Πολλοί οἱ
κατήγοροι τοῦ προσώπου μου και τῶν κειμένων μου, πού συνωθοῦνται στό
ὑποπόδιο τῆς κατεστημένης ἐξουσίας καί πυροβολοῦν κάτω ἀπό τήν προστασία
τῶν πρωτεργατῶν τῆς ἀνωμαλίας.
Λίγοι, ἐλάχιστοι οἱ ταχυδρόμοι τῶν
χαμηλῶν τόνων, πού μοῦ ἐγχειρίζουν τό μήνυμά τους συνωδευμένο μέ τά
διαπιστευτήρια τῆς φιλίας καί τῆς εἰλικρίνειας. Ὀξεῖς, ὁξύτατοι οἱ
πρῶτοι. Ἤρεμοι καί ἱκετευτικοί οἱ δεύτεροι.
Ὅμως, τό σκληρό
κατηγορητήριο τῆς ἀνάλγητης ἐξουσίας καί ἡ δειλή, θλιμμένη παράκλησι τῆς
ἔμπονης, σιωπηλῆς διακονίας διασταυρώνονται στό ἴδιο στίγμα. Πρός τί ἡ
τραχύτητα τῆς κριτικῆς στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας;
Γιατί ἡ δημοσιογραφική
πέννα νά γυροφέρνη τίς χωματερές; Γιατί νά δακτυλοδεικτῆ τό βοῦρκο;
Γιατί νά ζωγραφίζη τίς ἄκανθες; Ποιά ἁγιοπνευματική προσταγή κολπώνει
τήν ἐπισκοπική συνείδησι πρός τήν ὁξύτητα καί πρός τήν ἀκατάπαυστη
πυροδότησι;