θεοτόκου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸν Πανάγιο Τάφο, γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ ἐκπληρώσει τὸ τάμα της. Εἶχε σκοπὸ νὰ πάει στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἀλλὰ οἱ δυνάμεις της τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ εἴκοσι τέσσερις ἡμέρες ἔπρεπε νὰ παραμείνει κλινήρης στὸ Ρωσικὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 1173. Εἶχε ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐνταφιασθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ ὑπενθύμισαν ὅτι ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς μονῆς ἀπαγόρευε τὴν ταφὴ γυναικῶν στὴν ἐκκλησία τους. Γι’ αὐτὸ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου στὴ Ἱερουσαλὴμ.
Σύμφωνα μὲ μία παράδοση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὸ Πατερικὸν τοῦ Κιέβου, μὲ τὴν ἐπανάκτηση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Σαλαντὶν τὸ 1187, οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ μετέφεραν τὸ ἱερὸ λείψανό της στὸ Κίεβο, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, ὅπου ἀναπτύχθηκε μία τοπικὴ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπό της.
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. οἱ κάτοικοι τοῦ Πολὼκ ζήτησαν ἐπανειλημμένα τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων στὴν πόλη τους. Τὸ 1833, ὁ Γαβριὴλ, Ἐπίσκοπος τοῦ Βιτέμπσκ καὶ Μογκίλεβ, ἔκανε αἴτηση στὸν τσάρο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Κάτι ἄρχισε νὰ συζητεῖται περὶ τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ τὸ 1871, ὅταν ὁ Μητροπολίτης τοῦ Κιέβου Ἀρσένιος συναίνεσε στὴν ἐπιστροφὴ τμήματος τῶν ἱερῶν λειψάνων. Τὸ 1893, ὡστόσο, ὄχι μόνο ἡ αἴτηση ἀπορρίφθηκε, ἀλλὰ ἀπαγορεύθηκε ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιμονὴ στὸ ζήτημα, τὸ ὁποῖο φαινόταν νὰ ἔχει φθάσει σὲ μηδενικὸ σημεῖο. Ἀντίθετα τὸ ζήτημα τέθηκε ἐκ νέου στὴν πανρωσικὴ ἱεραποστολικὴ διάσκεψη τοῦ Κιέβου (12 – 26 Ἰουλίου 1908). Ὀρίσθηκε μία ἐπιτροπή, ἡ ὁποία στὶς 29 Μαΐου 1909, ἐξέφρασε ἄποψη ὑπὲρ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων.
Ἀφοῦ ἐλήφθη ἡ συγκατάθεση τόσο τῆς Ἁγίας Συνόδου, ὅσο καὶ τοῦ τσάρου Νικολάου Β’, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1910, τὰ ἱερὰ λείψανα μὲ κάθε ἐπισημότητα μετεκομίσθηκαν στὸ Πολὼκ καὶ τὸ πρωὶ τῆς 23ης Μαΐου τοποθετήθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς Ἁγίας Εὐφροσύνης.
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τῶν Σοβιὲτ τὰ ἱερὰ λείψανα ἀπομακρύνθηκαν ἐκ νέου καὶ τοποθετήθηκαν ἀρχικὰ στὸ μουσεῖο τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκκενώσεως τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1941 οἱ πιστοὶ τὰ ἀνέσυραν καὶ τὰ τοποθέτησαν στὴν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου Προστάτιδος τοῦ Βιτέμπσκ.
Τελικὰ, στὶς 23 Ὀκτωβρίου 1943 ἐπιστράφηκαν στὸ μοναστήρι τοῦ Πολώκ. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ φυλασσόταν στὸ καθολικὸ τῆς ἀνδρικῆς μονῆς, εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ 1239 ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ τὴν πῆρε καὶ τὴν μετέφερε στὴν ἐκκλησία τοῦ Τοροπὲτς στὸ πριγκιπάτο τοῦ Πσκώφ. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος μὲ τὸ μοναστήρι της, ἀνάμεσα στὸ 1579 καὶ τὸ 1580, παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Στέφανο στοὺς Ἰησουΐτες. Ὅταν τὸ 1656 ἡ περιοχὴ τοῦ Πολὼκ ἀνακαταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους, ὁ ναὸς παραδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους. Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἐπεστράφη στοὺς Ἰησουΐτες, μέχρι ποὺ τὸ 1835, μὲ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ἰησουϊτῶν ἀπὸ τὴν Ρωσία, ὁ τσάρος Νικόλαος Α’ τὸν παρέδωσε ὁριστικὰ στοὺς Ὀρθοδόξους. Πέντε χρόνια μετὰ ὁ ναὸς ξαναπῆρε ζωὴ μὲ μία γυναικεία μοναστικὴ κοινότητα.
Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Λεοντίου Ἐπισκόπου Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κιέβου. Σπούδασε στὴ Ρωσία καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μετὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ Πετσέρσκϊυ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ροστὼβ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἀρχιερατικὴ διακονία του μὲ ἔνθεο ζῆλο.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1073.
Σύναξις πάντων τῶν ἐν Ροστὼβ – Γιαροσλὰβλ διαλαμψάντων Ἁγίων
Ἡ ἑορτὴ ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Ροστὼβ – Γιαροσλὰβλ τῆς Ρωσίας καθιερώθηκε τὸ 1964, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἀλεξίου Β’ καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποίοι μνημονεύονται εἶναι:
ὁ Ἱερομάρτυς Λεόντιος, Ἐπίσκοπος τοῦ Ροστώβ, οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Δανιὴλ Γκρεχοζαρούσκϊυ καὶ τριάντα μοναχοὶ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν διακόσιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ἡ Ἁγία Ἀναστασία τοῦ Οὔγλιχ καὶ οἱ μαζὶ μὲ αὐτὴν τριάντα πέντε μοναχὲς Μάρτυρες, οἱ Ὁσιομάρτυρες Ἀντωνίνος Ποκρόφσκϊυ, Γεράσιμος, Εὐθύμιος,
Βαρσανούφιος, Μακάριος, Ματθαῖος, Βασσιανός, Γουρίας, Ἰωήλ, Ἱλαρίων, Ἰωήλ, Ἀκάκιος, Ὀνούφριος, Ἰωσήφ, Γερόντιος, Λεόντιος, Τύχων, Φιλάρετος, Γελάσιος, Ἰωσήφ, Βασσιανός,
Χριστόφορος, Σεραφείμ, Γερμανός, Μάρκελλος, Νικήτας, Ἀρσένιος, Θεοδόσιος, Ἰωνᾶς, Ἰούδας, Συμεών, Μιχαήλ, Ἰωάννης, Μακάριος, Μάμων, Γρηγόριος, Νικηφόρος, Ἱλαρίων,
Ἀθανάσιος, Πολύευκτος, Κοσμᾶς καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χίλιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τῆς Μανγκαζίας, οἱ Ἐπίσκοποι Θεόδωρος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἡσαΐας τοῦ Ροστώβ,
Συμεών τοῦ Ροστώβ, Λουκᾶς τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἰγνάτιος τοῦ Ροστώβ, Πρόχορος τοῦ Ροστώβ, Ἀντώνιος τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Β’ τοῦ Ροστώβ, Ἰακὼβ τοῦ Ροστώβ,
Θεόδωρος Β’ τοῦ Ροστώβ, Στέφανος τῆς Πέρμ, Γρηγόριος ὁ Σοφὸς τοῦ Ροστώβ, Διονύσιος τοῦ Ροστώβ, Ἐφραὶμ τοῦ Ροστώβ, Τρύφων τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Α’ τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Β’
τοῦ Ροστώβ, Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ καὶ Δημήτριος τοῦ Ροστώβ. Οἱ μοναχοὶ Ἀβραὰμ τοῦ Ροστώβ, Νικήτας ὁ Στυλίτης τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἀβραὰμ τοῦ Περεγιασλάβλ, Πέτρος
Ὀρντύνσκϊυ, Συλβέστρος τῆς Ὀμπνόρα, Σέργιος τοῦ Ραντονέζ, Κύριλλος καὶ Μαρία τοῦ Ραντονέζ, Στέφανος τῆς Μόσχας, Ὀνήσιμος ὁ Φύλακας καὶ Ἐλισαῖος, διάκονος τοῦ Ραντονέζ,
Θεόδωρος καὶ Παῦλος τοῦ Ροστώβ, Ἐπιφάνιος ὁ Σοφός, Βαρλαὰμ Οὐλέγμνσκϊυ, Σεβαστιανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ, Ἀδριανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βογολέπιος τοῦ Οὔγκλιχ,
Κασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Ἰγνάτιος Πριλούσκϊυ, Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ, Λεωνίδας τῆς Ποσεσόνε, Κυπριανὸς Τρόπσκϊυ, Γεράσιμος Μπολντίνσκϊυ, Γεννάδιος τῆς
Κοστρόμα καὶ τοῦ Λγιουμπιμογκράντ, Ἰγνάτιος τῆς Λόμα, Ἰσαὰκ τῆς Λόμα, Εἰρήναρχος ὁ Ἐρημίτης τοῦ Ροστώβ, Δωρόθεος Γιούγκσκϊυ, Νικόδημος Κοζεοζέρσκϊυ, Διονύσιος τοῦ
Περεγιασλάβλ, Ἰωακείμ τῆς Σαρτόμα, Κορνήλιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Κύριλλος Μπορισσογκλέμπσκϊυ, Ποιμὴν τοῦ Ροστώβ. Οἱ εὐσεβεῖς πρίγκιπες Βασίλειος τοῦ Ροστώβ, Βασίλειος καὶ
Κωνσταντίνος τοῦ Γιαροσλάβλ, Ἀλέξανδρος Νέφσκϊυ, Γκλὲμπ τοῦ Ροστώβ, Ρωμανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Θεόδωρος τοῦ Σμολένσκ, καὶ οἱ υἱοί του Δαβὶδ καὶ Κωνσταντίνος, Βασίλειος τοῦ
Γιαροσλάβλ, Ἀνδρέας τοῦ Σμολένσκ, Ἀνδρέας τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ καὶ τῆς
Μόσχας. Οἱ «δίκαιοι» Θέκλα, Ἰωάννης ὁ Νέος τοῦ Οὔγκλιχ, οἱ «διὰ Χριστὸν σαλοὶ» Ἰσίδωρος τοῦ Ροστώβ, Σέργιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωάννης ὁ Τριχωτὸς τοῦ Ροστώβ, Ἰωάννης τῆς
Μόσχας, Στέφανος τοῦ Ροστώβ, Ἠλίας τοῦ Ντανίλοβο, Ἀθανάσιος τοῦ Ροστώβ, Ὀνούφριος τοῦ Ρομανώφ.
Ὁ Προφήτης Μανὴν
Ὁ Ἅγιος Μανὴν ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὡς προφήτης καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας: «Ἦσαν δέ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρώδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος.
Λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεύμα τὸ Ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὅ πρσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν».
Ὁ Προφήτης Μανὴν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος
Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος ἔζησαν τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Ἐπιτάκιος θεωρεῖται ὡς ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τούι τῆς Ἰσπανικῆς Γαλικίας, ὁ δὲ Ἅγιος Βασίλειος ἀναφέρεται στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους ὡς δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπράγα τῆς Πορτογαλίας τὸ 60 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς ἦταν ἀδέλφια καὶ κατάγονταν ἀπὸ εὐγενὴ Ρωμαϊκὴ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία ζοῦσε στὴν πόλη Νάντη τῆς Γαλλίας. Ὁ Δονατιανὸς βαπτίσθηκε Χριστιανὸς καὶ κήρυττε μὲ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου. Ὅμως συνελήφθη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος Ρικτοβάρου, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Ὁ Μάρτυρας μὲ γενναιότητα ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό.
Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀδελφοῦ του παρακίνησε σὲ ὁμολογία πίστεως καὶ τὸν Ρογατιανὸ, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν πρόλαβε νὰ βαπτισθεῖ. Ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρά. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας οἱ δύο ἀδελφοὶ Μάρτυρες προσευχήθηκαν θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Κύριό μας. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἄρχισαν καὶ πάλι τὰ βασανιστήρια. Διαπέρασαν τὶς κεφαλές τους μὲ λόγχες καὶ τελικὰ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ὁ Ρογατιανὸς βαπτίσθηκε στὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου τους.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. οἱ Χριστιανοὶ ἀνήγειραν ναὸ στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν Μαρτύρων καὶ τὸ 1145 τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετεκομίσθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Νάντης.
Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ.
Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Φόρλι τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας καὶ ἦταν σθεναρὸς ἀντίπαλος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 406 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος Ἐπίσκοπος Λανγκρὲ Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Γένοβα τῆς Ἰταλίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ.
Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν πόλη Λανγκρὲ τῆς Γαλλίας καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 407 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς δέκα ἐννέα Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς μαρτύρησαν μαζὶ μἐ ἄλλους δέκα ἐννέα Χριστιανοὺς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, στὴν Ἀφρικὴ, τὸ 430 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς.
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη 4ος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βαϋὲξ στὴ Νορμανδία τῆς Γαλλίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 469 μ.Χ.
Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος
Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς Βαλκαστορία, κοντὰ στὴ Νουρσία τῆς Ἰταλίας.
Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη τὸ 540 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἐγκωμίασε σὲ λόγους του τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ θαύματά τους.
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βιέννης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δεσιδέριος ἔζησε τὸν 6ο καὶ 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Ἀουτοὺν τῆς Γαλλίας. Σπούδασε στὴ Βιέννη, ὁπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος.
Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐργάσθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἔλεγξε τοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς γιὰ τὸν ἔκλυτο τρόπο τοῦ βίου καὶ τὴν ἀδικία τους. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν διέβαλαν στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο († 12 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος ὅμως ἀναγνώρισε τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος ἔλεγξε, ἐπίσης, καὶ τὸν βασιλέα Τιέρρυ τὸν Β’ τῆς Βουργουνδίας, τοῦ ὁποίου ὁ βίος ἦταν ἀνήθικος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξορίσθηκε. Ἐπέστρεψε στὴν Ἐπισκοπή του μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, ἀλλὰ δολοφονήθηκε τὸ 608 μ.Χ., μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλέως.
Ὁ Ὅσιος Συάγριος
Ὁ Ὅσιος Συάγριος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλλία. Ἔγινε μοναχὸς στὴ νῆσο τῶν Λερίνων καὶ ἀργότερα ἵδρυσε μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς Προβηγκίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 787 μ.Χ., στὴν πόλη Νίκαια τῆς Γαλλίας.
Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἦταν βασιλέας τῶν Γεωργιανῶν (1125) καὶ υἱὸς τοῦ βασιλέα Δαβίδ Β’ τοῦ Ἰσχυροῦ ἢ Ἐπανορθωτοῦ (1089 – 1124). Ἔζησε κατὰ τὸν 11ο καὶ 12ο αἰώνα μ.Χ. καί, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, ἔγινε μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμιανός.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1156.
Ὁ Ἅγιος Σίμων ὁ Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας
Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας, ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Γκαλίτς
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἔζησε τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἔφθασε στὴν πόλη Γκαλίτς τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὸ νότο περὶ τὸ 1385. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Γκαλὶτς καὶ ἀμέσως ἄρχισε τὸν σκληρὸ πνευματικὸ ἀγώνα.
Στὸ Βίο ἀναφέρεται ὅτι μία φορὰ ὁ Ὅσιος Παΐσιος βρισκόταν σὲ ἕνα κελλὶ μαζὶ μὲ τὸν ἐρημίτη Κασσιανό, τὸν ἐπονομαζόμενο «Ἕλληνα», στὸν ποταμὸ Οὔκμα καὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Ἀδριανὸ καὶ Γεράσιμο. Ἐνῶ ἔψελναν τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ξαφνικὰ ἐπάνω σὲ ὁλόκληρο τὸ μοναστήρι ἐμφανίσθηκε ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ οἱ μοναχοὶ ἄκουσαν μία φωνὴ ποὺ τοὺς καλοῦσε νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ κελλί. Τρομαγμένοι, ἐξῆλθαν καὶ Ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἔδειξε ἕνα ὅραμα: τὴ Θεοτόκο, ποὺ καθόταν σὲ ἕναν θρόνο καὶ στὰ χέρια της κρατοῦσε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Βρέφος.
Οἱ μοναχοὶ ἔπεσαν στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος τοὺς εἶπε νὰ σηκωθοῦν καὶ τοὺς διαβίβασε τὴν ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου νὰ οἰκοδομήσουν σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Προστάτιδος Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ναὸς οἰκοδομήθηκε τὸ 1482 καὶ ὁ Ἀδριανὸς συμμετεῖχε στὴν κατασκευὴ τῆς πέτρινης ἐκκλησίας, ἐνῶ τὸ 1489 βοήθησε τὸν Ὅσιο Παΐσιο στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸν μικρὸ ποταμὸ Γκρέκοφ, στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ τοῦ Βόλγα, ποὺ ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Προστάτιδος Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς γῆς καὶ τῶν ἡγεμόνων τῆς περιοχῆς καὶ ἀντιστάθηκε στοὺς φεουδαρχικοὺς πολέμους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Μόσχα.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ βίο καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ὁ Ὅσιος προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἔτσι ἄρχισε νὰ ἐντείνει τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ νὰ προετοιμάζεται ἐσωτερικά, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Κύριο καὶ Θεό του. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1460 ἢ τὸ 1463 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Οὐσπένσκι.
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος τοῦ Γιαροσλὰβλ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα μ.Χ. Μόνασε στὴν μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τῆς ὁποίας διετέλεσε καὶ ἡγούμενος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1219.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ τὸ 1328 καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1336.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1384.
Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Ὑπῆρξαν πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Οὔγκλιχ, ἱδρυτὴ τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος στὸ Οὔρλικ καὶ τὰ ὀνόματά τους ἐμφανίζονται στὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ποὺ συντέθηκε κατὰ τὸν 16ο ἢ 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν διήγηση πληροφορούμεθα ὅτι ὁ Ὁσιος Ἀδριανὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους δέκα μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου καὶ ἀποθηκάριος τῆς μονῆς. Ἦταν πρωταγωνιστής, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Παΐσιο, σὲ μία θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὸ 1472.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου.
Ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὁ Βογολέπιος, πρὶν νὰ ἐγκαταβιώσει στὸ μοναστήρι, ἐργαζόταν σὲ ἕνα φοῦρνο καὶ συνέχισε αὐτὸ τὸ διακόνημα καὶ μέσα στὸ μοναστήρι.
Καὶ μὲ τὸν Ὅσιο Βογολέπιο συνδέεται, ἐπίσης, μία διήγηση γιὰ μιὰ θαυμαστὴ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας. Ἐνῶ ἀντλοῦσε νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βόλγα, εἶδε νὰ ἐπιπλέει στὰ ὕδατα τοῦ ποταμοῦ μία εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου λουσμένη σὲ οὐράνιο φῶς: ἦταν ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος. Ἀφήνοντας τὸ δοχεῖο στὸ νερὸ ὁ Ὅσιος Βογολέπιος ἔτρεξε βιαστικὰ στὸ μοναστήρι καὶ διηγήθηκε τὸ γεγονὸς στὸν Ὅσιο Παΐσιο. Ὁ Ἅγιος μοναχός, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀδριανό, τὸν Ὅσιο Βογολέπιο καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, ποὺ ὀνομαζόταν Βασσιανός, μετέφεραν μὲ εὐλάβεια τὴν εἰκόνα στὸ μοναστήρι.
Ὁ Ὅσιος Βογολέπιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Ἰωαννίκιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Ἰωαννίκιος τοῦ Ζαονικιέφ, ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν στὴν ἔρημο τοῦ Ζαονικιέφ, στὴν περιοχὴ τοῦ Βλαδιμίρ, κοντὰ στὴν πόλη Βολογκντά.
Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Δανιὴλ ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Δανιὴλ τοῦ Γκρεχοζαρούσκϊυ, μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα μοναχοὺς καὶ διακόσιους λαϊκοὺς τοῦ Οὔγκλιχ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ρωσοπολωνικοῦ πολέμου τὸ 1608.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Θαυματουργός ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ, ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἐξελέγη, ὅπως ἀναφέρεται σὲ χειρόγραφο τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ., Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Περεγιασλάβλ. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «Θαυματουργός».
Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων
Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Νικούλσκϊυ κοντὰ στὸ Νίζνιθ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Πσκώφ. Ἀξιώθηκε νὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, τὴν ὁποία πῆρε μαζί του καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 1622.
Περὶ τοῦ Ὁσίου Ἱλαρίωνος δὲν ἔχουμε ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες. Τὸ ὄνομά του συναντᾶμε σὲ χειρόγραφα τοῦ 17ου – 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κοντὰ στὴν πόλη Γιούρεβετς Ποβόλζσκ καὶ ἀκολούθως στὴν ἔρημο.
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ὁ ἐν Σαρτόμᾳ
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Σαρτόμα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή:http://www.saint.gr/05/23/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/23/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου